Επαναστάτες ποπολάροι
Αγαπημένε μου Πιτσιρίκο,
δέκα χρόνια πριν, η βίζιτα στη δημόσια υπηρεσία που εργάζεται ο Παντελής έμοιαζε με απόπειρα διείσδυσης του Ριμπερί στα καρέ της σφιχτής άμυνας της Ατλέτικο, καθώς για να φτάσεις στο γραφείο του, έπρεπε να ελιχθείς σαν αίλουρος ανάμεσα σε αναρίθμητους υπαλλήλους, προσπερνώντας με κοφτές ντρίπλες έπιπλα και σκεύη, που -τίγκα στο χαρτομάνι- σου έφραζαν ερμητικά το δρόμο προς την αντίπαλη εστία.
Ρέμπελα κι αμέριμνα οι συνάδελφοί του, κάθε Παρασκευή έκαναν τον προγραμματισμό τους για το επερχόμενο σαββατοκύριακο, ενώ κάθε Δευτέρα κυριαρχούσαν οι διηγήσεις για το πώς τα πέρασαν στις εξοχές, τις πίστες ή ξεκοκκαλίζοντας παΐδια στα βλάχικα.
Τις ενδιάμεσες μέρες, όταν δεν γκρίνιαζαν για τα κωλομισθά τους και τις γ@μωσυνθήκες «εργασίας» τους, άλλοι πετάγονταν στην παρακείμενη λαϊκή για τα ψώνια τους, άλλοι –γυναίκες κυρίως– έβγαιναν να ρίξουν μια ματιά στις βιτρίνες, οι άντρηδες θα ξέκλεβαν πάντα λίγο χρόνο για να πάνε στο συνεργείο να αλλάξουν λάδια στο αυτοκίνητο, άπαντες όμως φρόντιζαν να πάνε σε κάποιο γιατρό για ένα σφραγισματάκι ή για τα φάρμακα του παππού, γιατί το απόγευμα είχαν ένα σωρό υποχρεώσεις στο σπίτι και πού να προλάβουν να τα κάνουν όλα…
Το κοινό ήταν ο κοινός εχθρός όλων των υπαλλήλων της Υπηρεσίας.
Έτσι, για την αποτελεσματική αντιμετώπιση των εχθρικών στρατευμάτων που επιβουλεύονταν τον ανέμελο -δημοσίοις εξόδοις- ζαμανφουτίστικο βιοπορισμό των υπαλλήλων, επιλέχτηκε δια βοής η ανάρτηση πινακίδας στην είσοδο με την επιγραφή «ωράριο κοινού: 09:00-13:00».
Βέβαια, κάθε που άλλαζε το γκοβέρνο και κατά συνέπεια ο διευθυντής, το νέο φρούτο –που σα νέος που ήταν, τα έβρισκε όλα στραβά κι ήθελε σώνει και να καλά να τα ισιώσει- αρχικά επίπληττε τους υφισταμένους του κι απαιτούσε την αποκαθήλωση της επιγραφής, η ύπαρξη της οποίας άλλωστε, δεν προβλεπόταν από κανέναν κανονισμό.
Ε, συν τω χρόνω και μέσα στα πλαίσια των αμοιβαίων παραχωρήσεων προκειμένου να τη βγάζουν όλοι ζάχαρη, το ζήτημα ξεχνιόταν -όπως και τόσα άλλα-, για να αναδυθεί στην επιφάνεια μόνο σε περιπτώσεις που υπήρχε σύγκρουση συμφερόντων, πάντοτε όμως με μικρότερη ένταση και περισσότερο σαν λεκτικό επιχείρημα άνευ ουσίας˙ κουβέντα να γίνεται Πιτσιρίκο μου.
Άλλωστε, κάθε νέος διευθυντής καταλάβαινε -άλλος αργότερα κι άλλος γρηγορότερα- ότι ο ρόλος του ήταν καθαρά διακοσμητικός κι οι αρμοδιότητές του περιορίζονταν στο να επιλέγει ποια γκόμενα γουστάρει για γραμματέα και πώς θα ικανοποιήσει -χωρίς να γίνει τελείως ρόμπα- τα ρουσφέτια που χρωστούσε σ’ αυτούς που τον έχρισαν διευθυντή (παρα)γνωρίζοντας ότι δεν είναι ικανός ούτε σε δυο γαϊδούρια άχυρο να μοιράσει.
