Η κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας
«Εγώ σε δεξιώσεις μετά από γάμους και βαφτίσια ξέρεις ότι δεν πηγαίνω. Πες με αντικοινωνικό, πες με αγοραφοβικό, πες με ό,τι θες. Εντάξει;» της είχα πει τότε της γυναίκας μου. Ήταν πριν από δέκα περίπου χρόνια και το θυμάμαι πολύ καλά. Σαν να ‘τανε σήμερα.
«Μα πρέπει» μου είχε απαντήσει εκείνη. «Είναι πελάτης σου, πρέπει να τον τιμήσεις και στο κάτω κάτω είσαι ο μηχανικός που του έχτισες το σπίτι. Δηλαδή όταν έπαιρνες την δουλειά δεν είχες αγοραφοβία; Έλα σε παρακαλώ πάμε» συνέχιζε απτόητη.
«Και η δεξίωση δεν είναι όπου και όπου. Είναι στο μεγάλο Club των Βορείων Προαστίων. Είναι ευκαιρία να το μάθουμε επιτέλους. Να ξεκολλήσουμε λίγο από τη μιζέρια μας. Θα είναι όλος ο καλός ο κόσμος. Ξέρεις βρε ποια είναι νονά;»
«Δεν με νοιάζει και ούτε με ενδιαφέρει» της είχα πει.
«Όχι θα σου πω. Είναι βρέ η Λουκία Κ. Η σύζυγος του γνωστού επιχειρηματία ΚΚ. Δεν είναι καμία τυχαία σαν και αυτές τις λαϊκογκόμενες του γραφείου σου που μου τις πάσαρες για νονές του γιού μας. Αχ θεέ μου, θα πάμε και σε δεξίωση στο Club. Δεν το φανταζόμουνα ποτέ ότι θα παίρναμε τέτοια πρόσκληση. Να ‘ναι καλά ο άνθρωπος…»
«Θα μου πεις επιτέλους το ναι η θα με σκάσεις;» επέμενε εκείνη.
«»Εντάξει, εντάξει θα πάμε. Αλλά μη αρχίσεις να με παίρνεις συνέχεια τηλέφωνο και να με ρωτάς μέχρι πόσα ευρώ να δώσουμε για δώρο, τι χρώμα να έχει το ρουχαλάκι και όλες αυτές τις μαλακίες που με ζαλίζεις κάθε φορά που πρέπει να πάρουμε ένα δώρο. Πάρε κάτι μέχρι εβδομήντα-ογδόντα το πολύ Ευρώ και τελείωνε.»
«Δεν κατάλαβες καλά αγόρι μου. Φορμάκια, ζιπουνάκια, αυγουλιέρες, μίξερ και ποδηλατάκια είναι δώρα που είχες συνηθίσει να πηγαίνουμε στα βαφτίσια των λιγούρηδων μικροαστών φίλων σου. Οι άνθρωποι αυτοί δεν θέλουν δώρα για το παιδί τους. Εδώ μιλάμε για άλλους ανθρώπους. Ανώτερους από εμάς. Δηλαδή από εσένα. Γιατί εγώ ήμουνα για άλλα πράγματα και κακώς σε παντρεύτηκα. Τέλος πάντων, μη ξαναπιάνουμε τα ίδια και τα ίδια»
«Τι σου έλεγα λοιπόν και με έκοψες» συνέχιζε. Κι ας μην είχα πει κουβέντα.
«Α, ναι. Δεν θα πάμε δώρο. Χα,χα… Την γλύτωσες τσιγκούναρε. Δες εδώ τι γράφει η πρόσκληση. Διάβασε να ξεστραβωθείς. Γράφει λοιπόν: Οι γονείς του Ιάσoνα, αντί δώρου, επιθυμούν να γίνει κατάθεση χρημάτων στο ίδρυμα «Η δυστυχία των φτωχών».»
«Μα καλά, δεν καταλαβαίνεις τίποτα;» της είχα απαντήσει.
«Δεν λένε ότι δεν θέλουν δώρο. Θέλουν τα λεφτά του δώρου να τα βάλουμε στο ίδρυμα. Να τα μαζέψουν, όσα μαζέψουν, και να τα διαχειριστούν αυτοί. Όπως καλά γνωρίζει όλος ο κόσμος πως τα διαχειρίζονται τα σαΐνια τους. Και μη φανταστείς ότι μπορούμε να την βγάλουμε με τα ογδόντα ευρώ που σου ‘χα πει γιατί αυτοί κρατάνε λίστα με τις καταθέσεις του καθενός και μετά θα ξέρουν ποιοι από αυτούς που κάλεσαν ήταν γύφτοι και ποιοι κιμπάρηδες.»
Η απάντησή της, με μια μικρή δόση υποκριτικής αφέλειας, δεν άργησε να έρθει.
«Ούτε που μου πέρασε αυτό από το μυαλό…. Μα τι καχύποπτος τέλος πάντων που είσαι βρε παιδί μου; Είναι δυνατόν η Λουκία Κ με τόσο φιλανθρωπικό έργο να ανέχεται τέτοιου είδους πράγματα; Δεν έχεις καταλάβει καλά. Η Λουκία Κ βρε είναι η σύζυγος του ΚΚ. Δεν είναι μόνο επιτυχημένη businesswoman αλλά και ένα από τα πιο ενεργά μέλη της «Δυστυχίας των φτωχών». Άκου τι λέει ό άνθρωπος! Αν είναι δυνατόν. Η σύζυγος του περσινού βραβευμένου επιχειρηματία της χρονιάς ΚΚ. Η Λουκία Κ.! Νομίζεις ότι τυχαία τους διάλεξε ο πελάτης σου για κουμπάρους;»
«Ξέρεις τι είναι βρε να σε βραβεύσει το Cactus το περιοδικό ‘Επιχειρηματία της Χρονιάς»; Όποιον και όποιον νομίζεις βραβεύουν;» μονολογούσε η γυναίκα μου ασταμάτητα.
«Γελάς ε; Μη γελάς. Αν δίναν βραβεία για τους άχρηστους μηχανικούς της χρονιάς, σε είχα για φαβορί. Άντε τώρα πήγαινε στη δουλειά σου μη σε βλέπω στα μάτια μου και εκνευρίζομαι. Για άλλα πράγματα ήμουνα εγώ μεγαλωμένη. Αχ,αχ…… Σε αγαπάω όμως γιατί μου έκανες το χατίρι και θα πάμε. Χα, χα…»
«Έλα, έλα, τελείωνε τώρα» της είχα πει πάλι και για να αλλάξω θέμα συνέχισα:
«Τι όνομα θα δώσουν στον μικρό; Για να δω την πρόσκληση τι γράφει; Α, Ιάσονα. Να ζήσει το παιδάκι».
Και κάπου εκεί είχα σταματήσει την κουβέντα.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε και η δεξίωση αυτή είχε βαθιά αποτυπωθεί μέσα μου.
Είχε δίκιο η γυναίκα μου που επέμενε να πάμε.
Όλα όσα έζησα εκείνη την βραδιά και εκείνη την εποχή ακόμα και σήμερα έρχονται στο μυαλό μου.
Έτσι και σήμερα αργά, πολύ αργά το βράδυ, την ώρα που οι άλλοι κοιμόντουσαν είπα να κάνω ένα flash back σε όλα αυτά τα γεγονότα. Για το ίδρυμα, τον επιχειρηματία ΚΚ, την διοργάνωση των μεγάλων δεξιώσεων, τους καλούς τρόπους των επώνυμων ανθρώπων.
Θυμάμαι τις μέρες εκείνες με έτρωγε η περιέργεια.
Και κάνουν λάθος αυτοί που πιστεύουν ότι η περιέργεια σκοτώνει την γάτα. Η περιέργεια ανοίγει τα μάτια.
Το πρώτο ερώτημα που με είχε απασχολήσει ήταν «Ποιο ήταν αυτό το ίδρυμα;». Και τι παράξενο στα αλήθεια όνομα. Άκου εκεί «Η δυστυχία των φτωχών»!
Το ίδρυμα ήταν ένα σαν αυτά που προσφέρουν χαμόγελο, χαρά, ευτυχία, στέγη, στοργή , θαλπωρή, ανακούφιση, φροντίδα, κάνουν ευχές, μοιράζουν ρούχα σε άπορους η στέλνουν κάρτες με χιλιάδες υπογραφές σε ετοιμοθάνατα παιδάκια. Είχε καλή φήμη και μεγάλη προβολή από τον Τύπο.
