Ένα καλοκαίρι στη Νάξο
Τον Απρίλιο του 2005, όταν ξεκίνησα το μπλογκ, προσπάθησα να γράψω ένα κείμενο σε συνέχειες, μια μικρή ιστορία. Οι μπλόγκερ τότε ήταν λιγότεροι από 300, οι αναγνώστες του μπλογκ δεν πρέπει να ήταν ούτε 100, και εγώ έγραφα σαν να μη με διαβάζει κανείς. Βέβαια, σύντομα διαπίστωσα πως τα πράγματα άλλαξαν, συνειδητοποίησα πως αυτά που γράφουμε στο διαδίκτυο τα διάβάζουν κι άλλοι άνθρωποι, και “μαζεύτηκα”. Από εκείνες τις όμορφες ημέρες λοιπόν, ένα κείμενο που το είχα “εξαφανίσει” και το εμφανίζω πάλι, μετά από απαίτηση αναγνωστών -και πιο πολύ αναγνωστριών- του μπλογκ. “Οι νέοι χωριστά, οι γέροι άλλο πράμα. Όποιος τους θέλει αντάμα…”.
“Οι νέοι χωριστά, οι γέροι άλλο πράμα. Όποιος τους θέλει αντάμα…”
Το καλοκαίρι του ’94 με βρήκε στη Νάξο. Δούλευα σαν ντισκ τζόκεϊ στο πιο ωραίο ίσως μπαρ του νησιού. Τα λεφτά ήταν πολύ καλά, ενώ το σπίτι και το φαγητό μου ήταν μέρος της συμφωνίας με τον ιδιοκτήτη του μπαρ. Ήμουν νέος, αφελής κι ερωτεύσιμος – ο ιδανικός παίκτης για την κωμωδία με τραγικές καταστάσεις, που φέρει τον τίτλο «ελληνικό καλοκαίρι».
Έμενα στην είσοδο του ενετικού Κάστρου της Χώρας, λίγα βήματα μακριά από κει που πήγε σχολείο ο Νίκος Καζαντζάκης, όταν ο πατέρας του, ο καπετάν Μιχάλης, μετέφερε την οικογένειά του στη Νάξο, ώστε να μην υποστεί τις δυσάρεστες συνέπειες του τουρκοκρητικού πολέμου. Βέβαια δεν υπήρχε πια ούτε ένας από τους γάλλους μοναχούς, που κόντεψαν να τρελάνουν τον νεαρό Καζαντζάκη, φουσκώνοντάς του τα μυαλά, πως αν γίνει καθολικός, θα χριστεί μια μέρα Πάπας, αλλά ήταν όμορφο να κόβω τις βόλτες μου στα ίδια σοκάκια, να αγγίζω τους ίδιους τοίχους και φυσικά να γνωρίζω τη συνέχεια της ιστορίας του.
Το σπίτι που έμενα ήταν μια ευγενική παραχώρηση της θείας Μαρίας, της θείας του ιδιοκτήτη του μπαρ. Ήταν ένα παλιό εγκαταλειμμένο αρχοντικό και διάλεξα να μείνω σε δυο από τα δωμάτιά του, λέγοντας στη θεία Μαρία, πως δεν είναι δυνατόν τα παιδιά στην Αφρική να μην έχουν να φάνε κι εγώ να μένω σε ένα σπίτι με δέκα δωμάτια. Οπωσδήποτε το επιχείρημα ήταν βλακώδες (συνεχίζω να λέω τέτοιες αρλούμπες), αλλά η θεία Μαρία μάλλον το εκτίμησε πάρα πολύ, γατί κάθε φορά που με έβλεπε έκτοτε, δεν έκρυβε τη χαρά της.. Ήταν μια γυναίκα γύρω στα εβδομήντα, με σκληρά χαρακτηριστικά και δεν είχε παντρευτεί ποτέ στη ζωή της. Φορούσε πάντα μαύρα, πενθώντας για κάποιον χαμένο αδελφό, αλλά γρήγορα κατάλαβα, πως πενθούσε τον έρωτα που δεν ήρθε ποτέ. Ο Πέτρος, ο ανιψιός της, μου εκμυστηρεύτηκε πως ήμουν ο πρώτος άνθρωπος για τον οποίο εκφραζόταν με καλά λόγια η θεία Μαρία, τουλάχιστον μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η αλήθεια είναι πως κανείς δεν της έδινε σημασία. Οι συγγενείς της απλά την ανέχονταν, περιμένοντας να πεθάνει για να καρπωθούν τη μεγάλη ακίνητη περιουσία της. Μερικά απογεύματα ερχόταν στο μπαρ και την έμαθα να πίνει Tia Maria, λέγοντάς της πως το ποτό αυτό είχε φτιαχτεί ειδικά γι’ αυτήν. Γελούσε κι έπινε τρία λικέρ στη σειρά. Απορώ πάντα με τους ανθρώπους που πίνουν τόσο γλυκά ποτά, αλλά η πίκρα της θείας Μαρίας ήταν τέτοια, που θα έπρεπε να τρέφεται αποκλειστικά με ζάχαρη και σοκολάτες για να επέλθει μια ισορροπία.
Από το μπαλκονάκι του σπιτιού, έβλεπα στα αριστερά τα τείχη του Κάστρου, το λιμάνι και βέβαια το μπροστινό παράθυρο του σπιτιού της θείας Μαρίας. Δεξιά ήταν μια μικρή πλατεία κι ένα μικρό ξενοδοχείο με φτηνά δωμάτια. Στο παράθυρο του πρώτου ορόφου, έβλεπα να κάθεται μέρα νύχτα ένας ηλικιωμένος άντρας περίπου εβδομήντα πέντε χρόνων, με άσπρα μαλλιά και μουστάκι. Λίγο καιρό αργότερα έμαθα πως ήταν ο πατέρας του ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου και είχε κινητικά προβλήματα. Κάθε φορά που έφευγα για τη δουλειά περνούσα κάτω από το μπαλκόνι του και τον χαιρετούσα. Άλλες κουβέντες δεν είχαμε. Τα απογεύματα πριν πάω στη δουλειά, καθόμουν στο μπαλκόνι και ρέμβαζα πίνοντας καφέ κι ακούγοντας μουσική. Ο κύριος Διονύσης –αργότερα έμαθα πως αυτό ήταν το όνομά του- ήταν πάντα στο παράθυρο. Η θεία Μαρία έβγαινε στο δικό της και πιάναμε την κουβέντα από μια απόσταση πενήντα μέτρων. Εγώ μπορούσα να τους δω και τους δυο, μιας και ήμουν στη μέση, αλλά αυτοί δεν μπορούσαν να δουν ο ένας τον άλλο, γιατί υπήρχε ένα σπίτι στη μέση που εμπόδιζε την οπτική επαφή.
Πολλά απογεύματα ερχόταν στο σπίτι η Κάρεν, μια όμορφη ξανθιά κοπέλα με μακριά μαλλιά από τη Δανία, που δούλευε στο μπαρ και ήταν ζωγράφος. Κάποιες φορές έρχονταν μαζί της και οι φίλες της, η Εύα με την Ίνκε. Η Εύα ήταν συμπατριώτισσα της Κάρεν, σπούδαζε ελληνική φιλολογία και το όνειρό της ήταν να μεταφράσει τον Παύλο Μάτεσι στη γλώσσα της. Έκανε χορό και ήταν πολύ γλυκιά. Η Ίνκε ήταν από τη Σουηδία, ήταν δασκάλα και πραγματικά ήταν όμορφη σαν κούκλα. Προσπάθησε ένα ολόκληρο καλοκαίρι να με πείσει πως ο Αγγελόπουλος είναι σημαντικότερος από τον Μπέργκμαν, αλλά δεν τα κατάφερε. Στο τέλος της έμαθα να λέει στα ελληνικά «κανείς προφήτης στον τόπο του». Η Κάρεν είχε ένα λυκόσκυλο, τον Λέοντα, που ήταν δεκαπέντε χρονών και η υγεία του ήταν σε άσχημη κατάσταση. Ήταν ολοφάνερο πως δεν θα ζούσε πολύ ακόμα, και γι΄ αυτό του κάναμε όλα τα χατίρια. Τον ταΐζαμε γλυκά και τον αφήναμε να φέρνει την πέτρα του μέσα στο σπίτι. Ο Λέων είχε μια πέτρα και την έπαιρνε μαζί του όπου κι αν πήγαινε. Μια φορά στη θάλασσα του την έκρυψα στην άμμο, ενώ αυτός κολυμπούσε, και χάλασε τον κόσμο να τη βρει. Φύγαμε μόνο αφού έσκαψα, τη βρήκα και του την έδωσα. Τον άφηνα να με πετάει κάτω και να βάζει το δεξί μπροστινό του πόδι πάνω στο στήθος μου, για να δείξει στην αφεντικίνα του πως με νίκησε και είναι δυνατός. Μετά τρώγαμε μαζί από το ίδιο παγωτό ξυλάκι και τσακωνόμασταν ποιος θα φάει πιο πολύ, με αποτέλεσμα όσοι ήταν γύρω να κοιτάνε με αηδία. Πρέπει να σεβόμαστε τους ηλικιωμένους, και ο Λέων ήταν ηλικιωμένος, όπως η θεία Μαρία και ο κυρ Διονύσης.
Κάθε φορά που η Κάρεν και τα κορίτσια ήταν στο σπίτι, η θεία Μαρία έφευγε από το παράθυρο. Η Μέτε την αντιπαθούσε πολύ –όπως και οι περισσότεροι άνθρωποι- και πίστευε πως η θεία Μαρία έμπαινε μέσα επειδή την έβλεπε. Κατάλαβα πως η θεία Μαρία απλά ζήλευε, αλλά δεν της το είπα ποτέ. Ο κυρ Διονύσης από την άλλη, έκανε πάρτι κάθε φορά που έρχονταν τα κορίτσια. Εγκατέλειπε την τηλεόραση και γυρνούσε την καρέκλα του προς το μπαλκόνι μου. Το σίριαλ «Ένας Έλληνας, τρεις Σκανδιναβές κι ένα λυκόσκυλο», μάλλον είχε περισσότερο ενδιαφέρον. Η γυναίκα του είχε πεθάνει, αλλά το μάτι του «έπαιζε» και ήταν ολοφάνερο πως υπήρξε μεγάλος γυναικάς πριν καθηλωθεί στην καρέκλα. Όταν κάποιος φίλος του ερχόταν και του αποσπούσε την προσοχή, νομίζω πως ήταν δυσαρεστημένος. Σιγά-σιγά το σπίτι μου έγινε κέντρο διερχομένων αφού είχα πια γνωρίσει όλο το νησί, ενώ όλα τα αδέσποτα της Χώρας περνούσαν από το σπίτι μου, αφού η πόρτα ήταν πάντα ανοικτή και ο οικοδεσπότης ζωόφιλος. Μια μονόφθαλμη γάτα με τρία πόδια γέννησε μπροστά στην πόρτα μου και, θεωρώντας πως αυτό είναι θεϊκό σημάδι, υιοθέτησα όλη την οικογένεια. Όταν κάποιο βράδυ ξυπνούσα, έβλεπα μέσα στο σκοτάδι να περπατάνε διάφορα τετράποδα που έρχονταν, έτρωγαν από τα πιάτα που είχα δίπλα στην πόρτα και έφευγαν. Η Νάξος έχει τα πιο όμορφα αδέσποτα που υπάρχουν στην Ελλάδα και θέλω να με πιστέψετε. Από τα δεκαπέντε παιδιά που δουλεύαμε στο μπαρ ήμουν ο μοναδικός που δεν του είχαν ανοίξει το σπίτι. Προφανώς επειδή ήταν συνέχεια ανοικτό.
Ο Δημητράκης, ο 12χρονος γιος του ιδιοκτήτη του μπαρ, μου είχε μεγάλη αδυναμία και αυτό ήταν μάλλον φυσικό, μιας και δεν του χαλούσα ποτέ το χατίρι. Μια μέρα ο πατέρας του άρχισε να τον χτυπάει και να τον κλωτσάει μπροστά σε όλο τον κόσμο εντελώς άδικα- η μικρότερη αδερφή του είχε πει ψέματα. Θα τον έκανα μαύρο στο ξύλο, αλλά ήταν και τα παιδιά του μπροστά, οπότε αρκέστηκα να τον πιάσω από πίσω, να τον σηκώσω ψηλά και να τον αφήσω να κουνάει τα πόδια του στον αέρα. Είμαι ψηλός και γεροδεμένος κι έτσι αυτό κράτησε για αρκετά δευτερόλεπτα. Σε αυτό το διάστημα ξεκαθάρισα στον Πέτρο πως πρέπει να ζητήσει συγγνώμη απ’ τον γιο του και πως αν το ξανακάνει, εγώ θα γυρίσω στην Αθήνα. Του ζήτησε συγγνώμη και δεν τον ξαναχτύπησε. Από εκείνη τη μέρα ο Δημητράκης ήταν συνεχώς κάπου γύρω μου. Του άρεσε η Μαριάννα, μια από τις τρεις Σέρβες που δούλευαν στο μπαρ και είχαν έρθει στην Ελλάδα εξαιτίας του εμπάργκο στην τότε Γιουγκοσλαβία. Η Μαριάννα ήταν 19 χρονών, αλλά έμοιαζε μικρότερη επειδή ήταν μικροκαμωμένη, κι αυτό προφανώς έκανε το Δημητράκη να θεωρεί πως είναι στα μέτρα του. Με ρωτούσε πώς να την πλησιάσει και μετά από αφόρητες πιέσεις του έδειξα πώς να τη φλερτάρει, μεταξύ σοβαρού και αστείου βέβαια. Η Μαριάννα καθόταν μόνη της στη μεγάλη ταράτσα του μπαρ και ρέμβαζε. Ήταν απόγευμα, λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα και το μπαρ είχε λίγο κόσμο, μιας και ήταν η ώρα του δείπνου. Ο Δημητράκης καθόταν στην πόρτα της βεράντας και παρακολουθούσε. Πλησίασα τη Μαριάννα και έκατσα στο μπράτσο της πολυθρόνας της. Με κοίταξε, μου χαμογέλασε και της χάιδεψα τα μαλλιά. Ακούμπησε το κεφάλι της στο πόδι μου, χωρίς να δείξει την παραμικρή έκπληξη από το ξαφνικό μου ενδιαφέρον. Ήταν πολύ γλυκιά και της έλειπε η οικογένειά της. Μου μιλούσε συχνά για τον αδερφό της και ίσως να τον έβλεπε στο πρόσωπό μου –δεν το έμαθα ποτέ. Ο Δημητράκης μας κοιτούσε γεμάτος περιέργεια. Με φώναξε ο Θανάσης, ο μπάρμαν, και σηκώθηκα, αφού φίλησα τη Μαριάννα στα μαλλιά. Μετά από λίγο ο Δημητράκης μου δήλωσε πως ήταν έτοιμος. Τον εμψύχωσα και στάθηκα στην πόρτα για να δω τι θα κάνει. Πλησίασε τη Μαριάννα που καθόταν αμέριμνη και ακούμπησε στο μπράτσο της πολυθρόνας, όπως είχα κάνει κι εγώ. Η Μαριάννα γύρισε και τον κοίταξε και ο Δημητράκης προσπάθησε να της χαϊδέψει τα μαλλιά. Η Μαριάννα του χτύπησε το χέρι, αλλά ο Δημητράκης, που δεν είχε υπολογίσει αυτό το ενδεχόμενο, επέμεινε, θεωρώντας προφανώς πως υπάρχει κάποιο ειδικό σημείο στο κεφάλι της, που αν το βρει, θα την κάνει να ανταποκριθεί. Το αποτέλεσμα ήταν να εισπράξει μια μεγαλοπρεπή σφαλιάρα –κάθε φορά που τη θυμάμαι γελάω- και η Μαριάννα να αρχίσει να βρίζει στα σέρβικα. Στην πορεία τα κορίτσια, μου έμαθαν όλες τις σέρβικες βρισιές, αλλά το μόνο που θυμάμαι από αυτή τη γλώσσα πια, είναι πως στα σέρβικα τα φιστίκια λέγονται «κικιρίκι». Παρηγορούσα τον μικρό για ώρες μετά το πάθημά του, αλλά ηρέμησε μόνο όταν του είπα, πως εμένα μια φορά μια γυναίκα μου είχε μαυρίσει το μάτι ( ψέματα – στην πραγματικότητα μου είχε μαυρίσει και τα δυο μάτια). Έπνιξε τον καημό του σε τρεις πορτοκαλάδες και πήγε για ύπνο.
Η αδυναμία που μου είχε ο μικρός δεν τον εμπόδιζε να μου σκαρώνει ένα σωρό σκανταλιές. Μια βραδιά που είχε φοβερή ζέστη και το μπαρ ήταν ασφυκτικά γεμάτο, ήρθε όλο χαρά και με ρώτησε αν θέλω κάτι δροσιστικό. «Μπράβο ρε Δημητράκη», του είπα και σε λίγο μου έφερε ένα τεράστιο ποτήρι με κόκα-κόλα και πολλά παγάκια. Το ύψωσα στην υγειά του και ήπια μια μεγάλη γουλιά. Αμέσως μετά άρχισα να βγάζω καπνούς από όλο μου το σώμα, μιας και το καλό αυτό παιδί είχε αδειάσει μέσα στο ποτήρι μισό μπουκάλι ταμπάσκο. Ξαναβρήκα τη γεύση μου μετά από μια βδομάδα και μίλησα ξανά στο Δημητράκη μετά από δέκα μέρες. Δεν ήθελα αλλά αναγκάστηκα. Το μπάνιο του σπιτιού μου ήταν έξω από το κυρίως οίκημα ακριβώς δίπλα στην είσοδο. Ήταν ολοφάνερο πως ήταν μεταγενέστερο κτίσμα και προφανώς ήταν το δεύτερο μπάνιο. Το πρώτο δεν το είδα ποτέ γιατί βρισκόταν στην άλλη άκρη των οκτώ δωματίων, που δεν χρησιμοποιούσα επειδή τα παιδιά της Αφρικής πεινούσαν. Ένα απόγευμα έπαιρνα το μπάνιο μου πριν πάω για δουλειά. Ξαφνικά άκουσα το κλειδί που ήταν απέξω να γυρνάει στην κλειδαριά. Δοκίμασα να ανοίξω την πόρτα και ήταν κλειδωμένη. Σκέφτηκα πως μπορεί να ήταν κάποιο απ’ τα κορίτσια και της φώναξα να αφήσει τα αστεία. Άνοιξα το νερό για να ξεπλυθώ αλλά δεν έτρεχε σταγόνα. Σαν να μην έφταναν αυτά έσβησε και το φως. Ήμουν κλειδωμένος, γυμνός, μέσα στις σαπουνάδες και στο σκοτάδι. Αυτά είναι ωραία μόνο στις ταινίες. Ήμουν έτοιμος να αρχίσω τις χριστοπαναγίες όταν άκουσα τον Δημητράκη να μου δηλώνει, πως αν δεν του ορκιστώ πως θα είμαστε φίλοι ξανά και για πάντα, δεν πρόκειται να ανοίξει την πόρτα. Θα τον έπνιγα με ευχαρίστηση, αλλά του είπα πως είμαστε φίλοι χωρίς να του ορκιστώ. Το σκασμένο δεν άνοιξε παρά μόνο αφού αναγκάστηκα να του ορκιστώ αιώνια φιλία. Αν δεν ήταν η πόρτα ανάμεσα, θα με ανάγκαζε να ενώσουμε τα αίματά μας σαν Ινδιάνοι. Πέρασε το κλειδί κάτω από την πόρτα κι εξαφανίστηκε τρέχοντας. Βγαίνοντας από το μπάνιο, είδα στο παράθυρο τον κυρ Διονύση να κλαίει από τα γέλια με το κεφάλι του μέσα στα χέρια του.
