Η ιστορία των πέντε «Ανώνυμων Ποιητών»

Τους στίχους τους είδα για πρώτη φορά σε ένα blog που μπήκα στο σερφάρισμα μιας άυπνης βραδιάς. Είδα ότι στο blog αυτό έστελναν τα αζήτητα τους κάτι επίδοξοι συγγραφείς, που τα κείμενα τους δεν θα είχαν καμία τύχη εάν τα έστελναν σε εκδοτικό οίκο, και κάποιοι που υπέγραφαν ποιητές, βάζοντας μάλιστα από κάτω το όνομα τους, τον τόπο που γράψανε το ποίημα, την μέρα και την ώρα. Ήταν φανερό ότι όλοι τους περίμεναν ένα μήνυμα από κάποιον scouter που θα έβλεπε την δουλειά τους και θα τους έκανε προσφορά για συνεργασία.

Στους στίχους αυτούς που διάβασα δεν βρήκα όνομα. Ψάχνοντας παλιότερες αναρτήσεις τους έπεσα σε κάτι μονόλογους τους, κάτι περίεργα τρίστιχα και κάποιες σκέψεις, που έδειχναν ότι αφορούσαν μόνο αυτούς που τα έγραφαν. Υπέγραφαν πάντα ως«Ανώνυμοι ποιητές».

Στη σελίδα του facebook που είχαν ανοίξει, είχαν όλους κι όλους έξι φίλους και υπήρχε η ενημέρωση ότι «Οι Ανώνυμοι Ποιητές δεν δέχονται αιτήματα φιλίας, δεν δέχονται μηνύματα, δεν δέχονται προσφορές». Αυτό ήταν που μου γέννησε την περιέργεια να δω ποιοι κρύβονται από πίσω τους.

Ψάχνοντας τα σχόλια που ήταν κάτω από τις αναρτήσεις τους, μου έκανε μάλιστα εντύπωση ότι όταν μια βλαμμένη που τα ποιήματα που έστελνε είχαν την ρίμα της Κικής Δημουλά, και ένας μάλιστα την ρώτησε εάν ενδιαφερότανε να του στείλει 365 τετράστιχα κομμάτια για ένα ημερολόγιο τοίχου που έφτιαχνε για μια αλυσίδα κουρείων, άνοιξε διάλογο μαζί τους για το πού στόχευαν οι στίχοι τους εκείνοι της έγραψαν:

«Οι στίχοι αυτοί, της ευκαιρίας των καιρών μας,
ποτέ δεν θα δουν το φως μιας ψηλής τιμής
γραμμένοι είναι για τους πίσω πάγκους της ανωνυμίας.
Ίσως βέβαια τους βρουν,
και τους πάρουν οι τελευταίοι,
αυτοί που πάντα φεύγουν λίγο πριν κλείσει η αγορά»

Μια καλή φίλη ήταν αυτή που βρήκε μέσα από τα ηλεκτρονικά σχόλια στις αναρτήσεις των άγνωστων ποιητών έναν από τους έξι φίλους των «Ανώνυμων Ποιητών» ,που έκανε like σε κάποιους στίχους τους, τον Κρίτωνα, και από την ανταλλαγή σχολίων φαίνονταν ότι τους γνώριζε προσωπικά.

Στους στίχους που μίλαγαν για μια χαμένη άνοιξη οι «Ανώνυμοι Ποιητές» του έγραψαν: «Κρίτωνα. Σε ευχαριστούμε που σου άρεσαν οι στίχοι για την χαμένη άνοιξη. Όταν βρεθούμε, θα σου εξηγήσουμε πως ξεδιψάσαμε τα καλοκαίρια».

Η καλή αυτή φίλη μου σύστησε τον Κρίτωνα και μού είπε να του κάνω αίτημα φιλίας.

Με αποδέχθηκε, όχι όμως αμέσως, και γίναμε φίλοι, στο face book βέβαια. Αρχίσαμε να ανταλλάσσουμε μηνύματα, ο Κρίτωνας ποτέ δεν απαντούσε αμέσως, και να του κοινοποιώ εγώ κείμενα που μου αρέσανε, χωρίς ποτέ αυτός να κάνει like, όπως κάνουν ορισμένοι σε οποιαδήποτε αμπελοφιλοσοφία γράφουν οι μαϊντανοί του facebook, κάποιοι δηλαδή που έχουν ραδιοφωνικές εκπομπές η στήλες σε εφημερίδες και διατηρούν και ιστοσελίδα που αναπαράγουν τις μαλακίες που λένε και στις εκπομπές τους η γράφουν στις εφημερίδες τους.

Το προφίλ του Κρίτωνα έδειχνε ένα σοβαρό κύριο λίγο πάνω από τα 50 και από τα μονολεχτικά μηνύματα που μού έστελνε έδειχνε ότι μάλλον θα σκυλομετάνοιωσε που με έκανε φίλο. Εξάλλου δεν είχε και πολλούς φίλους, άντε καμιά εξηνταριά, από τα οποία οι μισοί ήταν αδελφοξάδελφα και οι υπόλοιποι μάλλον της προσκολλήσεως.

Όσες φορές του ζητούσα να μου πει κάτι για τους «Ανώνυμους Ποιητές», μου έγραφε «Κάποια στιγμή θα βρεθούμε από κοντά και θα τα πούμε».

Πέρασε αρκετός χρόνος όταν δέχθηκε να συναντηθούμε στο Φίλιον ένα μεσημέρι Κυριακής .Μου τόνισε βέβαια με νόημα: «Αν σκοπεύεις να μου πουλήσεις καμιά ασφάλεια η κανένα συνταξιοδοτικό, ξέχνα με».

Συνάντησα ένα αυστηρό στην εμφάνιση Κύριο και του είπα ότι με λένε Χάρη, Αγνώστου το επώνυμο μου, και ευτυχώς που δεν μου ζήτησε ταυτότητα γιατί δεν την είχα πάνω μου. Ήταν μια βροχερή μέρα και η μυρωδιά του καφέ μαζί με την αμεριμνησία αυτών που κάθονταν και διάβαζαν τις εφημερίδες ήταν καλοί οιωνοί για να σπάσουν οι πάγοι δύο άγνωστων ανθρώπων.

Μιλήσαμε λίγο για τους εαυτούς μας, τις σπουδές μας, τις οικογένειες μας και σε λίγο αρχίσαμε να μιλάμε στον ενικό και με τα μικρά μας ονόματα. Ήθελα να μπούμε στο θέμα που με απασχολούσε.

«Κρίτωνα. Μίλησε μου για αυτούς τους «Ανώνυμους». Τους ξέρεις πραγματικά; Τους έχεις συναντήσει; Πώς βρέθηκες με αυτούς που μιλούν για χαμένες εποχές, αμαξοστοιχίες της ελπίδας και ψεύτικες Κυριακάτικες νίκες».

Ο Κρίτωνας άναψε ένα τσιγάρο, ήπιε και μια ρουφηξιά από τον espresso του και άρχισε εάν ακατάσχετο μονόλογο:

-Είναι πέντε αυτοί οι Ανώνυμοι ποιητές. Τους ξέρω καλά. Μαζί μεγαλώσανε στην ίδια γειτονιά του Πειραιά. Είναι συνομήλικοι αλλά ακολουθήσανε διαφορετικούς δρόμους και είναι χαμένοι σήμερα.

Τα πέντε αυτά παιδιά ο Στέλιος, ο Γιάννης ,ο Πέτρος, η Ελένη και η Χαρά γεννήθηκαν κάπου στα μέσα της δεκαετίας ’50. Άλλος νωρίτερα, ο Πέτρος νομίζω, και τελευταία η Ελένη που ήταν η πιο μικρή. Η γειτονιά τους ,μια συνοικία του Πειραιά ,με χαμηλά δίπατα σπίτια, κτισμένη σε ένα λόφο που έβλεπε την θάλασσα.

Οι γονείς τους άνθρωποι απλοί που έστελναν τα παιδιά στο Δημοτικό της γειτονιάς. Εκεί ήταν που συναντήθηκαν και τα παιδιά ,που πήγαιναν σε διαφορετικές σχολικές τάξεις, όταν μια συμμορία από μεγαλύτερα παιδιά τα κυνηγούσε μαζί με κάποια άλλα και αυτά ,και τα πέντε, πήγαν και κρύφτηκαν σε μια κενή αίθουσα. Η Ελένη ,η πιο μικρή ,ήταν φοβισμένη, αλλά η Χαρά, που από μικρή ήταν ψύχραιμη ,την πήρε κοντά της.

Ο Πέτρος ,που ήταν το πιο ώριμο από τα πέντε ,αντιμετώπισε με ψυχραιμία την επίθεση, και δεν φοβήθηκε τα σπασμένα τζάμια από τις πέτρες που τους πετάγαν απέξω.

Ο Στέλιος ,που ήταν μικροκαμωμένος δεν μιλούσε και καθόταν δίπλα στην Ελένη. Ο Γιάννης , τους έλεγε να το διαπραγματευτούν με την συμμορία και να βγουν έξω.

Επικράτησε η λογική του Πέτρου που είπε ότι, αν δείξουν λίγη υπομονή θα κουραστούν, θα φύγουν και θα πάνε να κυνηγήσουν άλλους. Η συμμορία έφυγε και τα παιδιά βγήκαν ανακουφισμένα έξω.

Αυτή η μικρή περιπέτεια ένωσε τα πέντε παιδιά. Μαζεύονταν πότε στο σπίτι του ενός, πότε στο σπίτι του άλλου. Εκεί στο σπίτι του Πέτρου συμφώνησαν να κρατούν ένα κοινό ημερολόγιο που θα έγραφαν τις σκέψεις τους και ότι άλλο ήθελαν, αλλά αυτοί οι πέντε και μόνο ,και έδωσαν και όρκο να μην βάζουν ποτέ το όνομα τους από κάτω για να μην γίνει το ημερολόγιο τους σαν και αυτές τις σαχλαμάρες, τα κοριτσίστικα άλμπουμ, με τις ερωτήσεις «Τι είναι έρως» και «Τι είναι αγάπη» που τα έπαιρναν μετά κάποιοι αγροίκοι συμμαθητές τους και έγραφαν ανορθόγραφες μπούρδες.

Ο Πέτρος, όπως σου είπα παραπάνω, ήταν το πιο ώριμο από όλα τα παιδιά. Ήταν μελετηρός, τακτικός και συγκροτημένος . Ζούσε όμως την ηλικία του γιατί έπαιζε, έλεγε τα αστεία του και έκανε τις πλάκες του, ιδιαίτερα με τον Γιάννη.

Ο Γιάννης ήταν πανέξυπνος, ετοιμόλογος , με εκπληκτική αναλυτική σκέψη και αντιρρησίας σε οτιδήποτε του έλεγαν να κάνει.

Ο Στέλιος ήταν σεμνός και μελαγχολικός. Του άρεσε να μαστορεύει, μόνος του τις περισσότερες φορές, και να κάνει τα θελήματα της παρέας και της γειτονιάς .Ο δάσκαλος πάντα αυτόν έβαζε να καθαρίζει τον πίνακα.