Αυτοί που έφτιαξαν το μαγαζί εκτός από το όραμα της προσφοράς φρόντισαν στην διοίκηση τους να βάλουν και άτομα με υψηλό αίσθημα κοινωνικής ευθύνης.
Και επειδή συνήθως οι άντρες που έχουν κάποια δουλειά βαριούνται αυτά τα πράγματα βάζουν συνήθως τις γυναίκες τους. Να έχουν με κάτι να ασχολούνται και να μην τις έχουν στα πόδια τους.
Δεν είναι γυναίκες της διπλανής πόρτας αυτές που ασχολούνται με τα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Είναι σύζυγοι γνωστών επιχειρηματιών. Σαν και αυτή του μεγαλοεπιχειρηματία ΚΚ.
Η «Δυστυχία των φτωχών» ήταν ένα από τα ιδρύματα που υποκαθιστούν την λειτουργία του κράτους.
Ενός κράτους ανίκανου να βρει και να διαθέσει ένα κληροδότημα διακοσίων τετραγωνικών μέτρων. Ένα από αυτά που τα αφήνουν στα αζήτητα να ερειπώνουν.
Πέντε-έξι φρεσκοβαμμένες αίθουσες όλες κι όλες, μια κουζίνα, μια τραπεζαρία, δυο καναπέδες μεγάλοι- στολισμένοι με πολύχρωμα ταιβανέζικα κουκλάκια και μαξιλάρια, ένα computer και μια- δυο τηλεφωνικές γραμμές υποστήριξης του σκοπού ήταν όλη και όλη η επιχείρηση.
Σε ένα δημόσιο τομέα με ένα εκατομμύριο υπαλλήλους, πολλοί από τους οποίους κωλοβαράνε, δεν είναι εύκολο να βρεθεί μια κοινωνική λειτουργός, μια γραμματέας, μια μαγείρισσα και μια καθαρίστρια για να στηθεί ένα τέτοιο μαγαζί.
Χρειάζεται φαίνεται να προσπαθήσουν πέντε-έξη Κυρίες που εκτός από την οικογένεια, τις επιχειρήσεις, τα ταξίδια, τις κοινωνικές εξόδους, την φροντίδα του σώματος και την περιποίηση της μάπας τους έχουν χρόνο να διαθέσουν και για την οργάνωση και λειτουργία ενός ιδρύματος.
Μου είχε κάνει εντύπωση το site τους.
Οι φωτογραφίες έδειχναν όχι μόνο την καθημερινότητα αλλά και τις δραστηριότητες τους.
Σε μια photo τις έβλεπες όλες μαζί να επιβλέπουν την μαγείρισσα που ετοίμαζε τις μερίδες που μοίραζαν, σε άλλη μαζί με τον Πρόεδρο που τους έδειχνε μια επιταγή με το ποσό που μάζεψε σε τηλεεράνους και σε μια τρίτη γύρω από ένα ευθυτενή και κομψό Υπουργό που έκοβε την Πρωτοχρονιάτικη πίττα τους.
Είχαν και posts με ομιλίες για το έργο τους απο Δημάρχους, παπάδες και υψηλόβαθμους κρατικούς λειτουργούς. Μπορεί να ευλογούσαν ό ένας τα γένια του άλλου στους λόγους που έβγαζαν αλλά έδειχναν να συμπονούν τους φτωχούς.
Τα Χριστούγεννα ανήμερα κάθονταν όλοι μαζί σε ένα από τα τραπέζια που έστηνε ο Δήμαρχος στο Δημοτικό Γυμναστήριο. Εκείνη τη μέρα ήταν όλοι ίσοι. Δεν υπήρχαν φτωχοί και πλούσιοι.
Και το Πάσχα, σε μια ανοικτή αυλή ενός Δημοτικού Καταστήματος, πάλι μαζί φτωχοί και Κυρίες, πάλι χωρίς καμία διάκριση, σούβλιζαν τα αρνιά του Δήμου και τσούγκριζαν αυγά.
Υπήρχαν και άλλες πολλές εκδηλώσεις αυτών των φιλάνθρωπων Κυριών. Σε αυτές όμως ποτέ δεν έδειχναν τους τρόφιμους του ιδρύματος.
Ήταν Bazaar σε αυλές Κολλεγίων, συναυλίες στο Μέγαρο, επιδείξεις μόδας.
Γυναίκες λοιπόν, πραγματικά αξιόλογες αυτές οι Κυρίες. Όχι σαν κι αυτές των υπαλλήλων των αντρών τους που με δύο παιδιά το πολύ όλα κι όλα τις έβλεπες ατημέλητες, αγέλαστες, κακοδιάθετες, αγύμναστες, θλιβερές στην εμφάνιση και ντυμένες με ρούχα φθηνά από πολυκαταστήματα.
Και όσο για τα ενδιαφέροντα τους; Κανένα σήριαλ του Παπακαλιάτη, λίγο Facebook και Αλκυόνη Παπαδάκη στις καλοκαιρινές ξαπλώστρες.
Πού διάθεση για κοινωνική προσφορά;
Δεν βαριέσαι! Όλοι οι άνθρωποι δεν γεννήθηκαν με το χάρισμα της προσφοράς και της γενναιοδωρίας.
Μια τέτοια γυναίκα φαινόμενο, σαν όλες αυτές των φιλανθρωπικών ιδρυμάτων, μέσα σε όλα, ήταν και η σύζυγος του επιχειρηματία ΚΚ.
Ήταν η Κυρία που θαύμαζε η σύζυγος του πελάτη μου.
Πελάτης και συμβία, πίστευαν και οι δύο τους ότι η αναδοχή της βάπτισης του γιού τους από σημαντικούς και επιφανείς ανθρώπους θα διεύρυναν και τους ορίζοντες της δικής τους οικογένειας.
Είχε με τα χρόνια καταφέρει ο πελάτης μου να φτιάξει μια αξιόλογη επιχείρηση σε παραγωγικό κλάδο και μέσα από κάποια επιχειρηματική συνεργασία συνάντησε τον επιχειρηματία που μεσουρανούσε στην δεκαετία του 2000.
Τον γνωστό ΚΚ. Αυτόν που είχε πάρει το βραβείο του επιχειρηματία της χρονιάς.
Ο ΚΚ ήταν αυτός που τον σύστησε στην συνέχεια στον Τραπεζίτη Ιωάννη Θ και αυτός χωρίς πολλά-πολλά του έβγαλε δύο μεγάλα δάνεια. Ένα για να συμμετάσχει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της εισηγμένης εταιρείας του ΚΚ και ένα δεύτερο για να συμμετάσχει στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας.
Ήταν τα γνωστά μετοχοδάνεια της εποχής εκείνης που τα έπαιρνες μόνο με εγγύηση τις ίδιες τις μετοχές και με δεύτερη επικουρική την προσωπική σου εγγύηση, που, όπως έλεγαν, την ήθελαν μόνο για τυπικούς λόγους.
Καμία σχέση με τα επισκευαστικά η στεγαστικά που δίνονταν στους μικροεμπόρους και τους έβαζαν να γράφουν προσημειώσεις και υποθήκες. Αν τυχόν φορούσαν και χρυσά δόντια, τα έβαζαν και αυτά στο ενέχυρο.
Η αποδοχή λοιπόν του σημαντικού ρόλου της πνευματικής μητέρας από την σύζυγο ενός επώνυμου επιχειρηματία, και όχι από κανένα αδελφοξάδελφο όπως κάνουν οι μικροαστοί που θέλουν αυτούς που τους έχουνε παντρέψει να βαφτίζουν και τα παιδιά τους, ήταν η έμμεση αναγνώριση τους από μια ανώτερη τάξη ανθρώπων.
Ο ΚΚ και η γυναίκα του δεν ήταν τυχαίοι. Εκτίμησαν φαίνεται την επαγγελματική τους άνοδο και είχε φτάσει ή ώρα να την επιβραβεύσουν και κοινωνικά.
Κουμπαριές της πλάκας για λίγους ψήφους κάνουνε μόνο οι πολιτικοί. Οι σοβαροί επιχειρηματίες κάνουνε κουμπαριές μόνο με ανθρώπους από τους οποίους έχουνε να πάρουνε κάτι ή να τους προτείνουν κάτι για να δώσουν.