Καριερίστες συνδικαλιστές άπαντες, γνωστά πασοκόσκυλα ή δεξιόσκυλα, είχαν φιλήσει κατουρημένες ποδιές μέχρι να φτάσουν να παριστάνουν τους διευθυντάδες, για να κορδώνονται οι κυρές τους στη γειτονιά ή στο χωριό που πήγαιναν για το Πάσχα -αδιαφορώντας σκόπιμα για το κέρατο που τους φορούσε αβέρτα ο μ@λ@κ@ς με τη γραμματέα του-, για να κονομάνε επιμίσθια, επιδόματα θέσης, πλασματικά οδοιπορικά και τις σχετικές μίζες, ε, δε θα χαλούσαν το πρεστίζ τους, μαλώνοντας με απλούς υπαλληλίσκους σαν τον κυρ Παντελή και την κυρα Κούλα.
Τους αρκούσε λοιπόν να «χώσουν» στο μαγαζί (το οποίο βέβαια αντιμετώπιζαν ως κληρονομιά, άντε προικώο) κάποια δικά τους κομματόσκυλα, να έχουν διασκορπισμένους τίποτα ρουφιάνους γύρω γύρω για να έχουν την ψευδαίσθηση ότι τάχαμου ελέγχουν το βιλαέτι, να εξυπηρετούν με διαδικασίες φαστ τρακ κάθε χαμένο κορμί που τύγχανε χρηματοδότης του κόμματος -παγερά αδιαφορώντας αν αυτός παραβίαζε το μισό ή και ολόκληρο τον ποινικό κώδικα-, να διατηρούν για τον εαυτό τους φαραωνικά γραφεία, τα οποία χρησιμοποιούσαν άλλοτε ως ερωτικές φωλιές κι άλλοτε ως τόπο συνεύρεσης με άλλα κομματόσκυλα.
Την ίδια ώρα, οι υπάλληλοι στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον, τα έγγραφα για κείνους ήταν απλά «χαρτιά» ατάκτως ερριμμένα ένθεν κακείθεν, σαβούρα σκέτη απ’ την οποία λαχταρούσαν να απαλλαχτούν με κάθε τρόπο – πλην της διεκπεραίωσης φυσικά.
Μέσα σε ένα κτίριο ελεεινό και τρισάθλιο, για το οποίο το ελληνικό κράτος πλήρωνε αμύθητα ποσά ως μισθώματα στον -γνωστό μεγαλοπαράγοντα της δεξιάς, αγνό νεοφιλελέ οπαδό του «λιγότερου κράτους»- ιδιοκτήτη, πανβρώμικο παρά το γεγονός ότι υπήρχαν καθαρίστριες μόνιμες και πάντως όχι κακοπληρωμένες τω καιρώ εκείνω, στο οποίο κυκλοφορούσες άνετα ολόγυμνος μέσα στο καταχείμωνο και χρειαζόσουν παλτό το καλοκαίρι εξαιτίας της αλόγιστης χρήσης των κλιματιστικών, εγώ γνώρισα πριν χρόνια τον Παντελή και χιλιάδες άλλοι αυτόχθονες την ταλαιπωρία.
Οι περισσότερες τηλεφωνικές συσκευές είχαν κατεβασμένα ακουστικά –μην τους χαλάει τη νιρβάνα ο πάσα ένας ενοχλητικός- αλλά κι αυτές που λειτουργούσαν, τζάμπα κουδούνιζαν συνεχώς, μέχρι να ακουστεί κάποια φωνή από το βάθος να προστάζει με ύφος οργίλο «ρε Γιούλα, κατέβασέ το ρε το γ@μημένο, μας έχει σπάσει τ’ @ρχίδια απ’ το πρωί, ντριν και ντριν».
Βέβαια, υπήρχαν και χρήστες που ήξεραν να χαμηλώνουν τον ήχο της τηλεφωνικής συσκευής, μόνο που κάθε φορά που σήκωναν το ακουστικό για να μάθουν αν έπεσε ο πυρετός απ’ το βλαστάρι τους ή αν είναι έτοιμα τα γεμιστά που έφτιαχνε η γιαγιά, βλαστημούσαν την ώρα που το ’καναν, καθώς ήδη ήταν στη γραμμή κάποιος φουκαράς που καλώντας απελπισμένα για ώρες ή και για μέρες, βρίσκοντας επιτέλους κάποιον να το σηκώσει απαιτούσε να μάθει τι γίνεται με την υπόθεσή του ο αχαρακτήριστος.