Η Ελένη ήταν ένα ναζιάρικο κατάξανθο κοριτσάκι που από μικρό του άρεσαν οι ζωγραφιές Μάζευε κοχύλια ,πέτρες, cart postal και οτιδήποτε άλλο έβρισκε .Τις περισσότερες φορές τα ζωγράφιζε κιόλας με κάτι χρωματιστά μολύβια.

Η Χαρά ήταν η απρόσιτη και η πιο ψυχρή της παρέας. Ήταν όμορφη ,και το καταλάβαινε γιατί της άρεσε να περπατά μπροστά από τον καθρέφτη , αλλά και πολύ λογική για την ηλικία της.

Τα παιδιά μεγάλωναν μαζί ,μπήκαν στο Γυμνάσιο μετά ,εκεί χωρίστηκαν τα αγόρια από τα κορίτσια, γιατί τότε τα σχολεία δεν ήταν μικτά ,διάβαζαν όμως τα μαθήματα τους , ήταν και καλοί μαθητές, με εξαίρεση λίγο την Ελένη και έβρισκαν πάντοτε χρόνο για να συναντιούνται.

Τις Κυριακές τα πρωινά τρέχανε και τα πέντε να ακούσουνε τους Olympians στον κινηματογράφο Τερψιθέα, μεσημέρια μετά το σχολείο ο Πέτρος με τον Γιάννη πήγαιναν για μπιλιάρδο στο «Ελληνικόν» ,τα ανοιξιάτικα ηλιοβασιλέματα πήγαιναν στην ακτή Ξαβερίου σε κάτι βραχάκια για να δουν την δύση, και εκεί η Ελένη ζωγράφιζε κιόλας, και τα φεγγαρόφωτα βράδια του καλοκαιριού ,αφού γύριζαν από την Σαλαμίνα που είχαν πάει για μπάνιο, έκαναν βόλτες στα στενά του Προφήτη Ηλία .

Ήταν σαν αδέλφια. Κανένα από τα αγόρια δεν φλέρταρε η δεν διανοήθηκε να φλερτάρει κανένα από τα κορίτσια της παρέας. Ένα πράγμα είχαν κοινό. Το ημερολόγιο τους. Έγραφαν τις σκέψεις τους, αυτοσχέδιους στίχους ,καμιά φορά και μαλακίες και πάντα χωρίς να αφήνουν το όνομα τους αφού γνώριζαν ο ένας τον άλλο. Αλλά, όπως σου είπα , έτσι είχαν συμφωνήσει όταν έφτιαξαν αυτό το ημερολόγιο.

Είχαν όμως και τις ανησυχίες τους για το μέλλον και συζητούσαν τι ήθελε να ακολουθήσει ο καθένας τους.

Ο Στέλιος και ο Πέτρος ήθελαν να γίνουν μηχανικοί. Η Ελένη ζωγράφος. Ο Γιάννης δικηγόρος. Η Χαρά ,άκου τώρα να δεις ,αν και άριστη μαθήτρια, ήθελε να γίνει μανεκέν και δεν την ενδιέφερε να σπουδάσει γιατί εκείνης θα της άρεσε να ταξιδεύει στο εξωτερικό σαν κι΄αυτή την Ελληνίδα την Κορίνα Τσοπέη που έκανε τότε διεθνή καριέρα.

Παρά τις διαφορετικές κατευθύνσεις που θέλανε να πάρουνε, συμφώνησαν να συνεχίσουν να γράφουν στο ημερολόγιο και λίγο πριν από το αποχαιρετιστήριο πάρτι ο Πέτρος, με τον οποίο πηγαίναμε μαζί στο φροντιστήριο, με γνώρισε στα άλλα τα παιδιά και είπε ότι με εμπιστεύονταν να κρατάω εγώ αυτό το ημερολόγιο.

Συμφώνησαν και οι υπόλοιποι και έτσι έτυχε να είμαι εγώ ο θεματοφύλακας των σκέψεων τους. Ακόμη είπαν ότι εάν ποτέ δημοσίευαν κάτι να μην έβαζαν το όνομα τους αλλά το όνομα της παρέας τους που τότε την ονόμασαν «Ανώνυμοι Ποιητές».

Στο μεγάλο πάρτι που έγινε όταν τέλειωσαν το γυμνάσιο έβγαλαν μια φωτογραφία πιασμένοι χέρι- χέρι να έχουν αποκλείσει ένα δρόμο .Την κόλλησαν στο ημερολόγιο και έγραψαν από κάτω: «Πέντε φίλοι από παιδιά μαζί στο δρόμο για το μέλλον».

Τα χρόνια πέρασαν αλλά τους ένωνε το ημερολόγιο. Συναντιόντουσαν πια σπάνια αλλά το ημερολόγιο, χάρη σε μένα, κυκλοφορούσε από το ένα παιδί στο άλλο. Ερχόντουσαν και με έβρισκαν, το έπαιρναν να γράψουν αυτό που ήθελαν και μου το έφερναν πάλι πίσω. Οι σκέψεις τους και οι στίχοι τους μοιράζονταν μόνο σε αυτούς.

Τα παιδιά μετά το Γυμνάσιο άρχισαν να παίρνουν τους δικούς τους δρόμους.

Ο Πέτρος πέρασε στο Πολυτεχνείο και τέλειωσε γρήγορα. Η μεθοδικότητα του και η σοβαρότητα του εκτιμήθηκε και από τους καθηγητές του. Αυτοί μάλιστα τον σύστησαν ,όταν ήταν στο τέταρτο έτος , στον Άγγελο Σ ,ένα μεγάλο βιομήχανο της εποχής και του είπαν να τον απασχολήσει στο τμήμα μελετών του.

Ήταν και ομορφόπαιδο ο Πέτρος, ψηλός και αθλητικός, και η Μαίρη, η μικρή του κόρη, δεν άργησε να τον ερωτευτεί αφού τον έβλεπε στο σχεδιαστήριο της εταιρείας και πήγαινε από πάνω του τάχα να τον ρωτήσει τι σχεδίαζε. Δεν άργησε να δημιουργηθεί το ειδύλλιο και να έρθει ο αρραβώνας μόλις ο Πέτρος απολύθηκε από τον στρατό.

Ο Πέτρος, που του άρεσε η γεωμετρία, και έλυνε στο φτερό τις ασκήσεις των Ιησουϊτών, μετά την μελέτη ενός ειδικού ανυψωτικού μηχανήματος διαιρετής αντίστασης στην οποία έκανε χρήση μιας γεωμετρικής εφαρμογής μονολεχτικά είχε γράψει στο ημερολόγιο:

“Άνθρωπος
Μέτρο κάθε αντικειμένου
Κανόνας διαίρεσης χρυσής τομής”

Ο Στέλιος δεν τα κατάφερε να μπει στο Πολυτεχνείο, και πέρασε στα ΚΑΤΕΕ της εποχής. Εξακολουθούσε να είναι ένα μελαγχολικό παιδί, δεν είχε και καμία φίλη και τα πρωινά δούλευε για πρακτική σε ένα μηχανουργείο. Ήταν εξαιρετικός στην δουλειά και το αφεντικό του ενώ γαμοσταύριζε όποιον έβλεπε μπροστά του να κάθεται η να διαβάζει κρυφά αθλητική εφημερίδα στον Στέλιο δεν έλεγε τίποτα γιατί πάντα ότι μαστόρευε το ‘φτιαχνε σωστά. Τα βράδια ο Στέλιος δεν έβγαινε έξω και διάβαζε. Είχε μόλις τελειώσει τον «Φύλακα της σίκαλης» και τον είχε συνεπάρει ο ήρωας του Salinger που πήγε να ζήσει στον απέραντο ορυζώνα. Κάτι τον βασάνιζε που μάταια όταν τον συναντούσε ο Πέτρος προσπαθούσε να βρει τι. Στο ημερολόγιο είχε γράψει:

«Κάποια μέρα θα σταματήσω να εργάζομαι σε αυτούς που θέλουν να δίνουν εντολές. Θα πάω να γίνω φαροφύλακας να έχω τον χρόνο δικό μου για να γράψω ‘Τα όνειρα που ποτέ δεν έχασα’.»

Ο Γιάννης πέρασε στη Νομική. Ήταν στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και ο ανοιχτός χαρακτήρα του έγινε πόλος έλξης για τις φοιτητικές οργανώσεις που τότε ψάρευαν πρωτοετείς για τις αγγαρείες. Και εκεί αντιρρησίας ήτανε αλλά, όταν έπιανε το μικρόφωνο, μέσα στην χάβρα που επικρατούσε και την τσιγαρίλα που έπνιγε το Αμφιθέατρο , σταματούσαν οι άλλοι να μιλάνε, αλλά όχι να καπνίζουν, και περίμεναν να ακούσουν τι θα πει. Οι παρεμβάσεις του, πότε από τα αριστερά και πότε από τα δεξιά, δεν έδιναν το πολιτικό του στίγμα.

Μοίρασε 2-3 φορές τον ‘Οδηγητή» αλλά είδε ότι δεν του πήγαινε η καθοδήγηση και το Κατηχητικό. Έμπλεξε μετά με κάτι ρηγάδες αλλά και εκεί δεν κόλλησε γιατί έτρωγε όλο χυλόπιτες από κάτι γκόμενες που του ‘λεγαν ότι αν ήθελε να γαμήσει κακώς ήρθε στη νεολαία του «Ρήγα»,που ήταν προφανώς παρθένες, και θα’ ταν καλύτερα να πήγαινε σε μια καινούργια παράταξη ,την πανελλήνια σοσιαλιστική, που ήταν σκέτο μπουρδέλο και είχαν μαζευτεί εκεί φρέσκα φρούτα.

Σε αυτό δεν είχαν και άδικο γιατί στην νεολαία αυτή τα φρούτα της με τα χρόνια ωρίμασαν και σάπισαν και την σαπίλα αυτή την μετέδωσαν και στα άλλα φρούτα που μπήκαν στο καλάθι της πολιτικής.

Έτσι ο Γιάννης το ‘ριξε στο χαβαλέ, σε κάτι πόκες με ρεμάλια του Πολυτεχνείου ,που γνώρισε από τον Πέτρο , και σε κάτι παρέες με ροκάδες που στην Νομική οι Κνίτες τους έπαιρναν στο κυνηγητό όταν τους έβλεπαν αφού θεωρούσαν ,τότε ότι η ροκ μουσική αποπροσανατόλιζε τους νέους από τον αντιιμπεριαλιστικό τους στόχο . Πάντως εκτός από το καφενείο και την πόκα που έπαιζε, στην οποία, όταν ήταν πάσο, ξεφύλλιζε το «Αστικό» του Κασιμάτη , πήγαινε και γήπεδο στο Καραϊσκάκη, και τα βράδια πάντα στη Fontana για πολιτικές αναλύσεις.

Στο ημερολόγιο έγραφε κυρίως στιγμές από την ζωή στο γήπεδο ,στην Νομική, και στη πόκα.
Στο ποδόσφαιρο ήταν η εποχή που φέρνανε στον Θρύλο κάτι μοσχάρια και κουτσούς από την Αργεντινή και οι γάβροι, που είχαν να πάρουν τότε πρωτάθλημα χρόνια, γεμίζανε το γήπεδο περιμένοντας τον μεσσία.