Το καλοκαίρι κυλούσε και άρχισαν να έρχονται φίλοι από την Αθήνα. Ο Άθως, η Χριστίνα κι ο Οδυσσέας άνοιξαν τον χορό. Μάλλον δεν είχαν καταλάβει που βρίσκονταν. Ο Άθως νόμιζε πως ήταν ακόμα στο Παρίσι, όπου σπούδαζε με τα λεφτά του μπαμπά του, η Χριστίνα ήταν σίγουρη πως είναι στη Μύκονο και κυκλοφορούσε παντού με τα Αρμάνι, που είχε αγοράσει με τα λεφτά του μπαμπά της, κι απέμενε ο Οδυσσέας, που επειδή δεν είχε μπαμπά ήταν βέβαιος πως είναι στην Τροία. Ένα βράδυ στο κλαμπ, ο Άθως θεώρησε καλό να φλερτάρει είκοσι Γαλλίδες, που ατυχώς συνοδεύονταν, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουμε να φάμε το ξύλο του αιώνα. Χαθήκαμε μέσα στη νύχτα με το καΐκι του καπτα-Γιακουμή που μας φυγάδευσε στη Μάλτα, ενώ τα γερμανικά αεροπλάνα πετούσαν από πάνω μας σαν μύγες και η Μεσόγειος φλεγόταν. (Συγνώμη, φίλε αναγνώστη, αλλά παρασύρθηκα επειδή ξύπνησε ο άλλος μου εαυτός). Μετά ο Άθως πήγε κι αρρώστησε και ξεράθηκε στο κρεβάτι. Αδιαφορήσαμε πλήρως για την κατάστασή του και το ρίξαμε στα μπάνια, στις τσάρκες και στις κρασοκατανύξεις χωρίς να έχουμε καμιά ενοχή. Μερικά χρόνια αργότερα φρόντισε να μας αποδείξει πως πράξαμε το σωστό. Στο τέλος, αφού τον τυλίξαμε μ’ ένα σεντόνι –έκαιγε από τον πυρετό- τον φορτώσαμε πάνω στη μηχανή του Οδυσσέα και τον πήγαμε στο λιμάνι για να γυρίσει μαζί με τα παιδιά στην Αθήνα. Το καράβι θα ερχόταν με τέσσερις ώρες καθυστέρηση κι έτσι τον ξαναπήγαμε στο σπίτι, τον παρκάραμε στο κρεβάτι και εμείς πήγαμε στο Ναυτικό Όμιλο, κάτω από την Πορτάρα, όπου και γίναμε ντίρλα από τα ούζα και τα ρεμπέτικα, με λογικό επακόλουθο τα παιδιά να χάσουν το καράβι και να πάρουν το επόμενο. Ο κυρ Διονύσης μας έβλεπε να πηγαινοφέρνουμε τον κίτρινο Άθω με τη μηχανή μεθυσμένοι και απορούσε. Πάντα μόνος, πάντα στο παράθυρο.
Λίγες μέρες μετά ήρθε ο Στέφανος. Μου είπε πως δεν με είχε δει ποτέ σε καλύτερη κατάσταση και χαιρόταν πολύ γι΄ αυτό. Βέβαια, φρόντισε να κάνει ό,τι περνούσε από το χέρι του για να μη χαίρομαι καθόλου, και οι τρεις μέρες που έμεινε στο νησί ήταν αρκετές για να καταλάβω, πως είναι αδύνατο να ξεφύγεις από τους ανθρώπους που σε αγαπάνε. Όλα ξεκίνησαν όμορφα αφού την ώρα του γεύματος μου ανακοίνωσε πως σκέπτεται να παντρευτεί τη Μαίρη και ήθελε να ακούσει τη γνώμη μου. Χάρηκα πολύ γιατί αγαπούσα πολύ τη Μαίρη. Τον αγκάλιασα, τον φίλησα και του είπα πως θα είμαι εγώ ο κουμπάρος και δεν σηκώνω κουβέντα. Φυσικά, δέχτηκε με ενθουσιασμό την πρότασή μου και πλακωθήκαμε στα κρασιά και στις προπόσεις. Όταν έφτασε η ώρα να πάω για δουλειά, ήμουν ένας ευτυχισμένος άνθρωπος.
Πήγαμε στο μπαρ παρέα και μου είπε πως του αρέσει πολύ. Καθόλου περίεργο, αφού το μπαρ βρισκόταν πάνω σε ένα λόφο που βρεχόταν παντού από θάλασσα. Διέσχιζες μια μικρή λωρίδα γης, ανέβαινες μια μικρή ανηφόρα και αντίκριζες ένα υπέροχο πέτρινο κτίριο που εσωτερικά ήταν χτισμένο σε δυο επίπεδα, ενώ στην εξωτερική πλευρά του, το κύκλωναν έξι ανισόπεδες ταράτσες. Από παντού έβλεπες τη θάλασσα. Από τη μεγάλη βεράντα μπορούσες να δεις τα πλοία που μπαινόβγαιναν στο λιμάνι. Έμοιαζαν με ψεύτικα – ειδικά τη νύχτα- και νόμιζες πως θα απλώσεις το χέρι και θα τα πιάσεις. Ήταν η ώρα του ηλιοβασιλέματος όταν φτάσαμε στο μπαρ. Ο ήλιος έπεφτε πίσω από την Πάρο και παρόλο που οι βεράντες ήταν γεμάτες κόσμο δεν ακουγόταν κιχ. Είναι όμορφοι οι άνθρωποι όταν ονειρεύονται. Τρία λεπτά πριν ο ήλιος σβήσει γλυκά. κι ενώ οι ορίζοντες είχαν πάρει φωτιά, έβαλα στο πικάπ το «Où que me porte mon voyage, la Grèce me blesse», με τη Μελίνα σε μουσική του Vangelis. Είναι το γνωστό ποίημα του Σεφέρη «ΜΕ ΤΟΝ ΤΡΟΠΟ ΤΟΥ Γ.Σ.» -όλοι το ξέρουν σαν «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει» – σε ελεύθερη απόδοση στα γαλλικά. Ποτέ δεν συμπάθησα τον Σεφέρη και θα του έχωνα με ευχαρίστηση μια μπουνιά για τη Συμφωνία του Λονδίνου, αλλά αυτό που συνέβαινε με αυτό το τραγούδι ήταν μαγικό. Στην ουσία η Μελίνα απαγγέλλει τους στίχους στα γαλλικά, ενώ από πίσω «σέρνεται» η μουσική του Παπαθανασίου, που είναι επηρεασμένη από τη μελωδία του «Ω γλυκύ μου έαρ». Κάθε απόγευμα έβαζα αυτό το κομμάτι λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα. Μετά έβγαινα στη μεγάλη βεράντα κι ακουμπούσα την πλάτη μου στον πέτρινο τοίχο. Μπορούσα να δω τις πλάτες των ανθρώπων –άλλοι κάθονταν στις πολυθρόνες και άλλοι ήταν ξαπλωμένοι στις σεζ λόνγκ. Ο ήλιος έγερνε, η Μελίνα μάγευε, οι άνθρωποι ένιωθαν. Έβλεπα από πίσω τα χέρια τους να ανεβαίνουν προς το πρόσωπό τους και ήξερα πως έκλαιγαν. Δεν ξέρω πόσοι γνώριζαν γαλλικά, πόσοι καταλάβαιναν τα λόγια, αλλά είμαι βέβαιος πως όποιος βρέθηκε σε αυτή τη βεράντα την ώρα του ηλιοβασιλέματος το καλοκαίρι του ’94 δεν θα το ξεχάσει ποτέ. Πολλοί έρχονταν και μου ζητούσαν το τραγούδι σε μια κασέτα, αλλά το αρνιόμουν ευγενικά σε όλους. Στην πραγματικότητα ήθελα να πιω τα δάκρυά τους, αλλά ντρεπόμουν να τους το ζητήσω. Μια φορά μια πολύ όμορφη γυναίκα γύρω στα 50 με απόλυτα ελληνικά χαρακτηριστικά –έμοιαζε πολύ στην Ειρήνη Παπά- ήρθε μέσα στο μπαρ και με ρώτησε, αν εγώ διάλεξα αυτό το τραγούδι. Όταν της απάντησα καταφατικά, έπιασε τα χέρια μου με τα δικά της, τα έφερε στο πρόσωπό της και τα φίλησε. Αργότερα ο Πέτρος, μου είπε πως ήταν η σύζυγος του τοπικού βουλευτή του ΠαΣοΚ . Κανείς δεν είναι τέλειος, σκέφτηκα, και κάθε φορά που ερχόταν στο μπαρ με την παρέα της, έβαζα τα δυνατά μου για να την εντυπωσιάσω. Ήταν το μοναδικό πρόσωπο για το οποίο θα έκανα την εξαίρεση να γράψω το τραγούδι σε μια κασέτα. Δεν μου το ζήτησε ποτέ.
Οι τελευταίοι στίχοι του ποιήματος στα γαλλικά και στα ελληνικά :
Où que me porte mon voyage, la Grèce me blesse~
Rideaux de montagnes, archipels,
granites dénudés…
Le bateau qui s’avance s’apelle
Agonie….
Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει~
παραπετάσματα βουνών, αρχιπέλαγα,
γυμνοί γρανίτες…
Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓΩΝlΑ …
(«ΑΓΩΝΙΑ 1937» γράφει ο Σεφέρης-το ποίημα είναι γραμμένο το ‘36))
Το καράβι που έμελλε να με πάρει από τη Νάξο δεν είχε όνομα. Είχε την ευγένεια να μην θέλει να θυμάμαι. Αυτό όμως δεν το ήξερα ακόμα.
Η Μελίνα έφυγε μαζί με το φως του ήλιου και το μπαρ άρχισε να γεμίζει από ανθρώπους που έκαναν αυτό που τόσο αγαπούσε η Μελίνα : φλέρταραν. Είπα στο Στέφανο να πάει μια βόλτα στο Κάστρο και στο λιμάνι, αλλά ήταν τόσο χαρούμενος που με βρήκε, που δεν κούνησε ρούπι όλο το βράδυ. Έπιασε την πάρλα με όλους, μιας και είναι επικοινωνιακός τύπος, πλακώθηκε στα ποτά και περνούσε μια χαρά. Τον παρακάλεσα να μη γίνει κόκαλο από το ποτό, γιατί στο κάτω-κάτω βρισκόταν στον τόπο εργασίας μου και θα έπρεπε να το σεβαστεί. «Ναι, ναι, μην ανησυχείς», με καθησύχασε. Λίγο αργότερα, και μην ξέροντας τι να κάνω, του είπα με τρόπο πως τα ποτά είναι πανάκριβα στο δικό μας μπαρ και να κάνει λίγο κράτει ή να πάει στο μπαρ ενός φίλου να τα πιει, και να βρεθούμε αφού σχολάσω. Με αγνόησε χαμογελώντας σαν χαζός και παρήγγειλε ακόμα ένα ποτό. Τα παιδιά του μπαρ τον είχαν κατασυμπαθήσει. Γνωρίζοντας την εκπεφρασμένη αδυναμία της Μαριάννας για τους άρρενες Ιταλούς, της είπαμε πως τον λένε Stefano και πως ο πατέρας του έχει εργοστάσιο στο Μιλάνο. Η Μαριάννα αγνόησε δουλειά, πελάτες και συναδέλφους και είχε μάτια μόνο για τον Stefano. Μερικές μέρες αργότερα της αποκάλυψα πως ο Stefano είναι από ένα χωριό κοντά στα Τρίκαλα και δεν θα τον χαρακτήριζες ακριβώς «πλούσιο». Μου θύμωσε λίγο, αλλά της πέρασε γρήγορα.
Ο κόσμος είχε πια πλημμυρίσει το μπαρ και τις βεράντες κι έμοιαζε να περνάει υπέροχα. Ο Στέφανος εμφανιζόταν που και που και μετά χανόταν πάντα με ένα ποτήρι στο χέρι. Την επόμενη φορά που τον είδα η ώρα ήταν 4 τα ξημερώματα και ο κόσμος είχε αραιώσει. Ήταν ακουμπισμένος σε ένα σταντ και μιλούσε με τη Βάνα. Η Βάνα, μια πολύ όμορφη μελαχρινή κοπέλα, καθόταν απέναντί του και έμοιαζε να διασκεδάζει με όσα της έλεγε. Ως εδώ καλά. Την επόμενη φορά που κοίταξα προς τη μεριά τους ο Στέφανος της κρατούσε το χέρι. Μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι! Η Βάνα δεν ήταν περαστική- ήταν η κοπέλα του Θανάση, του μπάρμαν! Γύρισα ενστικτωδώς το κεφάλι μου δεξιά και κοίταξα το Θανάση. Μου χαμογέλασε και βλέποντας το ύφος μου, μου έκανε νόημα να ηρεμήσω. Σήκωσε τον δεξί του αντίχειρα προς το στόμα του για να μου δείξει πως ο Στέφανος τα έχει πιει και δεν τρέχει τίποτα. Ήταν γενναία και σοφή η στάση του, αλλά αισθανόμουν πως είχα ξεφτιλιστεί. Σαν να μην έφτανε αυτό, εμφανίστηκε ξαφνικά ο Πέτρος, και μέσα στην καλή χαρά είπε στο Θανάση να βάλει ένα ποτό στο Στέφανο. «Όοοοχι!», φώναξα δυνατά, και ο Γιάννης που δεν είχε καταλάβει Χριστό απ’ ό,τι συνέβαινε, με κοίταξε απορημένος, αλλά η θυμωμένη μου έκφραση δεν του άφησε περιθώρια να πει κάτι . Του είπα πως πρέπει να φύγω, έβαλα ένα cd να παίζει κι αφού άρπαξα τον Στέφανο απ’ το πουκάμισο τον τράβηξα έξω. «Μα δεν πρόλαβα να χαιρετήσω», μου είπε με μια έκφραση τρελής αγελάδας και φούντωσα ακόμα περισσότερο.
Δεν έχω βρίσει ποτέ άνθρωπο στη ζωή μου, όσο τον έβρισα εκείνο το βράδυ. Περπατούσαμε προς το σπίτι διασχίζοντας το λιμάνι και τον έβριζα, υποβαστάζοντάς τον για να μην πέσει κάτω. Αν έπεφτε, θα τον έσερνα από το πόδι σαν ελάφι. Οι άνθρωποι κοιτούσαν απορημένοι. Κάποια στιγμή τον ακούμπησα σε ένα παγκάκι και του αγόρασα δυο σάντουιτς. Συνέχισα να τον βρίζω μέχρι που φτάσαμε στο σπίτι. Εκεί, έκανα ένα διάλειμμα για να πάω στην τουαλέτα και επέστρεψα στο δωμάτιο για να συνεχίσω. Κοιτάω δεξιά, κοιτάω αριστερά, πουθενά ο Στέφανος. Τον βλέπω στο μπαλκονάκι να αιωρείται με χαζοχαρούμενη διάθεση. Τον άρπαξα από τα ρούχα και τον έφερα στο δωμάτιο, κλείνοντας πίσω μου τη μπαλκονόπορτα. «Θέλω να βγω έξω να δω τη θέα», μου είπε παραπονιάρικα και νόμισα πως θα πάθω εγκεφαλικό. Προσπάθησα να του εξηγήσω, πως υπάρχει κίνδυνος να σκάσει κάτω σαν καρπούζι από τα οκτώ μέτρα, αλλά ήταν αμετανόητος. Με τα πολλά συμβιβάστηκε με το να ανοίξω την μπαλκονόπορτα για να βλέπει το λιμάνι και τα καραβάκια. «Θέλω να βλέπω τα καραβάκια», έτσι είπε. Ανάγκασα τον μπούλη να φάει τα δυο σάντουιτς, ενώ κοιτούσε τα καραβάκια και μετά προσπάθησα να του βγάλω τα ρούχα, γιατί μόνος του δεν μπορούσε να βγάλει ούτε κελεμπία. Τον κάθισα στο κρεβάτι και του έβγαλα το πουκάμισο. Μετά τον γύρισα μπρούμυτα πάνω στο κρεβάτι, του έβγαλα τα παπούτσια και άρχισα να του τραβάω το παντελόνι, ενώ τον είχε πάρει ήδη ο ύπνος. Του έβαλα ένα μαξιλάρι κάτω από τον αριστερό του ώμο για να αναπνέει καλύτερα και φύλαξα καραούλι μέχρι να ξημερώσει, από φόβο μήπως γυρίσει μέσα στον ύπνο του και πάθει αναρρόφηση. Κάπνιζα και κοιτούσα από ψηλά τα …καραβάκια να έρχονται και να φεύγουν, αδειάζοντας και φορτώνοντας ανθρώπους. Κάποιος Στέφανος θα έφτανε στη Νάξο μέσα στη νύχτα και κάποια Μαίρη θα μπάρκαρε για τη Σαντορίνη. Γύρισα και τον κοίταξα. Κοιμόταν βαριά. Σκέφτηκα πως μάλλον δεν θα παντρέψω ποτέ τον δικό μου Στέφανο με τη δική μου Μαίρη. Τρία χρόνια αργότερα βεβαιώθηκα. «Ποτέ δεν αγάπησα κάποιον σαν τον Στέφανο, αλλά…», μου είπε η Μαίρη σε μια στιγμή απόλυτης ειλικρίνειας. Με πήρε ο ύπνος στην πολυθρόνα και ξύπνησα λίγο μετά, από τον ήχο που κάνουν τα πατζούρια όταν ανοίγουν. Ήταν ο κυρ Διονύσης. «Καλημέρα», μου φώναξε σηκώνοντας το χέρι. Τον καλημέρισα και σηκώθηκα για να ξαπλώσω στο κρεβάτι μου. «Καλημέραααα», ακούστηκε η φωνή της θείας Μαρίας από την άλλη μεριά. Της έστειλα φιλάκια και της έκανα νόημα με το χέρι πως πάω για ύπνο. Όλα ζωή είναι, σκέφτηκα και με τη σκέψη αυτή αποκοιμήθηκα.