Η βάπτιση λοιπόν του Ιάσονα, που τόσο πονοκέφαλο μας είχε προκαλέσει, από αυτόν τον επιχειρηματία ΚΚ θα ήταν η στέψη των προσπαθειών του πελάτη μου και της γυναίκας του να διεισδύσουν βαθύτερα στον στενό κύκλο σημαντικών ανθρώπων. Και να κάνουν μαζί τους όχι μόνο δουλειές αλλά να αναπτύξουν και κοινωνικές σχέσεις.
Ιάσονα, που ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας, από το σόι της μητέρας του τον λέγανε Θανάση.
Αν σας γεννήθηκε η απορία γιατί δεν βάπτισαν έτσι και το παιδί, η νονά ήταν αυτή που είπε ότι τα παιδιά δεν είναι σωστό να μεταφέρουν τα κακόηχα ονόματα των παππούδων τους.
Η νέα τάξη αυτών των ανθρώπων ήθελε τα παιδιά τους να έχουν ονόματα πιο επιβλητικά. Κάπως έτσι εξαφανίστηκαν από τα Ιδιωτικά σχολεία ονόματα σαν του Θανασάκη και της Μαρίτσας και άκουγες στο Κολλέγιο τα μισά αγόρια να τα λένε Πάρι και Ιάσωνα και τα μισά κορίτσια Αλκινόη, Μυρτώ και Νεφέλη.
Ονόματα σε ανεπάρκεια έγιναν και ο Γιωργάκης, ο Γιαννάκης, η Ελενίτσα και η Σούλα.
Κάποια ονόματα βέβαια που είχαν ιστορικές ρίζες μεγαλοπρέπειας διασώθηκαν. Απλά ο Κωστάκης έγινε Κωνσταντίνος και ο Μιχαλάκης Μιχαήλ.
Αναδρομικά και μόνο, και χάριν της επιμόρφωσης των μικροαστών αναγνωστών που κάθονται και διαβάζουν αυτή την ιστορία αντί να επαναλάβουν τον Αλχημιστή του Paolo Coelho, να επισημάνω ότι, όταν με τα χρόνια άρχισαν να φωνάζουν Ιάσονα, Μυρτώ και Νεφέλη κάθε καρυδιάς καρύδι, οι πρωτοπόροι κοσμικοί βρήκαν μια νέα παραλλαγή των κλασσικών ονομάτων. Ο Γιαννάκης έγινε Γιάννος, ο Νικολάκης Νικόλας και ούτω πώς λύθηκε προσωρινά αυτό το σημειολογικό πρόβλημα της ονοματοδοσίας των τέκνων επιφανών προσώπων, που έπρεπε ακόμη και τα ονόματα τους να ξεχωρίζουν από αυτά των παιδιών της πλέμπας.
Ας αφήσουμε όμως την σημειολογική ανάλυση των ονομάτων για να περάσουμε στο όμορφο προσκλητήριο που η γυναίκα μου ακόμη και σήμερα το έχει φυλαγμένο. Τόσο μεγάλη εντύπωση της είχε κάνει.
Η πρόσκληση λοιπόν της βάπτισης, τυπωμένης σε πάπυρο διακοσίων γραμμαρίων όπως λένε στην γλώσσα τους οι τυπογράφοι θύμιζε προσκλητήρια βασιλικής οικογένειας. Με πλήρη και ακριβή περιγραφή του τελετουργικού.
Οι τυχεροί καλεσμένοι, μεταξύ των οποίων και εμείς φυσικά, διαβάσαμε στο προσκλητήριο ότι μετά την εκκλησία θα ακολουθούσε δεξίωση σε club των βορείων Προαστίων που θα περιλάμβανε welcome drink, buffet, και σύντομο χαιρετισμό της συζύγου του επιχειρηματία ΚΚ για τις δραστηριότητες του Ιδρύματος της.
Πρόγραμμα κανονικό και όχι κανένα προσκλητήριο της πλάκας. Μέχρι και λεπτομέρειες για ένα μετακλητό από την Βραζιλία χορευτικό συγκρότημα και για ένα τραγουδιστή με όμορφο σώμα που θα διασκέδαζε τους καλεσμένους βρήκαμε γραμμένα μέσα.
Φυσικά μέσα στο φάκελο υπήρχε χάρτης για την εκκλησία και τέλος μια διακριτική κάρτα εισόδου για το μεγάλο club.
Λίγες μέρες πριν τα βαφτίσια, είχα συναντήσει τον πελάτη μου και τον ευχαρίστησα. Από αυτόν έμαθα λεπτομέρειες που είχαν δημιουργήσει προβληματισμούς σε γονείς και κουμπάρους.
Ο χώρος της δεξίωσης είναι πάντα ένα μείζον θέμα. Κάθε τάξη έχει τους δικούς της χώρους.
Ταβέρνες της Βαρυμπόμπης διαλέγουν οι νιόνυμφοι των δυτικών προαστίων, αίθουσες ξενοδοχείων κλιματιζόμενες οι απλοί υπάλληλοι, club στην παραλιακή οι ανερχόμενοι executives.
Τι μένει λοιπόν να διαλέξει η ανώτερη κοινωνική τάξη για να ξεχωρίσει και να γίνει talk of the town όπως έλεγε ο επαρχιώτης εκδότης που σάρωνε το Lifestyle και υποδείκνυε τα one hundred things you have to live before you die;
Μου έλεγε λοιπόν ότι προτού επιλέξουν τον συγκεκριμένο χώρο δεξίωσης στο μεγάλο club νονά και μητέρα του Ιάσονα είχαν κατεβάσει άλλες δυο εναλλακτικές.
H πρώτη ήταν το Chiragan, εάν η βάπτιση γίνονταν στο Πατριαρχείο, και η δεύτερη βάπτιση σε εκκλησάκι του Παλαιού Φαλήρου με δεξίωση σε παροπλισμένο αντιτορπιλικό.
Η πρώτη απορρίφθηκε για να μην δείξει η νονά ότι μιμείται την σύζυγο ενός μεγάλου βιομήχανου, από τους λεγόμενους Πατριάρχες της Ελληνικής βιομηχανίας, και η δεύτερη γιατί φοβόντουσαν μην στραβοπατήσει κανένας βλάχος από τους συγγενείς της μητέρας των ώρα που θα ανέβαινε την ξύλινη κρεμαστή σκάλα και πέσει μες τη θάλασσα και πνιγεί.
Θα περνούσαν χρόνια για να μετουσιωθεί σε πράξη η δεύτερη ιδέα της νονάς από τηλεπαρουσιάστρια της εγχώριας show biz που έκανε γαμήλια δεξίωση σε αντιτορπιλικό, αλλά εκεί οι καλεσμένοι ήταν μανεκέν, μοντέλα και αθλητές και αυτά όλα ήταν καλογυμνασμένα παιδιά που δεν διέτρεξαν τέτοιο κίνδυνο.
Η φιλόπατρις πεθερά της τηλεπαρουσιάστριας, σε ένδειξη σεβασμού στον χώρο, είχε προσφέρει και pourboire στο Πολεμικό Ναυτικό πέντε ολόκληρα χιλιάρικα Ευρώ.
Την περιμέναμε με αγωνία την μέρα αυτής της βάφτισης. Μισή ώρα νωρίτερα στην Εκκλησία.
Φωτορεπόρτερ, βιντεολήπτες -ακόμη και οι απλοί καλεσμένοι με τα κινητά τους- δεν ήθελαν να χάσουν καμιά εικόνα από το μεγάλο γεγονός.
Η βάπτιση θα γίνονταν σε μια κοντινή με το διάσημο club εκκλησία.
Ο Αρχιμανδρίτης Φιλότεκνος, κάποιας περιφερειακής εκκλησίας της Βόρειας Ελλάδας που τον γνώριζε η μια γιαγιά από τότε που ήταν παπάς, θα χοροστατούσε στο μυστήριο.
«Καλά, πώς και δεν κάνανε ρεζερβέ τον Αρχιεπίσκοπο;», ρώτησε κάποια.
Παπάς, δεσπότης, αρχιερέας, ό,τι και να ‘ναι ο Χοροστάτης, δύσκολα τα ξεχωρίζεις. Όλοι τους φορτωμένοι με σταυρούς, καλυμμαύχια και χρυσούς τζερτζελέδες είναι. Περπατάνε και κουδουνίζουνε.