Του άρεσε η εξέδρα με τον Αττίλιο. Στο ημίχρονο ενός παιγνιδιού που σχολίασε έναν νεοφερμένο, τον «Νικολάου», ότι είναι βαρύς σαν παίχτης, οι γάβροι, αφού πήγανε καταπάνω του για να τον πλακώσουν στο ξύλο, του είπαν ότι είναι μαλακισμένο και ότι ήταν βαριά τα αρχίδια του Νικολάου.

Όταν στην Σχολή γνώρισε ένα συμφοιτητή του που αργότερα έμελε να καθορίσει τις τύχες της χώρας έγραψε:

«Σήμερα στην παρέα ήρθε και ένας τύπος χαβαλές, με ιστορικό όνομα, που έκανε πλάκα σε μια κνίτισα, αρχίζοντας να παζαρεύει την τιμή του Οδηγητή. Όταν αυτή του είπε «Ρε μπουχέσα τι πρόβλημα έχεις εσύ ας είναι καλά ο θείος σου» αυτός της είπε ότι δεν γαμάει αξύριστες γκόμενες και έφυγε με κάτι τσάτσους που τον ακολουθούσανε από πίσω και τον λέγανε μεγάλο».

Χάρη, σκέψου ότι αυτός ο μπουχέσας έγινε τελικά πολιτικός και κάνα δύο από αυτούς που τον ακολουθούσαν υπουργοί.

Η Ελένη, το όμορφο ξανθό κορίτσι της παρέας, ήταν και αυτή φοιτήτρια στην Καλών Τεχνών. Είχε περάσει με την δεύτερη. Στην ζωγραφική δεν ήταν καμία Frida αλλά το σώμα της έσκιζε. Ήταν η ερωτική φαντασίωση φοιτητών, καθηγητών, επιμελητών, μέχρι και του καφετζή της σχολής.

Ήταν από τις πρώτες που φόρεσαν μίνι στη σχολή όταν οι άλλες πήγαιναν με ταγάρια και αμπέχωνα. Επειδή το επώνυμο της τέλειωνε και σε «πούλου», το παρατσούκλι της ήταν «Καβλοπούλου».

Την Ελένη την ενοχλούσε που οι άλλοι δεν πρόσεχαν την καλλιτεχνική της άποψη και ενδιαφέρονταν περισσότερο να την πηδήξουν.

Είχε όμως και πείσμα, Έπιανε τον Τάσο τον επιμελητή και τον ξεθέωνε μέχρι να της μάθει να ζωγραφίζει τα γυμνά μοντέλα ή τα μήλα που φέρνανε στην σχολή για το μάθημα της Παραστατικής ζωγραφικής. Έμενε πάντα τελευταία και όταν οι άλλοι παρέδιναν το θέμα την ρώταγαν μήπως να έφερναν αύριο το πρωί από τον μανάβη φρέσκα μήλα και έλεγαν και στον Τάσο να κάνει υπομονή.

Ένας αναρχοαυτόνομος, που έβριζε για το ρεφενέ που βάζανε οι φοιτητές για να πληρώσουν το γυμνό μοντέλο, είπε, κάποια φορά στον Τάσο τον επιμελητή ,να βάλουν την Ελένη να κάνει το γυμνό μοντέλο και να σταματήσουν να φέρνουν αυτή την ψόφια που δεν βλεπότανε και την πληρώνανε και με την ώρα.

Σε ένα μάθημα της μοντέρνας γλυπτικής ένας καθηγητής, που και εκείνου τα έργα στις εκθέσεις κανείς δεν καταλάβαινε , της έκανε στο εργαστήριο παρατήρηση ότι τα γλυπτά της δεν έχουν πρόβλημα πώς να τοποθετηθούν αφού όπως και να τα βάλεις ,όρθια, πλάγια ή ανάποδα κανείς δεν θα καταλάβει την διαφορά.

Όταν κάποτε ο Τάσος, που δεν ήταν λιγούρης σαν τους άλλους και με τον οποίο μπορεί να ήτανε και ψιλοτσιμπημένη η Ελένη , της έσκισε ένα σχέδιο και της είπε να το ξαναφτιάξει , εκείνη έγραψε στο ημερολόγιο τον διάλογο με τα ξένα παιγνίδια:

«Πόσο λατρεύω αυτόν
που χθες μου έσπασε το παιγνίδι που μου έφτιαχνε .
Κάθισα μόνη και έφτιαξα ένα δικό μου.»

«Αμετανόητη που είσαι!
Αύριο, θα περιμένεις νέο δώρο!
Πάλι με ξένα παιγνίδια θα παίζεις.»

Χάρη, το παράξενο με την Ελένη είναι ότι μπορεί να πέρναγε τα μαθήματα με τα ζόρια αλλά δεν κάθισε σε κανένα και δεν έδωσε και αέρα σε κανένα μαλάκα. Κανένας δεν την είπε «πουτανί». Την λέγανε ατάλαντη που θα την σώσουν τα μπούτια της αλλά ποτέ «τσούλα ή καριόλα χαρακτηρισμοί της εποχής εκείνης που εννοιολογικά σήμερα αποδίδονται με την λέξη «ξέκωλο». Και ήταν και χαμογελαστό κορίτσι.

Με τα πολλά, τέλος πάντων, τέλειωσε και η Ελένη την Σχολή Καλών Τεχνών, χωρίς κανένας από κει μέσα να καταφέρει να την γαμήσει.

Η Χαρά μετά το γυμνάσιο δεν έδωσε εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο .Μάταια οι καθηγητές προσπαθούσαν να την πείσουν να δώσει στην φιλοσοφική, αφού ήταν από τις καλύτερες μαθήτριες και έγραφε καταπληκτικές εκθέσεις. Εκείνη τίποτα. Στο κοινό ημερολόγιο έγραφε:

«Θα φύγω από αυτή την μίζερη γειτονιά του Πειραιά. Οι σκονισμένοι σας δρόμοι θέλουν να μου κλείσουν τα μάτια από τα όνειρα.»

Και πράγματι, η Χαρά πήγε μόνη της σε ένα μεγάλο οίκο μόδας και τους είπε με απίστευτη σοβαρότητα ότι ήθελε να γίνει μανεκέν. Tότε εξάλλου δεν υπήρχαν τηλεοπτικά καλλιστεία, για να πλασάρονται όσες μελλοντικά θέλανε να ασκήσουν το επάγγελμα που υπάρχει από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα .Όχι βέβαια ότι και τότε εάν έβλεπαν καμία λίγο ξεβγαλμένη δεν την προωθούσαν σε σοβαρούς κυρίους, αλλά τέλος πάντων ήταν διαφορετικά τα πράγματα.

Ένας τυπάκος, από αυτούς που σήμερα λέμε ότι κουνάνε την αχλαδιά, την έστειλε σε ένα στιβαρό κύριο που, σε αντίθεση με ότι γίνεται σήμερα που οι στιβαροί κύριοι θέλουν να πηδήξουν πρώτα τα κορίτσια και μετά να δουν εάν έχει τον αέρα να περπατάει όμορφα και να αναδεικνύει αυτά που φοράει ,της είπε να περπατήσει χωρίς να γδυθεί ,την είδε να περπατάει με άνεση και αυτοπεποίθηση, και η Χαρά αν και αδίδακτη περπατούσε όμορφα, και της είπε τέλος χωρίς πολλά λόγια ότι κάνει για την δουλειά.

Αυτονόητο είναι ότι όταν η Χαρά γύρισε σπίτι και είπε ότι βρήκε δουλεία σε οίκο μόδας ,την πλάκωσε πρώτα ο πατέρας της στο ξύλο και στην συνέχεια ,την πλάκωσε και ο αδελφός της .Η μάνα της έθεσε και το δίλημμα τι θα έλεγε στους συγγενείς και ιδιαίτερα στον θείο τον Λεωνίδα τον αδελφό του πατέρα της που ήταν αυστηρός αλλά η Χαρά, αφού είχε περάσει την μπόρα και είχε φάει τις συνηθισμένες σφαλιάρες που έριχναν οι πατεράδες και τα αδέλφια των κοριτσιών εκείνης της εποχής που ακολουθούσαν διαφορετικό δρόμο , είχε πλέον αποφασίσει να αφήσει πίσω την μιζέρια και την γκρίνια της οικογένειας της. Σηκώθηκε ,έφυγε από το σπίτι ,πήγε στην Ελένη ,που κάτι ζωγράφιζε, και αφού τη ρώτησε τι μαλακία πάλι φτιάχνει ,της ζήτησε να μείνει μαζί της.

Το ίδιο βράδυ πήρε το ημερολόγιο έγραψε:

“Αίμα κόκκινο, όπως δύο χείλη.
Αίμα του πόνου σαν μαχαίρι
που βυθίζεται στις ανεκπλήρωτες προσδοκίες.
Αίμα της τελευταίας επιθυμίας
που κυλάει στις φλέβες του ετοιμοθάνατου.
Αίμα,γλυκύ μου χρώμα των ονείρων.”

Ο Στέλιος, με το πού τέλειωσε τα ΚΑΤΕΕ, παρουσιάστηκε στο Ναυτικό. Μπορεί να μην ήξερε να λύνει διαφορικές εξισώσεις όπως ο Πέτρος, που είχε τελειώσει το Πολυτεχνείο, αλλά το μυαλό του ήταν ξυράφι απίθανο στις ειδικές κατασκευές. Τα πιλάφια του Ναυτικού, που δεν έπιαναν τα χέρια τους, τον φώναζαν για να φτιάχνει από πυροσβεστικά ντουλάπια μέχρι να επισκευάζει ραντάρ.

Του άρεσε ότι έκανε να το κάνει μόνος. Και το έκανε πολύ καλά .Και όταν τέλειωνε, πάλι μόνος, πήγαινε στο θάλαμο του και διάβαζε κάτι περίεργα οδοιπορικά του Τζακ Κέρουακ που μίλαγαν για τύπους που παίρνανε τις μηχανές τους και γυρίζανε όλη την Αμερική, πηδάγανε ο ένας τον άλλο και ήταν φούλ στη ντόπα.