Γύρω στις 12 ο Στέφανος ξύπνησε, και όπως ήταν φυσικό δεν θυμόταν απολύτως τίποτα. Άρα ούτε εξηγήσεις χρειαζόταν να δώσει, ούτε εγώ έπρεπε να του ζητήσω συγνώμη. Την επόμενη μέρα έφυγε και ξαναβρήκα τις παρέες μου. Τα πρωινά καθόμουν και παρατηρούσα με τις ώρες την Κάρεν να ζωγραφίζει σε κάποια γωνιά του Κάστρου, έχοντας δίπλα της τον Λέοντα. Πάλευε με τις σκιές και τα χρώματα και πού και πού με ρωτούσε τη γνώμη μου. Νιώθω απεριόριστο θαυμασμό για όποιον μπορεί να σχεδιάσει ακόμα κι ένα σπιτάκι, γιατί είμαι ο άνθρωπος που δεν πετυχαίνει ούτε την υπογραφή του. Ήμουν πολύ εύκολος κριτής για το έργο της και αυτό δεν της άρεσε. «Do you think I’m an artist?», με ρώτησε μια μέρα. «Only time can tell», της απάντησα αλλά η απάντησή μου την έκανε ακόμα πιο σκεπτική. Προσπάθησα να την πείσω, πως μόνο και μόνο το γεγονός πως αναρωτιέται αν τα έργα της έχουν αξία, αποδεικνύει πως έχει την ψυχή του καλλιτέχνη. Το οριστικό μου επιχείρημα ήταν πως είναι μεγάλη ζωγράφος γιατί είναι σερβιτόρα και είναι ίδιον των μεγάλων καλλιτεχνών διεθνώς να ασκούν αυτό το επάγγελμα. Την επόμενη στιγμή το λευκό λινό μου πουκάμισο είχε γεμίσει καφέ στάμπες από τις μπογιές που μου εκσφενδόνισε. Ξεσπάσαμε και οι δυο σε δυνατά γέλια, ταράζοντας τη γαλήνη του Λέοντα που άρχισε να γαβγίζει. Στα σκυλιά δεν αρέσει το ανθρώπινο γέλιο. Αυτό όμως που τα ταράζει πραγματικά, είναι ο άνθρωπος που κλαίει. Πολλές φορές είναι και για μας δύσκολο να καταλάβουμε αν κάποιος κλαίει ή γελάει. Ίσως ο Λέων ξεγελάστηκε…
Υποθέτω πως ήταν κάποιο απ’ αυτά τα μεσημέρια που παλεύαμε με τις λέξεις και τις γλώσσες, που η Εύα με ερωτεύτηκε. Ή πάλι θα μπορούσε να είχε συμβεί σε μια από τις ανέμελες εξορμήσεις της παρέας σε κάποια παραλία, ή σε κάποιο από τα όμορφα χωριά που πηγαίναμε για φαγητό. Όπου κι αν συνέβη, εγώ δεν το πήρα χαμπάρι. Ήμουν πολύ εγωιστής; Ήμουν πολύ νέος; Όταν μου το είπε, κοιτώντας με σαν πιστό σκυλί, έμεινα να την κοιτάω σαν χαζός. Οι γυναίκες είναι πιο γενναίες και σίγουρες σε ό,τι αφορά τα συναισθήματά τους –τουλάχιστον από εμένα είναι. Της είπα πως θα πληγωθεί. Μου απάντησε πως δεν την νοιάζει. Στο τέλος πληγώθηκε. «Αν ήμουν, θρήσκος, θα έλεγα πως, όποιος δεν έχει γοητευθεί από τη Λαμπέτη, θα πάει στην Κόλαση», είχε γράψει ο Μάτεσις. Το διάβασα μερικά χρόνια μετά και ίσως να είναι ένας από τους λόγους που δεν είμαι πια θρήσκος. Βρίσκω τη Λαμπέτη γοητευτικότατη, αλλά σκέφτηκα πως το ίδιο θα έπρεπε να ισχύει και για κάποιες γυναίκες που γνώρισα στη ζωή μου, αλλά δεν κατάφερα να είμαι τόσο τίμιος και θαρραλέος όσο ήταν αυτές. Πάντως, εκείνο το καλοκαίρι στη Νάξο πίστευα ακόμα. Τουλάχιστον έτσι νόμιζα.
Είχα υποσχεθεί στην Εύα να πάμε στην έκθεση ενός Γερμανού εικαστικού καλλιτέχνη που γινόταν στο Κάστρο. Με είχε πρήξει μ’ αυτή την έκθεση, αλλά κατάφερα να την αποφύγω μέχρι που έφτασε η τελευταία μέρα. Με ξύπνησε από τα χαράματα λες και θα πηγαίναμε ταξίδι. Είχα κοιμηθεί πολύ αργά λόγω της δουλειάς και ήμουν κομμάτια. Μου έφτιαξε καφέ και μου επέτρεψε να καπνίσω δυο τσιγάρα, αν και την ενοχλούσε. «Με τη βερμούδα θα έρθεις;», με ρώτησε επικριτικά. Όχι, θα έρθω γυμνός για να νιώσω τις δονήσεις της Τέχνης σε όλο μου το σώμα, σκέφτηκα, αλλά ήταν πολύ γλυκιά κι έτσι φόρεσα παντελόνι χωρίς να διαμαρτυρηθώ. «Γιατί πάμε τόσο νωρίς;», ρώτησα ξεψυχισμένα. «Μα σήμερα, επειδή τελειώνει η έκθεση, θα είναι και ο καλλιτέχνης εκεί», μου απάντησε με ύφος, λες κι εγώ έπρεπε να το ξέρω. Ε, αφού θα ήταν κι ο καλλιτέχνης εκεί, έβαλα και παπούτσια. Στο δρόμο –δυο λεπτά υπόθεση- με ενημέρωσε πως η έκθεση είχε θέμα το ταξίδι του Δαίδαλου και του Ίκαρου. Ξαφνικά ένιωσα μια ακατανίκητη επιθυμία να ακούσω Μάκη Χριστοδουλόπουλο, αλλά την έπνιξα βαθιά μέσα μου. Μπήκαμε στο χώρο της έκθεσης. Ήταν ένας μεγάλος χώρος και εκτός από εμάς υπήρχαν και καμιά εικοσαριά άλλοι φιλότεχνοι. Ξεκινώντας από την είσοδο, προχωρούσες προς το εσωτερικό και υποτίθεται πως μπροστά σου εκτυλισσόταν όλη η πορεία πατέρα και γιου, από την απόδραση τους μέχρι τον θάνατο του Ίκαρου. Ο καλλιτέχνης είχε επιστρατεύσει διάφορα αντικείμενα για να εκφραστεί. Πόμολα, οδοντογλυφίδες, χαρτιά υγείας, καπάκια, τσιγάρα, καπότες, σερβιέτες, τηγάνια, μπρίκια, καραμέλες, κορδόνια, ενέσεις, σάπια δόντια και διάφορα άλλα συμπράγκαλα που δεν ξέρω τι σχέση είχαν με τον Δαίδαλο και τον Ίκαρο. Περπατούσαμε σιωπηλοί παράλληλα με τα εκθέματα, σέρνοντας τα πόδια μας λες και ήμασταν στον Επιτάφιο, ενώ μπροστά μας και πίσω μας περπατούσαν κι άλλοι άνθρωποι που είχαν αποφασίσει να μυηθούν στην υψηλή Τέχνη. Κάποια στιγμή φτάσαμε μπροστά σε ένα σύμπλεγμα σκουριασμένων καρφιών. Από πάνω είχε τρία καλαμάκια –ένα ροζ, ένα μαύρο, ένα μπλε- και μια χούφτα φακές. Πάνω στα καλαμάκια ισορροπούσε ένα μπαλάκι του τένις. Στην κορυφή του υπήρχε μια μεγάλη μύξα. Χαμογέλασα φέρνοντας στο μυαλό μου την εικόνα του πατριώτη –Έλληνας ήταν σίγουρα- που απηυδισμένος από το όλο θέαμα, κοίταξε γύρω του για να δει αν τον κοιτάει κανείς, και μετά κάρφωσε το προϊόν της μύτης του πάνω στο μπαλάκι. «Τι είναι αυτό;» με ρώτησε ξαφνικά η Εύα από καλλιτεχνικό ενδιαφέρον. Ένιωσα το στομάχι μου να συσπάται και έφερα το χέρι μου στο στόμα μου ταπώνοντάς το για να μην ακουστούν τα γέλια που ήταν έτοιμα να ξεσπάσουν από κάθε σημείο του είναι μου. Έπρεπε να βγω έξω. Γύρισα προς την πόρτα και είδα πως είχαμε προχωρήσει αρκετά. Τριάντα μέτρα με χώριζαν από την ελευθερία. Με το ένα χέρι στο στομάχι και το άλλο στο στόμα, άρχισα να περπατάω παραπατώντας προς την είσοδο. Τα πήγαινα πολύ καλά, όταν ξαφνικά είδα μπροστά μου τον καλλιτέχνη να με κοιτά απορημένος. Στο χέρι του κρατούσε το Livre d’ Or. Μάλλον θα νόμιζε πως θαμπώθηκα από το δημιούργημά του και τρέχω να γράψω ύμνους στο βιβλίο που κρατούσε. Το μπόι του μετά βίας ξεπερνούσε το ενάμισι μέτρο και το κεφάλι του ήταν ξυρισμένο. Ήταν καμπούρης και τριχωτός και είχε πολλά τατουάζ. Είχα ολοζώντανη μπροστά μου τη θεωρία του Δαρβίνου με τριάντα σκουλαρίκια απλωμένα πάνω στο κεφάλι σαν τραχανάς και με εμπόδιζε να βγω έξω. Του έχωσα μια σπρωξιά και βγήκα στον ανοιχτό ουρανό. Νόμιζα πως θα πεθάνω από τα γέλια. Πονούσε όλο μου το σώμα. Χτυπούσα τους εξωτερικούς τοίχους του κτιρίου με τα χέρια μου και βαρούσα τα πόδια στο πάτωμα. Πρέπει να έμοιαζα με αυτές τις δυστυχισμένες που τις τρέχουν οι δικοί τους στις εκκλησίες, για να τους βγάλει ο Άγιος το σατανά από μέσα τους. Με τα πολλά κατάφερα να συρθώ ως μια πέτρινη βρύση που ήταν λίγο πιο πέρα. Την άνοιξα κι έβαλα το κεφάλι μου από κάτω. Ένιωσα τα χέρια της Εύας να με αγκαλιάζουν από πίσω και να τυλίγονται γύρω από τη μέση μου. Κατάλαβα πως γελούσε κι αυτή. Γελούσαμε σχεδόν τρεις μέρες. Μετά εγώ έπαθα κατάθλιψη.
Τρεις μέρες μετά η Εύα έφυγε για τη Δανία. Έπρεπε να πάει στο Πανεπιστήμιο για να τακτοποιήσει το πρόγραμμα των σπουδών της για την επόμενη χρονιά. Ήταν βράδυ και είχα ρεπό. Ο κυρ Διονύσης τη φώναξε και της πέταξε ένα γαρύφαλλο από το παράθυρο. Την ήξερε από παλιά γιατί ερχόταν τακτικά στο νησί. Πού και πού έπιαναν την κουβέντα και ήταν ολοφάνερο πως τη συμπαθούσε. Πήρα τη βαλίτσα της στο χέρι και ξεκινήσαμε με τα πόδια για το λιμάνι. Μαζί μας ήταν η Άστριντ, η καλύτερή της φίλη, που ήταν από τη Νορβηγία. Ήταν μια καστανόξανθη κοπέλα 22 χρονών που σπούδαζε διακόσμηση εσωτερικών χώρων. Οι εξωτερικοί της χώροι ήταν πολύ όμορφοι και είχε ένα φανταστικό σώμα. Μάλλον της άρεσαν οι γυναίκες. Τη βλέπαμε συχνά πυκνά με μια 45χρονη Γερμανίδα, της οποίας η εμφάνιση δεν σου άφηνε περιθώρια να παρερμηνεύσεις τις σεξουαλικές της επιλογές. Περπατούσαμε και οι τρεις σιωπηλοί, ενώ οι δυο τους αντάλλασσαν που και που καμιά φράση. Φτάσαμε γρήγορα στην προβλήτα. Το πλοίο ήταν εκεί και ο αποχαιρετισμός ήταν σύντομος. Το μαντίλι της Εύας έμεινε κατά λάθος στα χέρια της Άστριντ. Τη φώναξε από μακριά για να της το δώσει αλλά της έκανε νόημα να το κρατήσει. Ανέβηκε τις σκάλες και χάθηκε στο εσωτερικό του πλοίου, το οποίο σάλπαρε σχεδόν αμέσως. Περπάτησα μαζί με την Άστριντ μέχρι το κέντρο του λιμανιού. Φορούσε το μαντίλι της Εύας στο λαιμό και ήταν σκεπτική. Τη ρώτησα αν θα πάει στο σπίτι της και μου είπε πως θα πήγαινε σε ένα μπαρ στην άκρη του λιμανιού για ένα ποτό. Με ρώτησε αν ήθελα να πάμε παρέα και δέχτηκα, αν και αυτό το μπαρ δεν μου άρεσε γιατί ήταν γεμάτο τουρίστες που μεθούσαν και φώναζαν σαν ζώα. Πράγματι ήταν πήχτρα και η μουσική ήταν για κομμώτριες από την Ιρλανδία. Παρ’ όλ’ αυτά, ήπιαμε μερικές μπύρες και αρχίσαμε να μιλάμε σαν παλιόφιλοι. Μου μιλούσε για τις σπουδές της και την οικογένειά της, αλλά από κάποια στιγμή και μετά δεν μπορούσα να πάρω τα μάτια μου από το στήθος της. Φορούσε ένα εμπριμέ μακρύ φουστάνι, που είχε κουμπάκια μπροστά σε όλο το μήκος του. Δεν φορούσε στηθόδεσμο και το μεγάλο στήθος της αναμετριόταν με τη βαρύτητα και νικούσε, κοιτώντας περήφανα προς τον ουρανό. Η κόχη του μαντιλιού της Εύας ήταν στη σχισμή του στήθους της. Την είχα δει γυμνή τη μια και μοναδική φορά που ήρθε μαζί μας για μπάνιο. Είχε πετάξει τα ρούχα της και μπήκε αμέσως στη θάλασσα εντελώς γυμνή, αν και δεν ήμασταν σε παραλία γυμνιστών. Άντρες και γυναίκες τη χάζευαν και κανείς δεν είχε πει τίποτα. Παρήγγειλα ακόμα δυο μπύρες.
Φεύγοντας από το μπαρ μας έπιασε μια καλοκαιρινή μπόρα που ήταν πολύ ευχάριστη. Γίναμε αμέσως μούσκεμα και περπατούσαμε γελώντας μέσα στη βροχή. Μπαίνοντας στο σοκάκι του σπιτιού μου, η Άστριντ περπάτησε μπροστά μου γιατί δεν χωρούσαμε μαζί. Το φόρεμά της είχε κολλήσει πάνω στο σώμα της και δεν φορούσε εσώρουχο. Όταν φτάσαμε μπροστά στην αυλόπορτα της πρότεινα να ανέβει μέχρι να περάσει η μπόρα. Μαλακίες, το δωμάτιό της ήταν τρία τετράγωνα μακριά. Με κοίταξε στα μάτια κι ανέβηκε τα πέντε σκαλιά. Άνοιξα την πόρτα και πέρασε μέσα. Έκλεισα την πόρτα και χιμίσαμε ο ένας πάνω στον άλλο. Της ξεκούμπωσα τα δυο πρώτα κουμπάκια και τράβηξα το φόρεμά της, στέλνοντας τα υπόλοιπα βόλτα στο δωμάτιο, ενώ αυτή με δάγκωνε στο λαιμό. Μου έλυσε τη ζώνη και σύντομα ήμασταν και οι δυο γυμνοί. Κοιταχτήκαμε για μια στιγμή και την κόλλησα πάνω μου πιάνοντάς την από τους γλουτούς, την ίδια ώρα που ένιωθα τα νύχια της να μπήγονται στην πλάτη μου. Έξω άστραφτε…
Ξύπνησα απότομα από τον ήχο της καμπάνας. Η Άστριντ κοιμόταν βαριά. Το κρεβάτι είχε διαλυθεί και το στρώμα ήταν στο πάτωμα. Οι καρέκλες ήταν πεσμένες κάτω και το δωμάτιο έδινε την εντύπωση πως είχε πέσει βόμβα. Το στήθος μου ήταν γεμάτο αμυχές. Την κοίταξα. Ήταν ανάσκελα και εντελώς γυμνή. Στον ώμο της είχε λίγο ξεραμένο αίμα. Το έγλειψα απαλά και έφυγε –ήταν δικό μου. Εξέτασα όλες τις ανοικτές πύλες του κορμιού της που βρίσκονταν στη θέα μου. Η έκφραση της ήταν ήρεμη και το στήθος της ανεβοκατέβαινε μπροστά στα μάτια μου. Το κορμί της μύριζε έρωτα. Πιπίλισα απαλά τη ρώγα της με την ελπίδα να ξυπνήσει αλλά δεν αντέδρασε. Άρχισα να τη φιλάω απαλά στην κοιλιά. Ήταν φοβερά γυμνασμένη και είχε ένα δακτυλίδι στον αφαλό. Αναστέναξε μέσα στον ύπνο της αλλά δεν ξύπνησε. Τη φίλησα ανάμεσα στα πόδια και άνοιξε τα μάτια. Άνοιξε τα πόδια της για να με διευκολύνει ανασηκώνοντας παράλληλα ελαφρά τα γόνατά της. Τη φίλησα στο στόμα και δάγκωσα το στήθος της μπήγοντας το δάκτυλό μου μέσα της χαμηλά στην κοιλιά της. Το κορμί της ξύπνησε αμέσως. Το ένιωθα αλλά δεν αντιδρούσε. Με κοιτούσε μέσα στα μάτια με ένα περίεργο ύφος, κάτι ανάμεσα σε απορία και πλήρη αποδοχή. Έτριψα τα βυζιά της και δάγκωσα τις θηλές της. Τα μάτια της δεν άλλαξαν έκφραση. Της άνοιξα τα πόδια και μπήκα μέσα της. Τα μάτια της στα μάτια μου. Μπαινόβγαινα στην κοιλιά της με αργές κινήσεις χωρίς τίποτα να θυμίζει την ένταση της βραδιάς που προηγήθηκε. Με μια απότομη κίνηση έφτασα βαθιά μέσα της. Βόγκησε και συνέχισε να με κοιτάει. Πιο γλυκά αυτή τη φορά. Επανέλαβα την ίδια κίνηση μερικές φορές και ξαφνικά βγήκα από μέσα της. Άνοιξε ορθάνοιχτα τα πόδια της και με κοίταξε με προσμονή. Έμεινα να την κοιτάω. Ανασηκώθηκε και με οδήγησε ξανά μέσα της πιάνοντάς με από τους ώμους. Έπλεξε τα χέρια της γύρω από το λαιμό μου. Το σώμα της τώρα ανταποκρινόταν πλήρως και ακολουθούσε το ρυθμό του δικού μου. Όταν, μετά από μερικά δυνατά χτυπήματα της λεκάνης μου, θέλησα να τραβηχτώ για να τελειώσω πάνω στην κοιλιά της, έδεσε τα πόδια της σφιχτά γύρω από τη μέση μου και με κράτησε μέσα της. Τα κορμιά μας τραντάχτηκαν. Από τη γλύκα τη μεγάλη το κορμί μου παρέλυσε. Έπεσα πάνω της και τη φίλησα. Δεν με άφηνε να βγω από μέσα της. Μόλις κατάλαβε πως είχα πάρει το μήνυμα έλυσε τα πόδια της . Μου χάιδεψε τα μαλλιά. Δεν άλλαξα θέση κι αποκοιμήθηκα με το κεφάλι μου ακουμπισμένο πάνω στο στήθος της. Παράδεισος.