Σημασία είχε ότι ο συγκεκριμένος Αρχιμανδρίτης έκανε ένα άψογο μυστήριο που κύλησε χωρίς απρόοπτα συμβάντα.
Τα κλάματα και το κατούρημα που κάνουν συνήθως τα μωρά στην κολυμπήθρα συμβαίνουν ακόμη και σε βασιλικά βαφτίσια και είναι αυτά που κάνουν τους καλεσμένους να γελάσουν.
Δεν έλειψαν και τα χωρατά για το πουλάκι του Ιάσονα που από το τρακ είχε μπει μέσα του κακομοίρη και έκανε την Μαρίνα, την γραμματέα του πελάτη μου, να χασκογελάει και να λέει στην κολλητή της ότι της θύμιζε το πέος του Εργοδότη της.
«Πού το ξέρει η πουτάνα;» αναρωτήθηκε η γυναίκα μου που την άκουσε.
«Σταμάτα ρε γυναίκα να μιλάς έτσι μέσα σε εκκλησία είμαστε. Δεν σέβεσαι τον χώρο;» την είχα επιπλήξει, για να μη δώσω συνέχεια και καρφώσω τον φίλο μου.
Το ήξερα ότι είχε κρυφή σχέση με την Μαρίνα. Δεν ήταν ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που τα είχε με την γραμματέα του.
Μετά την λειτουργία, ακολούθησαν οι καθιερωμένες παστίτσες και τα γλειφιτζούρια που μοιράζονται στα παιδιά.
Είχε φτάσει πιά η ώρα να πάμε στο μεγάλο club. Όπως ακριβώς προβλεπόταν χρονικά στις λεπτομέρειες της πρόσκλησης.
«Επιτέλους» είπε η γυναίκα μου. «Αχ Αλέξη, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο περίμενα αυτή την στιγμή».
Ήταν κάτι το ανεπανάληπτο! Μου έκαναν εντύπωση όλα όσα με επιμέλεια είχε φροντίσει η εταιρεία που ανέλαβε το project.
Το σκηνικό αυτό έμεινε βαθιά χαραγμένο στις μνήμες της κοινωνικής μου αγωγής.
Αποδείκνυε έμπρακτα την δημιουργική φαντασία του Εργολάβου που ανέλαβε το event.
Τον θυμάμαι τον μπαγάσα να αυτοσυστήνεται στις Κυρίες ότι η εταιρεία του, μια ΕΠΕ με δυόμισι χιλιάδες Ευρώ κεφάλαιο όλο κι όλο, αναλαμβάνει δεξιώσεις μόνο επωνύμων.
Α, και ότι ήταν κλεισμένος για τους επόμενους τρείς μήνες.
Έλεγε ο δαιμόνιος επιχειρηματίας, εμπιστευτικά κιόλας, ότι η Εταιρεία του έχει την δυνατότητα με ένα πρόσθετο κόστος στο πακέτο προσφοράς να προσκαλεί άτομα της show biz, που μπορεί να μην γνωρίζουν ούτε την φάτσα εκείνου που κάνει την δεξίωση αλλά ομορφαίνουν την εκδήλωση και της δίνουν μια κοσμοπολίτικη essence.
Ένα δεύτερο συμπληρωματικό πακέτο, λίγο πιο ακριβό, θα μπορούσε να περιλαμβάνει και την δημοσίευση φωτογραφιών από το event στις κοινωνικές στήλες περιοδικών και εφημερίδων.
Αυτό εξηγεί γιατί πολλές φορές σε δεξιώσεις βλέπεις τίποτα βουλευτές, μανεκέν, τηλεπαρουσιάστριες, πλαστικούς χειρούργους, αθλητές, ανθρώπους της διανόησης η και άλλες πολλές celebrities και φεύγεις με την απορία πώς γνώρισε όλους αυτούς τους μαϊντανούς ο σκατόβλαχος που σε κάλεσε.
Εντάξει, εμένα δεν με παραξένεψε που υπάρχουν εταιρείες παροχής τέτοιων Υπηρεσιών, όσο ότι υπήρχαν δημοσιογράφοι που τα έπαιρναν για να τους προβάλλουν.
Σε ρωτούσαν «Θέλεις την Καίτη Πορτοκαλιά με πεντακόσια Ευρώ το μονόστηλο και δύο φωτογραφίες ή την Χριστίνα Λοχαγού με δύο χιλιάρικα ολοσέλιδο και όσες φωτογραφίες χωράνε μέσα;».
«Μα είναι δυνατόν δημοσιογράφοι να κάνουν τέτοια πράγματα;» με ρώτησε η γυναίκα μου.
Τι να της πεις; Τέλος πάντων!
Στην είσοδο λοιπόν του μεγάλου αυτού Club των Βορείων Προαστίων θυμάμαι ακόμη τα πολύχρωμα μπαλόνια με την χάρτινη ταμπελίτσα που έγραφε «The party is here».
Δύο καλλίγραμμες δεσποινίδες κρατούσαν την κατάσταση καλεσμένων με το seating plan και υποδέχονταν χαμογελαστά τους καλεσμένους. Είχε προηγηθεί ένα σκανάρισμα, με φορητό ανιχνευτή μετάλλων, στην είσοδο από τους μπράβους της ασφάλειας του νονού επιχειρηματία ΚΚ.
Όλα πήγαν καλά όμως. Κανένας δεν βρέθηκε να χαλάσει εκείνη την βραδιά.
Οι όμορφες δεσποινίδες με τα μαύρα εφαρμοστά φορέματα, τις οποίες ορέγονταν επώνυμοι και ανώνυμοι, ήταν αυτές που υποδείκνυαν σε ποιο τραπέζι έπρεπε να καθίσει ο κάθε καλεσμένος.
Φυσικά, στα μπροστινά τραπέζια, αυτά που ήταν κοντά στην μεγάλη πισίνα, η νονά και η μητέρα είχαν τοποθετήσει τους νέους τους φίλους, επιχειρηματίες και τραπεζίτες. Πιθανόν κατά σειρά που να ανταποκρίνεται στο ενεργητικό των εταιρειών τους.
Λίγο πιο πίσω, στη δεύτερη σειρά, είχαν βάλει τους βουλευτές και τους πολιτευτές της εκλογικής τους περιφέρειας.
Ξίνισε λίγο μια Νικόλ αλλά το κατάπιε γιατί ο πεθερός της έδινε πολλές ψήφους.
Στα πίσω τραπέζια έστελναν κάτι ξαδέλφια και συγγενείς της γυναίκας του πελάτη μου από την Κατερίνη και το Λιτόχωρο που τους είχαν καλέσει μάλλον από υποχρέωση και λιγότερο γιατί επιθυμούσαν να τους δουν.
Κάπου εκεί έβαλαν και εμάς και να πω την αλήθεια μου καθόλου δεν με πείραξε. Ίσα -ίσα που ήταν υπερυψωμένα και κάναμε χάζι.
Τι μου ‘ρθε να αστειευτώ με τη γυναίκα μου και να της πω ότι, εάν ήταν και αυτή σε κανένα Ίδρυμα , θα πιάναμε καλύτερη θέση;
«Εσένα ειδικά και πολύ σου πάει σε καλέσανε» είχε έτοιμη την απάντηση η άτιμη. «Σταμάτα να μιλάς και άσε με να δω. Ζω ένα όνειρο» μου είπε.
Δεν είπα κουβέντα. Μόνο έβλεπα.
Τι έβλεπα;
Να, τους επώνυμους των μπροστινών τραπεζιών, αυτούς που στο club αυτό είχαν έρθει πολλές φορές, να χαιρετούν με ανωτερότητα τα γκαρσόνια, γνωρίζοντας ακόμη και το μικρό τους όνομα ή και ποιας ποδοσφαιρικής ομάδας ήταν οπαδοί, και να πηγαίνουν κατευθείαν στα γνώριμα τους κατατόπια.
Ο δύστυχοι μακρινοί συγγενείς έμπαιναν σαν φοβισμένοι και δεν πίστευαν στα μάτια τους το νέο περιβάλλον στο οποίο είχαν διεισδύσει οι γονείς του Ιάσωνα. Έκαναν τις ίδιες και τις ίδιες ερωτήσεις και σχολίαζαν όλοι τα ίδια ακριβώς πράγματα.