Επειδή ο Στέλιος ποτέ δεν μίλαγε για γκόμενες ,σε αντίθεση με τους άλλους ναύτες που οι περισσότεροι τους ήταν οργανοπαίχτες και όταν γυρίζανε από την εξόδου έλεγε ο καθένας πόσες φορές είχε γαμήσει το προηγούμενο βράδυ, στην αρχή νομίσανε ότι ήταν αδελφή. Είχανε βρει και ένα ποίημα που αφιέρωσε σε ένα άλλο ναύτη, που τον λέγανε ψώνιο επειδή του άρεσε η ποίηση, και μετά από πολλά χρόνια ένας υπουργός θα τον έλεγε και λαπά , με την αφιέρωση “Σε ένα από τους λίγους ανθρώπους που είδαν την αλλαγή έστω και αργά”:¨

«Τόσες φορές πεθύμησα τη γη μου,
κι΄ όνειρα έβλεπα γεμάτα αναμνήσεις
παλιές εικόνες, παιδικές μου συγκινήσεις.
Πόσες φορές αλώνισα τους δρόμους,
άσπρα απ’ τη σκόνη τα παπούτσια μου ξανά,
ήλιος, βροχή μου ξέφτισαν τους ώμους
μέχρι να φτάσω στο μεγάλο πουθενά…»

Ο Στέλιος ,αυτός που έβρισκε λύσεις σε όλα τα τεχνικά θέματα και σχεδίαζε πατέντες ποτέ δεν σκεφτότανε το μέλλον του. Ποτέ δεν κράτησε κάτι για τον εαυτό του. Ακόμη και τις νυχτερινές βάρδιες σε αυτόν της φόρτωναν.

Αντίθετα αυτός ο φίλος του ,που είδε την αλλαγή έστω και αργά, αυτόν που ο Υπουργός θα τον έλεγε λαπά, όταν ήρθε και η πολιτική αλλαγή γύρω στο 1981 και απολύθηκε ,άνοιξε μια βιοτεχνία ,πήρε δάνειο με την βοήθεια ενός θείου του που έγινε Νομάρχης και άρχισε να εμπορεύεται τις πατέντες του Στέλιου.

Σήμερα η εταιρεία του πρώην συναδέλφου του στο ναυτικό ,που μπορεί να μην είδε γρήγορα την αλλαγή που του έγραφε ο Στέλιος ,αλλά γνώρισε τους ανθρώπους που ήρθαν με την αλλαγή του 1981 ,και τον βοήθησαν και με κάποιες προμήθειες του δημοσίου ,γιατί με την Αλλαγή που ήρθε το 1981 αλλάξανε και οι προμηθευτές , είναι μια από τις λίγες υγιείς βιομηχανίες στην αγορά που συντηρούνται από το Δημόσιο.

Ο Στέλιος ποτέ δεν ζήτησε μερίδιο για την πνευματική ιδιοκτησία που ο συνάδελφος του ναύτης, που είδε αργά την αλλαγή, αξιοποίησε και ο συνάδελφος του ναύτης ,που αφουγκράστηκε την σοσιαλιστική αλλαγή, δεν πρόσφερε στον Στέλιο ούτε καν θέση υπαλλήλου στην Εταιρεία, όταν κάποτε του ζήτησε δουλειά.

Η Ελένη λίγα χρόνια με τα την σχολή ,αυτό το όμορφο ξανθό χαμογελαστό κορίτσι, η ερωτική φαντασίωση των αγοριών της σχολής ,έμπλεξε με έναν πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα ,κριτικό και ποιητή που μιλούσε όμορφα αλλά κάνεις δεν μπορούσε να καταλάβει ποια από τις τρεις δουλείες έκανε. Οι συγγραφείς και οι ποιητές νόμιζαν ότι είναι κριτικός επειδή έγραφε σε μια εφημερίδα κάτι επιφυλλίδες ,ενώ οι κριτικοί ,επειδή δεν τα έπαιρναν για να του γράφουν δελτία τύπου σαν συγγραφέα ή ποιητή, τον έγραφαν στα αρχίδια τους και ούτε ποτέ τον ανέφεραν.

Η Ελένη πίστευε ότι από αυτόν εμπνέονταν, ενώ η Χαρά την συμβούλευε να κόψει τον παπάρα πού έλεγε ένα κάρο μαλακίες . Την Ελένη την ενδιέφερε βέβαια να αρχίσει να αναγνωρίζεται σαν καλλιτέχνης .Η Ελένη, όπως όμως σου είπα ,δεν έκανε το κορίτσι για την δουλεία αυτή .Ήταν μέτρια .Έφτιαχνε ταζιέρες με φρούτα ,ανθοδοχεία με λουλούδια και φεγγάρια που βγαίνανε μέσα από παράθυρα και στοές .Τα πρώτα της έργα τα άφηνε στα κορνιζοπωλεία του Πειραιά μήπως και πουληθούν και περνούσε μετά από μήνες για να τα πάρει πίσω σκονισμένα και απούλητα.

Ο συγγραφέας ,ποιητής ή κριτικός φίλος της διάβαζε Εμπειρίκο για να πάρει λίγο μπρος αλλά η Ελένη, που δεν είχε ταλέντο, τα ίδια μέτρια έργα έφτιαχνε. Αυτός ήταν τότε που την συμβούλεψε να στραφεί στην εννοιολογική τέχνη η στην art pauvre ,αυτή την σχολή της γενιάς του ’60 των ελλήνων ζωγράφων που κωλοβάραγαν στο Παρίσι και όταν έκαναν έκθεση τα έργα που παρουσίαζαν ήταν κάτι τυλιγμένες πατσαβούρες πάνω σε ένα τελάρο η καμιά βαμμένη εφημερίδα που είχαν πάνω τους κρατήσει δήθεν σημειώσεις .

Το πρώτο της έργο ήταν ένα χαρμάνι από πριονίδια ξύλων ,κόκκους άμμου και ρινίσματα μετάλλων που τα έριξε στην τύχη όλα πάνω σε ένα καμβά που τον έβαψε κόκκινο. Τον ονόμασαν η «Τυχαιότητα της δημιουργίας» και τον παρουσίασε σαν συνοδευτικό της κριτικής που έκανε για μια θεατρική παράσταση.

Για να ιντριγκάρει μάλιστα και το ενδιαφέρον των αναγνωστών, μπας και τσιμπήσει κανένας και τον πάρει τηλέφωνο , κάτω από τον πίνακα είχε την σημείωση “Το έργο της ζωγράφου Ελένης ‘η τυχαιότητα της δημιουργίας’ ανήκει σε Ιδιωτική Συλλογή” .

Κανείς βέβαια από τους αναγνώστες δεν ζήτησε πληροφορίες για το έργο γιατί οι πιο πολλοί δεν έμπαιναν στο κόπο να διαβάσουν καν τα κείμενα του μαλάκα, αφού και να τα διάβαζαν δεν θα έβγαζαν νόημα . Μια μέρα ενθουσιασμένη πάντως, από τα λόγια αυτού του απίθανου τύπου , έγραψε στο ημερολόγιο ένα κατά φαντασία διάλογο τους:

“Τα λόγια σου,
αυτά τα σύνθετα,
τα ειπωμένα και ανείπωτα,
με χρώμα και αίμα
σε έργα μετασχηματίζω.
Και η ύπαρξη σου,
αυτή η αφαίρεση της πραγματικότητας,
κωπηλάτης των χρωστήρων μου είναι.
-Μικρή μου Φρίντα,
μια πεταλούδα είσαι,
μέσα στο απέραντο πλήθος των εραστών της έμπνευσης.
Το ξέρω, τα σήματα των λόγων που συλλέγεις
σε σημαία ευκαιρίας μετασχηματίζεις.
Τόσο απαραίτητη για το μακρύ ταξίδι της ματαιοδοξίας σου. ”

Η Χαρά πάλι ξεκίνησε από τον οίκο μόδας στο Κολωνάκι που εκείνη την εποχή έκανε τις επιδείξεις του στο ξενοδοχείο ΑΚΡΟΠΟΛ, απέναντι από το Μουσείο. Ξεχώριζε από τις άλλες τις σαχλές γιατί όταν τελείωναν την επίδειξη και κάθονταν στα τραπέζια των πελατών ήταν η μόνη που μπορούσε να συζητήσει πολιτικά, να εκφράσει τις κοινωνικές της θέσεις, να εξηγήσει τις φιλοδοξίες της. Και πάνω απ’ όλα ,όταν την ρώταγαν για τα επαγγελματικά της σχέδια εκείνη να λέει με ειλικρίνεια ότι θέλει να ξεφύγει από την γειτονιά του Πειραιά , να παντρευτεί και να κάνει παιδιά.

Στην Χαρά άρεσε η νέα της δουλειά , κάνα δύο πελάτες που την ζήτησαν για βραδινή συνοδεία τους στραβοκοίταξε και τους είπε ότι τα μπουρδέλα ήταν στην Αιόλου, και αισθανόταν ελεύθερη που άφησε πίσω της την μίζερη οικογενειακή ατμόσφαιρα της γειτονιάς του Πειραιά. Είχε μετακομίσει στο Παγκράτι και έμενε μόνη της . Στο ημερολόγιο είχε γράψει

“Μια σκέψη,
χωρίς φειδώ,
ελεύθερη άφησε.
Μια σκέψη,
χωρίς αίμα από τις συνέπειες των αντιστάσεων σου.
Ένα ίχνος
στο σύμπαν του χρόνου,
που κανένας δεν θα προσδιορίσει,
και κανένας δεν θα διανοηθεί να το διασώσει
στην μνήμη της καθημερινότητας του.”

Ο Πέτρος πάλι ,το σοφό παιδί της παρέας ,και μη τον μπερδεύεις με το σοφό παιδί εκείνου του συγγραφέα που πλακώνεται στο twitter με έναν άλλο ομότεχνο του , μετά τον Στρατό μπήκε στο εργοστάσιο του πεθερού του και τα χρόνια εκείνα δεν ήταν εύκολα. Ο Άγγελος Δ ο βιομήχανος βρέθηκε αντιμέτωπος με μια γενιά πολιτικών που δεν έβλεπαν με καλό μάτι επιχειρηματίες που δεν γνώριζαν. Όταν ήθελαν να ξεφορτωθούν κάποιον που δεν ήταν δικός τους, έκοβαν με το μαχαίρι τα δάνεια και η επιχείρηση γινόταν προβληματική .

Ακολουθούσε μετά η κοινωνικοποίηση ,έμπαιναν στα ΔΣ κάτι νέες φάτσες με μουστάκια και ζιβάγκο ,έπαιρναν νέα δάνεια για την ανασυγκρότηση της επιχείρησης και μετά από καμιά δεκαριά χρόνια κατέληγαν στον Εκκαθαριστή για να περάσει και αυτός καλά και οι προηγούμενοι που ήταν στο ΔΣ να έχουν περάσει ακόμη καλύτερα.

Έτσι λοιπόν η βιομηχανία του Άγγελου Δ έγινε προβληματική στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και η Μαίρη ,που ποτέ δεν είχε εργαστεί ,έπιασε δουλειά σε μια Τράπεζα. Φύγανε από το μεγάλο σπίτι της Φιλοθέης, αυτό που βγήκε στο Πλειστηριασμό του .87 και μια εφημερίδα που στήριζε και έλεγχε την Αλλαγή, έγραφε, μαζί με μία άλλη εφημερίδα που γκρέμιζε τότε ότι είχε μείνει όρθιο, ότι έπρεπε να καθαρίσει η σαπίλα των παλιών δανείων και να δίνονται δάνεια σε νέες παραγωγικές επιχειρήσεις με κοινωνικά κριτήρια .Όπως παραγωγική επιχείρηση ήταν και η ίδια που βοήθησε στο καθάρισμα του βρώμικου ’89 και όταν μετά από χρόνια της έκοψαν τα δάνεια οι τράπεζες άρχισε να τις βρίζει μέχρι που κατέληξε να στέλνει αιτήσεις στο Πρωτοδικείο για να μπει στο άρθρο 99.