Άνοιξα τα μάτια και δεν ήταν πλάι μου. Η πόρτα της κουζίνας ήταν ανοιχτή. Μπορούσα να τη δω από τον μεγάλο καθρέφτη –δώρο της θείας Μαρίας- που ήταν ακουμπισμένος στον τοίχο του δωματίου. Ήταν γυμνή κι ετοίμαζε καφέ, ενώ παράλληλα μάζευε τα κουμπιά του φορέματός της που ήταν σκόρπια παντού. Ξαφνικά είδα μέσα απ’ τον καθρέφτη έναν κοντόχοντρο άντρα γύρω στα 55. Ήταν ο μάστορας που έχτιζε ένα μικρό τοίχο στην ταράτσα της ηλικιωμένης κυρίας που έμενε δίπλα. Ήταν ακριβώς απέναντι από το μπαλκόνι της κουζίνας κι από την ανοιχτή πόρτα μπορούσε να δει την Άστριντ σε όλο της το γυμνό μεγαλείο. Το τσιγάρο του έφυγε απ’ το στόμα και η όλη έκφρασή του ήταν απόλυτα διασκεδαστική. Ξαφνικά η Άστριντ γύρισε προς την μπαλκονόπορτα και τον είδε. «Καλημέρα» του είπε με τον πιο φυσικό τρόπο και ο μάστορας σήκωσε το μυστρί που κρατούσε στο δεξί χέρι σε χαιρετισμό, με το στόμα του να χάσκει ανοικτό. Κόντεψα να σκάσω απ’ τα γέλια. Η Άστριντ με άκουσε και ήρθε χαμογελαστή με τον καφέ στα χέρια. Αν και δεν κάπνιζε, άναψε δυο τσιγάρα, μου πρόσφερε το ένα και ξάπλωσε δίπλα μου. Της έδειξα από τον καθρέφτη τον μάστορα που είχε μείνει να κοιτάει την άδεια κουζίνα λες και είχε δει φάντασμα. Γέλασε και μου ζήτησε συγνώμη για τις νυχιές. Μου είπε πως είχε καιρό να πάει με άντρα –δεν ρώτησα περισσότερα. Έπρεπε να πάει για δουλειά. Φόρεσε το φόρεμά της και το έπιασε χαμηλά μπροστά με δυο παραμάνες. Της έδωσα ένα δικό μου φούτερ και την πήγα ως την πόρτα. Τη φίλησα στο λαιμό και άνοιξα την πόρτα. Την ώρα που κατέβαινε τα σκαλιά είδα στο παράθυρο τον κυρ Διονύση. Σήκωσα το χέρι μου και πήγα να πω «καλημέρα». Πριν προλάβω, τα πατζούρια βρόντησαν δυνατά. Ένιωσα να πνίγομαι. Ωχ Θεέ μου! Χρεοκοπία…
Το απόγευμα φεύγοντας για τη δουλειά πέρασα κάτω από το παράθυρο του. Δεν τον έβλεπα αλλά η τηλεόραση ήταν ανοιχτή. «Καλησπέρα κυρ Διονύση», φώναξα δυνατά. Δεν πήρα απάντηση. Το βράδυ στο μπαρ δεν είχα κανένα κέφι. Τα παιδιά μου έκαναν καζούρα για το μεγάλο σημάδι που είχα στο λαιμό, αλλά δεν είχα διάθεση και μ’ άφησαν στην ησυχία μου. Κοιμήθηκα την ώρα που ξημέρωνε. Στο στρώμα στο πάτωμα. Το πρωί κάρφωσα το κρεβάτι και πήγα μια βόλτα στην Πορτάρα για να περάσει η ώρα. Ο κυρ Διονύσης δεν ήταν στο παράθυρο. Το απόγευμα τα πατζούρια του ήταν κλειστά. Παρηγορήθηκα στη σκέψη, πως για να μου έχει θυμώσει τόσο πολύ, μάλλον με συμπαθούσε. Το βράδυ γυρνώντας από τη δουλειά έκοψα ένα μεγάλο κόκκινο τριαντάφυλλο από τον κήπο της γειτόνισσας. Πάτησα στο περβάζι του ισογείου του ξενοδοχείου πιάστηκα από το μπαλκόνι και ακούμπησα το τριαντάφυλλο στο περβάζι του ανοιχτού παραθύρου του. Το επόμενο βράδυ έκανα το ίδιο. Κάθε βράδυ του άφηνα ένα τριαντάφυλλο. Μια βδομάδα μετά, η νύφη του μου κτύπησε την πόρτα και μου έδωσε ένα μεγάλο καλάθι με φρούτα. «Είναι από το περιβόλι μας και σας τα στέλνει ο πατέρας», μου είπε. Την ευχαρίστησα και ένιωσα ανακούφιση. Ήμασταν πάλι φίλοι. Τα τριαντάφυλλα είχαν κάνει τη δουλειά τους. Εκτός βέβαια αν λυπήθηκε τον κήπο της γειτόνισσας.
Συναντήθηκα κάποιες φορές ακόμα με την Άστριντ σε κάποιο μπαρ ή σε κάποιο εστιατόριο, αλλά μέχρι εκεί. Πάντα με παρέα και πάντα σα να μην είχε συμβεί τίποτα μεταξύ μας. Πολιτισμένα πράγματα.
Ο Δημητράκης ήρθε όλο φόρα ένα πρωί στο σπίτι και μου δήλωσε πως είχε κάτι να μου πει. Η πρώτη μου σκέψη ήταν πως το πουλί του μεγάλωσε και έπρεπε κάπου να το εκμυστηρευτεί. Έκατσε απέναντί μου και με απόλυτη σοβαρότητα μου είπε, πως έχει την υποψία ότι η θεία Μαρία μπαίνει στο σπίτι μου, όταν εγώ είμαι στη δουλειά. Την είχε δει να μπαίνει από την άλλη πόρτα του αρχοντικού. Αν διέσχιζε τα οκτώ δωμάτια που δεν χρησιμοποιούσα, επειδή τα παιδιά στην Αφρική πεινούσαν, έφτανε στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σπρώξει τη δίφυλλη πόρτα και βρισκόταν μέσα στο χώρο μου. «Γιατί να το κάνει αυτό;», τον ρώτησα και ανασήκωσε τους ώμους του, έχοντας την ίδια απορία. Μετά, το παιδάριο σηκώθηκε, τράβηξε μια τρίχα από το τσουλούφι του, τη σάλιωσε και την κόλλησε πάνω στην πόρτα, στο σημείο που ένωναν τα δύο φύλλα. «Αν η τρίχα μείνει εδώ, πάει να πει πως δεν μπαίνει», μου δήλωσε σοβαρός κι έφυγε σφυρίζοντας. Αυτό το παιδί ήταν απίστευτο. Αστεία-αστεία το πρώτο πράγμα που έκανα όταν επέστρεφα σπίτι, ήταν να πάω να δω αν η τρίχα του Δημητράκη ήταν ακόμα στην πόρτα. Ένα βράδυ, μια βδομάδα αργότερα δεν ήταν. Και τώρα; Με τρόπους που δεν είναι δύσκολο να φανταστείτε, εφοδιάστηκα με σουτιέν και κυλόττες και τα σκόρπιζα στο δωμάτιο πριν φύγω για τη δουλειά. Τα κρέμαγα στη ντουλάπα, στις καρέκλες και στα παράθυρα. Θα ήθελα να έχω μαστίγια, δονητές και διάφορα άλλα βιτσιόζικα αντικείμενα, αλλά πού να τα βρω; Δεν ξέρω τι ήταν αυτό που έκανε τη θεία Μαρία να μπει στο σπίτι μου, αλλά το σίγουρο είναι πως μετά απ’ αυτό δεν ξαναμπήκε. Η εκτίμηση δε που είχε στο πρόσωπό μου, δεν μειώθηκε στο ελάχιστο. Το αντίθετο μάλιστα.
Τέλη Ιουλίου και τα νέα που έρχονταν από την Αθήνα δεν ήταν ευχάριστα. Ο κύριος Στέφανος, ένας πολύ καλός οικογενειακός μας φίλος πέθανε και φυσικά ούτε λόγος να γίνεται για να φύγω από το μπαρ τέτοια εποχή. Πήγα στην εκκλησία, άναψα ένα κερί κι έκατσα για λίγη ώρα μήπως και παρηγορηθώ λίγο αλλά μάταια. Τους ανθρώπους τους αποχαιρετάς στην κηδεία τους και μόνον. Αισθανόμουν ήδη χάλια, όταν δυο μέρες μετά άκουσα στις ειδήσεις πως ο Αντώνης Γ. σκοτώθηκε σε ατύχημα με μοτοσικλέτα στη Λεωφόρο Συγγρού. Κόντεψα να πάθω εγκεφαλικό –ο Αντώνης ήταν φίλος μου. Ευτυχώς η είδηση αποδείχτηκε λανθασμένη και ο Αντώνης την έβγαλε καθαρή με μερικά σπασίματα – το παιδί που οδηγούσε την άλλη μηχανή σκοτώθηκε και μπέρδεψαν τα ονόματα. Μέχρι να μιλήσουμε στο τηλέφωνο κόντεψα να τρελαθώ Από τότε έπαψα να πιστεύω στις ειδήσεις. Ήξερα πως το κακό θα τριτώσει, κι έτσι όταν έμαθα πως η Χριστίνα η κοπέλα του καλύτερού μου φίλου έπρεπε να κάνει αφαίρεση μήτρας σε ηλικία 25 ετών, το μόνο που ένιωσα ήταν πως απλά κάποιος μου κάνει πλάκα. Ξέρω πως δεν πρέπει να παίρνεις τα πράγματα προσωπικά στη ζωή αλλά υπάρχουν φορές που δεν μπορείς να το αποφύγεις. Ένα πρωινό, ξάγρυπνος και σε κατάσταση απελπισίας, έπινα μόνος μου τον τρίτο καφέ της ημέρας στο λιμάνι καπνίζοντας το ένα τσιγάρο πάνω στ΄ άλλο. Στο διπλανό τραπέζι καθόταν μια νεαρή γυναίκα με την κορούλα της. «Μαμά γιατί αυτός ο κύριος φοράει δυο ρολόγια;» άκουσα να ρωτάει η μικρή. Συνέχισε να με κοιτάει και επανέλαβε την ερώτησή της. «Δεν ξέρω. Γιατί δεν τον ρωτάς;», απάντησε με ερώτηση η μητέρα της. Ήταν ένα τρίχρονο ροδαλό κοριτσάκι με καστανόξανθες μπούκλες και γαλανά μάτια που σε άλλη περίπτωση θα του είχα πιάσει την κουβέντα από ώρα, αλλά στην κατάσταση που βρισκόμουν δεν έβλεπα τίποτα γύρω μου. Με πλησίασε, έσκυψε για να δει τα μάτια μου κάτω από τα γυαλιά ηλίου που φορούσα –αυτό με πέθανε- και μου είπε : «Συγνώμη κύριε, γιατί φοράτε δυο ρολόγια;». «Γιατί αλλιώς μικρή μου πως θα γνωριζόμασταν;» της είπα και την πήρα αγκαλιά. Ξέσπασε σε γέλια και ξαφνικά ένιωσα καλύτερα. Η ζωή συνεχίζεται. Με εμάς ή χωρίς εμάς.
Το νησί ήταν πια γεμάτο κόσμο και η δουλειά είχε ανέβει κατακόρυφα. Οι βοριάδες προσπαθούσαν να τα χαλάσουν όλα, αλλά δεν τα κατάφερναν. Με τα περισσότερα παιδιά που δούλευαν στο μπαρ είχαμε γίνει φίλοι και κάναμε εκδρομές σε διάφορα μέρη του νησιού, ξεφαντώνοντας ποικιλοτρόπως. Μας άρεσε πολύ να πηγαίνουμε στην Ποταμιά στην ταβέρνα του Γιάννη για κρασάτο κόκορα. Ο κόκορας βέβαια ήταν το πρόσχημα. Τηλεφωνούσαμε στο Γιάννη για να αρχίσει να σφάζει τους κόκορες και ξεκινούσαμε. Ο κήπος αυτής της ταβέρνας άκουσε μόνο τα γέλια μας. Κάθε φορά γινόμασταν ντίρλα και στο τέλος πάντα τηλεφωνούσαμε στον Πέτρο, το αφεντικό μας, για να έρθει κι αυτός. Ξέραμε πως δεν επρόκειτο να έρθει ποτέ γιατί ήταν φοβερός τσιγκούνης, αλλά, παρ’ όλ’ αυτά, εμείς του τηλεφωνούσαμε κάθε φορά μεθυσμένοι και τον προσκαλούσαμε για να τον πειράξουμε. Μετά στο αυτοκίνητο είχαμε επινοήσει μια ωραία φάρσα. Καθόμουν στη θέση του συνοδηγού και όταν βλέπαμε κάποιον περαστικό στο δρόμο ο Θανάσης έκοβε ταχύτητα και οδηγούσε παράλληλα με αυτόν. «Τι κάνετε; Πως είναι τα παιδιά;» ρωτούσα εγώ σα να ήμασταν γνωστοί. «Μια χαρά! Μια χαρά!», απαντούσε αιφνιδιασμένος ο ανύποπτος χωρικός που βέβαια δεν μας γνώριζε. «Το δάνειο το πήρατε;» ξαναρωτούσα εγώ. «Ποιο δάνειο;» ρωτούσε έκπληκτος ο διαβάτης. «Ωχ βλακεία έκανα, μάλλον τα παιδιά και η γυναίκα σας δεν σας έχουν πει τίποτα», έλεγα με ένοχο ύφος και κάπου εκεί ο Θανάσης πατούσε γκάζι κι αφήναμε τον άτυχο άνθρωπο που βρέθηκε στο δρόμο μας φορτωμένο με πολλές απορίες. Ποιοι ήταν αυτοί; Ποιο δάνειο; Γιατί η οικογένειά μου δεν μου είπε τίποτα; Βέβαια κάθε φορά μου κατέβαινε κι άλλο σενάριο και σίγουρα πρέπει να τροφοδοτήσαμε πολλές οικογενειακές κόντρες με τις αλητείες μας. Μια άλλη φορά είχαμε πάει για φαγητό σ’ ένα χωριό στη μέση του πουθενά. Είχαμε πάρει μαζί και τα πιτσιρίκια, κάνοντάς τους το χατίρι να έρθουν μια φορά μαζί μας. Φάγαμε και ήπιαμε και βέβαια ποτίσαμε τα πιτσιρίκια μπύρα με αποτέλεσμα να κουτουρντίσουν εντελώς και να μην ξέρουν τι λένε. Μετά παίξαμε μπάλα στην πλατεία του χωριού με θεατές πέντε γέροντες και δυο γριούλες που μας βαρούσαν παλαμάκια και επιβιβαστήκαμε στο αυτοκίνητο για την επιστροφή. Ο Θανάσης οδηγούσε κι εγώ ήμουν σταθερά στη θέση του συνοδηγού έτοιμος να ψαρέψω όποιον ατυχή βρισκόταν στο δρόμο μας. Πειράζαμε τους πάντες και τα παιδιά στο πίσω κάθισμα την είχαν κάνει λαχείο. Κάποια στιγμή κι ενώ βρισκόμασταν σε κάποιο πολύ στενό δρόμο συναντήσαμε ένα αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ο Θανάσης για να τον πειράξει δεν έκανε δεξιά με αποτέλεσμα ο άνθρωπος να βρεθεί μαζί με το αυτοκίνητο του μέσα σ’ ένα χωράφι. «Άντε γαμήσου ρε μαλάκα», φώναξε δυνατά καθώς περνούσαμε δίπλα του. Κάναμε πως δεν ακούσαμε τίποτα επειδή είχαμε τα μικρά μαζί και δεν θέλαμε να τους δώσουμε …κακό παράδειγμα οδικής συμπεριφοράς. Φυσικά κι αυτά είχαν ακούσει τη βρισιά. Δυο χιλιόμετρα παρακάτω, δεν ξέρω πως μου ήρθε, έβγαλα το σώμα μου έξω από το παράθυρο κι άρχισα να φωνάζω : «Γύρνα πίσω ρε αν είσαι άντρας! Έλα πίσω ρε αλήτη!». Από τα γέλια ο Θανάσης κόντεψε να ρίξει το αυτοκίνητο στο γκρεμό και το γεγονός πως δεν σκοτωθήκαμε μάλλον αποδεικνύει πως ο Θεός έχει χιούμορ. Αργότερα κατάλαβα πως τις καλές φάρσες τις κρατούσε για μετά.
Οι μέρες της αγάπης έφτασαν απρόσκλητες και οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Δυο παιδικές μου φίλες τηλεφώνησαν πως θα έρθουν για τρεις μέρες, επειδή με αποθύμησαν. Είχαμε φάει τα σκατά μας από παιδιά και δεν μπορούσα να φανταστώ καλύτερο δώρο. Η Μαριάννα και η Μαρίνα έφτασαν το βράδυ, ήρθαν στο μπαρ και τους εντυπωσίασαν όλους. Μάλλον κι αυτές εντυπωσιάστηκαν, γιατί οι τρεις μέρες έγιναν δεκαπέντε και, ίσως, αν δεν έπρεπε να επιστρέψουν στις δουλειές τους, να ήμασταν ακόμα στη Νάξο. Πήγαν στο σπίτι, τακτοποίησαν τα πράγματά τους κι επέστρεψαν για να με διαβεβαιώσουν πως έχω γίνει φοβερός γκόμενος και είναι κρίμα που είμαστε φίλοι και δεν μπορούμε να βγάλουμε τα μάτια μας. Μετά τη δουλειά, αργά το βράδυ, πήγαμε στο «Opera», ένα κλαμπ στη Γκρότα, και κάτσαμε στο ξύλινο μπαλκόνι ακριβώς δίπλα στο κύμα. Από τη χαρά μας που ήμασταν ξανά μαζί δεν ξέραμε τι να πούμε κι αγκαλιαζόμασταν διαρκώς σαν μουγκοί που συναντιούνται μετά από ναυάγιο. Όπως ήμουν ακουμπισμένος στην κουπαστή του μπαλκονιού, είδα ακριβώς από κάτω τον Στέφανο, ένα από τα παιδιά που δούλευαν στο μπαρ, να προσπαθεί να «ψήσει» μια Νορβηγίδα. Το θέαμα ήταν πολύ αστείο, γιατί ο Στέφανος δεν με έβλεπε, ενώ οι ανοησίες που έλεγε στην κοπέλα με τα σπαστά αγγλικά του δεν χωρούσαν σε καμία κλίμακα. Βλέποντας πως τον έστελνε αδιάβαστο, ανέλαβα δράση. «This man is a Greek legend», είπα χωρίς να έχω ιδέα τι θα πω μετά. Η κοπέλα γύρισε, με κοίταξε και περίμενε το παρακάτω, ενώ ο Στέφανος κοκκίνισε, καταλαβαίνοντας πως τόση ώρα τον άκουγα. Ήταν δύσκολο να πείσεις ακόμα και τη μητέρα του Στέφανου πως ο γιος της ήταν ένας Greek legend, αλλά δεν το έβαλα κάτω. Πήρα πέντε σφηνάκια καμικάζι που ήταν μπροστά μου, τα ακούμπησα στο ξύλινο πάτωμα και πήδησα την κουπαστή. Συνειδητοποίησα πως ήμουν ενάμισι κεφάλι πιο ψηλός από το Στέφανο και πισωπάτησα πάνω στα βότσαλα της παραλίας για να έρθουμε λίγο στα ίσα. Πρόσφερα ένα σφηνάκι στην κοπέλα, ήπια κι εγώ ένα και ξεκίνησα να της λέω μια ιστορία που δεν είχε κανένα νόημα. Αφού βεβαιώθηκα πως η Ίνγκριντ –έτσι την έλεγαν- μιλούσε μόνο αγγλικά της είπα πως ο Στέφανος μιλάει δεκαπέντε γλώσσες, πως ο πατέρας του έχει πάρει το Νόμπελ Λογοτεχνίας και πως η μητέρα του είναι η πιο διάσημη ελληνίδα ηθοποιός. Μετά της είπα πως έχασε πριν δυο μήνες τους γονείς του –τον νομπελίστα και τη ντίβα- σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Ο Στέφανος κοιτούσε σα χαζός, αν και αμφιβάλλω αν καταλάβαινε τι ακριβώς έλεγα. Δεν θυμάμαι τι άλλες μπούρδες είπα, αλλά η Ίνγκριντ, που εν τω μεταξύ είχε πιει και τα άλλα τρία σφηνάκια, βούρκωσε κι ένα δάκρυ κύλησε στο γεμάτο φακίδες πρόσωπό της. Είναι απίστευτες οι μεγάλες καρδιές των κοριτσιών του Βορρά και είναι απίστευτες οι αλητείες των αγοριών του Νότου. Αυτό που έχει σημασία είναι πως ο Στέφανος και η Ίνγκριντ έφυγαν αγκαλιά. Επέστρεψα στα κορίτσια που αν και ήταν κουρασμένα από το ταξίδι χόρευαν σαν τρελά. Ήμουν ευτυχισμένος.