Και, για να μην τα ισοπεδώνουμε όλα, υπήρχαν και υπάλληλοι που εξυπηρετούσαν ή έστω προσπαθούσαν να εξυπηρετήσουν το κοινό.
Όλοι οι στεητζήδες, οι ορισμένου χρόνου, όσοι έκαναν πρακτική, όσοι εθελοντικά έρχονταν να μάθουν τη δουλειά -έχοντας λάβει ρητή υπόσχεση ότι όπου να ’ναι θα τους βολέψει το βύσμα-, ακόμα και κάποιοι μόνιμοι που, διακατεχόμενοι από ένα είδος φοβικού συνδρόμου, είχαν άγχος μην τους κάνει καμιά κακή αναφορά ο προϊστάμενος, κατέβαλαν ηρωικές σε ορισμένες περιπτώσεις προσπάθειες να διεκπεραιώσουν τις υποθέσεις του κοινού.
Συνήθως ανεπιτυχώς όμως, καθώς πάντα χρειαζόταν τη «βοήθεια» των μονίμων, οι οποίοι αφού πρώτα έκαναν τα τσαλίμια τους, μέσα στο δίωρο που κατά μέσο όρο αφιέρωναν ενίοτε για την ενασχόλησή τους με μικροαστικής φύσεως υπηρεσιακά ζητήματα, υπαγόρευαν στο «μαθητευόμενο» μια λίστα από δικαιολογητικά που οι ίδιοι έκριναν απαραίτητα, προκειμένου να προχωρήσει το αίτημα του κακόμοιρου που έπεσε στην ανάγκη τους.
Φυσικά, κάθε που κάποιος κατής στο τελευταίο πρωτοδικείο της επικράτειας, έκρινε ότι οι στεητζήδες κάλυπταν μόνιμες και διαρκείς ανάγκες και άρα, μονιμοποιούνταν κι αυτοί, κάθε που οι ορισμένου χρόνου γίνονταν αορίστου και κάθε που το βύσμα τακτοποιούσε τον εθελοντή, όλοι οι προαναφερόμενοι υιοθετούσαν σε χρόνο «ντε τε» τις καθιερωμένες συνήθειες των υπολοίπων, στη θέση τους ερχόταν κάποιοι άλλοι, για να παραστήσουν για λίγο τα θύματα, μέχρι να τη βολέψουν κι αυτοί με τη σειρά τους και το παραμύθι έμοιαζε χωρίς τέλος…
Όμως, τα χρόνια πέρασαν, τα κόζια άλλαξαν κι οι ποπολάροι που τρούπωσαν στο Δημόσιο από φεγγίτες και παράθυρα αναμένεται να επαναστατήσουν του αγίου πούτσoυ* ανήμερα.
Φιλώ σε
Σ.Α.Μ.
*Δευτέρα πέφτει˙ δίσεκτο το έτος
(Αγαπητέ Σ.Α.Μ., το έχω ξαναγράψει πως, όταν ήμουν 17-18 χρονών, προσευχήθηκα στον Θεό -τότε πίστευα- να μην γίνω δημόσιος υπάλληλος. Η προσευχή μου έπιασε. Στο μυαλό μου, ο θάνατος πρέπει να είναι σαν να είσαι δημόσιος υπάλληλος. Δημόσιος υπάλληλος με την κλασική νεοελληνική έννοια, γιατί και στην Ελλάδα υπάρχουν δημόσιοι υπάλληλοι που είναι άξιοι. Γενικά, πάντως, όταν βλέπω ανθρώπους σε γραφεία και σε ωράρια, με πιάνει απελπισία. Μπαίνουν όμορφοι και νέοι, και ασχημαίνουν λεπτό με το λεπτό. Θέλω να πάω να τους απελευθερώσω όλους. Αλλά τους αρέσει η σκλαβιά. Είναι και περήφανοι: Εγώ δουλεύω εκεί. Μπράβο ζώον! Να είσαι καλά, Σ.Α.Μ. Και να φεύγεις σιγά-σιγά. Πολύ έκατσες στην Ελλάδα.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.