Η επιλογή του Μπάμπη
Μετά από δεκατέσσερα χρόνια οργανωμένης περιήγησης στην ενδοχώρα της ιταλικής χερσονήσου, ο Μπάμπης -γνωστός στους ευρύτερους κύκλους της επαρχιακής πόλης που ζει και ως Κανάρης, λόγω των θαυμαστών επιτευγμάτων του στη χαρτοπαιχτική τέχνη του μπουρλότ- επέστρεψε οριστικά στο Προτεκτοράτο, με σκοπό ίσως, να μεταλαμπαδεύσει τις γνώσεις του πάνω σε θέματα ντόλτσε βίτα στους αυτόχθονες ιθαγενείς.
Φεύγοντας από την Ψωροκώσταινα, λίγο μετά την τοποθέτηση του γύψου από τους «πεφωτισμένους» συνταγματάρχες, είχε σκοπό να σπουδάσει κι αυτός γιατρός˙ κάπου μετά τη μεταπολίτευση ακούστηκε ότι τα ενδιαφέροντά του περιστρέφονταν γύρω από το χώρο της στοματικής υγιεινής και το γύρισε στην οδοντιατρική˙ τελικά, όταν, επί ΠΑΣΟΚ πια, επανήλθε στα πάτρια εδάφη, δήλωνε φαρμακοτρίφτης, χωρίς ποτέ να δει κανείς το πτυχίο για το οποίο μοχθούσε επί σειρά ετών στα αξιοθέατα, τα καζίνο και τις χαρτοπαιχτικές λέσχες διαφόρων πόλεων της πατρίδας των Λατίνων.
Η Λένα, η γειτονοπούλα του, τρία χρόνια μικρότερη και τσιμπημένη παιδιόθεν μαζί του, σαν άλλη Πηνελόπη τον περίμενε καρτερικά κάθε καλοκαίρι, όταν ο Μπάμπης επέστρεφε με άλλο κάθε φορά αυτοκίνητο, λανσάροντας τη νέα κολεξιόν του Αρμάνι, έχοντας πάντα στο πλευρό του κάτι Ναπολιτάνες βιζιτούδες βαμμένες και στολισμένες σαν τον επιτάφιο, να της διηγηθεί περιπέτειες από τη χώρα του Δάντη.
Απλή, συγκροτημένη, εμφανίσιμη, γλυκιά και πρόσχαρη, η Λένα τέλειωσε με άριστα το σχολείο, πήρε στην ώρα του το πτυχίο, άνοιξε με τις οικονομίες της οικογένειάς της και γραμμάτια ένα φαρμακείο στη γειτονιά, εξυπηρετώντας πάντα με χαμόγελο κι ανυπόκριτη ευγένεια κάθε φίλο, συγγενή, γείτονα και περαστικό, αντιστεκόμενη σθεναρά στο φλερτ κάθε επίδοξου μνηστήρα, έχοντας στη σκέψη της μόνο το γυρισμό του Μπάμπη.
Τον Μπάμπη να γυρίσει με το «χαρτί» περίμενε κι η οικογένειά του˙ ο πατέρας του έκανε δυο δουλειές για να τα φέρουν βόλτα, η μάνα του ξενυχτούσε ράβοντας κεντήματα που πουλούσε σε εύπορες οικογένειες για την προίκα των κοριτσιών, διάφορα αντικείμενα αξίας, κειμήλια και χρυσαφικά εκποιήθηκαν μπιρ παρά, μέχρι και το ισόγειο της οικογενειακής διπλοκατοικίας αναγκάστηκαν να «σκοτώσουν» για να τρώει πικρό ψωμί στα ξένα το παιδάκι τους (έτσι έλεγαν, ίσως και ν’ αρέσκονταν να το πιστεύουν) κι ας στερούνταν αυτοί τα χρειώδη.
Κάποια στιγμή έκλεισε κι η κάνουλα με τα δανεικά από συγγενείς, φίλους και γείτονες, καθώς από ένα σημείο και μετά διαπιστώθηκε πως επρόκειτο για αγύριστα και, στην προκαπιταλιστική οικονομία της δεκαετίας του ’70, επειδή οι επαρχιώτες δανειστές δεν ήξεραν από μνημόνια, διέγραφαν από το μυαλό τους την οφειλή κι απλά έκοβαν την πίστωση στους κακοπληρωτές˙ οι τράπεζες τότε υπήρχαν αποκλειστικά και μόνο για την εξυπηρέτηση των τοπικών μεγαλεμπόρων, μεγαλοβιομηχάνων, μεγαλοτσιφλικάδων και λοιπών ευσεβών μεγαλολαμόγιων.
Το εμφανές κενό που υπήρχε ανάμεσα στις χορηγήσεις των τραπεζών – οι ιδιοκτήτες και διοικητές των οποίων έκαναν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να εξασφαλίζουν τσάμπα χρήμα για τους κολλητούς κι υποστηρικτές του Εθνάρχη, λεηλατώντας συστηματικά τις λαϊκές αποταμιεύσεις και τα διαθέσιμα των ασφαλιστικών ταμείων – και στις άτοκες χρηματικές εξυπηρετήσεις μεταξύ συγγενών και φίλων, κάλυπταν επάξια οι ανά τη χώρα τοκογλύφοι.
Σαν όμως έτρεξε γονυπετής ο κυρ Κώστας –ο πατέρας του- για βοήθεια στον μπαρμπα Τάκη, ο οποίος μέσα σ’ ένα παλιοϋπόγειο παρίστανε ότι πάλευε για το μεροκάματο πουλώντας χύμα κρασί, ενώ άπαντες γνώριζαν ότι ρουφούσε με μπουρί το αίμα όποιου κακόμοιρου έπεφτε στην ανάγκη του, δεν είχε πια τίποτα για προσημείωση κι έτσι ο γεροτσιφούτης δεν του ’δωσε μία.
Όταν κι η μικρότερη κόρη της οικογένειας διαπίστωσε πως δεν έχει χαΐρι εκεί κι αναζήτησε γαμπρό και προκοπή στα ξένα, ο πατέρας του Μπάμπη κουράστηκε να περιμένει το «χαρτί» που όλο ερχόταν κι όλο στο δρόμο ήταν, στο τέλος βάρεσε μπιέλα κι όλη η γειτονιά βαρούσε σκοπιά με βάρδιες σαν έκοβε βόλτες πάνω κάτω στο δρόμο, κουβεντιάζοντας με τον εαυτό του διάφορα ακατάληπτα στους υπόλοιπους, γιατί βλέπεις, πάντα το ψυχιατρικό σύστημα στο Προτεκτοράτο αποτελούσε υπόδειγμα για πεμπτοκοσμικές χώρες ή για κοινωνίες πρωτευόντων θηλαστικών.
Μια φορά πέρασε στη ζούλα από τα μπλόκα ο καημένος ο κυρ Κώστας και τον βρήκε ένας αγωγιάτης μετά από τρεις μέρες σε κάτι χωράφια, αρκετά πέρα απ’ την πόλη, να κυλιέται τσίτσιδος χειμώνα καιρό πάνω στις λάσπες, χαζογελώντας λες κι έπαιζε κρυφτό με τα γελάδια που έβοσκαν τριγύρω.
Τρία μερόνυχτα στο πόδι ήταν όλο το πόπολο της γειτονιάς στην αναζήτηση του μπάρμπα, αστυνομίες και πυροσβεστικές κινητοποιήθηκαν, ο ίδιος ο Μπάμπης επέστρεψε εσπευσμένα from Italy προκειμένου να ηγηθεί των ερευνών, η αδερφή του όμως άκουσε τα εξ αμάξης από την Babi’s mother, αφού έφτασε απ’ τ’ Οστράλια όταν πια είχαν βρει τον αγνοούμενο.
Τότε ήταν που έλαβε αναγκαστικά χώρα και το πολυπόθητο come back του Μπάμπη του φαρμακοτρίφτη, ο οποίος με τη μεσολάβηση του πατέρα της Λένας και κάνοντας χρήση κάτι ευνοϊκών διατάξεων για όσους είχαν γονείς με προβλήματα υγείας έριξε ένα σύντομο πέρασμα από στρατιωτική μονάδα της περιοχής, εκπληρώνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο την υποχρέωση των ιθαγενών της Αποικίας έναντι του ΝΑΤΟ, ενώ τ’ απογεύματα υποτίθεται ότι μάθαινε τη δουλειά, βοηθώντας τη Λένα στο φαρμακείο.