Το πρωί ξύπνησα από τον ήχο της καμπάνας. Η Μαριάννα κοιμόταν στο κρεβάτι απέναντί μου, ενώ η Μαρίνα για χίπικους λόγους είχε προτιμήσει να κοιμηθεί σε ένα στρώμα στο πάτωμα. Ένιωσα μια φοβερή ευεξία με την παρουσία τους γύρω μου. Αποφάσισα να τις αφήσω να ξεκουραστούν και ντύθηκα προσέχοντας να μην κάνω τον παραμικρό θόρυβο. Πήγα στο μπάνιο για να βουρτσίσω τα δόντια μου αλλά δεν μπορούσα να βρω πουθενά την οδοντόβουρτσά μου. Επίσης απουσίαζε ο αφρός ξυρίσματος, τα ξυραφάκια και το after shave. Το ράφι του καθρέφτη ήταν γεμάτο με μπουκάλια, σωληνάρια κι ένα σωρό σκατολοΐδια που δεν είχα την παραμικρή ιδέα σε τι χρησίμευαν. Επίσης, δίπλα στο νιπτήρα υπήρχε μια καρέκλα με άλλα τόσα μπουκάλια, κρέμες, νερό εβιάν, καλλυντικά, αποσμητικά, αρώματα, τσιμπιδάκια, ψαλιδάκια κι ό,τι άλλο μπορεί να βάλει ο νους σας. Νιώθω μια απέχθεια για τα καλλυντικά και τα κοσμήματα και θα μπορούσα να εξηγώ για ώρες τις βλαβερές τους συνέπειες στην ψυχοσύνθεση του δυτικού ανθρώπου, αλλά αφενός οι πάντες κάνουν χαρακίρι όταν κάνω τέτοιου είδους αναλύσεις, και αφετέρου τα συγκεκριμένα καλλυντικά ανήκαν σε δυο αγαπημένες. Βρήκα την οδοντόβουρτσά μου μόνη κι έρημη σε ένα ποτήρι δίπλα στο νεροχύτη της κουζίνας, την παρηγόρησα και της είπα να κάνει υπομονή. Μετά τάισα τη γάτα και τα τρία μικρά που ήταν στην εξώπορτα. Τώρα τελευταία μου έκαναν κόνξες με το φαΐ και προσπαθούσα να τις νουθετήσω. Τις μάζευα γύρω μου κάθε μέρα και τους έλεγα πως οι γάτες στην Αφρική δεν έχουν να φάνε και γι’ αυτό δεν πρέπει να σνομπάρουν την κονσέρβα με το κοτόπουλο. Έδειχναν την ίδια απάθεια με τους ανθρώπους στα ανθρωπιστικά μου μηνύματα κι έτσι αναγκαζόμουν να αγοράζω τρεις διαφορετικές κονσέρβες κάθε μέρα μέχρι να πετύχω το κέφι τους τη συγκεκριμένη στιγμή. Η Μαριάννα που είχε ξυπνήσει πέρασε από δίπλα μου την ώρα που μιλούσα στις γάτες και κούνησε το κεφάλι της, σίγουρη πως έχω παραμείνει τόσο βλαμμένος όπως ήμουν πάντα. Μπήκε στο μπάνιο όπου και παρέμεινε για περίπου μια ώρα. Μετά μπήκε στο μπάνιο και η Μαρίνα- είχε μεσημεριάσει όταν βγήκε. Δεν ξέρω τι κάνουν οι γυναίκες μέσα στο μπάνιο –ποτέ δεν κάθομαι πάνω από πέντε λεπτά- αλλά κατάλαβα αμέσως πως με αυτές τις δυο μέσα στο σπίτι μου εγώ μάλλον θα έπιανα μάκα. Ήπιαμε καφέ στο μπαλκόνι λέγοντας ένα σωρό μαλακίες απ’ αυτές που λένε οι παιδικοί φίλοι χωρίς να εξηγούν ποτέ τίποτα και που αν τις ακούσει ένας τρίτος οδηγείται αυτομάτως στο συμπέρασμα πως παρακολουθεί συζήτηση απροσάρμοστων. Τα γέλια μας πρέπει να ακούγονταν ως το λιμάνι. Ο κυρ Διονύσης από το παράθυρο χαμογελούσε με νόημα, σίγουρος πια πως επιδίδομαι σε συνεχή όργια με αναρίθμητες παρτενέρ. Η θεία Μαρία αντίκρισε δυο κοπέλες αυτή τη φορά κι εξαφανίστηκε γρήγορα απ’ το παράθυρο, αφού με χαιρέτησε βιαστικά. Η πιο αθώα κατάσταση πολλές φορές σοκάρει.
Όταν έφτασα στη Νάξο, άκουγα συνέχεια το «Μαμά γερνάω». Η κασέτα δεν έβγαινε από το κασετόφωνο . Ξάπλωνα ανάσκελα στο κρεβάτι κι έκανα ταβανοσκόπηση καπνίζοντας. Μόλις τελείωνε η μια πλευρά έβαζα την άλλη χωρίς να τραβάω το βλέμμα μου από το ταβάνι. Άπλωνα το χέρι μου στο κασετόφωνο που ήταν στο πάτωμα δίπλα μου και γυρνούσα την κασέτα. Μετρούσα με την αφή τα κουμπιά, ένα, δυο, τρία, το τρίτο από τα δεξιά ήταν το «play». Play! Είναι απίστευτο πόσο τραγικοί είμαστε, όταν είμαστε πολύ νέοι. Πότε πρόλαβα να γεράσω; Ούτε η μάνα μου δεν θα έλεγε στη μάνα της «μαμά γερνάω». Μια μέρα μπήκε στο δωμάτιο ο Πέτρος. Εγώ στοχοπροσηλωμένος στο ταβάνι. «Τι θέλει να πει αυτό το τραγούδι που ακούς συνέχεια;», με ρώτησε. Εγώ νιρβάνα. «Πάμε στο μπαρ;». Σιωπή. Έφυγε άπραγος. Όταν άκουγα το «Μαμά γερνάω», δεν υπήρχε τίποτα άλλο στον κόσμο. Ειδικά, στο τέλος του δίσκου, που η Τσανακλίδου το τραγουδάει για δεύτερη φορά και εμφανώς συγκινημένη ζητάει να σταματήσουν την ηχογράφηση γιατί δεν μπορεί άλλο, γινόμουν κομμάτια. Τέλος πάντων, όσο γέρασα γέρασα, γιατί η Μαρίνα με ανάγκασε να πάω μαζί της σε ένα δισκάδικο για να πάρουμε τίποτα «πιο φρέσκο». «Θέλουμε μια κασέτα με τα καινούργια» είπε κατευθείαν στον καταστηματάρχη κι αυτός σαν έτοιμος από καιρό της έδωσε την κασέτα που κρατούσε στα χέρια του. Μπήκαμε στο αυτοκίνητο, βάλαμε την κασέτα να παίζει και ξεκινήσαμε να πάμε για μπάνιο. Η κασέτα ήταν εντελώς άθλια αλλά είχε μέσα το «Πουλόβερ» του Χρήστου Κυριαζή που είναι επίσης άθλιος. Δεν ξέρω τι ακριβώς μου συνέβη, αλλά κάτι έπαθα μ’ αυτό το τραγούδι και το άκουγα όλη μέρα στη διαπασών. Στην αρχή τα κορίτσια γελούσαν με αυτή μου την εμμονή, αλλά όσο περνούσαν οι μέρες άρχισαν σιγά-σιγά να εκνευρίζονται -μάλλον επειδή επέμενα να το τραγουδάω παράληλα- ώσπου μια μέρα η κασέτα χάθηκε. Έφαγα τον κόσμο να τη βρω αλλά ήταν αδύνατο. Τέλος πάντων συμβιβάστηκα με μια άλλη κασέτα που είχε Άκη Πάνου και Ζαμπέτα κι έγινε το απόλυτο soundtrack των εξορμήσεών μας. Αν δεν έχεις ακούσει το «Σταθμό του Μονάχου» στη Νάξο, στο δρόμο για τη Μουτσούνα, δεν έχεις ζήσει τίποτα στη ζωή σου. Τραγουδούσαμε διαρκώς και πού και πού σταματούσαμε πάνω στα βουνά, έβγαινα από το αυτοκίνητο και φώναζα «Ελλαδάαααραααααα». Περίμενα λίγο να σβήσει ο αντίλαλος από τις γύρω πλαγιές, έμπαινα πάλι στο αυτοκίνητο και συνεχίζαμε. Μας άρεσε πολύ η Μουτσούνα γιατί ήταν πανέμορφος οικισμός και είχε πεντακάθαρη παραλία. Ουσιαστικά είναι το επίνειο της Απείρανθου αλλά απέχει από το όμορφο αυτό χωριό δεκαπέντε χιλιόμετρα. Μπορεί κάποιος ακόμα και σήμερα να δει τις εγκαταστάσεις με το τελεφερίκ και τα εναέρια βαγόνια που μετέφεραν κάποτε τη σμυρίδα από τα ορυχεία της Κορώνου στο λιμάνι. Μια φορά είχα πετύχει σ’ ένα ταβερνάκι ένα μπάρμπα πεντακοσίων ετών που μου είχε πει πως εκεί είχαν γίνει τα γυρίσματα των τελευταίων σκηνών του «Ζορμπά», όταν τα πάντα διαλύονται και ο Άντονι Κουίν ξεσπάει σε βροντερά γέλια μπροστά στον εμβρόντητο Άλαν Μπέιτς (Καζαντζάκη). Μου είχε αναφέρει μάλιστα κάποια στιγμιότυπα από τα γυρίσματα. Βέβαια τον είχα ποτίσει τόσα ποτά τον άνθρωπο που δεν ξέρω αν καταλάβαινε τι έλεγε, αλλά αργότερα την άκουσα κι από κάποιον άλλο αυτή την ιστορία, οπότε μάλλον είναι αληθινή. Η Μαρίνα και η Μαριάννα πετούσαν όλα τα ρούχα τους στην παραλία λες και ήμασταν μόνοι μας στον κόσμο αυτό και έκανα πολύ χάζι με τους χωρικούς που περνούσαν με κάνα γαϊδούρι και ξαφνικά έκοβαν ταχύτητα για να το ποτίσουν ή για να μαζέψουν χόρτα. Μια φορά φάγαμε ένα φοβερό κράξιμο από μια γιαγιά που ήρθε δίπλα μας κι έλεγε τα ακατονόμαστα.
«Έχει δίκιο η κυρία» άρχισα να λέω εγώ προσποιούμενος πως δεν τις ήξερα.
«Η σημερινή γενιά δεν σέβεται τίποτα κυρία μου –πού τα χρόνια τα δικά μας;» είπα στη γιαγιάκα που έμοιαζε να τα ‘χει χαμένα. Αν της μιλούσα για λίγη ώρα ακόμα μπορεί και να την έπειθα να πετάξει κι αυτή τα ρούχα της και να κάνει γυμνισμό για πρώτη φορά στη ζωή της στα 80, αλλά αποφάσισα να δείξω τον πρέποντα σεβασμό και την έπεισα πως τα κορίτσια θα φορέσουν τα μαγιό τους και δεν θα ξανακάνουν τέτοια έκτροπα. Μετά το μπάνιο πηγαίναμε σε ένα όμορφο ταβερνάκι πάνω στο λόφο και ξεκοιλιαζόμασταν στο φαΐ. Το είχε ένα ζευγάρι που ήταν για χρόνια μετανάστες στην Αμερική και ήταν πολύ όμορφο, αν εξαιρούσες κάποιες αμερικανιές που είχαν κάνει, όπως για παράδειγμα να αντικαταστήσουν τα απλά λευκά πιάτα με νικελένια που είχαν και σχέδια. Είχαν κοτσάρει σε ένα τοίχο τους καταρράκτες του Νιαγάρα και πάντα περίμενα την ευκαιρία να μη με βλέπει κανείς για να πάω να πάρω το κάδρο και να το πετάξω στη θάλασσα. Ήταν δυο απλοί άνθρωποι και μου άρεσε πολύ να μιμούμαι την ελληνοαμερικάνικη προφορά τους την ώρα που μιλούσα μαζί τους, αλλά δεν το παράκανα για να μη με παίρνουν χαμπάρι. Εντάξει, μπορεί να το καταλάβαιναν μερικές φορές, αλλά δεν με παρεξηγούσαν –ήταν ωραίοι. Φεύγαμε πάντα μεθυσμένοι και συνεχίζαμε το πάρτι στο αυτοκίνητο.
Μια μέρα ενώ επιστρέφαμε στη Χώρα και λίγο πριν φτάσουμε στην Απείρανθο η Μαρίνα άρχισε να φωνάζει:
«Ένας βοσκός! Ένας βοσκός!»
Η Μαριάννα φρέναρε κι εγώ ρώτησα:
«Τον ξέρεις;»
Το αυτοκίνητο είχε σταματήσει και η Μαρίνα είχε πεταχτεί έξω. Βγήκαμε κι εμείς από το αυτοκίνητο. Γύρω στα 400 μέτρα στο αριστερό μας χέρι πάνω στην πλαγιά υπήρχε όντως ένα κοπάδι με πρόβατα. Τον βοσκό δεν τον έβλεπα όμως.
«Πού είναι ο βοσκός, ρε Μαρίνα;»
«Είναι πίσω από τα δέντρα. Γιατί δεν βγαίνει;»
«Μπορεί να χέζει» είπα με απάθεια.
«Είναι πολύ όμορφος» είπε η Μαρίνα μαγεμένη.
«Δηλαδή οι όμορφοι δεν χέζουν;» επέμεινα εγώ. «Και πώς τον είδες ρε Μαρίνα στο μισό χιλιόμετρο πως είναι ωραίος;».
«Τον είδα εγώ –είναι κούκλος!»
«Ε και τώρα τι θα κάνουμε;» ρώτησα ενώ είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι με τις βουκολικές ανησυχίες της φίλης μου. Είχαμε αργήσει κι έπρεπε να πάω για δουλειά.
Στεκόμασταν και οι τρεις στην άκρη του δρόμου και κοιτούσαμε την πλαγιά περιμένοντας το βοσκό να ξεπροβάλλει. Κάποια στιγμή φάνηκε κάτι να κινείται μέσα στα δέντρα.
«Να ‘τος!» φώναξε η Μαρίνα.
Την κοιτούσαμε με τη Μαριάννα και ήταν σα να τη βλέπαμε για πρώτη φορά.
«Να πάω να του μιλήσω;» είπα ειρωνικά.
«Τι θα του πεις;» είπε η Μαρίνα που ήταν πια μια γυναίκα ερωτευμένη από πολύ μεγάλη απόσταση.
«Θα του πω να φυλάξω εγώ το κοπάδι κι εσείς να πάτε για ένα ποτάκι να γνωριστείτε», της απάντησα, αλλά δεν καταλάβαινε τίποτα.
«Να πας!» είπε όλο χαρά.
Ήμασταν στη μέση του πουθενά και η παιδική μου φίλη ήθελε να διασχίσω μια χαράδρα και να ανέβω μια πλαγιά για να της κάνω προξενιό με ένα βοσκό. Θυμήθηκα πως σε μια συναυλία την είχα ανεβάσει στους ώμους μου για να βλέπει καλύτερα και της πρότεινα να ανέβει στην πλάτη μου και να έρθει μαζί για να τον εντυπωσιάσουμε. Έτοιμη ήταν να με καβαλήσει, όταν για καλή μου τύχη ο βοσκός άρχισε να ανεβαίνει την πλαγιά και σε λίγο χάθηκε από τα μάτια μας. Η Μαρίνα ήταν απαρηγόρητη. Στο δρόμο της επιστροφής δεν έβγαλε άχνα. Ποτέ δεν κατάλαβα τις γυναίκες, αλλά οι παιδικές μου φίλες είχαν φροντίσει να με οπλίσουν με μεγάλη υπομονή.
Όταν επιστρέφαμε σπίτι η Μαρίνα έμπαινε πρώτη για να κάνει μπάνιο. Καθόμασταν με τη Μαριάννα στο μπαλκόνι, ανοίγαμε δυο μικρές σαμπάνιες και ρεμβάζαμε ακούγοντας μουσική. Το λιμάνι είχε συνέχεια κίνηση και οι τουρίστες μπαινόβγαιναν στο Κάστρο. Η Μαρίνα είχε τη συνήθεια να βγαίνει γυμνή από το μπάνιο και μέχρι να διασχίσει το ένα μέτρο που χώριζε την πόρτα του μπάνιου από την πόρτα του σπιτιού, το κορμί της ήταν σε κοινή θέα. Φυσικά τα αρσενικά του απέναντι ξενοδοχείου και των γύρω σπιτιών δεν έχαναν την ευκαιρία και ήταν παραταγμένα σε θέση μάχης. Για τον κυρ Διονύση δεν το συζητάμε – πρώτος και καλύτερος! Ήταν αστείο να τους βλέπεις όλους στα μπαλκόνια τη συγκεκριμένη ώρα. Αυτά θέλει ο λαός! Όταν κάποια στιγμή τα κορίτσια ξεμπέρδευαν με το μπάνιο ερχόταν επιτέλους και η σειρά μου. Φυσικά όταν έβγαινα εγώ από το μπάνιο, στα μπαλκόνια δεν υπήρχε κανείς. Διάλεγαν τι θα φορέσω και με έπεισαν να φορέσω επιτέλους το κόκκινο πουκάμισο που είχα αγοράσει με τη Μαριάννα πριν φύγω για τη Νάξο, αλλά δεν είχα τολμήσει να φορέσω ακόμα. Αυτή το είχε διαλέξει –εγώ δεν θα διάλεγα ποτέ ένα κόκκινο πουκάμισο. Δοκίμαζα μια βερμούδα στη μπουτίκ του Ralph Lauren και ήρθε, τράβηξε την κουρτίνα και με οδήγησε μπροστά στα πουκάμισα. «Αυτό θα αγοράσεις!», μου είπε. «Το μπλέ;», ρώτησα εγώ ξυπόλητος και με τη βερμούδα να κρέμεται. «Όχι, το κόκκινο!», είπε κι επέμεινε τόσο που αποφάσισα να το αγοράσω για να της κάνω το χατίρι. Την πρώτη φορά που το φόρεσα με διαβεβαίωσαν και οι δυο πως είμαι απόλυτα ερωτεύσιμος. Τις φίλησα και βγήκα στο δρόμο για να πάω στο μπαρ. Είχα φτάσει κάτω από το παράθυρο του κυρ Διονύση, όταν τις άκουσα να φωνάζουν και οι δυο μαζί.