Μέρες σκληρές λοιπόν , ο Πέτρος και η Μαίρη που είχαν τότε και δύο παιδιά έφυγαν από την Φιλοθέη και μετακόμισαν στην Καλλίπολη σε ένα ημιυπόγειο των 45 μ2 .Από το όνειρο στον εφιάλτη .Ο Πέτρος ήρθε μια μέρα , πήρε το ημερολόγιο και έγραψε:

«Έλαμπε ο ήλιος και δεν έβλεπα τα σύννεφα των αποφάσεων μας.
Έπεφτε φως πολύ στα λάθη και νόμιζα ότι ήταν όνειρα
Που τα ‘στελνε μακρά η αμαξοστοιχία της ελπίδας.
Δεν ήξερα ότι πήγαινε στο Άουσβιτς.
Περνούσαμε από όμορφα τοπία
Και απολαυάναμε τις ανέσεις σ’ όλη την διαδρομή.
Και ο μηχανοδηγός γελούσε!
Ψεύτη! Ποτέ δεν είπες που μας πας.»
Ο Πέτρος βέβαια Χάρη, ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Ξεκίνησε τότε γύρω στα ’90 νέα δουλειά και θα δεις αργότερα πού έφτασε.

Αρχές του ’85, ο Γιάννης έφευγε για το Λονδίνο. Είχαν προηγηθεί λίγα χρόνια σε μια ναυτιλιακή του Πειραιά και μια σκληρή δουλεία που ήταν ικανή να φτιάξει την φήμη του τριαντάχρονου Γιάννη ως ένα ανερχόμενου δικηγόρου με εξειδίκευση στις αποζημιώσεις από ναυάγια η ατυχήματα πλοίων. Ο Γιάννης έγραφε άρτια νομικά κείμενα και πάνω από όλα τεκμηριωμένα. Έμαθε Αγγλικά μόνος του, παρακολουθώντας κυρίως ξένες ταινίες και έφτασε να μιλάει καλύτερα από τους yuppies του LSE.

Στο μεγάλο γραφείο του Λονδίνου έμεινε πέντε περίπου χρόνια. Έβγαζε αρκετά χρήματα τα οποία σπαταλούσε τα βράδια στο καζίνο του Bayswater και στο μπουζουξίδικο των Κυπρίων το Elyse.

Εκεί ήταν που γνώρισε σε μια παρέα Ελλήνων και ένα Κύπριο εφοπλιστή ,ο οποίος συνήθιζε να αναποδογυρίζει τα τραπέζια ,να παραγγέλνει τα πανέρια με τα λουλούδια που τα πέταγε στον τραγουδιστή τον Βαγγέλη ,όταν αυτός τραγουδούσε το «Εγώ δεν ήμουνα αλήτης, αλήτη με έκανες εσύ», αλλά στο τέλος να απαιτεί να μοιραστούν όλοι μαζί τον λογαριασμό.

Παρεξηγήθηκαν και έπεσαν και λίγες ψιλές γιατί ο Γιάννης, που δεν τον ήξερε, τον είπε γύφτο και ότι εάν ήθελε να κάνει το κομμάτι του, στα ξέκωλα, τις Ελληνίδες φοιτήτριες , που του την πέφτανε, θα έπρεπε να πληρώνει ο ίδιος τον λογαριασμό .

Ο Κύπριος αυτός εφοπλιστής ,που όταν δεν μιλούσε Αγγλικά ήταν αδύνατον να καταλάβεις τι έλεγε στα Ελληνικά ,έμαθε ποιος είναι ο Γιάννης στο City,είχε και μια εκκρεμή υπόθεση σε ένα δικαστήριο του Los Angeles,για μία υπόθεση ρύπανσης με απόβλητα που άδειασε πριν μπει στο λιμάνι ,και επειδή εκεί οι λιμενικές αρχές δεν έχουν να κυνηγούν λαθρομετανάστες Πακιστανούς πιάνουν Κύπριους που σαβουρώνουν στην θάλασσα ,ζήτησε από τον Γιάννη να αναλάβει το case με success fee. O Γιάννης δέχεται, μένει 6 μήνες στο LA και κερδίζει την υπόθεση, αλλά οι Κύπριοι, που φημίζονται για την γαλαντομία τους , δίνουν τελικά στον Γιάννη το 25% των όσων συμφώνησαν .

Ο Γιάννης σιχτίρισε γιατί δεν θα είχε όσα χρειάζονταν για να τα παίξει στο καζίνο του Bayswater και μετά από λίγους μήνες τον παράτησε. Ο Κύπριος όμως εφοπλιστής , που του άρεσε να φτιάχνει εταιρείες μια για κάθε πλοίο ,άλλη για αυτό που σαβούρωνε στα ανοιχτά, άλλη για αυτό που μετέφερε απόβλητα σε Αφρικανική χώρα και άλλη για το σαπάκι που φόρτωνε μετάλλευμα και η πιθανότητα να το παραδώσει και να μην φουντάρει παίζονταν παράνομα από τους bookies 4 στα 1 ,είπε τον Γιάννη αχάριστο που τον μάζεψε και του έδωσε δουλειά και τον έβαλε και στην black list των Ελλήνων εφοπλιστών του City.

Αυτό. μαζί με την φήμη ότι έπαιζε στο καζίνο ,σε αντίθεση με τους Έλληνες και Κύπριους που δεν τζόγαραν καθόλου, ήταν αρκετά για να αποκλειστεί ο Γιάννης από την νομική αγορά του Λονδίνου και να γυρίσει πίσω στην Ελλάδα. Γύρισε φέρνοντας πίσω μόνο ένα μεταχειρισμένο Triumph TR6 ,μια Ιρλανδέζα , την Carol που έπινε 3 pints την ώρα , και πολλές αναμνήσεις. Ικανές να τον κάνουν να ζήσει με αυτές πολλά χρόνια μόνος.

Γυρίζοντας μετά από αυτά τα χρόνια πήρε το ημερολόγιο και έγραψε “την παραδοχή”:

“Τίποτα δεν καταφέραμε
Κι αυτές οι παλιές ιδέες μας τύψεις γίνανε,
όπως τα απόνερα μιας ήσυχης θάλασσας
που την αμεριμνησία του φλοίσβου διακόπτουν.
Κι αν θελήσαμε μετά να βρούμε την αιτία,
που όλα τότε όμορφα δείχνανε,
με σεβασμό απέραντο και ηρεμία,
σαν αυτή της παραμονής του μελλοθάνατου ,
στα ίδια πάντα λόγια καταλήγαμε.
Tίποτα δεν καταφέραμε.
Είναι αλήθεια!
Τι αξίζουν άλλωστε αυτά τα λόγια τα πικρά
που πάντα σκίαζαν τον ήλιο της άνοιξης
και έπνιγαν την επανάσταση που ήθελε να γεννηθεί.
Και φορές που νομίζαμε ότι κάτι άλλαζε,
ο ίδιος συρμός του φόβου πάντα έφθανε
στην προγραμματισμένη ώρα της λύτρωσης.
Σαν να τον περίμενες να σε πάρει,
όπως σε ένα τέλος του καλοκαιριού
περιμένεις το φθινόπωρο των ονείρων σου.”

Χάρη τα χρόνια περνούσαν και τα παιδιά μεγάλωναν όπως και τα γεγονότα που σημάδευαν αυτούς τους «Ανώνυμους Ποιητές».

-Όταν η Ελένη γνώρισε στην Σαντορίνη τον Αμερικανό τον James, ήταν καλοκαίρι του ’90 και είχανε πάει με την Χαρά διακοπές μαζί .Είχε καθίσει σε ένα βράχο ,είχε απλώσει τα πινέλα της και ζωγράφιζε ένα ηλιοβασίλεμα όπου το φεγγάρι αντί να βυθίζεται στη θάλασσα φαινότανε ότι έμπαινε μέσα στο ηφαίστειο.

Ο James καθόταν διακριτικά δίπλα της, και σε αντίθεση με τα καμάκια του νησιού που περνούσαν από δίπλα τους και κάνανε χαβαλέ ,και ένας μάλιστα από αυτούς την κάλεσε το βράδυ στο πανηγύρι όπου ήταν χορευτής , της πρόσφερε και μια μπύρα που είχε να την πιει ,πιάσανε την κουβέντα και την ρώτησε εάν θα τις πείραζε να καθότανε δίπλα τους.

Ήταν ευγενικός ,όμορφος, και κατά διαστήματα την διέκοπτε ρωτώντας πότε εάν αυτό που ζωγράφιζε ήταν βάρκα και πότε εάν ήταν βράχος ή κάτι άλλο. Βέβαια, δεν κατάλαβε τι είχε φτιάξει ,αφού οι Αμερικάνοι δεν έχουν και την δική μας κουλτούρα, που όταν εμείς φτιάχναμε την Ακρόπολη αυτοί τρώγανε τα βαλανίδια και όταν βαφτίζαμε τα γιουγκοσλάβικα καλαμπόκια ελληνικά αυτοί κάθονταν και τα μάζευαν, και την ρώτησε πολύ απλά «Ηelen, what does this work present?».

Η Ελένη, αφού είπε στην αρχή στα Ελληνικά στην Χαρά ,για να μην την καταλάβει ο James, ότι της σπάει τα αρχίδια ο μαλάκας ,άρχισε να εξηγεί τις παπαριές που της έλεγε ο Τάσος ο επιμελητής για τον αφαιρετικό μινιμαλισμό και την μετάλλαξη τη μορφής του αντικειμένου σε σημειολογικό σχήμα.

Ο James που μιλούσε απλά, κατανοητά και κυρίως ελκυστικά μάλλον δεν κατάλαβε τίποτα, αλλά πάντως κατάφερε να κλείσουν ραντεβού το βράδυ για ποτό . Το βραδινό φεγγάρι ,κάτι tequila sunrise ,ένα ελαφρύ αεράκι αλλά , πάνω από όλα η γοητεία του James ήταν αρκετά για να περάσει η Ελένη μια συγκλονιστικά ερωτική βραδιά και την άλλη μέρα το πρωί να λέει στην Χαρά ότι τελικά οι Έλληνες εραστές είναι μαλάκες λογάδες που τελειώνουν γρήγορα, όπως ο προηγούμενος της ο συγγραφέας ,ποιητής και κριτικός , και μετά σε γράφουν και βλέπουν τηλεόραση .