Ταλαιπωρήθηκε κάπως αυτό το διάστημα, προσπαθώντας επί ματαίω πολλές φορές να διαβάσει τις ιδιόχειρες συνταγές των γιατρών (γράμματα είναι αυτά που κάνουν;), με τα σκευάσματα είχε ένα θέμα –τις ουσίες λέει, τις ήξερε μόνο στα ιταλικά- κι ήταν μόνιμα κουρασμένος, καθώς τις νύχτες ή σε κάποια τσόχα θα την έβγαζε ή σε καμιά πίστα, τι κι αν είχε γερμανικό το βράδυ…
Από το μαρτύριο ήρθε να τον απαλλάξει η γνωριμία του με την Ίριδα, την 23χρονη τότε κόρη του πλέον ξακουστού και φραγκάτου προεστού της περιοχής, ο οποίος μάλιστα, από τότε που την έκανε με ελαφρά πηδηματάκια από το χώρο της δεξιάς των θαλασσοδανείων που τον ανέδειξε σε μεγαλοεπιχειρηματία, στο χώρο των εκσυγχρονιστών που τον βοήθησαν να βάλει τα κουφάρια των δυο εργοστασίων του στο Χρηματιστήριο, εξασφάλισε το ευ ζην των απογόνων του για αρκετές από τις επόμενες και μεθεπόμενες γενιές.
Η Ίριδα ήταν ένα πλάσμα στρογγυλό και παχουλό, ξεχούχλωτο και ξεσυλλόγιαστο, υπερβολικά λιπαρό και μονίμως ιδρωμένο, με κοντά στρουμπουλά χεράκια και ποδαράκια, κάτι ανάμεσα σε φώκια και πιγκουίνο˙ περισσότερο σε λουκουμά με ποδαράκια έφερνε, παρά σε κοπέλα.
Κακοφορμισμένη κι ασουλούπωτη, ούτε που την ένοιαζε να συμμαζευτεί κάπως, αφού το «βαρύ» επίθετο που έφερε, αποτελούσε διαβατήριο καθολικής αποδοχής από το σύνολο της κοινωνίας της επαρχιακής πόλης, μην πω όλων των διπόδων του Προτεκτοράτου.
Η λατρεία του πατέρας της που, «κορίτσι του μπαμπά» την ανέβαζε, «πριγκίπισσα του κάμπου» την κατέβαζε, η χωρίς όρια «αγάπη» κι «αποδοχή» που απολάμβανε από τους «φίλους» της, που έσκαγαν στα γέλια ακόμα κι όταν εκείνη εκστόμιζε κρυάδες, το γεγονός ότι διάφορα ναυάγια και πάσης φύσεως ραμολιμέντα «σκιρτούσαν» ερωτικά για πάρτη της, δεν της άφηναν περιθώρια για να έχει κρίση αυτοπεποίθησης, ούτε να νιώθει ενοχές κάθε που κατάπινε με το κιλό τα σοκολατάκια.
Ο Μπάμπης ήταν επίγειος θεός μπροστά σε όλους τούτους τους προικοθήρες – μία δεν έπιαναν οι φλώροι, οι χοντροί, οι φτωχομπινέδες, οι φαλακροί κι οι βαψομαλλιάδες επίδοξοι «γαμπροί της Ευτυχίας» μπροστά του.
Εμφανίσιμος, σικάτος, φραμπαλατζής, ζαμανφουτίστας, κοσμοπολίτης αλλά και παιδί της πιάτσας, ήξερε να ελίσσεται σαν αίλουρος απ’ το σαλόνι ίσαμε το λιμάνι˙ αν δε βαριόταν ήταν ικανός μέχρι ψυγείο να πουλήσει σε Εσκιμώους.
Capo di tutti capi στο μπαλαμούτιασμα, μεστός από εμπειρίες στα τριανταφεύγα του, μαέστρος στο να βάζει μέσα την αγορά του αντιπάλου στο μπουρλότ, έριξε μια ματιά στα κόζια κι έβαλε πλώρη για τη μεγάλη μπάζα της ζωής του.
Οι υπόλοιποι διεκδικητές, πασχίζοντας να κρύψουν το αποκλειστικό τους ενδιαφέρον για χρήμα και κύρος – που θεωρούσαν ότι θα εξασφάλιζαν για την ασημαντότητά τους νυμφευόμενοι ένα επώνυμο κητοειδές – βάφτιζαν τα ξύγκια της Ίριδας καμπύλες, τη λαιμαργία της θηλυκότητα και τη χοντροκοπιά της δείγμα απλότητας, αυτοεξευτελιζόμενοι το ίδιο εμετικά, όπως χρόνια αργότερα θα έκανε ο Αλήτης μπροστά στην Άνγκελα, καταδεικνύοντας ότι η γλοιωδία αποτελεί διαχρονική «αρετή» της φυλής.
Του Μπάμπη πολλά μπορεί κανείς να του προσάψει, μ@λ@κ@ όμως δεν τον λες με τίποτα˙ βουλωμένο γράμμα διάβαζε, δε θα κόμπλαρε μπροστά σε ένα κοριτσάκι.
Η Καισαριανή έπεφτε μακρυά, το λουλουδικό έτσι κι αλλιώς δε συγκινούσε την Ίριδα, ο Μπάμπης άλλωστε δεν παρίστανε ποτέ τον «αριστερό», να τη βγάλει απ’ τη στράτα της ήθελε κι επέλεξε να της δείξει πώς ζει το πόπολο στις φαβέλες˙ όχι πως δεν είχε φίλους πτωχούς η αρχόντισσα, αλλά όσο να ’ναι, όλοι κόμπλαραν να της δείξουν πώς είναι να ζεις στριμόκωλα, χωρίς υπηρέτες, σ’ ένα φτωχόσπιτο, όπου καθιστικό, σαλόνι και παιδικό είναι η ίδια κάμαρη.
Ένα αυγουστιάτικο απόγευμα, που ακόμα και τα τζιτζίκια είχαν λαλήσει απ’ την κάψα, μετά το μπάνιο σε μια κοντινή παραλία, έφερε τη λεγάμενη στο φτωχικό του κι ώσπου να τηγανίσει τις πιπεριές και τις μελιτζάνες η κυρα Κατίνα -η μάνα του- τη γνώρισε σε μας, τη μαρίδα, που μπάλα παίζοντας στο δρόμο – πού λεφτά για ξεκαλοκαιριάσματα τότε – βγάζαμε το άχτι μας στο τόπι.
Πασχαλιά στ’ @ρχίδια μας ποια ήταν, λες και ξέραμε εμείς τότε από τέτοια, άσε που έτσι κι αλλιώς ο Μπάμπης είχε κουβαλήσει σπίτι λεγάμενες και λεγάμενες, ποιος ν’ ασχοληθεί μ’ αυτήν που ήταν πιο χοντρή και πιο αδιάφορη κι απ’ την απουσιολόγο της τάξης…
Το ενδιαφέρον μας επικεντρώθηκε αποκλειστικά στον Μπάμπη, που έδειχνε σε μας – για να βλέπει η Ίριδα – διάφορα τσαλίμια με την μπάλα, που είχε μάθει δήθεν στην Ιταλία από τον τάδε διεθνώς άγνωστο ποδοσφαιριστή (πάντα την εντυπωσίαζαν οι γνωριμίες του).
Δεν συνέβη το ίδιο με τις κυράτσες που είχαν μόνιμο στέκι το απέναντι από το σπίτι του Μπάμπη πεζοδρόμιο, πλέκοντας μάλλινα μέσα στην τούρλα του καλοκαιριού, καθισμένες σε κάτι καρεκλάκια που κουβαλούσαν παραμάσχαλα κάθε Κυριακή στην εκκλησία, περιστρέφοντας ταυτόχρονα το κεφάλι πιο επιδέξια κι από διόπτρα υποβρυχίου, ανιχνεύοντας κάθε κίνηση που έπιανε το οπτικό τους πεδίο, χωρίς ν’ αφήνουν τίποτα να περάσει απαρατήρητο κι ασχολίαστο.
Τούτες οι καρακάξες, ακολουθώντας πιστά την παράδοση που επέβαλε να καρφώνουν πισώπλατα όλες τις «φιλενάδες» τους, αφού «έθαψαν» την κυρα Κατίνα (άτυπη αρχηγό της ομήγυρης) σαν άφησε το πλεχτό στο πόστο της «για να πάει να ετοιμάσει το φαΐ για τον αχαΐρευτο κανακάρη της και τη σκρόφα που κουβάλησε πάλι σπίτι ο ξετσίπωτος», εστίασαν αποκλειστικά και μόνο στην ξένη που τους σύστηνε ο Μπάμπης, όλο χαμόγελα, ευχές κι αβρότητες, προσπαθώντας πούστικα να εκμαιεύσουν καμιά πληροφορία για το ποιον της.