Αυτοί οι μακρινοί συγγενείς, εξοικειωμένοι μόνο με τις οικογενειακές ταβέρνες της περιοχής τους, δεν γνώριζαν το περιβάλλον και το πρώτο που ήθελαν ήταν να πάνε στην τουαλέτα για να ελέγξουν εάν η εμφάνιση τους άρμοζε με το κοσμοπολίτικο μέρος που προσκλήθηκαν.
Οι γυναίκες, βέβαια, την ώρα που έριχναν την τελευταία στρώση rouge, δεν παρέλειπαν με μια δόση χαιρεκακίας να σχολιάσουν πόσο τυχερή ήταν η νύφη που ξέφυγε από τα θλιβερά μέρη της επαρχίας και ζούσε τώρα στα Βόρεια Προάστια.
Μια στριμμένη τέλος Αθηναία, ξεπεσμένη από την προηγούμενη φουρνιά των επιχειρηματιών της δεκαετίας του ’80, δεν παρέλειψε να πει για την μητέρα του νεοβάπτιστου «Κοίτα το βλαχαδερό που έμαθε και το club».
Ανθρώπινες μικροκακίες που αποτελούν τροχοπέδη στη συμφιλίωση των τάξεων και δεν αξίζει να ασχοληθούμε περισσότερο.
Όλα όμως ήταν καλοσχεδιασμένα και μελετημένα.
Ειδικός χώρος είχε προβλεφθεί, στην πίσω πλευρά του club, για να κάθονται και να πίνουν τα ποτά τους οι φουσκωτοί που συνόδευαν ορισμένους επιχειρηματίες και οι Φιλιππινέζες που πρόσεχαν τα παιδιά.
Ακόμη και τα παιδιά όμως δεν τα είχαν αφήσει στην τύχη τους. Ένας κλόουν και μια παιδαγωγός φρόντιζαν για την απασχόληση τους σε ειδικά διαμορφωμένο παιδότοπο.
«Βλέπεις, βρε, πώς ενδιαφέρονται για τα παιδιά τους;» μου ξανάνοιξε την συζήτηση η γυναίκα μου.
Δεν είχε άδικό σ’ αυτό. Δεν τα ‘στελναν σε ένα δωμάτιο να χαζεύουν τηλεόραση η να τα κάθονται αμίλητα δίπλα τους και να παίζουν με τα κινητά των γονιών τους όπως έκαναν όλοι οι γνωστοί μας στις ταβέρνες που συνήθιζαν να μας πηγαίνουν μετά τα βαφτίσια. Από την πιο ευαίσθητη ηλικία τους οι προσλαμβάνουσες της νεοαστικής αυτής τάξης είχαν μια διαφορετική ποιότητα.
Και για να συμπληρώσω όλα όσα αφορούσαν την υποδοχή θυμάμαι ότι, πριν πάμε να καθίσουμε στα τραπέζια μας, ένας ευγενικός Kύριος μας καλωσόρισε και μας πρόσφερε το welcome drink που συνοδευόταν από ένα deep λαχανικών και sauce.
Ο Κύριος αυτός, maître τον λένε, σε όσους δεν μας ήξερε από προηγούμενες δεξιώσεις μας έκανε και μια υπόδειξη:
«Σας παρακαλώ, Κύριοι, όταν ανοίξει ο μπουφές, για να μην υπάρχει συνωστισμός, θα σας φωνάζουμε εμείς με τον αριθμό του τραπεζιού σας.»
Αφού είχαμε για τα καλά πια τακτοποιηθεί στα τραπέζια μας, περιμέναμε πιά τον Κύριο για να εκφωνήσει τους αριθμούς των τραπεζιών μας.
Είχε κάποτε έρθει και η σειρά μας να περάσουμε στο κυρίως buffet.
Ένας πλούσιος μπουφές στολισμένος με φαντασία από τον chef του club, αυτόν για τον οποίο οι παλιοί πελάτες γνώριζαν όχι μόνο το όνομα του αλλά και τις γαστρονομικές του εκπλήξεις που κάθε φορά ετοίμαζε.
«Για να δούμε, ρε Βασίλη, τι μας έχει φτιάξει σήμερα» άκουσα κάποιον να λέει αλλά δεν δώσαμε σημασία.
Οι αδαείς και οι βιαστικοί επαρχιώτες συγγενείς της συζύγου του πελάτη μου, αγνοώντας την σειρά προτεραιότητας των τραπεζιών και γράφοντας στα @ρχίδι@ τους τον maître σηκώνονταν από τα πίσω τραπέζια, στριμώχνονταν σαν μπουλούκια στο buffet και φόρτωναν σε ένα πιάτο ό,τι έβρισκαν. Από σαλάτες μέχρι ριζότο και από μπιφτέκια μέχρι ψάρι με μαγιονέζα. Όλα ανακατεμένα μεταξύ τους και σε ποσότητες που ξεχείλιζαν από το πιάτο.
Η εικόνα αυτή προκαλούσε τόσο αηδία στους connoisseurs επιχειρηματίες και τους νέους φίλους της οικογένειας που την διάκρινα στο βλέμμα τους. Κρατούσαν στην ουρά απόσταση τέτοια, που και καμιά σάλτσα να χυνόταν δεν υπήρχε κίνδυνος να τους λερώσει.
Όμως. είναι ευγενικοί άνθρωποι οι connoisseurs και δεν έκαναν καμία παρατήρηση ή σχόλιο στους άξεστους επαρχιώτες.
Τους κοιτάζαν μόνο με συμπόνοια και πιθανόν από μέσα τους να τους δικαιολογούσαν. Οι απλοί άνθρωποι αγνοούν τα μυστικά της γευσιγνωσίας.
Αυτούς τους γευσιγνώστες, ή γκουρμέδες με πιο απλά λόγια, τους έβλεπα να ξεκινούν με μια σαλάτα με σολομό. Δεν μπέρδευαν δηλαδή τις γεύσεις. Άλλαζαν στην συνέχεια πιάτο για το risotto η ζυμαρικό, πάντα σε μικρές ποσότητες, και περνούσαν μετά σε λίγο ψάρι, αφού πάλι είχαν αλλάξει πιάτο.
Ενδιάμεσα έπαιρναν ένα sorbet για να καθαρίσει το στόμα, όπως τους άκουσα να λένε, και περίμεναν με υπομονή πάντα το πιάτο του chef που ήταν η έκπληξη για το τέλος.
Αυτή την φορά, ο chef είχε ετοιμάσει γουρουνόπουλο ψητό στα κάρβουνα με κρούστα από καραμελωμένα σκόρδα και γέμιση της κοιλιάς με foie gras.
Για να ανεβάσει περισσότερο την γαστρονομική λίμπιντο, είχε και ένα πολίτικο γύρο με ατόφια κομμάτια από αρνί και μοσχάρι που ψηνόταν τυλιγμένος σε λαδόκολλα γεμάτη με μυρωδικά.
Η αναμονή για την έμπνευση του chef, ο στολισμός του γουρουνιού με ένα μήλο στο στόμα και δυο πιπεριές στα αυτιά, και η μυρωδιά της τσίκνας που ανέδυε το καμένο λίπος του γύρου άνοιξαν την όρεξη ακόμη και αυτών των επωνύμων επιχειρηματιών.
Τι πιο νόστιμο υπάρχει από ένα τρυφερό γουρουνάκι και γύρο συνοδευμένο με τζατζίκι, κρεμμύδια, πίτες και λιβανέζικη σαλάτα για την ισορροπία της διατροφής;
Πρώτη φόρα έβλεπα επώνυμους να ρίχνουν κάτω τις μάσκες της αγωγής τους.
Είχε έρθει η ώρα που γέμιζαν και αυτοί τα πιάτα τους και οι πιο παρακατιανοί από τους καλεσμένους, που τους έβλεπαν, αισθάνθηκαν εκείνη τη στιγμή την ικανοποίηση να είναι στην ίδια ουρά αναμονής με γνωστούς επιχειρηματίες που, μετά από τo risotto, τον ροφό και το sorbet καθαρισμού της γεύσης, φόρτωναν και αυτοί το πιάτα τους με κρεατικά.