«Αφέντη, φεύγεις; Πας να δουλέψεις για να φέρεις φαγητό στα γιουσουφάκια σου; Τι θα κάνουν τα γιουσουφάκια σου μόνα τους τόσες ώρες;».
Γύρισα και τις κοίταξα. Κρέμονταν από το μπαλκόνι, φορώντας μόνο τα εσώρουχα τους και ήταν σκασμένες στα γέλια. Άκουσα και το γέλιο του κυρ Διονύση πάνω από το κεφάλι μου. Γύρω υπήρχαν άνθρωποι που παρακολουθούσαν. Άρχισα να περπατάω όσο πιο γρήγορα μπορούσα. Ήμουν πιο κόκκινος από το πουκάμισο μου…
Το βράδυ πριν κοιμηθούμε η Μαρίνα μου είπε πως τα μάτια μου χρειάζονται περιποίηση γιατί είχα μαύρους κύκλους. Κοιτάχτηκα στον καθρέφτη και είδα πως τα μάτια μου ήταν μια χαρά. Επέμεινε και μου είπε πως θα μου έβαζε κάτι που θα έλυνε το πρόβλημα που υπήρχε μόνο στο μυαλό της. Ενέδωσα γιατί στο τέλος θα γινόταν σίγουρα το δικό της και αφέθηκα στα χέρια της. Άνοιξε ένα από τα διακόσια σωληνάρια που είχαν κουβαλήσει μαζί τους και μου έβαλε ένα διάφανο τζελ κάτω από τα μάτια. Ήταν πολύ δροσερό κι ευχάριστο. «Ωραίο είναι», της είπα χαρούμενος που δεν …πόνεσα. «Ε, στα ‘λεγα εγώ αφέντη. Το πρωί θα είσαι μια χαρά».
Το πρωί τα μάτια μου ήταν πρησμένα σαν να ήμουν αλκοολικός στο τελευταίο στάδιο πριν τη μεταμόσχευση ήπατος. Μου ζήτησε συγνώμη και για τρεις μέρες τριγυρνούσα με γυαλιά ηλίου. Έκαναν πάνω μου ό,τι πείραμα τους περνούσε από το κεφάλι και βέβαια έφευγα πια τρέχοντας για το μπαρ, γιατί τόσο πολύ τους άρεσε η ιδέα να με αποκαλούν «αφέντη», που ούρλιαζαν από το μπαλκόνι και έκαναν πως κλαίνε, με αποτέλεσμα να έχω γίνει το θέαμα της γειτονιάς.
Ήμασταν χώρια μόνο τις ώρες που δούλευα, αν και δεν ήταν λίγες οι φορές που έρχονταν στο μπαρ για ένα ποτό και έμεναν μέχρι το κλείσιμο. Πριν κλείσουμε το μπαρ ντανιάζαμε τις καρέκλες στις βεράντες και περιέργως όλοι το έκαναν με κέφι. Έλεγα δυνατά μια στροφή από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν και μετά την επαναλαμβάναμε όλοι μαζί παρέα. Σε μικρή ηλικία είχα αποστηθίσει και τις 158 στροφές του ύμνου για να κάνω το χατίρι στον φωτισμένο Δάσκαλό μου Πορφύριο Πανδή και θυμόμουν τις περισσότερες απ’ αυτές. Μεγάλη επιτυχία ανάμεσα στο προσωπικό του μπαρ είχε η 11η στροφή και την τραγουδούσαν όλοι με οίστρο :
Άλλος σου έκλαψε εις τα στήθια,
αλλ’ ανάσαση καμμιά·
άλλος σου έταξε βοήθεια
και σε γέλασε φρικτά.
Αυτή η στροφή σκορπούσε ενθουσιασμό σε όλους και τη ζητούσαν με επιμονή. Στο τέλος του καλοκαιριού την ήξεραν απέξω. Κατέληξα στο συμπέρασμα πως αυτό συνέβαινε επειδή όλοι ταυτίζονταν με την αδικημένη Ελλάδα του ποιητή και έβλεπαν σ’ αυτήν τον εαυτό τους. Οι άντρες μάλλον θυμόντουσαν κάποια γκόμενα που τους παράτησε ή κάποιον κολλητό που τους πούλησε και οι κοπέλες κάνα τύπο που τους είχε υποσχεθεί γάμο και την έκανε. Εκεί όμως που τα έδιναν όλα ήταν στην 60η στροφή :
Κάθε σώμα ιδρώνει, ρέει·
λες κι εκείθενε η ψυχή
απ’ το μίσος που την καίει
πολεμάει να πεταχθεί.
Το περίεργο ήταν πως δεν τραγουδούσαν μόνο οι Έλληνες αλλά και οι αλλοδαποί που δούλευαν στο μπαρ. Ο Μισέλ από τη Γαλλία, η Στέλλα από το Κέμπριτζ, η Κάρεν από τη Δανία τραγουδούσαν τσάτρα πάτρα μαζί μας χωρίς να γνωρίζουν βέβαια ελληνικά. Δεκαπέντε άνθρωποι από διαφορετικές χώρες μαζεύαμε καρέκλες και τραπέζια στις τεσσεράμισι το πρωί τραγουδώντας τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν. Τέτοιο σουξέ ο Σολωμός, ούτε στον ύπνο του δεν το είχε δει. Κάποιες φορές, για να μη βαριούνται τον επαναλαμβανόμενο ρυθμό, άλλαζα τη μουσική κι επένδυα τους στίχους με τη μουσική του Βαμβακάρη στη Φραγκοσυριανή, μετατρέποντας έτσι τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν σε χασάπικο. Νομίζω πως είναι πιο ωραίος έτσι. Δοκιμάστε το και θα δείτε. Οπωσδήποτε ήταν ασέβεια αυτό που κάναμε και σίγουρα οφείλουμε στο Σολωμό μεγάλο μέρος της ελληνικής γλώσσας που μιλάμε σήμερα, αλλά έχει γράψει τόσες αρλούμπες ο Νιόνιος στο συγκεκριμένο ποίημα που πατσίζαμε. Ειδικά μετά την 70η στροφή πρέπει να είχε αρχίσει να βαριέται άσχημα, γιατί μόνο έτσι εξηγούνται όλα αυτά τα ελληνοχριστιανικά που έγραψε. Η πολλή Ελευθερία μάλλον θα τον είχε κουράσει, ενώ σίγουρα ρόλο θα έπαιξε και το γεγονός πως το ποίημα ήταν παραγγελία και δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του. Πάντως, ακόμα και στην πίσω μεριά των φύλλων των ημερολογίων τοίχου βρίσκεις καλύτερα στιχάκια από το :
Στο χορό γλυκογυρίζουν
ωραία μάτια ερωτικά,
και εις την αύρα κυματίζουν
μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.
Πολλές φορές τα πιτσιρίκια έμεναν μέχρι να κλείσουμε. Περίμεναν τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν όπως τα δώρα τα Χριστούγεννα και τραγουδούσαν πιο δυνατά απ’ όλους μας. Μόνο στον Πέτρο δεν άρεσε το τραγούδι μας. Δεν συμμετείχε ποτέ και ξίνιζε μάλιστα τα μούτρα του. Όχι από σεβασμό στο Σολωμό βέβαια, που αμφιβάλλω αν ήξερε ποιος είναι, αλλά επειδή οτιδήποτε είχε να κάνει με τη χαρά και την ψυχή, του ήταν εντελώς ακατανόητο. Η γνωριμία μου μαζί του με βοήθησε μερικά χρόνια αργότερα να καταλάβω τι συνέβαινε στον Κώστα Σημίτη. Ήταν σαν να έβλεπα τον Πέτρο. Απλά, το μαγαζί του Σημίτη ήταν λίγο πιο μεγάλο.
Η Μαριάννα και η Μαρίνα είχαν γνωριστεί με όλα τα παιδιά του μπαρ και υπήρχε αμοιβαία εκτίμηση. Τις είχε εντυπωσιάσει η Στέλλα. Η Στέλλα ήταν από το Κέμπριτζ –έτσι συστηνόταν: είμαι η Στέλλα από το Κέμπριτζ. Είχε σπουδάσει αρχιτέκτονας και ανακάλυπτε το ελληνικό καλοκαίρι, δουλεύοντας σαν σερβιτόρα. Κάποτε η Στέλλα είχε σερβίρει τη βασίλισσα της Βρετανίας. Ποτέ δεν κατάλαβα πως στην ευχή μια αρχιτεκτόνισσα είχε σερβίρει τη βασίλισσα, αλλά η Στέλλα ήταν περήφανη γι’ αυτό. Και ο Πέτρος ήταν περήφανος που ανάμεσα στο προσωπικό του μπαρ υπήρχε ένα κορίτσι που είχε την τιμή να προσφέρει στην άνασσα ένα τζιν τόνικ. Προφανώς θεωρούσε πως η παρουσία της εξισορροπούσε την παρουσία του Μπάμπη, ενός φοβερού τύπου που είχε κάνει καριέρα στα σκυλάδικα της εθνικής οδού και είχε σερβίρει όλη τη μαφία της νύχτας. Ποτέ δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε αυτό το μούτρο ανάμεσα στα άλλα παιδιά, αλλά όταν έφτασε η στιγμή να τσακωθώ μαζί του ήμουν έτοιμος από καιρό. Ο Μπάμπης και η Στέλλα, η Στέλλα και ο Μπάμπης. Δύο άνθρωποι, δυο κόσμοι. Η Στέλλα ήταν γλυκιά και είχε τα πιο όμορφα πράσινα μάτια που έχω δει στη ζωή μου. Έδειχνε σνομπ αλλά δεν ήταν. Είχα καταλάβει ποιος της άρεσε, αλλά δεν ανταποκρινόταν στα αισθήματά της, και την πείραζα συνέχεια. Αν ήμουν στη θέση της, θα με είχα διαολοστείλει, αλλά, περιέργως, μου είχε αδυναμία και δεν μου χαλούσε χατίρι. Η προφορά της στα αγγλικά ήταν τέλεια και αυτό ήταν μεγάλη πρόκληση για μένα. Όποια περίεργη λέξη ή φράση μου ερχόταν στο μυαλό, ήθελα να την ακούσω από το στόμα της Στέλλας. Έτρεχα λοιπόν και της έλεγα:
«Stella say σκατούλα!».
«Skatoula!», έλεγε η Στέλλα με άψογη βρετανική προφορά.
Ποτέ δεν μου είπε όχι, αν και όσοι ήταν γύρω ξεκαρδίζονταν κάθε φορά στα γέλια. Κάποια φορά την είχε πειράξει με άσχημο τρόπο ένας Ελληνάρας σε ένα μπαρ και μας έλεγε την εμπειρία της. Τη διαβεβαίωσα πως αν μιλούσε λίγα ελληνικά, δεν θα υπήρχε πρόβλημα. Προσφέρθηκα μάλιστα να της μάθω τη φράση που θα έλυνε το πρόβλημά της σε ανάλογη περίπτωση.
«Stella say ‘τραβάς κάνα ζόρι αγόρι;’».
«Travas kanazouori agouori?»
Όσοι ήταν μπροστά ξέσπασαν σε γέλια αλλά η Στέλλα συνέχισε να προσπαθεί να το πει. Δεν σταματούσε με τίποτα. Ήξερε πως είναι αστείο και χαιρόταν που γελούσαμε. Μεγάλη καρδιά.
Η Στέλλα είχε μια φίλη, την Αμάντα. Συχνά πυκνά τις άκουγα να λένε πως θα βρεθούν στο «Πάντεμποϊ». Ήμουν ήδη τέσσερις μήνες στη Νάξο, είχα γυρίσει όλα τα καφέ, τα κλαμπ και τα κωλόμπαρα του νησιού και νόμιζα πως δεν υπήρχε μαγαζί που να μην το ξέρω. Πάντως το Πάντεμποϊ δεν το είχα επισκεφτεί ποτέ. Όλο ήθελα να τις ρωτήσω που βρίσκεται, αλλά το ξεχνούσα. Μια μέρα που η Αμάντα είπε πως θα βρεθούν στο Πάντεμποϊ ρώτησα τη Στέλλα :
«Stella where the hell is this «πάντεμποϊ» ?»
«At the port» απάντησε η Στέλλα.
Δεν υπήρχε μαγαζί στο λιμάνι που να μην το ήξερα και προσπαθούσα να καταλάβω που είναι. Όταν η Στέλλα είδε πως είναι μάταιο να προσπαθεί να μου εξηγήσει έγραψε πάνω σε ένα χαρτί : «ΡΑΝΤΕΒΟΥ».
Ένα βράδυ γύρισα στο σπίτι πολύ αργά. Η Μαριάννα και η Μαρίνα κοιμόντουσαν. Από την ένταση της δουλειάς δεν μου κολλούσε ύπνος. Πήρα ένα αναψυκτικό κι έκατσα στη βεράντα να ρεμβάσω και να ηρεμήσω. Θυμήθηκα πως η Εθνική ομάδα μπάσκετ έπαιζε με τον Καναδά στον Καναδά στις 4 τα ξημερώματα. Είχα φέρει μαζί μου από την Αθήνα μια μικρή τηλεόραση, αλλά τόσους μήνες δεν την είχα χρησιμοποιήσει και δεν ήξερα αν «έπιανε». Την έβγαλα από το κουτί και την ακούμπησα στο περβάζι του μπαλκονιού. Έδειχνε με λίγα χιόνια. Η εθνική πετούσε και ξαφνικά συνειδητοποίησα πως στο σπίτι της γιαγιάς που έμενε δίπλα υπήρχε φως. Μπράβο η γιαγιά ξενυχτάει για να δει την εθνική σκέφτηκα. Κερδίσαμε, ξημέρωσε και πήγα για ύπνο χαρούμενος.
Την επόμενη μέρα αποφασίσαμε να πάμε στο Λιώνα. Ήταν ένας μικρός οικισμός δίπλα στη θάλασσα, χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αλλά εκεί βρισκόταν το καφέ της Γκιζέλας Ντάλι, μιας ηθοποιού που τα χρόνια του ’60 έγινε προσπάθεια να λανσαριστεί σαν υποκατάστατο της Αλίκης Βουγιουκλάκη, αλλά χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Είχα υποσχεθεί στα κορίτσια πως θα τα σερβίριζε η Γκιζέλα κι έπρεπε να κρατήσω την υπόσχεσή μου. Πήγαμε για μπάνιο στον Απόλλωνα, χωρίς ευτυχώς να συναντήσουμε κανένα βοσκό στο δρόμο. Στην παραλία η Μαρίνα κοιτούσε το πέλαγο κι αναστέναζε.
«Τι έχεις Μαρίνα μου;»
«Βλέπω τα Κουφονήσια»
«Κι εγώ τα βλέπω αλλά χαίρομαι. Μήπως βλέπεις κάνα βοσκό;»
«Όχι. Είναι ο Ντένις εκεί»
Δεν τη ρώτησα αν ήθελε να ναυλώσω καμιά βάρκα για τα Κουφονήσια, γιατί δεν το γλίτωνα το κουπί. Τσακίσαμε κάτι κανταΐφια στο ζαχαροπλαστείο δίπλα στο μόλο και ξεκινήσαμε για το Λιώνα. Η Μαριάννα οδηγούσε τραγουδώντας ένα τραγούδι της Αρβανιτάκη εναλλάξ με το «Έμαθα πως είσαι μάγκας» του Χρηστάκη. Ένα στίχο Αρβανιτάκη, ένα στίχο Χρηστάκη. Με τη Μαρίνα ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια γατί τους μιμούνταν τέλεια και τους δύο. Φτάσαμε στο Λιώνα νωρίς το απόγευμα και δεν υπήρχε άνθρωπος στον ορίζοντα. Τους έδειξα που ήταν το καφέ της Γκιζέλας –μέσα σε μια ρεματιά- και πήγα για μια ακόμα βουτιά στην άδεια παραλία. Φτάνοντας στο καφέ τις είδα λίγο τρομαγμένες. Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος από εμάς στο χώρο. Ήταν ένα πρόχειρα φτιαγμένο υπαίθριο μαγαζί που έμοιαζε με παιδική χαρά, χωρίς τη χαρά όμως. Χαιρέτησα τη Γκιζέλα – ερχόταν με την παρέα της στο μπαρ- και παραγγείλαμε σάντουιτς και μπύρες. Οι μύγες έκαναν πάρτι γύρω μας και τα κορίτσια είχαν φρικάρει. Από τα ηχεία μας έκαναν επίθεση τούρκικα τραγούδια και η Γκιζέλα μας σερβίρισε με την άνεση μιας σταρ του παρελθόντος που ζει την παρακμή της. Τα νύχια της ήταν βαμμένα μαύρα και φυσικά αυτό δεν ξέφυγε από τα κορίτσια. Τα μαλλιά της ήταν κακοβαμμένα και φορούσε ένα ριχτό φουστάνι. Δεν υπήρξε κάτι πάνω της που να άφησαν ασχολίαστο. Ήμασταν οι τρεις μοναδικοί πελάτες της πρώην «σταρ» και ξαφνικά νιώσαμε θλίψη. Αφήσαμε τα σάντουιτς άθικτα, πλήρωσα, χαιρετήσαμε τη Γκιζέλα και φύγαμε.
Στο σπίτι κάναμε το σύνηθες απογευματινό πάρτι μπαινοβγαίνοντας στο μπάνιο. Είχαμε εντοπίσει ένα σταθμό που έπαιζε μόνο τσιφτετέλια και η μουσική ήταν στη διαπασών. Την ώρα που έκανα μπάνιο η μουσική χαμήλωσε ξαφνικά.
«Δυναμώστε» φώναξα δυνατά.
Η μουσική παρέμεινε ως είχε. Βγαίνοντας από το μπάνιο τη δυνάμωσα.
«Ο κύριος απέναντι μας έκανε νόημα να τη χαμηλώσουμε» μου είπε η Μαριάνα.