Φυσικά, με το πού απομακρύνθηκε το ζευγάρι, έσπευσαν να ολοκληρώσουν τις σπονδές στον ξενόφερτο προστάτη τους Ιανό, εξαπολύοντας για αρκετή ώρα φαρμακερά βέλη εναντίον του «Άκλιτου», αντιστρόφως ανάλογα με τα χαμόγελα που σκόρπιζαν όταν τη γνώριζαν.
«Άκλιτο» ήταν το προσωνύμιο που απέκτησε η Ίριδα από κείνο κιόλας το απόγευμα, καθώς ο καλός της τη σύστηνε ως «Ίρις», όνομα παντελώς άγνωστο στις αγράμματες κουφάλες της μικροαστικής συνοικίας επαρχιακής πόλης της Αποικίας τον Αύγουστο του ’82˙ «ε, αυτοί οι πλούσιοι το έχουν μόδα να δίνουν στα παιδιά τους ονόματα από σκυλιά», ήταν το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το βράδυ η κυρα Χαρίκλεια, λύοντας ως άτυπη υπαρχηγός την καθημερινή συνεδρίαση που είχαν οι κουτσομπόλες του πεζοδρομίου.
Το Άκλιτο, όσο κι αν χάρηκε με την οικειότητα που ’χε ο Μπάμπης με τους γείτονες, όσο κι αν δεν πήρε χαμπάρι τις κουτοπονηριές και την αρρωστημένη περιέργεια των κυράδων – επειδή εκτός του ότι βαριόταν τις πολλές κουβέντες, πεινούσε κιόλας – άφησε ερωτήματα αναπάντητα.
Το κενό στην ενημέρωση έσπευσε να καλύψει η ίδια η κυρα Κατίνα, η οποία αυτοβούλως επανήλθε στην ομήγυρη ευθύς μόλις τελείωσε με το τηγάνισμα και το σερβίρισμα στα «παιδιά», για να πάρει δήθεν το πλεχτό και το καρεκλάκι˙ στην πραγματικότητα για να αποκαλύψει στις υπόλοιπες την ταυτότητα της Ίριδας και την πληροφορία ότι όπου να ’ναι, ο Μπάμπης θα τη στεφανωθεί, αποσκοπώντας να τις κάνει να «σκάσουν» απ’ τη ζήλεια τους.
Σε μια φυσιολογική κοινωνία η παραπάνω δήλωση θα αποτελούσε την άχρηστη πληροφορία της ημέρας˙ στη δική μας κοινωνία ήταν ιδεώδης τροφή για πλήθος κακεντρεχών σχολίων.
Ευθύς μόλις αποκαλύφθηκαν τα καθέκαστα, η κυρα Μαρία φώναξε κοντά της τον εκκολαπτόμενο Αϊνστάιν, μονάκριβο μουρόχαβλό της Δημητράκη, προκειμένου να της κάνει γραμματική αναγνώριση του ονόματος «Ίρις», ενώ ταυτόχρονα του άλλαζε το φανελάκι.
Ο Δημητράκης ήταν το ζαβό μοναχοπαίδι της κυρα Μαρίας και του περιπτερά –ανάπηρου πολέμου- συζύγου της. Αδιευκρίνιστο ήταν για τους γείτονες σε ποιον ακριβώς πόλεμο λαβώθηκε ο κυρ Χρήστος – δεδομένου ότι στο αλβανικό έπος βοηθητικός υπηρετούσε στην Τρίπολη – και τι είδους αναπηρία είχε ένας άνθρωπος χωρίς πρόσθετα μέλη και φαινομενικά υγιής, αλλά αυτό που τους βασάνιζε περισσότερο ήταν αν το μοναχοπαίδι τους ήταν φυσικό ή θετό.
Βλέπεις, το ζεύγος κυρ Χρήστου-κυρα Μαρίας, όταν έπαιρναν απ’ το χέρι να βγάλουν βόλτα το Δημητράκη, έμοιαζαν με παππούδες του, εκτός κι αν τους φορούσες χιτώνες, οπότε αποκτούσες μια εικόνα του πώς περίπου ήταν ο Αβραάμ κι η Σάρα σαν πήγαιναν για θυσία τον Ισαάκ.
Ένας καλοθελητής που δούλευε στο Δήμο έψαξε στα δημοτολόγια μπας κι ανακαλύψει κάτι, αλλά δυστυχώς, για όλους τους «καλοπροαίρετα» ενδιαφερόμενους γείτονες που αγωνιούσαν για το θέμα, η οικογενειακή μερίδα του περιπτερά βρισκόταν σε άλλη πόλη.
Έτσι, έμεναν άπαντες με την περιέργεια, ψωνίζοντας τσιγάρα, παγωτά και καραμέλες απ’ το περίπτερο, αποφεύγοντας όμως συστηματικά να προμηθεύονται εφημερίδες και ν’ ανοίγουν κουβέντες για τα πολιτικά με τον περιπτερά, αφού όλοι τον θεωρούσαν χαφιέ της Ασφάλειας.
Κλασικό γεροντοποιείο απ’ τα γενοφάσκια του ο Δημητράκης, μεγαλωμένος στη γυάλα και δασκαλεμένος απ’ το σπίτι να μην έχει πολλά – πολλά με τα χαμίνια της γειτονιάς, όταν η μητέρα (έτσι την αποκαλούσε) την ώρα που του άλλαζε φανελάκι τον ρώτησε μπροστά στις άλλες κλώσσες τι είναι το «Ίρις», απάντησε – με το ύφος και τη χροιά φωνής που είχε ο Γκιωνάκης όταν ρωτούσε «θκωληκοειδήτη έχει;» – περισπούδαστα: «άκλιτο όνομα ζώου είναι, μητέρα».
Τέλειωνε το Δημοτικό κείνη τη χρονιά ο Δημητράκης, λαμβανομένου υπόψη όμως ότι δεν ήξερε να περπατάει ακόμα, δεν τα πήγε κι υπερβολικά άσχημα στη γραμματική αναγνώριση.
Πηγή έμπνευσης του στίχου «κάποιος χτύπησε την πόρτα… ήταν ο βοριάς», τερματορούφα το βάζαμε γιατί η μάνα του γκρίνιαζε στις μανάδες μας ότι δεν τον παίζαμε κι όταν βαριόμασταν να βάζουμε γκολ τον βάζαμε στο σημάδι και γυρνούσε σπίτι μελανιασμένος και κλαμένος.
Η παράσταση του Μπάμπη σημείωσε απίστευτη επιτυχία, καθώς η Ίριδα, καθισμένη στο υποτυπώδες μπαλκόνι της παλιάς οικίας, δεν έδειξε να ενοχλείται ούτε από την κάψα, ούτε από το στριμωξίδι, αλλά αφού χλαπάκιασε όλα τα τηγανητά ζαρζαβάτια και τα σαλατικά, καταβρόχθισε ένα πεπόνι και άδειασε όλο το βαζάκι με το hand made γλυκό κουταλιού της κυρα Κατίνας, έπιασε να μιλάει με τις ώρες με τα υποψήφια πεθερικά και δεν έφυγε παρά μόνο αφού τάισε στον κυρ Κώστα –που τα ’χε πια τελείως χαμένα– τη σούπα του και τον έβαλε για ύπνο.
Ως ήτο φυσικό κι επόμενο, από την επομένη κιόλας η κυρα Κατίνα δε χόρταινε να μιλάει για την απλότητα, την καταδεχτικότητα και την έμφυτη καλοσύνη της υποψήφιας νύφης, κάνοντας τ’ @ρχίδια όλων αερόστατα, αφού δεν κουραζόταν με τίποτα να την εκθειάζει, επαναλαμβάνοντας μονότονα το πόσο καλό κορίτσι είναι η Ίριδα, λες κι η πλάση είναι τίγκα στα παχύδερμα, που διακρίνονται για την κακία τους.