Είπε βέβαια ότι περάσανε και από το πανηγύρι και είδανε και το καμάκι που χόρευε συρτάκι και σήκωσε μάλιστα με τα δόντια του και ένα τραπέζι ,πράγμα που ενθουσίασε τον James ,που κάτι τέτοια αποκλείονταν να τα έβλεπε στο Αϊντάχο. Η Ελένη ήταν ερωτευμένη με τον James και πέρασε μαζί του αξέχαστες καλοκαιρινές διακοπές.
Γυρίζοντας έγραψε στο ημερολόγιο της:

“Αγάπησα τον Αύγουστο γιατί αγαπώ την ζωή.
Και δεν δίνω την θέση του σε κανένα άλλο μήνα.
Κι αν σε κάθε Αύγουστο ο αέρας είναι πάντα μαΐστρος.
είναι για να ακούγεται ο φλοίσβος πιο καθαρά,
και να ‘ναι η σκιά πιο δροσερή.
Και όταν βαθιά αναπνέεις,
να σκέφτεσαι πως μια Ελένη
έρχεται από τα βάθη των παιδικών σου χρόνων.”

Μετά από λίγους μήνες η Ελένη μάζεψε πινέλα ,χρώματα ,καβαλέτα ,έβαλε και λίγα ρούχα στην βαλίτσα της και έφυγε για το Αίνταχο. Και θα δείς ,Χάρη ,μετά τι έκανε εκεί.

Αλλά και η Χαρά που ξεκίνησε στον οίκο μόδας δεν τα πήγε άσχημα, στην αρχή τουλάχιστον. Κέρδισε χρήματα ,αγόρασε και ένα διαμέρισμα στο Παγκράτι και στο forte της έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό «ΓΥΝΑΙΚΑ». Και τι ,εξώφυλλο χωρίς μαγιό και μια συνέντευξη που νόμιζες ότι μιλούσε η Αρβελέρ και όχι μανεκέν οίκου μόδας.

Αλλά σου είπα η Χαρά δεν ήταν μόνο όμορφη, και μάλιστα φυσικά όμορφη ,ψηλή, με μια λευκή υπέροχη επιδερμίδα είχε πάνω από όλα και μια αριστοκρατική φινέτσα και βέβαια ήταν σοβαρή .Και το κυριότερο δεν βγήκε στο κλαρί όπως κάτι άλλες της σειράς της που αφού περάσανε από καμία δεκαριά φωτογράφους ,ηλεκτρολόγους φωτισμού και διευθυντές περιοδικών παντρεύτηκαν μετά κάτι τυχάρπαστους επιχειρηματίες και εμφανίζονταν στις κοσμικές σελίδες των περιοδικών, ενός εκδότη που του άρεσε να βραβεύει κάθε χρόνο διάφορους επιτυχημένους, πότε σαν σοβαρές κυρίες σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις, πότε να συμβουλεύουν τις νέες μητέρες για την αγωγή των παιδιών τους και πότε να λένε σε μια νεαρή ξανθιά ρεπόρτερ της τηλεόρασης, που έκανε έρευνα με θέμα «Η Μύκονος τις καθημερινές», πόσο δύσκολα περνάει η βδομάδα όταν οι άντρες τους λείπουν και τις αφήνουν μόνες με τα παιδιά και τις δύο Φιλιππινέζες .

Μία μάλιστα από αυτές είπε ότι ο άντρας της ,της έκανε surprise party , και έφερε με το σκάφος του μια Τετάρτη βράδυ όλους τους φίλους της μόνο για αυτή και εκείνη δεν είχε προλάβει ούτε καν να χτενιστεί. Το ίδιο βράδυ η νεαρή ρεπόρτερ, που πιθανόν να εργαζόταν δοκιμαστικά αμισθί στο κανάλι και τα είχε με ένα cameraman της παραγωγής ,που έπαιρνε 800 € ,του είπε «Βλέπεις ρε μαλάκα τι κάνουν οι άλλοι για τις γυναίκες τους;».

Η Χαρά, λοιπόν, γνώρισε ένα δραστήριο έμπορο ρούχων αρκετά μεγάλο σε ηλικία αλλά φίνο τύπο. Και τον γνώρισε αφού κατέβηκε από την πασαρέλα και έπιασε δουλειά στο Κατάστημα του .Έφυγε από το Παγκράτι και πήγανε να μείνουμε κάπου στη Κηφισιά που είχε το σπίτι του ο έμπορος αυτός και έζησε μαζί του πολλά χρόνια.

Τα πρωινά πήγαινε στο μαγαζί και τα απογεύματα καθότανε σπίτι. Παιδιά δεν μπορούσε να κάνει και δεν ξέρω ποιος έφταιγε. Τα βράδια είχαν βέβαια τις κοινωνικές εξόδους τους και τις γνωριμίες τους αλλά ποτέ δεν εμφανίστηκαν στα κοσμικά περιοδικά αυτού του εκδότη και ούτε και σε καμία μεσημβρινή εκπομπή που συνήθως μαζεύονται ορισμένες παλιές καραβάνες του κλάδου που βγήκαν στη σύνταξη και τώρα συμβουλεύουν τα νέα κορίτσια να είναι σοβαρά στη δουλεία τους ,όπως ήταν και εκείνες δηλαδή στα νιάτα τους. Μία από αυτές είπε με νόημα χαμογελώντας σε ένα φοβισμένο δεκαοχτάχρονο κοριτσάκι, που νόμιζε ότι της μιλούσε ο Βούδας, «Πρώτα η δουλειά και μετά θα έρθουν τα υπόλοιπα». Σε εκείνη πάντως είχαν έρθει τα υπόλοιπα ενός έμπορου επίπλων.

Είχε όμως την ατυχία να πάθει έμφραγμα ο σύζυγος της, ο Νίκος, και να πρέπει εκείνη να αρχίσει να ασχολείται με την επιχείρηση. Είχε φθάσει τα σαράντα και έπρεπε να φροντίζει ένα αρκετά μεγαλύτερο άνθρωπο που είχε ανάγκη και μια επιχείρηση που παρουσίαζε σημάδια κάμψης
Όταν ξέκλεψε κάποιο χρόνο έγραψε στο ημερολόγιο:

“Kι όταν τα παράθυρα άνοιξαν
έφυγε κι αυτό το ελάχιστο μέσα φως
για το απέραντο σύμπαν των χαμένων ονείρων”

Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από την ασθένεια του συζύγου της και έπρεπε να πάρουν απόφαση για κάποια θέματα της Εταιρείας. Ήταν τότε που ένας ουρανοκατέβατος επιχειρηματίας ο «Θανάσης» αγόραζε την μία επιχείρηση πίσω από την άλλη και στην επιχείρηση του Νίκου έγινε μια περίεργη προσφορά. Να πουλήσει την εταιρεία και να πάρει μετοχές.

Ο ουρανοκατέβατος αυτός επιχειρηματίας είχε καταφέρει να αγοράζει επιχειρήσεις και να δίνει σε αντάλλαγμα μετοχές της εταιρείας του με το εξής τέχνασμα .Έπαιρνε δάνειο από την τράπεζα για την εξαγορά της επιχείρησης που είχε στοχεύσει και αυτός ,που έπαιρνε τα χρήματα και έδινε την επιχείρηση του , τα ξανάδινε πίσω στον Θανάση για να αγοράσει τις μετοχές της εταιρείας του Θανάση.

Δηλαδή έπαιρνε φρέσκο χρήμα από τις τράπεζες και έδινε μέρος από τις μετοχές της μητρική εταιρείας .

Το deal που έκανε ένας νεαρός χρηματιστής, ντυμένος άψογα, προέβλεπε ότι οι Πωλητές θα κρατούσαν τις μετοχές για πέντε χρόνια ,θα ζούσαν με το μέρισμα και στο τέλος της πενταετίας θα παίρνανε και το κεφάλαιο και την υπεραπόδοση αφού η μετοχή του επιχειρηματία θα ανέβαινε σαν teleferic σύμφωνα με τα business plan που είχαν εγκρίνει οι τράπεζες που δανειοδοτούσαν κάτι τέτοια αστέρια.

Η Χαρά από χρηματιστήριο δεν ήξερε πολλά ,μανεκέν ήταν η κοπέλα ,αλλά επειδή είχε λογική ρώτησε τι θα γίνει ένα η μετοχή δεν πάει καλά αλλά ο Χρηματιστής της απάντησε ότι, αφού οι τράπεζες τον δανείζουν με ενέχυρο τις μετοχές του, σημαίνει ότι αυτές έχουν μελετήσει τα fundamentals της Εταιρείας και ότι δεν υπάρχει κίνδυνος. Βέβαια, οι τράπεζες που είχαν μελετήσει τα fundamentals έχασαν όλα τους τα χρήματα σε αυτά τα μετοχοδάνεια που έδιναν σε κάτι παλικάρια σαν τον Θανάση και κρατούσαν σαν ενέχυρο μετοχές που τώρα έχουν πατώσει .

Η απόφαση βέβαια ήταν του συζύγου και αυτός είπε το ναι νομίζοντας ότι θα ξεφορτωθεί μια επιχείρηση που είχε σημάδια κάμψης και θα αγόραζε ένα blue chip. Στο χρηματιστήριο τις μετοχές της μεγάλης αυτής εταιρείας τις λέγανε «τα άλογα του Θανάση».

Ήταν βλέπεις η εποχή που οι εταιρείες παίζονταν συνθηματικά με τα μικρά ονόματα των ιδιοκτητών τους από τους τζογαδόρους του Ιπποδρόμου και ορισμένοι φλώροι ,που έγιναν χρηματιστές σε μια νύχτα ,μιλούσαν μια ιδιαίτερη argot που δεν την καταλάβαιναν όσοι δεν έπαιζαν και γλύτωσαν τα χρήματα τους. Μιλούσαν για ταύρους όταν ανέβαινε η αγορά ,και τα κονόμαγαν τότε από τους αφελείς που έμπαιναν, και για αρκούδες όταν έπεφτε η αγορά ,και τα έπαιρναν από τους αφελείς που έβγαιναν.

Το «άλογα του Θανάση» ,που βραβεύτηκαν μαζί με τον ίδιο τον Θανάση από ένα forum οικονομικών συντακτών που τους αρέσει να μαζεύονται σε ένα ξενοδοχείο και να ευλογούν τις εταιρείες για τις οποίες γράφουν τα δελτία τύπου και τα στέλνουν στις εφημερίδες που εργάζονται ,δεν άντεξαν στην κρίση του 2008 και οι μετοχές ,που ήταν τυπωμένες σε πάπυρο, αποτιμώντο πια λίγο παραπάνω από χρήματα που θα έπιαναν, αν τις αγόραζαν με το κιλό οι γύφτοι που πουλάνε το χαρτί στα εργοστάσια ανακύκλωσης.

Φυσικά, ούτε μέρισμα μοίρασε ποτέ γιατί το «άλογα του Θανάση» μπορεί στην πραγματικότητα να ήταν ψοφίμια που τα ντόπαραν στις κούρσες του ’99 αλλά ο «Θανάσης» δεν ήταν μαλάκας να μοιράζει μέρισμα και στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις, αυτές που γίνονται σε αίθουσες πάλι ξενοδοχείων και οι μέτοχοι αποζημιώνονται με το buffet για να ακούν τους μέλη των ΔΣ να μιλάνε για new era ,company reengineering και focused targets , όταν έπαιρνε τον λόγο έλεγε ότι τα μερίσματα θα επανεπενδυθούν.