Κοίταξα στο παράθυρο και είδα τον κυρ Διονύση να μου κάνει νοήματα με έντονο τρόπο να χαμηλώσω τη μουσική. Τον χαιρέτησα και έκλεισα το ραδιόφωνο. Ήμουν και λιγάκι ενοχλημένος που μας χάλασε το κέφι. Σε δέκα λεπτά βγήκα στο δρόμο για να πάω στη δουλειά. Κλείνοντας την αυλόπορτα διέκρινα δεξιά μου στον τοίχο του σπιτιού της γιαγιάς ένα μεγάλο όγκο. Ήταν ένα φέρετρο! Ήταν ακουμπισμένο σχεδόν κάθετα στον τοίχο. Από το μπαλκόνι δεν μπορούσαμε να το δούμε. Αυτός ήταν ο λόγος που μας έκανε νοήματα να χαμηλώσουμε τη μουσική ο κυρ Διονύσης. Θυμήθηκα τα ανοιχτά φώτα στο σπίτι της γειτόνισσας τα ξημερώματα. Η γιαγιά είχε πεθάνει, οι δικοί της την ξενυχτούσαν κι εγώ ο ανόητος νόμιζα πως έβλεπε μπάσκετ.
Το επόμενο βράδυ τα κορίτσια αποφάσισαν να πάνε στα μπουζούκια. Όταν λέμε μπουζούκια εννοούμε «Πλάτανος». Ανοιχτό μαγαζί λίγο έξω από τη Χώρα. Η φίρμα του μαγαζιού ήταν ο Γιάννης και το σουξέ του ήταν το «Είμαι ο Γιάννης και όχι ο Βαρδινογιάννης». Τον είχα γνωρίσει στο «Greek Bar» στο λιμάνι και ακόμα μετανιώνω που δεν του είχα ζητήσει τον δίσκο του. Κάποια στιγμή, γύρω στη μία εμφανίζεται στο μπαρ η Μαριάννα μόνη της.
«Η Μαρίνα;» τη ρωτάω.
«Μια χαρά» μου απαντά «είναι στον Πλάτανο. Της την έχει πέσει ένας τραγουδιστής κι εμένα μου την έπεσε ένας σερβιτόρος».
«Και την άφησες μόνη της εκεί;»
«Ήρθα να δω αν μπορείς να έρθεις κι εσύ» μου λέει χαμογελώντας.
«Μου έχετε βρει καμιά τραγουδίστρια;».
«Όλες χάλια είναι».
«Καλά και η φάση με τον σερβιτόρο πως έγινε;»
«Είναι παλαιστής. Τον λένε Σάκη. Ήρθε και μου είπε ‘Γεια σου Μαριάννα, με λένε Σάκη και ό,τι ήθελε προκύψει’»
«Πώς ήξερε το όνομά σου;»
«Του το είπε ο τραγουδιστής που το είχε μάθει από τη Μαρίνα»
«Και τώρα τι κάνει;»
«Με περιμένει για να προκύψει»
Την έπεισα να γυρίσει στο μπουζουξίδικο, να πάρει τη Μαρίνα και να έρθουν στο μπαρ. Είχα γνωρίσει τόσους περίεργους τύπους στο νησί που δεν αισθανόμουν πολύ καλά στη σκέψη πως ήταν μόνες τους εκεί. Ήρθαν και ήθελαν να τις πάω στο «Greek bar». Με άκουγαν να μιλάω γι’ αυτό το μαγαζί με τα παιδιά και προσπαθούσαν από μέρες να με πείσουν να το επισκεφτούμε, αλλά δεν τολμούσα να τις πάω εκεί. Ήταν ένα ελληνάδικο στη μέση του λιμανιού και δεν ήταν ακριβώς το μπαρ που πας με γυναίκα. Πρωτοπήγα εκεί με ένα παιδί που δούλευε στο μπαρ και είχε καψουρευτεί την μπαργούμαν. Ήταν μια πολύ ωραία τύπισσα γύρω στα 40 και είχε έκφραση «όσα ξέρει ο κώλος μου δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος». Του έφαγε όλα τα λεφτά κι αφού αυτός χώρισε τη γυναίκα του, τον έστειλε αδιάβαστο. Μου άρεσε πολύ αυτό το μπαρ γιατί έπαιζε λούμπεν ελληνικά τραγούδια, ενώ από την άλλη δεν ήξερες πότε θα ξεκινήσει ο καυγάς. Έπρεπε ανά πάσα στιγμή να είσαι έτοιμος να φυλαχτείς από κάνα σπασμένο μπουκάλι. Πάντα πληρώναμε αμέσως τα ποτά μας για να είμαστε έτοιμοι να το βάλουμε στα πόδια, άμα τύχαινε και χοντραίνανε τα πράγματα. Αποφάσισα να κάνω το χατίρι στα κορίτσια και, μόλις κλείσαμε, φύγαμε για το «Greek bar». Είπα στο Νίκο να μας βάλει κάπου κοντά στην πόρτα για να την κάνουμε αμέσως αν χρειαζόταν. Ο Νίκος ήταν σερβιτόρος, ομορφόπαιδο και σπούδαζε στη Φιλοσοφική. Ποτέ δεν κατάλαβα τι δουλειά είχε εκεί μέσα –μάλλον, τα πολλά χρήματα ήταν ο λόγος. Το μαγαζί ήταν γεμάτο και οι φάτσες ήταν τέτοιες που αν δεν ήξερες πως βρίσκεσαι σε νησί, θα νόμιζες πως είσαι σε μαγαζί της εθνικής οδού που δουλεύει με νταλικέρηδες. Όσους δεν έκοβες για νταλικέρηδες, έμοιαζαν με μπάτσοι –το πιθανότερο είναι πως ήταν κιόλας. Από την άλλη όλες οι ξεκωλιάρες του νησιού ήταν εκεί. Από κάθε άποψη ήταν ένα πολύ ενδιαφέρον μαγαζί. Τα κορίτσια είχαν μείνει με το στόμα ανοικτό. Ποτέ δεν είχαν βρεθεί σε τέτοιο μέρος στη ζωή τους. Τις συμβούλεψα να κοιτούν προς τον τοίχο για να μην έχουμε προβλήματα, ξέροντας πως αυτό που τους ζητούσα ήταν αδύνατο να συμβεί. Από τα ηχεία ακουγόντουσαν άγνωστα τραγούδια γεμάτα καψούρα, αλλά αυτή η περίεργη φυλή που είχε καταλάβει το χώρο τραγουδούσε τον κάθε στίχο χορεύοντας και σπάζοντας ποτήρια. Τα ποτήρια μάλλον ήταν μιας χρήσεως. Είτε γεμάτα, είτε άδεια έφευγαν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τραπέζια αναποδογύριζαν, βρισιές εκστομίζονταν από κάθε στόμα και όλοι έμοιαζαν εξαγριωμένοι κι ευτυχισμένοι μαζί. Το πάτωμα ήταν γεμάτο με σπασμένα γυαλιά και κολλούσε. Πάνω στο μπαρ μια κοπέλα με μεγάλο στήθος, που δεν ξέρω τι ζόρι τραβούσε και τι είχε πιει, χόρευε τσιφτετέλι φορώντας μια μίνι φούστα και κάτι σαν σουτιέν. Από κάτω καυλωμένα αρσενικά την κοιτούσαν έτοιμα να ορμήσουν. Ήταν ολοφάνερο πως το κακό δεν θα αργούσε να γίνει. Η Μαριάννα και η Μαρίνα με είχαν πιάσει από το πουκάμισο. Άρπαξα το Νίκο από τον ώμο και τον πλήρωσα. Την αμέσως επόμενη στιγμή ένας μουστακαλής γύρω στα 45 πήδησε πάνω στο μπαρ και προσπάθησε να την αναγκάσει να πιει από το ποτήρι του. Η κοπέλα του έχωσε μια σφαλιάρα με όλη της τη δύναμη. Αυτός ζαλίστηκε αλλά δεν έπεσε. Την κοίταξε στα μάτια και της τράβηξε μια φοβερή μπουνιά που την έστειλε να προσγειωθεί πάνω στον ντισκ τζόκεϊ. Ένας τύπος που καθόταν στη μπάρα τράβηξε τον μουστακαλή μποξέρ από το πόδι και το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι πως έσπρωξα τα κορίτσια προς την πόρτα προστατεύοντάς τις με το σώμα μου από διάφορα αντικείμενα που οι θαμώνες εκσφενδόνιζαν ο ένας στον άλλον. Κατεβήκαμε γρήγορα τις σκάλες και βγήκαμε στον καθαρό αέρα. Η Μαρίνα και η Μαριάννα γελούσαν σαν τρελές συγκλονισμένες από την πρωτόγνωρη γι’ αυτές εμπειρία.
«Αφέντη τώρα κατάλαβα γιατί δεν ήθελες να έρθουμε εδώ» μου είπε η Μαρίνα όταν κατάφερε να ξαναβρεί την αναπνοή της.
«Φοβερό μέρος!» πετάχτηκε η Μαριάνα.
«Θέλετε να γυρίσουμε γιουσουφάκια;»
Έτοιμες ήταν, αλλά δεν ήμουν τρελός. Δεν πρέπει να είχαν περάσει πιο περίεργο βράδυ στη ζωή τους. Πρώτα το μπουζουξίδικο και μετά το μπαρ τις ζούρλανε εντελώς. Θα έπρεπε να ήταν από μια μεριά οι γονείς τους να τις έβλεπαν.
«Αφέντη, εσύ πώς πας σε ένα τέτοιο μέρος» με ρώτησε η Μαριάνα καθώς γυρνούσαμε σπίτι.
«Από παντού πρέπει να περάσει ένας άντρας στη ζωή του. Έστω για μια φορά.».
Ποτέ δεν θα ξεχάσω τα γέλια και τις αλητείες που κάναμε με τη Μαριάνα και τη Μαρίνα εκείνο το καλοκαίρι. Όπου και να βρισκόμασταν ό,τι και να κάναμε. Σαν να μην είχε περάσει μέρα από τα χρόνια μας στο δημοτικό. Δεν είναι ανάγκη να έχεις διαβάσει τον Επίκουρο για να καταλάβεις πόσο μεγάλο αγαθό είναι η φιλία. Δεν υπήρχε άλλος άνθρωπος για μένα όσο έμειναν μαζί μου κι ας μου άλλαξαν τα φώτα με τα ξενύχτια και τις εκδρομές.
Όταν βρισκόμασταν σε παραλία με κόσμο προσποιούμασταν πως ήμασταν τρίο. Γύρω μας οικογένειες, παιδιά και γέροι κι εμείς να κάνουμε τους ερωτευμένους.
«Μωρό μου, αγάπη μου, λατρεία μου, φως μου» ήταν λέξεις που λέγονταν με το σωστό τόνο, προκαλώντας το ενδιαφέρον και τα περίεργα βλέμματα των λουομένων που φαντάζονταν διάφορα. Ήταν πολύ ωραίο να βλέπεις τις εκφράσεις τους όταν άλειβα το αντηλιακό στις πλάτες και στα πόδια των κοριτσιών κι αυτές έβγαζαν λάγνα επιφωνήματα. Όταν μετά με άλειβαν αυτές σε όλο μου το σώμα, οι μανάδες τραβούσαν τα παιδιά τους μακριά. Φοβερές αλητείες. Δεν υπήρχε κάποιος που να ξεφεύγει της προσοχής μας Μια μέρα εκεί που λιαζόμασταν εμφανίστηκε ένα ζευγάρι από κάποια χώρα του βορρά. Το δέρμα και των δυο τους ήταν τόσο άσπρο που νόμιζες πως δεν είχαν αίμα –πως αν έκοβες το δέρμα τους θα ήταν άσπροι σαν μπακαλιάροι.
«Αφέντη, κοίτα πόσο άσπρος είναι αυτός» μου είπε έκπληκτη η Μαρίνα.
«Αυτός είναι τόσο άσπρος που το τσουτσούνι του θα είναι σαν κιμωλία» είπα σοβαρά-σοβαρά κι αυτό έστειλε τη Μαριάννα και τη Μαρίνα με τα μούτρα μέσα στην άμμο.
Ένα άλλο απόγευμα τρώγαμε παγωτά στο «Ραντεβού» -στο «Πάντεμποι» που έλεγε και η Στέλλα. Τρώγαμε το δεύτερο παγωτό όταν η Μαριάννα θεώρησε καλό να μας θυμίσει, πως μπορείς να καταλάβεις τον τρόπο που κάνει έρωτα ένας άνθρωπος, αν παρατηρήσεις τον τρόπο που τρώει. Ξαφνικά σταματήσαμε να κουταλιάζουμε τα παγωτά μας σαν τρελοί κι αρχίσαμε να γλείφουμε τα κουτάλια επί ένα λεπτό τη φορά. Γλείφαμε και κοιταζόμασταν παράλληλα με λαγνεία, όταν το βλέμμα μου έπεσε σε μια γιαγιά 80 χρονών που καθόταν απέναντί μας. Έτρωγε μια πάστα σαν τρελή, λες και φοβόταν πως θα πεθάνει και δεν θα προλάβει να τη φάει ολόκληρη. Κάρφωσα το βλέμμα μου επάνω της. Τα κορίτσια γύρισαν να δουν τι κοιτάω και μόλις είδαν τη γιαγιά να σαβουρώνει την πάστα σαν κροκόδειλος κόντεψαν να πάθουν εγκεφαλικό από τα γέλια.
Ήταν το πιο όμορφο διάστημα εκείνου του καλοκαιριού και το πιο ανέμελο. Ξαναζήσαμε τα παιδικά μας χρόνια με μια άλλη γλύκα αυτή τη φορά, με πλήρη αλληλοκατανόηση. Όταν έφτασε η μέρα που τα κορίτσια θα έπρεπε να φύγουν για να γυρίσουν ξανά στις δουλειές τους, ήθελα να βάλω τα κλάματα. Τα γιουσουφάκια έφευγαν και ο αφέντης θα έμενε μόνος. Όσο καλές κι αν ήταν οι σχέσεις μου με τα παιδιά του μπαρ και τους νέους φίλους που έκανα στη Νάξο, δεν μπορούσαν να συγκριθούν μαζί τους. Τις πήγα στο λιμάνι και κάναμε αγκαλιές μέχρι ένα λεπτό πριν σηκωθεί ο καταπέλτης του πλοίου. Ανέβηκαν στην πρύμνη του πλοίου και μου έστελναν φιλιά ουρλιάζοντας :
«Αφέντη, τα γιουσουφάκια σου φεύγουν! Αφέντη μη μας αφήνεις!». Ο κόσμος γύρω κοιτούσε αλλά αυτή τη φορά δεν με ένοιαζε, δεν ντρεπόμουν.
Το επόμενο πρωί το σπίτι μου φάνηκε άδειο. Το ίδιο και η ζωή μου. Ήπια τον καφέ μου στο μπαλκόνι και χαιρέτησα βαριεστημένα τόσο τη θεία Μαρία όσο και τον κυρ Διονύση. Σε μια προσπάθεια να φτιάξω τη διάθεσή μου πάτησα το play στο κασετόφωνο και έκπληκτος άκουσα να παίζει το «Πουλόβερ». Τα κορίτσια δεν άντεχαν να το ακούν άλλο κι έκρυψαν την κασέτα, αλλά φρόντισαν πριν φύγουν να τη βάλουν στο κασετόφωνο και μάλιστα στην αρχή του τραγουδιού. Πουλόβερ είχα μαζί μου στο νησί – και «καλό» μάλιστα όπως έλεγε το σαχλοτράγουδο – κι αυτό που έμενε να δω ήταν αν θα το έπαιρνα μαζί μου φεύγοντας.
Το απόγευμα πήγα στο μπαρ για να βάλω σε μια τάξη τα cd και τους δίσκους μου. Στο ηλιοβασίλεμα ο κόσμος είχε κατακλύσει τις βεράντες. Έβαλα το τραγούδι της Μελίνας αλλά δεν βγήκα έξω. Κάθισα σε ένα σκαμπό στην άκρη του μπαρ και ο Θανάσης μου έβαλε ένα κοκτέιλ σαμπάνιας. Το έπινα αμίλητος όταν ένιωσα δυο παλάμες να καλύπτουν το πρόσωπό μου. Ο Δημητράκης δεν ήταν σίγουρα – οι παλάμες ήταν γυναικείες. Τις άγγιξα με τις δικές μου, ένιωσα τη μυρωδιά, κατάλαβα, ευχήθηκα να είχα κάνει λάθος και γύρισα να κοιτάξω. Η Δανάη στεκόταν χαμογελαστή μπροστά μου – άνετη και όμορφη όπως πάντα.
«Δεν χαίρεσαι που με βλέπεις;»
«Χαίρομαι…»
«Δεν σου φαίνεται»
«Πώς με βρήκες;»
«Οι φίλοι σου μιλάνε πολύ γλυκέ μου»
Πήρε το ποτήρι μου, το ύψωσε προς το μέρος μου και άδειασε το περιεχόμενό του στο στόμα της, κοιτώντας με διαρκώς στα μάτια. Σε κάποια άλλη περίπτωση θα το έσπαγε πετώντας το πίσω της, αλλά μάλλον σεβάστηκε το χώρο.
«Μια χαρά σε βρίσκω, σου έκανε καλό το νησί»
«Τι θέλεις από μένα;»
«Τίποτα, εσύ θέλεις κάτι;»
Τότε πρόσεξα μια μεγάλη βαλίτσα που ήταν ακουμπισμένη τρία μέτρα πίσω της.
«Πού θα μείνεις;»
«Εκεί που μένεις κι εσύ!»
«Δεν μένω μόνος μου»
«Σ’ αυτήν την περίπτωση…»
Γύρισε, σήκωσε τη βαλίτσα της, με κοίταξε κι άρχισε να προχωρά προς τις σκάλες. Δεν ξέρω γιατί δεν την άφησα να φύγει. Ο μισός εαυτός μου θα την έσπρωχνε με ευχαρίστηση από τις σκάλες, αλλά υπερίσχυσε ο άλλος μισός – ο ανόητος.
«Δανάη!»
Την πήγα μέχρι το σπίτι και από το βάρος της βαλίτσας της κατάλαβα πως είχε άσχημες διαθέσεις. Δεν είχα ούτε χρόνο, ούτε διάθεση για κουβέντα – της άφησα το κλειδί και γύρισα στο μπαρ. Τρεις ώρες μετά εμφανίστηκε φορώντας ένα λευκό φόρεμα. Κάθισε ακριβώς απέναντί μου. Παρήγγειλε μια παγωμένη Μαργαρίτα κι άναψε τσιγάρο. Τα παιδιά του μπαρ κοιτούσαν με περιέργεια. Τους τη σύστησα και μάλλον τους γοήτευσε όλους – η τέλεια απάτη. Στις τέσσερις τα ξημερώματα παρέα με το Θανάση και τη Βάνα πήγαμε σε ένα εστιατόριο που ξενυχτούσε παράνομα. Η Δανάη είχε εξαπολύσει επίθεση γοητείας. Την άκουγα σιωπηλός να μιλάει στα παιδιά για τις σπουδές της, την οικογένειά της, τα λεφτά του μπαμπά της και είχα αρχίσει να εκνευρίζομαι – την αλήθεια για το ποια πραγματικά είναι δεν επρόκειτο να τους την πει. Κανείς δεν σου λέει ποιος πραγματικά είναι – θα ήταν πιο απλά τα πράγματα έτσι. Ο Θανάσης με κοίταξε περίεργα, αλλά τον καθησύχασα με ένα νεύμα. Ευτυχώς το μαρτύριό μου δεν κράτησε πολύ γιατί ήμασταν όλοι κουρασμένοι. Χωρίσαμε δίνοντας ραντεβού το επόμενο μεσημέρι για μπάνιο.