Η μόνη περίπτωση να σε κάνει εχθρό το Άκλιτο, ήταν να του βάλεις να μυρίσει φαΐ και να μην το αφήσεις να το ντερλικώσει. Εκεί, όντως θα υπήρχε ένα θέμα. Μπορεί να ήταν ικανό ακόμα και να σε μισήσει…
Φιλεύοντάς την τσιγαριστές λιχουδιές και χειροποίητα γλυκά, παρακινώντας την να μπαζώνει ακόμα κι όταν εκείνη καμωνόταν όλο σκέρτσο την εγκρατή, η κυρα Κατίνα κέρδισε την Ίριδα, ταΐζοντάς την νυχθημερόν, σε αντίθεση με τη μάνα της, που εκτός του ότι δεν έβρισκε χρόνο να ασχοληθεί με τη μαγειρική, «πνιγμένη» καθώς ήταν από τόσες κοινωνικές εκδηλώσεις και φιλανθρωπικές δραστηριότητες στις οποίες ακάματα πρωτοστατούσε, την παρακινούσε κι από πάνω να μη σαβουρντίζει ό,τι βλέπει μπροστά της, γιατί κατάντησε σα φάλαινα.
Απογοητευμένη από τη μητρική απαξίωση, η μικρή φώκια αφέθηκε στα περιποιητικά χέρια της αρχικουτσομπόλας πεθεράς, παίρνοντας υπό την προστασία της τον «φευγάτο» Babi’s father, αποδεικνύντας έτσι ότι η συμπόνια αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα των αργόσχολων πλουσιοκόριτσων που, ευτυχώς που υπάρχουν είδη απειλούμενα με εξαφάνιση, αναξιοπαθείς, πρόσφυγες, φτωχοί, άρρωστοι και παντελής απουσία κρατικής μέριμνας κι έτσι μπορούν κι αυτά να βρίσκουν μια κάποια ενδιαφέρουσα ενασχόληση στη γεμάτη πλήξη ζωή τους…
Η κυρα Κάθριν, βλέποντας εντελώς ανέλπιστα επιτέλους μπροστά της ανοιχτό το δρόμο για την κατάκτηση ενός τροπαίου (πάνω που άρχισε να το παίρνει απόφαση ότι σώγαμπρο θα ’βλεπε τον Μπάμπη στο σπίτι και το φαρμακείο της «ξινής»), έκρινε πως ήρθε η ώρα να βγάλει από τη μέση ό,τι δυνητικά θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στις επιδιώξεις του κανακάρη της.
Δεν ξέρω αν έγινε κατόπιν συνεννόησης με τον Μπάμπη ή αποτελούσε αποκλειστικά δική της πρωτοβουλία, πάντως ο γιος της δεν έδειξε να ενοχλείται όταν την είδε να οπλίζει, ν’ απασφαλίζει και να εξαπολύει πυρ κατά βούληση έναντι του «αντιπάλου δέους».
Γιατί, όπως η στροφή του Αλήτη στο «ρεαλισμό» απαιτούσε την ανθρωποφαγία της Ζωής από τα «αριστερά» παραμάγαζα, έτσι κι η επιλογή του Μπάμπη έπρεπε να τεκμηριωθεί από τη μάνα του, δια του κανιβαλισμού της Λένας.
Ηθικές αναστολές προκειμένου να δικαιολογήσει τις επιλογές του κανακάρη της δεν είχε η κυρα Κατίνα˙ απ’ τη στιγμή μάλιστα που αυτές αφορούσαν την κοινωνική του καταξίωση και την επίλυση του οικονομικού του κι ήταν ταυτόσημες με τις δικές της, απόλυτα πεπεισμένη πως είχαν οικογενειακά το «ηθικό πλεονέκτημα» έναντι κάθε αντιπάλου, άρχισε το ανηλεές «ξέσκισμα».
Δεδομένου μάλιστα, πως ουδέποτε έβλεπε με «καλό μάτι» τη Λένα, η οποία εκτός του ότι κατάφερε χωρίς κάποια βοήθεια να πετύχει ό,τι δεν κατάφερε ο Μπάμπης -παρά τις περιουσίες που φαγώθηκαν για πάρτη του- τη ζήλευε κι ήθελε να τη «σκίσει» από τότε που ψυλλιάστηκε ότι αυτό το «παλιοθήλυκο» διεκδικούσε με αξιώσεις μια θέση στην καρδιά του γιου της˙ θέση που μόνο η Ελληνίδα μάνα δικαιωματικά και αδιαπραγμάτευτα κατέχει κατ’ αποκλειστικότητα.
Πύρινους λόγους έβγαζε στην ομήγυρη που σχημάτιζαν κάθε απόγευμα οι κάργιες της γειτονιάς, από τότε που η Λένα «τόλμησε» να περάσει στο Πανεπιστήμιο, στερώντας έτσι τη θέση που κρατούσαν εκεί για τον Μπάμπη, ο οποίος παραδοσιακά έμενε μετεξεταστέος στο Γυμνάσιο, πιθανότατα για να πιάνει με άνεση τη βάση το Σεπτέμβριο, κάτι που ήταν κομμάτι δύσκολο να το πετύχει ένας τόσο αξιόλογος μαθητής από τον Ιούνιο…
Χώρια τις υπόνοιες που άφηνε, ότι η Λένα έκανε πεζοδρόμιο παράλληλα με τις σπουδές της, καθώς στοίχιζε στην οικογένειά της ψίχουλα, σε σχέση με το κόστος σπουδών του Μπάμπη.
Από τότε δε, που ένας άγγαρος της ανέφερε ενώπιον τρίτων, ότι είδε το καμάρι της σε μια παραλία, πιασμένο χέρι – χέρι με τη Λένα˙ να της βγάλει τα μάτια της πουτ@ν@ς…
Που πήγε κι άνοιξε φαρμακείο εκεί που σκόπευε ν’ ανοίξει ο Μπάμπης˙ οι γυναίκες είναι για να κρατάνε το σπίτι, να μεγαλώνουν τα παιδιά, όχι για να τρώνε τις δουλειές από τους άντρες!
Κι όσο η Λένα απέφευγε να τοποθετηθεί στα μύρια όσα της καταλόγιζε η μάνα του Μπάμπη, δείχνοντας τη φανερή αποστροφή της για το χορό των κακιασμένων, απαξιώνοντας να ασχοληθεί με όσα ανεπιτυχώς προσπαθούσε να της μεταφέρει η κάθε κυρα καργιόλα – διότι οι κρίσεις και τα σχόλια του πρακτορείου Reuters της γειτονιάς δε γίνονταν μόνο για να γεμίζει «δημιουργικά» κι ανέξοδα ο χρόνος της κάθε κουτσομπόλας, αλλά κυρίως, για να στέλνονται τα ανάλογα κοινωνικά μηνύματα σε όσους έπρεπε να είναι «ενδιαφερόμενοι» ή «θιγόμενοι» μέσω τρίτων παρισταμένων, ουδετέρων δήθεν, καλοθελητών – τόσο λύσσαγε η κυρα Κάθριν.
Η οποία, βλέποντας πια το έπαθλο μπροστά της, βρήκε επιτέλους την ευκαιρία να «ανοίξει» την καρδιά της στις υπόλοιπες κάριες, εκμυστηρευόμενη πως αυτό το «βρωμοθήλυκο» ήταν η αιτία που ο Μπάμπης έχασε τα μυαλά του στις εξετάσεις κι αναγκάστηκε να ξενιτευτεί για να γίνει γιατρός και πάνω που το καμάρι της ήταν έτοιμο να πάρει το πτυχίο της Ιατρικής, αυτήν η πουτ@ν@ τον έβαλε να γίνει φαρμακοτρίφτης, γιατί δεν ήταν ικανή ούτε ένα φαρμακείο να κρατήσει μόνη της.
Δίνοντας ένα μοναδικό ρεσιτάλ διαστροφής της πραγματικότητας, δε δίσταζε να εκστομίζει ότι ο κανακάρης της την έβγαζε στην πείνα, διαθέτοντας όλο του το χαρτζιλίκι για να κουβαλάει λούσα από την Ιταλία στην «προκομένη» κι απ’ αυτόν τον καημό λάλησε ο κυρ Κώστας.
Τι ακούσαμε και τότε…
Δεν ήταν η κυρα Κατίνα που εκλιπαρούσε νυχτιάτικα μυξοκλαίγοντας τη μεσολάβηση του πατέρα της Λένας, όταν – επί Χούντας ακόμα – οι καραμπινιέροι τσάκωσαν τον Μπάμπη χωρίς άδεια παραμονής σε ένα κακόφημο μπαρ που ήταν μαφιόζικο στέκι και τον είχαν έτοιμο προς απέλαση˙ όχι, αυτός ο αχρείος ο Lena’s father τα διέδιδε, για να πλήξει το κύρος της οικογένειας.