Συνιστούσε ακόμη στους μετόχους να είναι υπομονετικοί , να έχουν μακροπρόθεσμους στόχους και να μην βιάζονται να κερδίσουν αμέσως πολλά χρήματα.

Εξυπακούεται ότι σε αυτές τις γενικές συνελεύσεις που παίρνονται αποφάσεις για το μέλλον της Εταιρείας δεν λείπουν οι τσιλιαδόροι ,για να προλάβουν κανένα βαρεμένο μικρομέτοχο, οι αβανταδόροι, για να σπρώξουν τις αποφάσεις για τις νέες επενδύσεις και εξαγορές , και οι κράχτες για να τσιμπήσουν κανένα νέο θύμα ,όλος αυτός ο μικρόκοσμος που είχαν γύρω τους και οι παπατζήδες που έστηναν παλιά τα τραπέζια του παπά στις στοές της Σταδίου.

Για να μην φλυαρούμε Χάρη, όταν αντάλλαξαν μια επιχείρηση με τα κωλόχαρτα του «Θανάση», από τα οποία δεν πήραν ούτε ευρώ, δεν άργησαν να έρθουν οι προστριβές στο ζευγάρι ,ο Νίκος κάποια στιγμή είπε στην Χαρά ,ότι την μάζεψε από το κατάστημα και την έκανε κυρία και η Χαρά, που ήταν μια πραγματική Κυρία, σηκώθηκε και έφυγε και πήγε ξανά στο Παγκράτι. Έτσι άδοξα έληξε ο γάμος τους.

Ο Γιάννης τώρα, μετά το City γύρισε, πίσω στον Πειραιά. Είχε σιχαθεί την ναυτιλία και άρχισε να αναλαμβάνει υποθέσεις της σειράς για να βγάζει μεροκάματο. Δηλαδή κανένα διαζύγιο, καμία ανακοπή σε διαταγή πληρωμής κανενός φουκαρά και τίποτα δισέλιδα εξώδικα που έστελνε ο ένας γείτονας στον άλλο.

Τα απογεύματα γύριζε σπίτι και την άραζε σε μια τηλεόραση η έπαιζε κανένα τάβλι σto Ιnternet με τίποτα Τούρκους η Ινδούς. Έβγαινε μόνο κάτι Κυριακές και πήγαινε στο Καραϊσκάκη για να βλέπει τον Θρύλο. Την φορά μάλιστα που ο Θρύλος κέρδισε το Αιγάλεω ,με ένα πέναλτι που κέρδισε αυτός ο παίκτης που όταν τον ακουμπούσαν στη μικρή περιοχή έπεφτε κάτω και στριφογύριζε σαν πασχαλιάτικη σούβλα ,έγραψε:

«Είχε τόσες πολλές φορές χάσει στην ζωή του
που η μόνη του χαρά
ήταν στις ψεύτικες Κυριακάτικες νίκες»

Ο Στέλιος μετά το ναυτικό άρχισε να δουλεύει σε τεχνικές εταιρείες σαν εργοδηγός. Τον έστελναν από εδώ και από κει στα εργοτάξια και κυρίως όπου είχαν πρόβλημα και δεν ήθελε να πάει κανένας άλλος, Τον έβλεπαν υπομονετικό και περίμεναν από αυτόν τις έτοιμες λύσεις.

Στο μεγάλο εργοτάξιο του Βόλου, ήταν όταν ήρθε νέος Project Manager, ο Τάσος , ο γιος του Αρχιλογιστή της εισηγμένης Εταιρείας που είχε αναλάβει το μεγάλο δημόσιο έργο και επειδή ο Αρχιλογιστής γνωρίζει όλα όσα συμβαίνουν στις εισηγμένες τεχνικές εταιρείες και το μεγάλο αφεντικό της αυτό το εκτιμάει αποφάσισε να προσλάβει το γιό του που τέλειωσε μετά από οχτώ χρόνια σπουδές ένα περιφερειακό Πολυτεχνείο της Ιταλίας ,από αυτά πού τα αναγνώριζαν μόνο όσοι είχαν σπουδάσει εκεί ,και να τον ρίξει δίπλα στο Στέλιο για να ξεστραβωθεί.

Οι εργάτες τον Τάσο τον λέγανε Ingegnere Di Turbine γιατί για οτιδήποτε τον ρωτούσαν απαντούσε ότι δεν το γνώριζε επειδή είχε σπουδάσει Μηχανικός στροβίλων .Μετά πήγαιναν στο Στέλιο για να τους λύσει το πρόβλημα, και, φεύγοντας, τον ρώταγαν αν ο Τάσος ήταν πράγματι μηχανικός.

Σύμβουλος του μεγάλου έργου ήταν ένας Ιταλός ο Mario ,που είχε έρθει για την μεταφορά τεχνογνωσίας στο εργοτάξιο και επειδή ο Τάσος, ο Ingegnere Di turbine ήταν άχρηστος, ο Ιταλός έκανε όλη την δουλειά με τον Στέλιο.

Ο Mario που ήταν γάτα και κατάλαβε τις ικανότητες του Στέλιου σκέφτηκε να πειραματιστεί στου κασίδη του κεφάλι για μια ιδέα που είχε στο μυαλό και δεν μπορούσε να υλοποιήσει. Ήθελε να φτιάξει ένα κεντρικό εναλλάκτη που θα εκμεταλλευότανε τα καυσαέρια ενός ηλεκτροπαραγωγού ζεύγους για μια γεωθερμική εφαρμογή στην άρδευση.

Ο Στέλιος σε 3 μέρες του είχε έτοιμη μια πειραματική κατασκευή, ο Mario που ήταν μηχανικός και καταλάβαινε, και όχι Ingegnere di turbine, τα φτιάχνει σε μηχανολογικό σχέδιο ,και ο Τάσος ,που μπορεί να μπερδεύει τον κάβουρα με το μιτοτσίμπιδο αλλά καταλαβαίνει ότι ο Ιταλός θέλει να αρπάξει την εφαρμογή του Στέλιου και να την πάει στο Μιλάνο να την πατεντάρει σαν δικιά του , πιάνει τον Ιταλό και του λέει κάτι για πνευματική ιδιοκτησία από τα human resources της Εταιρείας.

Ο Μario βέβαια που είναι Ιταλός και ξέρει πως γίνονται οι σωστές δουλειές του προτείνει να την αναπτύξουνε μαζί και θα τα βρούνε μετά στη distrubuzione di profitto (διανομή κερδών).

Αυτή η πατέντα λοιπόν του Στέλιου μετά από τρία χρόνια ήρθε ολοκληρωμένη στην Ελλάδα και αντιπρόσωπος της ήταν ο Τάσος που έφυγε από την εισηγμένη όπως και ο πατέρας του που πήρε μια μεγάλη αποζημίωση γιατί σαν Αρχιλογιστής στην εισηγμένη και γνώριζε τις λεπτομέρειες της εισαγωγής της στο χρηματιστήριο.

Όταν ο Στέλιος το ‘μάθε και πήγε κάτι να πει , μετά από συμβουλή του Πέτρου που του είπε «πότε θα ξυπνήσεις ρε μαλάκα;» ,ο Τάσος τον συμβούλεψε να καθίσει φρόνιμα γιατί οι Ιταλοί είναι μαφιόζοι και δεν τον έχουν σε τίποτα να τον τσιμεντώσουν σε κανένα αρδευτικό κανάλι.

Μετά από αυτό, ο Στέλιος έφυγε και ζήτησε δουλειά από τον ναύτη που του έστελνε ποιήματα στις βάρδιες και είχε κάνει μετά την βιοτεχνία με μηχανήματα που αξιοποιούσαν τις πατέντες του Στέλιου. Ο Στέλιος του θύμισε τα ποιήματα που αλλάζανε και ο ναύτης ,που είδε αργά την αλλαγή ,του είπε ότι μεγαλώσανε και δεν υπήρχε πια χρόνος για ποίηση. Όπως δεν υπήρχε και θέση για να προσφέρει δουλειά στο Στέλιο. Από κει και πέρα άρχισε μια περιπλάνηση του Στέλιου από εταιρεία σε εταιρεία μέχρι που κατέληξε να πουλάει εργαλεία και ο Πέτρος να του λέει πάντα «Ξύπνα ρε μαλάκα».

Όλα αυτά τα χρόνια που περνούσαν ο Πέτρος εργάστηκε σκληρά. Μπήκε σε ένα εργοστάσιο σχεδόν εγκαταλειμμένο σαν μέτοχος που θα πρόσφερε εργασία και άρχισε να ξανασχεδιάζει αυτά που μελετούσε στο εργοστάσιο του πεθερού του .Εργαζόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ.

Σε οκτώ περίπου χρόνια κατάφερε να αναπτύξει την επιχείρηση, να την εξαγοράσει από το παλιό αφεντικό της και να φτιάξει και το δικό του σπίτι κάπου στα Βόρεια Προάστια.

Στην Μαίρη ,την γυναίκα του Πέτρου, που είχε περάσει το σοκ από την καταστροφή του πατέρα της είχε μείνει τότε ένα σύνδρομο κατάθλιψης. Ο Πέτρος όλα αυτά τα χρόνια στάθηκε δίπλα της και ταυτόχρονα κοντά στα παιδιά τους . Μετά την οικονομική ανάσταση τους η οικογένεια απέκτησε νέους φίλους.

Αυτοί ,οι νέοι φίλοι ,δεν γνώριζαν τις δύσκολες καταστάσεις που πέρασαν τότε στο μικρό διαμέρισμα της Καλλίπολης και ούτε βέβαια και τα παιδιά τις ανέφεραν αφού πια ήταν παρελθόν . Οι νέες παρέες ήταν χαρούμενες. Ντύνονταν όμορφα και διάλεγαν νεανικά restaurant και bar για διασκέδαση. Τα μάτια του Πέτρου και τη Μαίρης γυάλιζαν από την χαρά που τους έδινε η απόλαυση της νέας ζωής. Νέα μεγάλα αυτοκίνητα, όμορφα ιταλικά έπιπλα, ρούχα και αξεσουάρ επιλεγμένα με γούστο ,οικιακοί βοηθοί και personal trainers ήταν τα τρόπαια τη σκληρής δοκιμασίας που πέρασαν. Τα πάντα ήταν καινούργια λες και ή θελαν να σβήσουν το παρελθόν τους.

Η Μαίρη ξέφυγε και από τα συμπτώματα της κατάθλιψης, άρχισε να προσέχει τον εαυτό της ,να διασκεδάζει και μάλιστα μόλις έβρισκε μια νέα φίλη που την έκανε να περνάει καλύτερα αμέσως διέκοπτε με την προηγούμενη. Την Χαρά που πήγαινε στην Καλλίπολη και τους έκανε παρέα εκείνα τα δύσκολα χρόνια ,τώρα που πήγε στο Παγκράτι μετά τον χωρισμό της σταμάτησαν να την βλέπουν.

Ο Στέλιος, βέβαια, που συναντούσε τον Πέτρο και πάντα τον δικαιολογούσε και έλεγε και ότι «ο Πέτρος πέρασε πολλά», έγραψε στο ημερολόγιο:

«Και να οι γλάροι που πετάνε
ατάραχοι πάνω από τις κορυφές των κυμάτων.
Τα ευλογημένα πουλιά,
ποτέ δεν λογαριάζουν φουρτούνες.»