Ήταν λοιπόν και οι επώνυμοι σαν κι αυτούς. Πεινασμένοι και λαίμαργοι που τσιμπολογούσαν τις πέτσες του γουρουνιού από την πιατέλα και έγλειφαν και αυτοί τα λαδωμένα δάχτυλα τους.
Η εικόνα αυτή έκανε την ξινή και ξεπεσμένη Αθηναία -που στον κόρακα την βρήκανε και την καλέσανε;- να πει στον υπερήλικα σύζυγο της ότι έχει δίκιο ο George Orwell που έλεγε «ότι, από όλες τις μορφές στέρησης της παιδικής ηλικίας, η μόνη που έχει μνήμη είναι η πείνα».
«Νηστικό αρκούδι δεν χορεύει» λέει ο σοφός λαός, « αλλά μουσική ακούει ευχάριστα» θα μπορούσε κάποιος να συμπληρώσει.
Το γεύμα συνόδευε σε όλη την διάρκεια του μια απαλή μουσική σαν κι αυτή που βάζουν τα super markets για να μεταδίδουν ηρεμία στους πελάτες και να τους βοηθάει να σκέφτονται τι άλλο χρειάζονται να αγοράσουν για να γεμίσουν δύο καρότσια.
Η μουσική δυνάμωνε σταδιακά, όσο το γεύμα πλησίαζε στο τέλος του.
Και όταν τα γκαρσόνια άρχισαν να μαζεύουν τα πιατικά, τότε έκανε την εμφάνιση του το πολυμελές χορευτικό συγκρότημα από την Βραζιλία, με μαύρους και μαύρες χορεύτριες ντυμένες στα λευκά.
Στο χορό πρωτοστάτησαν τα πιο νεαρά ζευγάρια αλλά κι εκεί δεν έλειψαν οι εκπλήξεις, καθώς οι μαύροι χορευτές είχαν δασκαλευτεί, για να δημιουργήσουν κέφι, να σηκώνουν καλεσμένους.
Έτσι, έβλεπες τις νεαρές χορεύτριες με τα μικροσκοπικά μαγιό και τα χαρακτηριστικά πούπουλα που καλύπτουν τις ευαίσθητες περιοχές, να χορεύουν κολλητά σε ιδρωμένους μεσήλικες και τους μαύρους ημίγυμνους χορευτές να κρατούν σφιχτά ώριμες κυρίες.
Δεν έλειπαν βέβαια τα πειράγματα όταν έβλεπαν κανένα, δήθεν πιο άνετο, να χαϊδεύει την Βραζιλιάνα συνοδό του και να της βάζει εικοσάευρω στο σουτιέν της, η καμία πεταχτή Κυρία να κολλάει το σώμα της πάνω στο υπερμέγεθες πέος κάποιου μαύρου χορευτή.
Κάτι τέτοια μας ανέβασαν το κέφι στην δεξίωση και έδωσαν και τροφή για άλλη μια παρατήρηση της γυναίκας μου.
«Βλέπεις βρε πόσο άνετοι και αυθόρμητοι είναι οι άνθρωποι αυτής της τάξης; Χορεύει η άλλη με τον σκυλάραπα, του τον πιάνει μπροστά σε όλο τον κόσμο και ο σύζυγος της γελάει. Ξέρεις γιατί; Της έχει εμπιστοσύνη. Δεν είναι κομπλεξικός ό άνθρωπος. Αν στο έκανα αυτό εγώ βρέ…»
Περνούσα τόσο καλά που δεν έδινα μία στο τι σχολίαζε η γυναίκα μου.
Μέχρι που άκουσα ρυθμικά κάποιες Κυρίες να φωνάζουν «Λάκης, Λάκης» και να κάνει την εμφάνιση του ο νεαρός τραγουδιστής.
Όμορφο παιδί αυτός ο τραγουδιστής, με δυνατές πλάτες και καλοσχηματισμένους κοιλιακούς, έκανε μέχρι και κωλοτούμπες στον αέρα την ώρα που τραγουδούσε με την συνοδεία του play back.
Τσίριζαν τα παιδιά, τσίριζαν οι Κυρίες από τον ενθουσιασμό τους, χειροκροτούσε ενθουσιασμένη και η βλαμμένη η γυναίκα μου. Μέχρι που με παρατήρησε.
«Μη μου ότι δεν σου αρέσει ο Λάκης Κουβάς; Δεν σε βλέπω να διασκεδάζεις. Αυτά βρε είναι χαρούμενα τραγούδια για την περίσταση. Αλλά εσύ μου βγήκες προοδευτικός ανάθεμα σε και με έχεις ζαλίσει με την Μποφίλιου και τον Θηβαίο»
Τι να της πεις;
Ότι αυτοί που ακούνε τους αντισυστημικούς Κότσιρα και Μαχαιρίτσα -και εξάπτεται η επαναστατικότητα τους- κάτι τέτοιους τραγουδιστές τους λένε ατάλαντους;
Αλλά πάλι, μήπως είναι άδική αυτή η σύγκριση;
Μάλλον ναι. Γιατί με την ίδια λογική και ο Μαχαιρίτσας, που όχι μόνο δεν μπορεί να κάνει κωλοτούμπα στον αέρα αλλά ούτε να σκύψει δεν μπορεί με την κοιλάρα που έχει, του λείπει το ταλέντο να διασκεδάζει παιδάκια και να ανάβει ερωτικά παλιμπαιδίζουσες σαραντάρες με ανικανοποίητη λίμπιντο.
Δεν βαριέσαι αδελφέ!
Τα μικρά παιδιά ενθουσιασμένα από τραγούδια για μακαρόνια και κιμά αγκάλιαζαν τον γυμνασμένο τραγουδιστή και έβγαζαν μαζί του φωτογραφίες. Θα τις αγόραζαν σίγουρα οι γονείς τους κατά την αποχώρηση τους από τον φωτογράφο της διοργανώτριας εταιρείας του event με δεκά ευρώ τη μία.
Κάποιες από τις κυρίες δεν δίστασαν με αφάνταστη οικειότητα να προσκαλέσουν στα τραπέζια τους τον όμορφο τραγουδιστή και να τον ρωτήσουν σε ποιο κέντρο θα τραγουδήσει τον χειμώνα.
Από δίπλα του, σαν κολλιτσίδα ο Υπεύθυνος του event μη και τυχόν κλείσει o τραγουδιστής καμία συμφωνία και το πρακτορείο χάσει την προμήθεια του, διευκρίνιζε ότι, εκτός από βαφτίσια, το παλικάρι πάει σε παιδικά πάρτι, σε γάμους και αρραβώνες και σε επετειακά ταξίδια εκπλήξεις.
«Τι είναι τούτο πάλι το τελευταίο;», αναρωτήθηκε μια Κυρία.
Τον λόγο πήρε αμέσως ο PR Manager της δεξίωσης γιατί ήξερε ότι ο τραγουδιστής δυσκολεύεται να φτιάξει προτάσεις που βγάζουν νόημα.
Τον είχε όμως δίπλα του για να χαμογελάει και να δείχνει τα άσπρα του δόντια. Μόνο ένας φλύαρος δημοσιοσχεσίτης θα μπορούσε να δώσει λεπτομέρειες για το τι προσφέρει αυτή η νέα επιχειρηματική ιδέα του εργολάβου δημοσίων σχέσεων.
Τι πρότεινε λοιπόν αυτό το τέρας της επιχειρηματικής πρωτοβουλίας σε κάποιον που ήθελε να κάνει έκπληξη στην σύζυγο του για τα γενέθλια της;
Να κλείσουν ένα σκάφος και ο σύζυγος -ο μαλάκας δηλαδή που θα πληρώσει- να πει στη γυναίκα του ότι θα περάσουν μια ρομαντική βραδιά, μόνοι τους οι δύο, για να γιορτάσουν την επέτειο. Δεν θα της έλεγε περισσότερα πράγματα.
Και να της έλεγε βέβαια τίποτα δεν θα άλλαζε γιατί στο colpo grosso ήτανε ανακατεμένοι τόσοι πολλοί νοματαίοι που μόνο αν η γυναίκα του ήταν κανένα βόδι δεν θα καταλάβαινε κάτι.
Καπετάνιοι, Φιλιππινέζες, φωτογράφοι και κοσμικογράφοι και ένας ολόκληρος συρφετός μαζί με τους φίλους του ζευγαριού είχαν έγκαιρα ειδοποιηθεί για το ταξίδι έκπληξη. Ε, όλο και κάποια μαλακισμένη από τις φίλες της θα την έπαιρνε τηλέφωνο για να της χαλάσει την έκπληξη.