Ο ίδιος αχρείος διέδιδε -ψευδώς και πάλι- πως, όταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες δολοφόνησαν τον Άλντο Μόρο, οι γονείς του Μπάμπη σε κατάσταση αλλοφροσύνης, πασχίζοντας απεγνωσμένα να επικοινωνήσουν μαζί του, καθώς η κυρα Κατίνα είχε δει άσχημο όνειρο το βράδυ, έπεσαν πάλι στην ανάγκη του για να τον εντοπίσουν, αφού ο κανακάρης τους, φορτωμένος με συνάλλαγμα που του στείλαν πρόσφατα, χαρτόπαιζε αμέριμνα, για καμιά βδομάδα κλεισμένος σε μια λέσχη.
Φυσικά ο λόγος που μεσολάβησε ο ίδιος αχρείος, προκειμένου να βγάλει τη θητεία στο σπίτι του ο Μπάμπης, ήταν για να τον έχει στο βρακί της η τσούλα η κόρη του.
Το ότι ο κύριος Γιώργος – ο πατέρας της Λένας – ήταν σε γενικά πλαίσια ένας ευυπόληπτος άνθρωπος, υψηλά ιστάμενος στην κάστα της ντόπιας δημοσιοϋπαλληλίας, τ’ αρχίδια του οποίου συνήθως ζάλιζε κάθε γείτονας ζητώντας του κάποιο μικρορουσφέτι, σε αντίθεση με τον Μπάμπη που αποτελούσε τον ορισμό του ανυπόληπτου σε τοπικό επίπεδο, φαινόταν σαν μια πολύ ασήμαντη λεπτομέρεια, που ουδόλως μπορούσε ν’ αδυνατίσει το αφήγημα της κυρα Κάθριν.
Ακόμα πιο ασήμαντη κι εντελώς ανάξια λόγου λεπτομέρεια, έμοιαζε και το γεγονός πως η Λένα μπορεί να μην ήταν μανεκέν, ούτε Αρβελέρ, αλλά ήταν ωραία γκόμενα και συγκροτημένο άτομο, σε αντίθεση με το έρμο το Άκλιτο, που μόνο στους εκλογικούς καταλόγους αναφερόταν σα «γυναίκα», άσε που από συγκρότηση, το Ρομάντζο διάβαζε και προβληματιζόταν…
Τούτο δεν εμπόδιζε την Babi’s mother ν’ αναρωτιέται ενώπιον όλων: «πώς θα ήταν ποτέ δυνατόν ο Μπάμπης της, να ξεμωραθεί απ’ τη μαραγκιασμένη, που δεν ξέρουμε αν μπορεί να κάνει και παιδί (αναφερόμενη στη Λένα, που είχε καβαντζάρει τα 30), όταν έχει το «μπουμπούκι» (ο σουρεάλ χαρακτηρισμός αφορά την Ίριδα) στα πόδια του;»
«Ήμαρτον Κύριε», ολοκλήρωνε την αγόρευσή της ενώ ταυτόχρονα σταυροκοπιόταν, κάνοντας το Χριστό, να κατεβάζει καντήλια και να σκυλομετανιώνει την ώρα και τη στιγμή που του ήρθε να σταυρωθεί, για να καταντήσει να τον επικαλούνται τέτοιου είδους οπαδοί.
Ήταν η περίοδος που, στην κυριολεξία ξεσάλωσε η κυρα Κάθριν, απελευθερώνοντας χωρίς ίχνος συστολής, όλον τον οχετό των αισθημάτων της, αναδεικνύοντας παράλληλα το μέγεθος της υποκρισίας της επαρχιώτικης μικροκοινωνίας, που μπροστά της έμενε «εμβρόντητη» με τα όσα αποκαλυπτικά «φανέρωνε» η κάργια, ενώ πίσω της δεν σταματούσαν όλοι να «θάβουν» την ίδια που «τρέλανε» τον άντρα της κι «απόδιωξε» την κόρη της για χάρη του «ανεπρόκοπου» Μπάμπη.
Όλοι αυτοί που, «ανισόρροπη» την ανέβαζαν και «σκατόψυχη» την κατέβαζαν, που χαρακτήριζαν τον Μπάμπη «ζιγκολό», «αμακατζή» και «λαμόγιο» – πάντα εν τη απουσία της βεβαίως, βεβαίως – έτρεφαν ζωηρό ενδιαφέρον για το reality και προσπαθούσαν να μένουν ενήμεροι για την πλοκή μιας υπόθεσης που καθόλου δεν τους αφορούσε, ερίζοντας πολλές φορές μεταξύ τους για την εξέλιξη που θα έπρεπε να έχουν τα πράγματα, αδιαφορώντας για οτιδήποτε άλλο.
Το περίεργο για τα παιδικά μάτια μου ήταν, ότι οι πιο πολλοί, δεν έβλεπαν με ιδιαίτερη συμπάθεια τη Λένα, όχι γιατί τους έφταιξε σε κάτι – κάθε άλλο – πιθανόν γιατί η οικογένειά της, κρατώντας κάποια απόσταση, ζούσε χωρίς πολλά-πολλά με τους υπόλοιπους, δίχως να ξέρει η γειτονιά αν έχουν κάποιο πρόβλημα, σε πλήρη αντίθεση με όλους τους άλλους, για τους οποίους ήταν γνωστά τα πάντα˙ απ’ τα πιο γελοία ως τα πιο σοβαρά.
Ό,τι ξέραμε γι’ αυτούς από την κυρα Κατίνα το μαθαίναμε, η οποία προφανώς μετέφερε ό,τι άκουγε από τον Μπάμπη, προσθέτοντας φυσικά και τις δικές της υπερβολές και σχόλια.
Ποτέ δεν έψηναν αρνιά τη Λαμπρή, όταν στη γειτονιά δεν μπορούσες να σταθείς από την τσίκνα, καθώς όλοι οι νοματαίοι μαζί –δεξιοί κι αριστεροί, χριστιανοί κι αντίχριστοι– παραμερίζοντας μίση και ζήλειες, έστηναν τρελό πανηγύρι λες και κερδίσαν λαχείο, έτρωγαν λες και δεν είχαν ξαναδεί φαΐ, έπιναν μέχρι να γίνουν λιώμα, χορεύοντας ασταμάτητα τσάμικα και τουρκογύφτικα.
Βέβαια, απ’ την άλλη κιόλας μέρα, όλοι θα είχαν κάποιο σχόλιο για τον τάδε που έτρωγε τα κοκορέτσια των άλλων για να μείνει ολόκληρο το δικό του, για τον δείνα που παλαμάριαζε ξεδιάντροπα τη γυναίκα κάποιου τρίτου, για το παλιοκομμούνι που χλαπάκωνε το αρνί χωρίς να έχει νηστέψει ούτε μέρα, για τη σεμνότυφη που ήπιε δυο ποτήρια κι άρχισε να κάνει ρεντικολιές˙ γενικά τίποτα δεν έμενε ασχολίαστο, τα πάντα ήταν αξιοκατάκριτα, όμως όλα κι όλα: «φίλοι» ήταν όλοι οι γείτονες, σ’ αντίθεση με την άφιλη Lena’s family.
Ο Τάκης, ο αδερφός της Λένας, απ’ τον οποίον συστηματικά αντέγραφε στις εξετάσεις ο Μπάμπης – κι ας έλεγε η κυρα Κατίνα το αντίθετο – πέρασε πρώτος στο Φυσικό, τέλειωσε με άριστα κι έφυγε με υποτροφία στην Αμερική, όπου και ρίζωσε, ερχόμενος στο πατρίδα σπάνια, μόνο για να δει τους γονείς του και κάποιους φίλους, που δεν ήταν της γειτονιάς.
«Δεν το ’ξερα να σπουδάσω το παιδούλι μου, για να πάει να πλένει πιάτα στην Αμερική», ήταν η μόνιμη ατάκα της μάνας του Μπάμπη κάθε που έπιαναν στο στόμα τους τον Τάκη οι κουφάλες, χωρίς φυσικά να δίνουν την παραμικρή σημασία στο ότι επιστήμονας στη NASA ήταν ο άνθρωπος.
Ο πατέρας της εξυπηρέτησε κόσμο και ντουνιά, κρατώντας μια στάση που θα ’λεγε κανείς ότι αποτελεί σπάνιο μείγμα ανωτερότητας κι αλληλεγγύης ταυτόχρονα, αφού ποτέ δε ζήτησε αντιγύρισμα, ούτε καν έκανε ποτέ λόγο για τα ρουσφέτια που έκανε σε τρίτους.