Αλλά πάμε ξανά στην Ελένη ,που γουστάρεις να ακούς για αυτή Χάρη.

Αυτή πήγε στην Αμερική στο Αίνταχο με τον James και εκεί της γεννήθηκε η ιδέα να αξιοποιήσει τον James που ήταν κομπιουτεράς να στήσουν μια ιντερνετική επιχείρηση που θα αξιολογούσε μαζί με κάποιους ιστορικούς τέχνης έργα ζωγράφων .Η αξιολόγηση θα γινόταν με points που θα αντιστοιχούσαν σε μετοχές κάποιου art fund .Ένα επιχειρηματικό μοντέλο στην τέχνη από αυτά τα μοντέλα που οι Αμερικάνοι είναι μανούλες για να σου στήνουν.

Τα έργα θα ανέβαιναν σε μια ηλεκτρονική πλατφόρμα και όποιος ήθελε να αγοράσει η πουλήσει θα έμπαινε σε αυτή την πλατφόρμα και θα διαμόρφωνε μια ανάλογη χρηματιστηριακή τιμή. Ήταν τότε η εποχή της φούσκας του internet , που όποια μαλακία και να έφτιαχνες στην Αμερική συγκέντρωνε κεφάλαια για ανάπτυξη.

Η Ελένη, αν και άπειρη από business, φανέρωσε κρυφές αρετές στην επιχειρηματική της δράση και σε τρία χρόνια πρόλαβαν να φτιάξουν ένα καταπληκτικό art portal και πριν σκάσει η πρώτη φούσκα να το πουλήσουν και να κερδίσουν αρκετά χρήματα.

Με τα χρήματα που πήραν μπήκαν στο real estate και το decorative art, και αυτή ιδέα της Ελένης ήταν, και έβγαλαν και εκεί πολλά χρήματα αφού μάλιστα πρόλαβαν να πουλήσουν και να μην δηλητηριαστούν από τις αναθυμιάσεις των τοξικών ομολόγων.

Το μόνο που δεν πρόλαβαν να πουλήσουν ήταν μια σειρά έργων που έφτιαξε η Ελένη στην Αμερική με τους βράχους του Gran Canyon που έμειναν όλοι απούλητοι.

Και δεν θα το πιστέψεις ότι μπορεί η Ελένη να κόντευε στα σαράντα πέντε της αλλά ακόμη προσπαθούσε να βελτιωθεί στην ζωγραφική .Στην Νέα Υόρκη έκανε παρέα με ένα ανερχόμενο καλλιτέχνη, που σήμερα θεωρείται από τους πιο ακριβούς εν ζωή, λες και έχει και καμία σημασία εάν είσαι φθηνός και έχεις πεθάνει, ο οποίος είχε ανάγκη τότε από χρήματα και της πρότεινε να φτιάξουν μαζί, δηλαδή εκείνος, μια σειρά έργων και να την εκθέσουν με το όνομα της Ελένης.

Ήταν η ευκαιρία για την Ελένη, που είχε αποκτήσει πολλά χρήματα ,να γίνει και γνωστή σαν καλλιτέχνης αλλά αρνήθηκε. Και ενώ δεν είχε καμία πια ανάγκη ξενυχτούσε για να μαθαίνει νέες τεχνικές και να ετοιμάζει μια καινούργια δουλειά , μια μικτή τεχνική στο χώρο της αφαίρεσης αυτή τη φορά με κάτι neon και κάτι αλουμίνια και τελάρα που το ένα έμπαινε μέσα στο άλλο , για να την παρουσιάσει στην Ελλάδα. Αφού πρώτα έλεγε ότι θα έψαχνε να βρει τον Τάσο, τον παλιό επιμελητή, για να της κάνει μια αξιολόγηση.

Ο Τάσος ,που είχε χρόνια να την δει και έμαθε πόσο επιτυχημένη businesswoman έγινε, της είπε ότι εφόσον έχει χρήματα είναι προτιμότερο να ασχοληθεί με την αγορά της τέχνης και να κοιτάξει καλύτερα να κάνει και ένα παιδί γιατί είχε μεγαλώσει. Ήταν το μοιραίο χτύπημα για το χαμογελαστό κορίτσι για την Ελένη ,που ικανοποίησε όλες της τις ανάγκες εκτός από το όνειρο της να καταξιωθεί σαν καλλιτέχνης.

Κάπως έτσι πέρασαν τα χρόνια μέχρι σήμερα και θα σου πω τι κάνουν σήμερα.

Ο Στέλιος εργάζεται σαν τεχνικός σε ένα Κατάστημα εξυπηρετώντας υπομονετικά τους υδραυλικούς και τους ηλεκτρολόγους που του ζητούν πληροφορίες για εργαλεία. Το νέο αφεντικό του είναι ένας παλιός ψυκτικός που είχε στο εργοτάξιο του Βόλου. Παντρεύτηκε και μένει στο Ίλιον σε ένα μικρό διαμέρισμα .Έχει δυο παιδιά ,μία υπομονετική σύζυγο και τα βράδια κάθεται στο δωμάτιο του και γράφει. Αυτά που γράφει τα διαβάζει μόνο στον Πέτρο που τον ακούει υπομονετικά και στο τέλος του λέει να δουλέψει μαζί του, να αλλάξει ζωή και να βγάλει χρήματα. Ο Στέλιος ποτέ δεν αξιοποίησε την τεχνική του δεξιότητα για να αναδειχθεί σε κάτι που δεν ταίριαζε στον εσωτερικό του κόσμο. Τελευταία είχε γράψει:

«Για μερικούς ανθρώπους ,
στο μικρό σιντριβάνι της Piazza De Espagnia,
o βυθός είναι τόσο ρηχός,
που δεν διστάζουν να σκύψουν και να βραχούν
για να συλλέξουν τα ασήμαντα νομίσματα
εκείνων που τα έριχναν για να κάνουν μια ευχή.»

Ο Γιάννης παντρεύτηκε την Carol ,που είχε φτάσει να καταναλώνει όσο και το TR6 του , αλλά χώρισε και ζει μόνος στο Πασαλιμάνι. Πετάγεται δύο φορές τον χρόνο στο Δουβλίνο και βλέπει την κόρη του που σπουδάζει Shipping Law. Άφησε να πέσουν στο κενό όλες οι νομικές του αρετές και να καταστρέψει μια καριέρα επειδή αρπάχτηκε με ένα μαλάκα Κύπριο.

Όταν ο Πέτρος πριν από χρόνια είπε να μαζευτούνε και να πάνε σε ένα ταβερνάκι της Πειραϊκής ,απέναντι από τα βραχάκια εκεί που κάθονταν παιδιά και ρέμβαζαν ,ήρθε σε μένα πήρε το ημερολόγιο και έγραψε:

«Εκείνη την ημέρα, της ετήσιας συγκέντρωσης των παλαιών συμμαθητών
Εκείνη την ημέρα ,στην ταβέρνα με τους απόφοιτους που αναπόλησαν χρόνια αμεριμνησίας
Εκείνη την ημέρα, στο γεύμα πρώην συναδέλφων που θυμήθηκαν το δύσκολο ξεκίνημα για την επιτυχία
Εκείνη την ημέρα, στον party που χόρευε με εκείνο τον τρελό ρυθμό, ιδρωμένος ανάμεσα σε νέους που χόρευαν χωρίς να ιδρώνουν
Το βράδυ εκείνο είδε ότι βρισκότανε σε μνημόσυνο
δίπλα στο ομαδικό τάφο της νιότης που δεν έζησε.»

Η Ελένη, όταν δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει τις καλλιτεχνικές της φιλοδοξίες για μια έκθεση στην Ελλάδα, άρχισε να τρώει ασύστολα και να παραμελεί το όμορφο σώμα της. Απέκτησε μια κορούλα στα σαράντα οχτώ της αλλά μάλλον με εξωσωματική . Είχε παχύνει αφόρητα από την ντόπα για την σύλληψη και από το σώμα της έφυγε όλος ο ερωτισμός. Είναι όμως πάντα χαμογελαστή και διευθύνει με επιτυχία μια gallerie στα Νότια Προάστια. Ο James θυμάται ακόμη την Σαντορίνη και τον local που σήκωσε το τραπέζι στο πανηγύρι το τραπέζι με τα δόντια, αγαπάει την Ελένη και εκτιμάει σε αυτήν ότι δεν άρπαξε την ευκαιρία να γίνει επώνυμη καλλιτέχνης με την υποστήριξη ενός ξένου ταλέντου. Στο ημερολόγιο η Ελένη έγραψε τελευταία για μια χαμένη άνοιξη:

«Κι ύστερα μου μιλάς για κείνη την άνοιξη
που δεν υπήρξε στη ζωή σου,
ή για μια φιλοδοξία σου
που ποτέ δεν ικανοποίησες!
Εσύ, που ξεδίψασες τόσα καλοκαίρια.»

Η Χαρά, μετά τον χωρισμό της, επέστρεψε στο διαμέρισμα της στο Παγκράτι, αυτό που πήρε μόνη της με τα πρώτα χρήματα και τα πρωινά εργάζεται σε πολυκατάστημα ρούχων σαν Προϊστάμενη Πωλήσεων. Τα βράδια διαβάζει με μανία Ρώσους κλασικούς. Αν και πλησιάζει τα πενήντα πέντε, είναι πάντα όμορφη, λεπτή και γοητευτική. Κατά καιρούς της την πέφτουν κάτι παντρεμένοι από τις παλιές της παρέες αλλά αυτή τους κρατάει σε απόσταση. Αφήνει ακόμη και τώρα τις τελευταίες ευκαιρίες να φεύγουν. Ήταν αυτή που έγραψε στο ημερολόγιο:

«Φόρτωσα τόσες πολλές ελπίδες στο σάκο των ονείρων μου
Που τελικά δεν μπόρεσα να τις μεταφέρω»

Ο Πέτρος δεν παύει, στην ψυχή τουλάχιστον, να είναι «Ανώνυμος Ποιητής». Εκείνος άλλωστε έγραψε:

“Κι όταν ικανοποίησες την προσδοκία σου
-αυτή που έβαψες κόκκινη-
τίποτα δεν άλλαξε από την ταυτότητα σου.
Στην ίδια πάλι εξίσωση κατέληξες.”

Τα ονόματα είναι φανταστικά. Τα υπαρκτά αυτά πρόσωπα έζησαν σε μια εποχή γεμάτες αλλαγές και δεν άλλαξαν καθόλου τους εαυτούς τους. Είχαν από παιδιά όλα τα προσόντα, τις δεξιότητες και τους παρουσιάστηκαν οι ευκαιρίες να είναι όλα σήμερα επώνυμοι. Παρέμειναν ανώνυμοι γιατί το διάλεξαν. Είχαν δίκιο όταν έγραφαν στους στίχους τους ότι είναι προορισμένοι να ζήσουν στον πάγκο της ανωνυμίας.

Γ.Κ.

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.