Η σύζυγος λοιπόν, που είχε μάθει τι ετοιμαζότανε, φρόντιζε να είναι άψογα ντυμένη και χτενισμένη και πήγαινε, τάχα χωρίς να γνωρίζει τι την περιμένει, στην μαρίνα της Βουλιαγμένης.
Ο μαλάκας μάλιστα που πλήρωνε, για να κάνει την συνάντηση πιο αυθόρμητη, της έδινε ραντεβού κατευθείαν μετά το γραφείο.
Το μικρό ταξίδι ξεκινούσε το δειλινό και μόλις ανοίγονταν μέχρι τις Φλέβες, ο καπετάνιος, που ήξερε το παιγνίδι, έσβηνε φώτα και μηχανή.
Η σύζυγος, που δήθεν δεν ήξερε τίποτα, αγκάλιαζε φοβισμένη τον άντρα της και αυτός της έλεγε να περάσουν στην τραπεζαρία του σκάφους να δουν τι γίνεται.
Ξαφνικά. τα φώτα άνοιγαν και η ανυποψίαστη, τάχα μου, σύζυγος έβλεπε όλους τους φίλους της οικογένειας με τις γυναίκες τους να χειροκροτούν και να τσουγκρίζουν στην υγεία τους.
Όλοι έπιναν σαμπάνια και εύχονταν χαμογελαστοί στο ζευγάρι να είναι πάντα αγαπημένοι.
Θα είναι, φαντάζομαι από τις περιγραφές αυτών που έχουν βιώσει την εμπειρία, μια ανθρώπινη και συγκινητική στιγμή που δείχνει ότι οι ανώτεροι άνθρωποι έχουν πραγματικούς φίλους.
Αλλά αν νομίζετε ότι οι εκπλήξεις σταματούσαν εδώ πλανάσθε. Υπήρχε και συνέχεια.
Ο καπετάνιος μιλούσε για ένα καλεσμένο που θα έβγαινε σε λίγο από την καμπίνα του και ήθελε και αυτός να τους ευχηθεί να ζήσουν.
Ποιος να ήταν άραγε; Ποιος; Τους έτρωγε όλους η αγωνία.
Μέχρι που άνοιγε μια καμπίνα και περνούσε στο σαλόνι ένας -γνωστός στους κοσμικούς – ευτραφής κοσμηματοπώλης. Ντυμένος άψογα με το κλασικό του blazer και το μαντηλάκι στο πέτο. Και με χαμόγελο που υπονοούσε ότι κάτι είχε.
«Να μην ευχηθώ και εγώ να ζήσετε;» τους έλεγε και έκανε αμέσως την μαγική κίνηση. Να βγάλει από την τσέπη του σακακιού του ένα μικρό βελούδινο κουτάκι.
Δεν το άνοιγε αμέσως για να κορυφώσει την αγωνία. Έλεγε μόνο ότι έχει κάτι σπάνιο μέσα του, κάτι που φανερώνει την αγάπη και την φροντίδα εκείνου που το διάλεξε.
Και έδειχνε τον μαλάκα που του τα ακούμπησε.
Θα συνέχιζε -φαντάζομαι -την πολυλογία αυτός ο γλίτσουρας κοσμηματοπώλης που τον είδα εκείνη τη βραδιά να γυρίζει από τραπέζι σε τραπέζι.
«Είναι ένα εξαιρετικό διαμάντι πάνω σε μονόπετρο. Μου το έχει φέρει ο Pascal» θα τους έλεγε.
Δεν είναι όποιος- όποιος ο Pascal. Είναι o Βέλγος συνεργάτης του, όπως έμαθα Αυτός που έχει όλες τις γνωριμίες στη Νότια Αφρική και διαλέγει τα καλύτερα κομμάτια.
Αφού τέλειωναν αυτά τα πανηγύρια, θα ακολουθούσε -σύμφωνα με το πακέτο του προγράμματος- καθιστό δείπνο στο deck προετοιμασμένο από private chef, η τούρτα και οι υπόλοιπες μαλακίες που γίνονται σε αυτά τα καραγκιοζιλίκια και μου απορρύθμισαν τον ειρμό των σκέψεων για αυτά που έγιναν την βραδιά εκείνη της δεξίωσης.
Έχασα πολύτιμό χρόνο, και πιθανόν να κούρασα λίγο τους αναγνώστες, με τα ταξίδια εκπλήξεις των ανθρώπων που θέλουν να ξεχωρίζουν.
Οι προσκεκλημένοι λοιπόν, της αλησμόνητης εκείνης μέρας της βάπτισης, μετά το φαγητό, βαριοί από τον πικάντικο πολίτικο γύρο και το γουρουνόπουλο, κουρασμένοι και από τα decibel του βραζιλιάνικου χορευτικού συγκροτήματος το ρίξανε στην αμπελοφιλοσοφία της χώνεψης.
Οι γονείς του Ιάσονα περνούσαν από τραπέζι σε τραπέζι για να τους ρωτήσουν πως περνάνε και εάν διασκεδάζουν.
Οι καλεσμένοι, όπως πάντα, λένε ότι περνούν υπέροχα, ακόμη και αν σκυλοβαριούνται και περιμένουν να φάνε μόνο το γλυκό για να σηκωθούν να φύγουν. Μόνο καλά λόγια είχαν να πουν για την πρωτοβουλία τους να θυσιάσουν τα δώρα που θα έπαιρναν για τα φτωχά παιδιά ενός ιδρύματος.
Και όσο για την νονά…..Την νονά οι πελάτες μου δεν την σύστηναν σε όποιους και όποιους.
Στους απλούς καλεσμένους, που κάθονται στα ορεινά τραπέζια του club και τους τρώγανε στην μάπα από υποχρέωση, ούτε που σκέφθηκαν να την συστήσουν.
Αισθάνονταν ντροπή για λογαριασμό τους και τους είχαν κρυμμένους. Αυτοί δεν καταλαβαίνουν από ευεργεσίες και φιλανθρωπίες.
Και πολύ τους έπεφτε που τους είχαν καλέσει.
Οι δύσμοιροι μετά από αυτό ξεκοίλιασμα χαλάρωναν με τον δικό τους τρόπο. Οι άντρες είχαν ξελύσει τις γραβάτες, που ασφυκτιούσαν στους ιδρωμένους λαιμούς τους, και οι γυναίκες κάτω από τα τραπέζια είχαν βγάλει τις γόβες τους και σταύρωναν τα πόδια τους.
Θυμάμαι ακόμα, τη νονά του Ιάσονα να φωτογραφίζεται με άλλες κυρίες. Οι γυναίκες σύζυγοι των ανερχόμενων επιχειρηματιών θέλουν πάντα μια φωτογραφία με σημαντικά πρόσωπα.
Πώς κάνουν οι πολιτικοί των βαλκανικών χωρών όταν γίνονται δεκτοί από κανένα μεγάλο ηγέτη;
Φωτογραφίζονται πάντα μαζί του και την επόμενη μέρα δείχνουν φωτογραφίες στους ιθαγενείς.
Μα τι άλλο, τι άλλο έγινε σε αυτή την δεξίωση; Προσπαθώ να θυμηθώ και δεν μου έρχεται.
Α, ναι! Ο πατέρας του Ιάσονα, ο πελάτης μου δηλαδή, ξεθάρρεψε και αποφάσισε να πάρει τον λόγο σε ένα διάλειμμα του χορού.
Σφυρίγματα, «Πες τα μεγάλε» και παλαμάκια από τους κολλητούς του δημιούργησαν μικρή αμηχανία.
Πιθανόν να τον εξέθεσαν στους μεγάλους φίλους του που οι νεοαστικοί τους τρόποι δεν επιτρέπουν τέτοιες λαϊκές αντιδράσεις.
Το ξεπέρασε όμως το τρακ, και άρχισε να μιλάει για το φιλανθρωπικό έργο της κουμπάρας του και του εμπνευστή του ιδρύματος.
Τόνισε με έμφαση ότι πρόκειται για ανθρώπους που, χωρίς κανένα κέρδος, αφιερώνουν χρόνο σε αυτό το ίδρυμα και μεταφέρουν επιχειρηματικές ιδέες για την αύξηση των εσόδων και την ευόδωση των σκοπών του.