«Κωλοδεξιό» τον ανέβαζε, «φασισταριό του κερατά» τον κατέβαζε η γλωσσοκοπάνα, αδιαφορώντας όχι μόνο για τις εξυπηρετήσεις που τους έκανε, αλλά και για το γεγονός ότι ο άνθρωπος ποτέ δε μετείχε σε πολιτική συζήτηση, άσε που ήταν ο μόνος που σταθερά έβαζε στο σπίτι του εφημερίδες, αγοράζοντας σε καθημερινή βάση «Καθημερινή» και «Αυγή» απ’ το περίπτερο του κυρ Χρήστου, όταν κανένας από τους υπόλοιπους δεν αγόραζε εφημερίδα, γιατί τάχα τους έφταιγε ότι ήταν σπιούνος…
Η μητέρα της ήταν μια εξαιρετική κυρία, η οποία ουδέποτε μετείχε στις πεζοδρομιακές δραστηριότητες με τις υπόλοιπες άθλιες, παρόλο που και τα δυο της παιδιά φορούσαν αποκλειστικά χειροποίητα πλεχτά, γιατί η πουτ@ν@ φοβόταν μην της «κλέψουν» τα σχέδια, σύμφωνα με την εκδοχή της κυρα Κατίνας.
Άσε που η καρμίρω (κατά την κυρα Κάθριν πάντα), αντί να προμηθεύεται με το τσουβάλι τους κατιμάδες του μπακάλη, του μανάβη και του χασάπη, για να γεμίζει τους σκουπιδοντενεκέδες μετά, όπως έκανε όλο το πόπολο, ψώνιζε πάντα μετρημένα πράγματα.
Πλούσιοι δεν ήταν οι άνθρωποι, όσο μεγάλος κι αν ήταν ο μισθός του κυρίου Γιώργου, μ’ αυτόν την έβγαζαν και μ’ ένα χαμηλό νοίκι που έπαιρναν πάντα με καθυστέρηση από το συστηματικό κακοπληρωτή κλειδαρά που νοίκιαζε το ισόγειο του δίπατου σπιτιού που με δάνειο και στερήσεις έχτισαν˙ μ’ αυτά τα μετρημένα χρήματα πάσχιζαν να ζήσουν μ’ αξιοπρέπεια, σπούδασαν δυο παιδιά κι ανοίξαν φαρμακείο στη Λένα (δυο σπίτια παραδίπλα, γιατί ο κλειδαράς αρνιόταν να φύγει, απειλώντας με αγωγές κι επικαλούμενος με περίσσειο θράσσος το ενοικιοστάσιο).
Δεν ήταν όμως της σειράς, δεν είχαν παρά μόνον τυπικές σχέσεις με όλη την υπόλοιπη κοινότητα των γύρω τους κι αποστασιοποιημένοι καθώς ζούσαν από τη μίζερη πλέμπα – η οποία πρώτα φτωχή στο μυαλό ήταν και κατόπιν φτωχή στην τσέπη – τραβούσαν σα μαγνήτες την αντιπάθεια των περισσότερων.
Η διαφοροποίηση από την ομογενοποιημένη λούμπεν συμπεριφορά της φτωχής κι ακαλλιέργητης μάζας, σε καθιστούσε διαχρονικά, τον πιο μισητό εχθρό στα μάτια της.
Εξίσου εδραία ανά τους αιώνες, για τους αγράμματους σκλάβους, κολίγους και πληβείους, ήταν η πεποίθηση, πως κάποιος θεός ευθυνόταν για τη μοιρασιά της τράπουλας στα εγκόσμια κι οι ίδιοι εκπαιδεύονταν από μικροί να υπομένουν μοιρολατρικά το πεπρωμένο τους, ελπίζοντας να δραπετεύσουν απ’ αυτό μόνο με κανένα λαχείο, μ’ έναν καλό γάμο ή με καμιά πουστιά, αφού άλλος διαλέγει ποιος θα ’ναι πλούσιος και ποιος φτωχός, ποιος θα ’ναι ψηλός και ποιος κοντός, ποιος θα ’ναι έτσι και ποιος αλλιώς…
Το χρέος των φτωχών περιοριζόταν στην αποδοχή της θέσης που τους έδωσε η μοίρα τους˙ άλλος ευθύνεται που βγήκαν από φτωχά @ρχίδια…
Από τούτη την παραδοχή θαρρώ πως προέρχεται και η πηγαία αίσθηση του καθήκοντος που νιώθουν να δίνουν πρόθυμα συμβουλές σε κάθε άφρονα που κάνει την αποκοτιά ν’ αμφισβητήσει τους γραφτούς κι άγραφους νόμους που διέπουν από καταβολής κόσμου την επιβίωσή τους.
Πολλοί ήταν αυτοί, που πρόθυμα θα μιλούσαν στον Μπάμπη, ζητώντας του να κάνει πίσω στο θέμα του Άκλιτου, ν’ αψηφήσει τα πλούτη προκειμένου να στεφανωθεί τη Λένα – επειδή την «εξέθεσε στη γειτονιά» – αρκεί να καταδεχόταν να τους το ζητήσει η «ψωροπερήφανη» οικογένειά της, πράγμα που, δυστυχώς για τη Λένα, δεν έγινε ποτέ.
Το ίδιο πρόθυμα, αν ο Μπάμπης δεν έκανε πίσω, θα νουθετούσαν τη Λένα να τον ξεχάσει, λέγοντάς της πως δεν αξίζει κι ένα σωρό άλλες συναφείς παπαριές, τονίζοντάς της το χρέος που είχε να βρει έναν άλλον καλό φαρμακοτρίφτη να κρατήσει το μαγαζί, ενώ η ίδια θα μεγάλωνε δυο παιδιά, πιστή στους ίδιους άγραφους νόμους που ορίζουν τη ζωή όλων τους.
Μ’ αφού αποδείχτηκαν οικογενειακώς τόσο ακατάδεχτοι, αρνούμενοι ζητήσουν την ευγενική διαμεσόλαβηση τόσων και τόσο «πρόθυμων» ανθρώπων, ήταν πια άξιοι της μοίρας τους…
«Καιρός να φέρει κι αυτός ο πούστης ντόρτια, μια ζωή εξάρες θα ’χει;», άκουσα ένα απόγευμα να λέει κάποιος για τον κύριο Γιώργο, με αφορμή την επιλογή του Μπάμπη.
Ο κύριος Γιώργος ήταν που φρόντισε να βολέψει το ανάπηρο μοναχοπαίδι αυτού του δίποδου στο Δήμο, σε μια εποχή που όσοι ανάπηροι δεν είχαν την οικονομική ευχέρεια να μένουν κλεισμένοι στο σπίτι για να μη στιγματίζουν την οικογένεια στον έξω κόσμο, ζητιάνευαν στα σκαλοπάτια των εκκλησιών.
Δεν άκουσα κάποιον από τους υπόλοιπους να του λέει κάτι. Προφανώς δε διαφωνούσαν…
Ο Μπάμπης δεν ξαναπάτησε το πόδι του στο φαρμακείο από κείνο το απόγευμα και πάσχιζε να την κουτσοβολέψει με κανένα φράγκο που κέρδιζε στα χαρτιά, πηγαίνοντας σε καμιά κοντινή παραλία το αμόρε με το Μιραφιόρε με τις ιταλικές πινακίδες όταν είχε λεφτά για βενζίνη, κουβαλώντας την όμως καθημερινά στη μαμά για να τη φιλέψει.
Ροκάνισε έτσι τον εναπομείναντα χρόνο μέχρι τη λήξη του ενενηντάλεπτου, ώσπου μια μέρα ο προύχοντας, έχοντας γνώση των δεδομένων όπως διαμορφώθηκαν από το μοιραίο βράδυ τ’ Αυγούστου και, προφανώς λαμβάνοντας την απαραίτητη πληροφόρηση για το ποιόν του «γαμπρού», τον κάλεσε για interview στα κεντρικά γραφεία της εταιρίας.
Στη συνέντευξη ο τυπάς, ο οποίος κοιτώντας κάποιον επί δίλεπτο ήταν σε θέση να βρει με απόκλιση ± 5% πόσα χρήματα είχε στην τσέπη, έκρινε σκόπιμη και την παρουσία του νομικού συμβούλου της εταιρίας, προέδρου του τοπικού δικηγορικού συλλόγου, σημαίνοντος μέλους της τοπικής εκκλησιαστικής κοινότητας, εκλεκτού στελέχους του κομματικού χώρου της δεξιάς του Κυρίου κι ευρύτατα γνωστού για τις αποκλίνουσες αμφισεξουαλικές του συμπεριφορές.
Παραμένει άγνωστο ως σήμερα το τι διεμήφθη εκεί μεταξύ των τριών ανδρών πίσω από τις κλειστές πόρτες, αν και η κυρα Κατίνα διέδιδε παντού ότι ο κανακάρης της τους εντυπωσίασε.