Μέχρι το σπίτι δεν ανταλλάξαμε ούτε μια κουβέντα. Κάπνισα ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι και μπήκα στο δωμάτιο. Ήταν ξαπλωμένη στο κρεβάτι μου και διάβαζε ένα από τα βιβλία μου.
«Αυτό είναι το δικό μου κρεβάτι»
«Το ξέρω» απάντησε χωρίς να τραβήξει τα μάτια της από το βιβλίο.
Έκανα μεταβολή, πήρα μια μικρή σαμπάνια από το ψυγείο και βγήκα ξανά στο μπαλκόνι. Ξάπλωσα στη σεζ-λονγκ κι άναψα πάλι τσιγάρο. Η νύχτα ήταν γλυκιά, τα νυχτολούλουδα μοσχοβολούσαν κι ένα πλοίο έμπαινε στο λιμάνι. Το χέρι μου έψαξε το ραδιόφωνο. Η άγουρη φωνή του Νταλάρα με αποτελείωσε :
Ο ουρανός φεύγει βαρύς, τα όνειρά μου παίρνει
Και μες στην τόση μου φωτιά, άλλη φωτιά μου φέρνει
Δεν έχω μάτια να σε δω, καρδιά να σου μιλήσω
Πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω
«Το τραγούδι σου» ακούστηκε η φωνή της Δανάης από μέσα και το φως στο δωμάτιο έκλεισε.
Με ξύπνησε ο ήχος της καμπάνας. Ήμουν ξαπλωμένος με τα ρούχα στη σεζ λονγκ. Μπήκα παραπατώντας στο δωμάτιο με την ελπίδα πως είχα δει όνειρο. Η Δανάη δεν ήταν πουθενά – η βαλίτσα και τα ρούχα της όμως με επανέφεραν στην πραγματικότητα. Τάισα άκεφα και μηχανικά τις γάτες και ξάπλωσα στο κρεβάτι. Το άρωμά της, η μυρωδιά της παντού. Δεν μπορείς να ξεχάσεις ποτέ τις μυρωδιές – η μνήμη του σώματος. Ανακάθισα στο κρεβάτι και το βλέμμα μου έπεσε στη βαλίτσα της. Ήταν μια μεγάλη κόκκινη βαλίτσα – σίγουρα ήταν καινούργια. Αφού βεβαιώθηκα πως το κλειδί του σπιτιού ήταν στο κομοδίνο, έκλεισα την εξώπορτα αλλά και την πόρτα του δωματίου για να μη φαίνομαι από το παράθυρο. Άνοιξα προσεκτικά τη βαλίτσα κι άρχισα να ψάχνω τα πράγματά της. Φορέματα, παντελόνια, μπλούζες, παπούτσια και δυο βιβλία. Το ένα ήταν το «Σιντάρτα» του Έσσε – της το είχα χαρίσει δυο χρόνια πριν. Εγώ το είχα διαβάσει μέσα σε μερικές ώρες, αλλά για τη Δανάη τα βιβλία ήταν αξεσουάρ. Διάβασα την αφιέρωση που της είχα γράψει : «Όταν γίνω Σιντάρτα, δεν θα σε χρειάζομαι – μόνο θα σ’ αγαπάω». Ας πρόσεχες μαλάκα σκέφτηκα. Πάνω στην αφιέρωση υπήρχε το αποτύπωμα των χειλιών της με κραγιόν. Δεν θυμόμουν να το είχε κάνει μπροστά μου, αλλά πάλι δεν ήμουν σίγουρος. Για μια στιγμή σκέφτηκα να κόψω τη σελίδα για να μην έχει ούτε αυτές τις έντεκα λέξεις από μένα – θα καταλάβαινε όμως πως έψαξα τα πράγματά της. Ήμουν έτοιμος να κλείσω τη βαλίτσα, όταν το βλέμμα μου έπεσε σε ένα μαύρο δερμάτινο τσαντάκι με φερμουάρ. Ήταν βαρύ. Το άνοιξα κι αντίκρισα ένα ασημί περίστροφο. Η καμπάνα χτύπησε ξανά και πετάχτηκα όρθιος. Κρατούσα στα χέρια μου ένα οπλισμένο περίστροφο…
(Μέσα Οκτώβρη – ενάμισι μήνα μετά)
…Καθόμουν στο «Ciao» στο λιμάνι κι έπαιρνα το πρωινό μου. Η μέρα ήταν ηλιόλουστη, αλλά η κίνηση του κόσμου αισθητά πεσμένη. Ο Αντωνάκης ήρθε όλο χαρά να μου πει τα παράπονα που είχε από το αφεντικό του. «Όχι σήμερα Αντώνη. Δεν σε έχω ακούσει μια φορά να μην παραπονιέσαι» «Μα παίρνεις τα τριπλάσια λεφτά από μένα» «Να κάνεις καλύτερες συμφωνίες». Κάπου εκεί κατάλαβε και πήγε να παραπονεθεί παραπέρα. Η κοπέλα του σαλιάριζε με ένα Γερμανό στο διπλανό μαγαζί, την ίδια ώρα που ο Αντωνάκης μετρούσε τα χιλιάρικα και τα έβρισκε λίγα.
Κάτι δεν μου πήγαινε καλά αυτό το πρωί. Όλα γύρω ήταν ίδια, αλλά για πρώτη φορά μου φαίνονταν άσχημα. Είδα την Ίνγκεμπορν να περνάει φουριόζα ως συνήθως – τη φώναξα να μου κάνει παρέα μπας και μου φτιάξει τη διάθεση. Πλησίασε και μου χάρισε το καλύτερό της χαμόγελο. «Γκιατί κάτεσαι μόνος σου μικρό παιντί;» «Σε περίμενα» «You look so sad. Γκιατί;» Της εξήγησα πως η διάθεσή μου δεν ήταν καλή και όπως πάντα είχε μια εξήγηση – τη σωστή. «Φταίει τα μαύρο κεφάλια» «Ποια μαύρα κεφάλια;» Μου έδειξε τον κόσμο που περνούσε. Είχε δίκιο. Οι τουρίστες είχαν αναχωρήσει για τις πατρίδες τους και τα ξανθά κεφάλια ήταν ελάχιστα – για πρώτη φορά παρατήρησα προσεκτικά τους ντόπιους που είχαν καταλάβει δικαιωματικά το χώρο. Αξύριστες αγριόφατσες που τόσο καιρό ήταν χαμένες μέσα στις ορδές των βορειοευρωπαίων. «Πρέπει να φύγω» μονολόγησα. «Θα μου λείψεις βρε βλάκα!» μου είπε χαμογελαστή και μου έσκασε ένα φιλί στο μάγουλο.
Το απόγευμα ενημέρωσα τον ιδιοκτήτη του μπαρ πως θέλω να φύγω. Πήγε κάτι να πει, αλλά το ύφος μου δεν του έδινε περιθώρια. Το άλλο πρωί έβγαλα εισιτήριο με το πλοίο για τρεις μέρες μετά. Έπρεπε να χαιρετήσω ένα σωρό κόσμο, αλλά δεν είχα καμιά διάθεση για αποχαιρετισμούς. Χρωστούσα όμως ένα δείπνο στην Εύα. Το κανόνισα για το επόμενο βράδυ. Κάτσαμε σε ένα ωραίο εστιατόριο που είχε θέα στο λιμάνι και για κάμποση ώρα δεν μιλούσε κανείς απ’ τους δυο μας. «Θα φύγω κι εγώ σε μια εβδομάδα» «Έχει να κάνει με μένα;» «Ξεκινάνε τα μαθήματά μου». Ήξερα πως μου έλεγε ψέματα – η Ίνγκεμπορν μου είχε εκμυστηρευτεί πως τα μαθήματά της είχαν ήδη ξεκινήσει, αλλά είχε πει στον καθηγητή της πως θα έμενε στην Αθήνα για μια εργασία στο ινστιτούτο. Προσποιήθηκα τον ανήξερο, αλλά ήδη αισθανόμουν χάλια. Κοιτούσα το φωταγωγημένο λιμάνι για αρκετή ώρα σαν να αναζητούσα βοήθεια. «Αυτό που ψάχνεις δεν είναι εδώ» μου είπε γλυκά – αν μου έχωνε μια σφαλιάρα θα αισθανόμουν καλύτερα. «Δεν χρειάζεται να στενοχωριέσαι – καταλαβαίνω» «Όλα τα καταλαβαίνεις και τα δέχεσαι αδιαμαρτύρητα». Γέμισε τα ποτήρια με κρασί. «Στην υγειά σου! Είσαι ωραίος» «Και μοιραίος» της είπα και γελάσαμε σαν παλιοί φίλοι.
Την πήγα μέχρι το σπίτι που φιλοξενούταν – ήξερα πως δεν θα την ξαναδώ. Στην αυλόπορτα με κοίταξε μ’ αυτό το βλέμμα του πιστού σκύλου που με έκανε κομμάτια – στεκόταν εκεί και με κοιτούσε. Φιληθήκαμε – ήταν η τελευταία γεύση του ενός από τον άλλο. Έπρεπε να φύγω οπωσδήποτε. Τη φίλησα στο μέτωπο βιαστικά, έκανα μεταβολή και άρχισα να περπατάω γρήγορα. «Να μη στενοχωριέσαι, να μη στενοχωριέσαι» ακούστηκε πίσω μου η φωνή της – έκλαιγε. Έστριψα στη γωνιά του δρόμου – ευτυχώς δεν μπορούσε να με δει.
Διασχίζοντας το λιμάνι για να γυρίσω σπίτι συνάντησα τον Άλεξ. Μάλλον τρόμαξε με την όψη μου κι επέμενε να πάμε για ένα ποτό. Ήταν αδύνατον να του πεις όχι – δέχτηκα με βαριά καρδιά. Πήγαμε στο «Λούκουλλο» και η πρώτη φάτσα που είδαμε μπαίνοντας ήταν αυτή του διευθυντή της Αστυνομίας. Το περιστατικό με την Κατερίνα ήταν πρόσφατο – έπιασα τον Άλεξ από το μπράτσο για να βγούμε έξω, αλλά με έσπρωξε προς την άλλη άκρη του μπαρ. «Τα ποτά των παιδιών δικά μου» ακούστηκε η ενοχλητική φωνή του μπάτσου. Θα του έφερνα με ευχαρίστηση όλη την κάβα του μαγαζιού στο κεφάλι. «Στην υγειά σας» είπε ο Άλεξ – δεν σήκωσα ούτε το ποτήρι. Ήπιαμε πολύ χαζεύοντας τα βυζιά της νέας εκ Βουλγαρίας μπαργούμαν και αερολογώντας. Ο Άλεξ είχε ένα τρόπο να σε κάνει να ξεχνάς τα πάντα. Κάποια στιγμή έβαλε το χέρι του στην τσέπη του πουκαμίσου μου. «Τι είναι αυτά;». Η Εύα,την ώρα του αποχωρισμού, χωρίς να το καταλάβω, είχε βάλει στην τσέπη μου τα πέταλα ενός γαρύφαλλου – στο μέρος της καρδιάς. Έπρεπε να βγω έξω. Με ακολούθησε χωρίς να πει τίποτα. Στη μέση του λιμανιού κι ενώ κόντευε να ξημερώσει άρχισε να βγάζει τα ρούχα του. «Άμα δεν μου μιλήσεις, θα πέσω γυμνός στο λιμάνι και θα πάθω πνευμονία και θα πεθάνω». Φώναζε σαν να είχε μπει ο δαίμονας μέσα του – κάτι ξέμπαρκοι μεθυσμένοι τουρίστες τον κοιτούσαν έκπληκτοι. «Τι κοιτάτε ρε μαλάκες;» τους είπε, ενώ ήταν με το σώβρακο. Έκατσα σε μια καρέκλα και γέλασα με την καρδιά μου διπλωμένος στα δυο. Όταν σήκωσα το βλέμμα μου χόρευε ζεϊμπέκικο με το σώβρακο, πηδώντας δεξιά κι αριστερά σαν σπαστικός. «Σε έκανα και γέλασες, φίλε» μου είπε ικανοποιημένος με το επίτευγμά του. Ντύθηκε και περπατήσαμε προς το Κάστρο – είχε ξημερώσει πια. Στην πόρτα του σπιτιού του αγκαλιαστήκαμε. «Θα έρθω να σε βρω στην Αθήνα. Και να μην ξεχνάς : να ακούς το στομάχι σου – έχεις καλό στομάχι» «Σε ευχαριστώ για όλα Άλεξ – είσαι φίλος» Περπατούσα προς το σπίτι μου και τον άκουγα να φωνάζει «Λαέ της Νάξου δεν τον αγάπησες όσο εγώ. Μόνο ένας ξένος μπορεί να αγαπήσει στη Νάξο. Λαέ της Νάξου τον αγαπώ». Ήταν εντελώς μουρλός – ήταν και φίλος.
Ξύπνησα αργά το μεσημέρι και άρχισα να ετοιμάζω τα πράγματά μου. Το πλοίο έφευγε στις οκτώ το επόμενο πρωί. Ανακάλυψα πως το καλό μου πουλόβερ ήταν σκοροφαγωμένο στο κάτω ντουλάπι –βρήκα το γεγονός εξόχως ποιητικό και το γιόρτασα με την τελευταία μικρή σαμπάνια που υπήρχε στο ψυγείο. Έβαλα μια στάλα και στο μπολάκι των γατιών – να έχουμε πιει μια φορά το ίδιο. Η Ίνγκεμπορν μου είχε υποσχεθεί πως θα φροντίζει τις γάτες. Τα μικρά είχαν μεγαλώσει πια και δεν υπήρχε πρόβλημα – πεθαίνουν συνήθως όσα γεννιούνται το φθινόπωρο γιατί δεν αντέχουν το κρύο. Τα σκασμένα είχαν πάρει είδηση πως θα φύγω και δεν ξεκολλούσαν από πάνω μου. Ήθελα να τους βγάλω ένα τελευταίο λόγο, αλλά αυτά ήξεραν τα πάντα, είχαν δει όλα όσα συνέβησαν – δεν είχε νόημα.
Το βράδυ το αφιέρωσα στη θεία Μαρία. Της πήγα γλυκά και λουλούδια – ήταν χαρούμενη και λυπημένη μαζί. Είχε ετοιμάσει ένα δείπνο που έφτανε για δέκα άτομα. «Θα έρθεις του χρόνου Οδυσσέα;» «Θα προσπαθήσω θεία Μαρία». Ήξερα πως δεν θα γύριζα ποτέ κι ας έλεγε η Ίνγκεμπορν για τη «naxian sickness» και πως όλοι γυρίζουν κάποια μέρα. Πριν φύγω της φόρεσα το κόκκινο καπελάκι του μπέιζμπολ – απ’ αυτό, μου έλεγε, με ξεχώριζε ανάμεσα στον κόσμο. «Είναι δικό μου;» «Δικό σας θεία Μαρία». Έκανε σαν μικρό παιδί. «Να προσέχεις» μου είπε στην πόρτα. Και καθώς έφτανα στη γωνία : «να γυρίσεις».
Δεν κοιμήθηκα ούτε λεπτό. Έπινα μπύρες στη βεράντα μέχρι που ξημέρωσε. Πέρασαν όλα σχεδόν τα μπάσταρδα σκυλιά της Χώρας για να με αποχαιρετήσουν – έμπαιναν, έκαναν μια βόλτα στο δωμάτιο κι έφευγαν. Τα γατιά από την άλλη δεν είχαν ξεκολλήσει από τα πόδια μου όλο το βράδυ. Στις εφτά η ώρα ήρθε η Ίνγκεμπορν με το αυτοκίνητο να πάρει τις βαλίτσες μου. Δώσαμε ραντεβού σε δέκα λεπτά στο λιμάνι για ένα τελευταίο καφέ – έπρεπε να αφήσω το κλειδί του σπιτιού στον Πέτρο. Κοίταξα για τελευταία φορά το σπίτι, βγήκα έξω και κλείδωσα. Τα γατιά με είχαν πάρει στο κατόπι και νιαούριζαν παραπονεμένα. Τα έκανα όλα μια αγκαλιά και τα πήγα στη διπλανή αυλή πίσω από τα σύρματα.
Περνώντας μπροστά από το σπίτι έριξα μια ματιά στο παράθυρο του κυρ Διονύση – τα παντζούρια ήταν κλειστά. Δεν είχα προλάβει να τον αποχαιρετήσω. Έκοψα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο από τον κήπο της γειτόνισσας – της είχα ρημάξει τον κήπο όλο το καλοκαίρι – πάτησα στο περβάζι του παραθύρου του ισογείου και το στερέωσα στις γρίλιες του παραθύρου του. Η νύφη του βγήκε εκείνη την ώρα από το ξενοδοχείο – χαμογέλασε. «Σας κάνει μούτρα πάλι;» «Όχι, είμαστε φίλοι – απλά φεύγω» «Φεύγετε; Καλό χειμώνα» «Καλό χειμώνα». Χάθηκε γρήγορα μέσα στο ξενοδοχείο.
Την ώρα που έστριβα στη γωνία του δρόμου άκουσα τις γρίλιες να ανοίγουν με δύναμη.΄
«ΦΕΥΓΕΙΣ;»
Έτσι πρέπει να πονάει το μαχαίρι. Για έξι μήνες η ζωή μου ήταν γι’ αυτόν το κύριο μέρος της καθημερινότητάς του. Οι φίλοι που έρχονταν τον χαιρετούσαν, έπιαναν κουβέντα μαζί του κι έδιναν ένα νόημα στη δική του ζωή. Παρακολουθούσε τα γλέντια μας από το παράθυρο καθηλωμένος σε μια αναπηρική καρέκλα. Τα επόμενα χρόνια δεν σταμάτησα να ακούω αυτό το «ΦΕΥΓΕΙΣ;» – ερχόταν μόνο του τις πιο περίεργες στιγμές και με έπνιγε. Κάποια χρόνια μετά μια άλλη αντρική φωνή που προσπαθούσε να μου τραγουδήσει από το τηλέφωνο τη «Φραγκοσυριανή», λίγα λεπτά πριν σωπάσει για πάντα, έμελλε να πάρει θέση δίπλα στην αγωνία του κυρ Διονύση. Αγωνία – πνίξιμο.
Ξεροκατάπια, γύρισα και τον κοίταξα. Αν υπήρχε μια πιθανότητα να περπατήσει ξανά, θα ήταν σήμερα – είχε γείρει μπροστά, ακουμπούσε στο περβάζι του παραθύρου και με κοιτούσε. Σκαρφάλωσα ξανά στο παράθυρό του και του έδωσα το τριαντάφυλλο – δεν το είχε δει. Μου έσφιξε το χέρι. Ήταν περίεργο – όλο αυτό το διάστημα ήταν η πρώτη φορά που άγγιζε ο ένας τον άλλο.
«Να είσαι καλά αγόρι μου» «Κι εσείς να είστε καλά» «Να ξανάρθεις» «Θα ξανάρθω» «Του χρόνου ε;» «Του χρόνου»
Έστριψα στη γωνία βουρκωμένος – το πλοίο έμπαινε στο λιμάνι. Δεν γύρισα ποτέ.
(Αυτή η ιστορία δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα. Τα πρόσωπα και οι καταστάσεις είναι εντελώς φανταστικά. Άλλωστε δεν έχω πάει ποτέ στη Νάξο.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.