Γεγονός είναι, ότι ο Μπάμπης μετά από τη συνάντηση αυτή, χρίστηκε κι επίσημα μνηστήρας της Ίριδας, λαμβάνοντας από το γαλαντόμο πεθερό πολυτελές γραφείο στο μέγαρο της εταιρίας, ισόβιο μηνιαίο επιμίσθιο, ικανό για να σιτίζει την οικογένειά του επαρκώς με παντεσπάνι, πολυτελές ρετιρέ στο κέντρο της πόλης μέχρι να ολοκληρωθεί η κατασκευή βίλας δίπλα στη βίλα του ερίφη και μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των κοινών θνητών, εταιρικό αυτοκίνητο, μαζί με δερμάτινο χαρτοφύλακα, τον οποίον ο Μπάμπης περιέφερε καθημερινά σε διάφορα γκισέ, αναλαμβάνοντας τις πληρωμές σε ταμεία, ασφαλιστικούς οργανισμούς, ΔΕΗ, ΟΤΕ κοκ.
Από κάτι μισές κουβέντες της αδερφής του, σε συνδυασμό με την πεποίθηση του άρχοντα ότι η νομή και διαχείριση της περιουσίας αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο μόνο των εξ αίματος συγγενών, των εξ αγχιστείας αρκουμένων απλά στη δια βίου εξασφάλιση ενός επιπέδου ευζωίας, υπό την προϋπόθεση της εφ όρου ζωής δέσμευσης στα ιερά δεσμά του γάμου, καταλάβαμε γιατί κρίθηκε απαραίτητη η παρουσία του νομικού συμβούλου στο interview με τον Μπάμπη.
Ακολούθησαν φυσικά τα δέοντα σε τέτοιες περιπτώσεις: αρραβωνιάσματα, χλιδάτοι γάμοι στους οποίους επαρίστατο όλο το παπαδαριό, βολευτές, υπουργοί, πάσης φύσεως μεγαλοπαράγοντες, το σύνολο των τοπικών πατρικίων και πλήθος πληβείων.
Βέβαια ο Μπάμπης δεν ήταν κανένα κορόιδο, να αρκεστεί στα καθρεφτάκια και τις χάντρες, παριστάνοντας τον είλωτα του προεστού, έχοντας μάλιστα φορτωθεί και την Ίριδα.
Πήγαινε κατά τις δέκα στο μαγαζί κι ώσπου να τελειώσει τον καφέ έφτανε δώδεκα και την έκανε για τις πληρωμές της μέρας. Μέχρι τις δύο είχε καθαρίσει από υποχρεώσεις και χτυπούσε κανένα μπουρλότ, με το χαμένο να κερνάει τα τσίπουρα. Το απογευματάκι θα περνούσε για λίγο από το σπίτι, να κάνει ένα ντουζάκι, να βγάλει τα παπούτσια που απ’ το πρωί στα πόδια τον έσφιγγαν, ε, μετά έβγαινε στη γύρα για καμιά γκόμενα (επαγγελματικά ραντεβού τα έλεγε).
Για καμιά δεκαπενταετία είχε το κεφάλι του ήσυχο, αφού με απαράμιλλο ηρωισμό κι αυταπάρνηση πηδώντας ως Έλλην, γκάστρωσε τέσσερις φορές την Ίριδα, που εκτός από δυο νταντάδες είχε για παρέα την κυρα Κατίνα που την έφερε στον κάτω όροφο ο Μπάμπης, εξασφαλίζοντας εκτός από τον ανέφελο ανεφοδιασμό της οικογένειας με τροφικά εδέσματα και μια νοσοκόμα για τον κυρ Κώστα˙ όλα δαπάναις της εταιρίας φυσικά.
Και μετά δηλαδή, στ’ @ρχίδια του όλα. Και 44 παιδιά να είχε, χωρίς στερήσεις θα μεγάλωναν. Άγχος για να βρουν δουλειά δεν είχε. Εννιά ο μήνας για τον Μπάμπη. Περιδρομιάζοντας με τον καιρό το καταπέτασμα, είχε καταντήσει πιο χοντρός από την Ίριδα.
Σαν βάρυνε κι άρχισαν ν’ ασπρίζουν και να πέφτουν τα μαλλιά, μετακόμισε επιτέλους στην έπαυλη, αναζητώντας την οικογενειακή γαλήνη, πρωτοστατώντας παράλληλα στη διοργάνωση ταξιδιών σεξοτουρισμού, που τα βάφτιζε τότε το τοπικό επιμελητήριο «ταξίδια γνωριμίας με τις πρώην ανατολικές χώρες, σε αναζήτηση επιχειρηματικών ευκαιριών».
Μια χαρά τα κατάφερε στα επιχειρηματικά πλάνα του πεθερού, καθαρίζοντας τα εργοστάσια από το σύνολο του εργατικού δυναμικού, χωρίς ν’ ανοίξει ρουθούνι, αφού ο κάθε φτωχομπινές θα μπορούσε να απαλλαγεί από την καταδίκη της δουλειάς στη φάμπρικα, επιλέγοντας την εθελουσία έξοδο, λαμβάνοντας κάτι ψίχουλα και μετοχές της νεοεισηγμένης εταιρίας στο Χ.Α.Α.
Οι αντιδράσεις του εργατικού κέντρου και διαφόρων άλλων βαφτίστηκαν «γραφικότητες» των αρνητών της ανέλιξης των συντοπιτών επιχειρηματιών από τους «έγκριτους δημοσιογράφους» του τοπικού τύπου, που με κάτι κεράσματα της πλάκας και κάτι διαφημιστικά κονδύλια για τ’ αφεντικά τους, έγραφαν κι έλεγαν αποκλειστικά αγιογραφίες για την οικογένεια στις ντόπιες φυλλάδες και στα τοπικά τσοντοκάναλα που άρχισαν να ξεφυτρώνουν σα μανιτάρια.
Από τότε μάλιστα που ο Μπάμπης είχε την ιδέα να αναλάβει η εταιρία και την τοπική ποδοσφαιρική ομάδα, η οικογένεια απέκτησε και τους δικούς της γενίτσαρους, πρόθυμους να ξεσκίσουν όποιον τολμούσε να πει κακό λόγο για κείνους που φρόντιζαν να εξασφαλίζουν τσάμπα εισιτήριο, χαρτζηλίκι και μπάφο στα άεργα, αμόρφωτα καλόπαιδα της κερκίδας.
Περιττό βέβαια να πω, ότι ο Μπάμπης δια της επιλογής του κατέστη λαϊκός ήρωας στη γειτονιά, συναγωνιζόμενος σε δημοφιλία τον Καζαντζίδη.
«Ρε τον μπαγάσα, πώς τη βόλεψε» μονολογούσαν οι πατεράδες μας, καταδικασμένοι καθώς ήταν οι ίδιοι να ιδρώνουν καθημερινά για ένα κωλομεροκάματο, που φορές δεν έβγαινε κιόλας, φορτωμένοι με μια σύζυγο που, όπως κι αν ήταν στα νιάτα της, με τα χρόνια έτεινε να συναγωνιστεί την Ίριδα σε διαστάσεις και την κυρα Κατίνα σε γλωσσοφαγιά και γκρίνια.
«Ανοίξτε τα μάτια σας, να πάρετε Πασχαλιά», μας έλεγε με στόμφο η κυρα Κάθριν, όταν μεγαλοαστή πια, ερχόταν για βίζιτα στην παλιά γειτονιά, νουθετώντας μας με βαθυστόχαστο διδακτικό ύφος, κουβαλώντας μια αίσθηση προσωπικής δικαίωσης από την επιλογή του Μπάμπη.
«Μήτε τα γράμματα σας σώζουν μήτε οι δουλειές», συνέχιζε απτόητη, απόλυτα πεπεισμένη για την ορθότητα του συλλογισμού της.
«Μόνο ένας καλός γάμος θα σας βγάλει μια και καλή απ’ τη φτώχεια. Δεν τον βλέπετε τον Μπάμπη;», έτοιμο και το παράδειγμα, προς εμπέδωση.
Δύσκολο το έργο των γονιών που, με την «ατυχία» να έχουν δυο ή και παραπάνω κοριτσόπουλα, άφραγκα και φορές χωρίς την κατάλληλη εμφάνιση, έπρεπε, ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε ο Μπάμπης, να τα βγάλουν στο κλαρί, να βρουν κι αυτά ένα γαμπρό φραγκάτο, μην καταντήσουν δασκάλες και νοσοκόμες (η καλύτερη μέχρι τότε προοπτική της εποχής για τα φτωχοκόριτσα, που απαιτούσε κιόλας να ιδρώσει ο κώλος πάνω απ’ το βιβλίο).
Πιο σύνθετο το έργο των γονιών με την «ατυχία» να έχουν αγόρι και κορίτσι. Η ίδια μάνα που ξεπροβόδιζε την κόρη με την παρότρυνση «άντε να βρεις, να τυλίξεις έναν καλό μ@λάκ@», μια στιγμή μετά ξεπροβόδιζε το γιο με την προτροπή «πρόσεξε μη σε τυλίξει καμία πουτ@ν@».
Άντε να ισορροπήσεις μετά.
Δύσκολο πολύ στάθηκε για τη Λένα να ισορροπήσει. Καλοπροαίρετη, αφελής κι ερωτευμένη, δεν μπορούσε ποτέ να φανταστεί αυτό που συνέβη. Άλλη εικόνα είχε πλάσει στο μυαλό της για τον Μπάμπη. Τελείως άδολο τον θεωρούσε, απλά επιπόλαιο˙ υπερβολικά επιπόλαιο ίσως, αλλά μέχρι εκεί.
Ανέχτηκε τις «κουτσουλιές» του στην Ιταλία ως δείγματα επιπολαιότητας. Δεν την πείραξε που της «έφαγε» ένα σωρό χρήματα, αν και ποτέ δεν της περίσσευαν. Ούτε η κοροϊδία με το πτυχίο που δεν πήρε ποτέ. Παρά τη μεγάλη απέχθεια που έτρεφε για τη μάνα του -που δεν περνούσε μέρα χωρίς να την κακολογήσει- επέμενε να πιστεύει πως δεν είχε σχέση με κείνη ο γιος της.
Μένοντας στον άσο χωρίς καμία εξήγηση, όταν ο πρώτος κι ο μόνος έρωτας μέχρι τα τριάντα της, δέησε να περάσει από το φαρμακείο -μήνες αφότου χωρίς καμιά εξήγηση την κοπάνησε- λίγο μετά το γάμο του με την Ίριδα, για να της τη γνωρίσει, κόντεψε να λαλήσει.
Της πήρε χρόνια να το ξεπεράσει κι όταν επιτέλους πήρε την απόφαση να προχωρήσει τη ζωή της, ανακάλυψε πως τα χρόνια πέρασαν και στην επαρχιακή πόλη, η μεγαλοκοπέλα αποτελούσε λύση ανάγκης για κανένα γεροντοπαλίκαρο ή για κάποιο χήρο ή για κανένα ναυάγιο που μετά από την κραιπάλη των νιάτων του έψαχνε κάπου ν’ αράξει.
Η ισοπεδωτική αντίληψη που κρυβόταν στη φράση «ε, μην περιμένεις να τα βρεις κι όλα τώρα», που συχνά πυκνά άκουγε από τις «φίλες» της, κάθε που της προξένευαν κάποιον απ’ τ’ αζήτητα, την τσάκιζε.
Προτίμησε να μείνει μόνη, ψάχνοντας και βρίσκοντας κάποιες ισορροπίες με τον εαυτό της, αν και φορές η μοναξιά είναι ασήκωτη.
Τη συνάντησα τυχαία στην Πανεπιστημίου λίγες μέρες πριν.
Μετρημένες φορές την είδα απ’ τα δεκαοχτώ μου, όταν φεύγοντας για σπουδές από την πόλη που αντίκρισα για πρώτη φορά το φως του ήλιου, δε ματαγύρισα, παρά μόνο σαν επισκέπτης, για να δω τους δικούς μου και κάποιους φίλους που τους ξέρω από τότε που παίζαμε με τους βώλους.
Οι κουβέντες μας πάντα, όσες επιτρέπει μια φευγαλέα στάση στο φαρμακείο της, άμα περνούσα από κει και τύχαινε να ’ναι ανοιχτό.
Ήρθε στην Αθήνα για λίγες μέρες με πρόσχημα κάτι επαγγελματικές υποχρεώσεις, περισσότερο για να κυκλοφορήσει άσκοπα άγνωστη μεταξύ αγνώστων, αφήνοντας για λίγο το φαρμακείο σε μια νεαρή συνάδελφο, στην οποία σκοπεύει να το «κληροδοτήσει», σκοπεύοντας να πάρει τη σύνταξή της προς το τέλος του έτους – χωρίς να ’ναι είναι σίγουρη αν θα δίνονται συντάξεις τότε.
Χωρίς υποχρεώσεις και οι δυο, με την οικειότητα που νιώθουν δυο άνθρωποι που γνωρίζονται σχεδόν μισό αιώνα, τρέφοντας μια αμοιβαία εκτίμηση ο ένας για τον άλλον, μιλώντας με τις ώρες σαν καλοί φίλοι, καθώς το πέρασμα του χρόνου άμβλυνε τη μεταξύ μας διαφορά ηλικίας, κάναμε καλή παρέα τις μέρες που ήταν εδώ και μας πήρε πρωί ένα βράδυ που, πίνοντας κρασί άρχισε να μου διηγείται μια ιστορία που σημάδεψε τη ζωή της.-
Σ.Α.Μ.
Υ.Γ. Για την ιστορία να πω, ότι ο Δημητράκης μετά από χρόνια κι αφού κατάφερε να αποφοιτήσει με άριστα από κάποιο College, ενώ οι εξεταστές των πανελληνίων δεν εκτίμησαν όσο θα έπρεπε τα προσόντα του και τις τρεις φορές που δοκίμασε να υπερπηδήσει το εμπόδιο που έφραζε την είσοδό του σε κάποιο Πανεπιστήμιο, πήγε για καμιά βδομάδα σε ένα Κέντρο Νεοσυλλέκτων, ίσαμε να ετοιμάσουν οι αρμόδιοι το απολυτήριο που πήρε ανήκοντας στην κατηγορία «γιώτα ευτυχία» κι έπιασε δουλειά ως βοηθός αρχικά του Μπάμπη, αναλαμβάνοντας σταδιακά όλα τα καθήκοντα του Μπάμπη κι άλλα επιπλέον, αποκτώντας το προσωνύμιο Ιζνογκούντ.
Κλειδοκράτορας του παλαιού Μεγάρου στο οποίο βρίσκεται η φορολογική έδρα και των δύο εταιριών, καθώς ο υπέργηρος προεστός ορθά εκτίμησε ότι τα «λαδώματα» των εφοριακών στην επαρχιακή πόλη κοστίζουν απείρως λιγότερα από ανάλογες προσπάθειες στην απρόσωπη Αθήνα, έχει το νου του και στα αντικλείδια των αποθηκών των εταιριών, που βρίσκονται στην πρωτεύουσα, όπου συσκευάζονται τα made in China είδη που εμπορεύονται οι εισηγμένες στο ΧΑΑ εταιρίες, διατηρώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τον χαρακτηρισμό τους ως μεταποιητικές επιχειρήσεις, απολαμβάνοντας ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς και διάφορες επιχορηγήσεις.
Για τετρακόσια ευρά το μήνα, ασφαλισμένος κιόλας στο Ι.Κ.Α., κλώθει στο Μέγαρο απ’ την ανατολή ίσαμε τη δύση του ήλιου, ακόμα και γιορτές και σκόλες, αφού φτωχός, μαγκούφης και καρμίρης καθώς είναι, δεν έχει και πού αλλού να πάει ή τι άλλο να κάνει.
Παλιότερα έτρεχε να πληρώσει και κανένα λογαριασμό, τώρα μ’ αυτά τα internet, έχει απαλλαγεί από τέτοιου είδους αρμοδιότητες.
Κάνει όλα τα θελήματα για την οικογένεια του Μπάμπη, τον οποίον αποκαλεί με σεβασμό «αφεντικό» και του δίνει λεπτομερή αναφορά για ό,τι πέφτει στη μειωμένη του αντίληψη και θεωρεί πως μπορεί να ζημιώσει τ’ αφεντικά του, κυκλοφορώντας πάντα έχοντας ανά χείρας τον παλιό φθαρμένο χαρτοφύλακα που πήρε ο Μπάμπης δώρο από τον πεθερό του, για να τον χαρίσει στο Δημητράκη.
(Αγαπητέ Σ.Α.Μ., μάλλον σε επηρέασε ο Γ.Κ., ο οποίος θα ενθουσιαστεί με την ιστορία σου. Μου αρέσουν οι πραγματικές ιστορίες. Να είσαι καλά, Σ.Α.Μ.!)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.