Και άρχισε να τις απαριθμεί μία προς μία. Μη και δεν τις εμπεδώσουμε.
Μια ιδέα του Προέδρου του Ιδρύματος ήταν να διοργανώνει συναυλίες με τον ατάλαντο αυτό τραγουδιστή, που είχε κουβαλήσει και στην δεξίωση της βάπτισης, ενώ άλλη πρωτοπορία του ήταν να διοργανώνει αγώνες όπου οι εθελοντές αθλητές φορούσαν φανέλες με το όνομα του Ιδρύματος και δυο-τρείς δευτεροκλασάτοι ποδοσφαιριστές φωτογραφίζονταν με παιδάκια που έκαναν high five μαζί τους.
Είχα ακουστά ότι, μετά από τέτοια events, ακολουθεί η εκκαθάριση της μέρας.
Από τα έσοδα αφαιρούνται τα έξοδα – χωρίς βέβαια παραστατικά γιατί ποιος δεν εμπιστεύεται ένα ίδρυμα;- και ό,τι απομένει πάει στο Ταμείο.
Τις φορές εκείνες που τα έσοδα δεν φθάνουν να καλύψουν τα έξοδα το έλλειμμα συμμαζεύει κανένας δήμος η καμία μη κυβερνητική οργάνωση.
Ευνόητο είναι βέβαια ότι όλοι οι ενδιάμεσοι ατζέντηδες, τραγουδιστές, τυπογράφοι, φωτογράφοι, λογογράφοι και όποιοι άλλοι ανακατεύονται σε αυτό το αλισβερίσι πληρώνονται κανονικά και αποδίδουν τους σχετικούς φόρους εάν έχουν κόψει αποδείξεις.
Ειδική φορολογική μέριμνα υπήρχε μόνο για τους τραγουδιστές που στήριζαν το φιλανθρωπικό έργο. Η αμοιβή δεν πήγαινε στους ίδιους αλλά σε μια Μαλτέζικη offshore η ΕΠΕ που είχε τα δικαιώματα τους.
Εάν ποτέ τύχαινε Κυρία, δασκαλεμένη από τον σύζυγο της που ήξερε από τέτοιες business, να ζητήσει παραστατικό αυτή πεταγόταν με τις κλωτσιές έξω από το ίδρυμα και την θέση της έπαιρνε άλλη από την σχετική λίστα αναμονής φιλανθρώπων.
Η τελευταία βέβαια ιδέα του Προέδρου του Ιδρύματος ήταν αυτή που βιώσαμε εγώ και ή αφελής γυναίκα μου.
Να πιάνει ανερχόμενους κοινωνικά επιχειρηματίες και να τους πείθει ότι είναι προτιμότερο αντί να παίρνουν από τους καλεσμένους σαν δώρα ζιπουνάκια και φόρμες το αντίτιμό τους να το καταθέτουν στον λογαριασμό του.
Αυτός ήταν σε θέση να αξιοποιήσει τις καταθέσεις του ιδρύματος «Η δυστυχία των φτωχών» κατά τον καλύτερο τρόπο.
Θα απαλλάσσονταν από τον κόπο τόσο οι καλεσμένοι, που συνήθως φτάνουν στις εκκλησίες φορτωμένοι με τεράστιες σακούλες, όσο και οι γονείς που έχουν και το άγχος να τις κρύψουν κάτω από τον πάγκο με τα κεριά. Μη και τυχόν πάει κανείς και αρπάξει καμία επάργυρη αυγουλιέρα.
Στο μυαλό μου εκείνη την άγρυπνη βραδιά της αναπόλησης ήρθαν και άλλα πολλά γεγονότα και συμβάντα της θρυλικής εποχής.
Μετά λοιπόν την δεξίωση που προβλήθηκε σε τέσσερις ολόκληρες σελίδες από lifestyle περιοδικό- με μόνιμο πρωτοσέλιδο ξανθιά τηλεπαρουσιάστρια που έχει αφελείς απορίες- πέρασαν άλλα δυο-τρία χρόνια ονειρεμένα για τους γονείς του Ιάσωνα.
Είχαν για τα καλά πλέον μπει στους κοσμικούς κύκλους της νέας ανερχόμενης αθηναϊκής κοινωνίας.
Ήταν η εποχή που οι γονείς του Ιάσονα έκαναν κάθε χρόνο το party γενεθλίων του στο ίδιο club των Βορείων προαστίων, έπαιρναν προσκλήσεις για καθιστά δείπνα με privet chef, παρακολουθούσαν συναυλίες στο Μέγαρο και ξεκοκκάλιζαν τα ψηλά μερίσματα από τις χρηματοοικονομικές τους επενδύσεις.
Ήταν όλα τόσο όμορφα!
Ο πελάτης μου ακούγοντας τους νέους του φίλους, τον βραβευμένο επιχειρηματία ΚΚ, τον τραπεζίτη Ιωάννη Θ και ένα Χρηματιστή αποφάσισε να πουλήσει και την εταιρεία του.
Το επιχείρημα του Χρηματιστή για την μεγάλη αυτή απόφαση ήταν καθοριστικό.
«Έχεις δει κανένα από τον κύκλο μας να έχει εργοστάσιο με όλες τις έγνοιες που έχει η διοίκηση του; Ούτε ο πρόεδρος του ΣΕΒ σε λίγα χρόνια δεν θα έχει εργοστάσιο. Αυτά θα τα δουλεύουν Ινδοί και Κινέζοι.» του είχε πει και είχε καταφέρει να τον πείσει.
Όλα όσα μάζεψε, τα έριξε στο ελβετικό fund ενός Αμερικανοεβραίου που τον έλεγαν Madoff.
Αυτό το γατόνι μοίραζε -στους πρώτους που έβαζαν λεφτά στο αεροπλανάκι του- μερίσματα από τα λεφτά των επομένων, που έμπαιναν και νόμιζαν ότι θα πάρουν και αυτοί τα μερίσματα που έπαιρναν οι προηγούμενοι.
Ήταν μια απλή αλβανική πυραμίδα στημένη όμως στη Νέα Υόρκη και όχι στα Τίρανα.
Τα σύννεφα της κρίσης του 2008 μετά την εμφάνιση των τοξικών ομολόγων και το σκάσιμο της φούσκας των ακινήτων έφεραν μια καταιγίδα εξελίξεων που σάρωσε επιχειρήσεις, τράπεζες και funds.
Όμως, στην πατρίδα μας τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Ένας χαρωπός Πρωθυπουργός έλεγε ότι το τραπεζικό σύστημα είναι θωρακισμένο.
Και οι έξυπνοι όλοι που ακουμπούσαν ζεστά χρήματα σε όποια πυραμίδα η επενδυτικό μπαλόνι στήνονταν δεν μπορούσαν ποτέ να φανταστούν ότι θα έβλεπαν μια μέρα τον αρχιερέα των επενδύσεων, τον μέγα Madoff, δεμένο με χειροπέδες να τρώει ισόβια για απάτη.
Το αποτέλεσμα της κατάρρευσης του μεγάλου αυτού fund ήταν καταστροφικό. Ότι κεφάλαια είχαν επενδυθεί σε αυτό το Ponzi σχήμα του μεγαλοαπατεώνα χάθηκαν.
Μια σειρά επιχειρηματιών, μεταξύ των οποίων και ο αφελής πελάτης μου έχασαν τα χρήματα τους και ο χρηματιστής που πλάσαρε αυτόν τον απατεώνα, στην μόνη πρόβλεψη που έπεσε μέσα ήταν αυτή που είχε κάνει για τον πρόεδρο του ΣΕΒ.
«Ότι θα ερχόταν η στιγμή που δεν θα είχε βιομηχανία αλλά fund»
Κρίμα να γίνουν όλα αυτά.
Πάνω που είχα αρχίσει να γοητεύομαι από την εγχώρια μπουρζουαζία.
Γ.Κ.
ΥΓ 1. Ο τίτλος της ιστορίας δεν είναι και τόσο πρωτότυπος .
Προηγείται κατά σαράντα τέσσερα χρόνια ο Louis Buñuel στην ταινία υπερρεαλισμού «Le charme discret de la bourgeoisie» .
Δεύτερος ακολουθεί ο Βασίλης Ραφαηλίδης με το εξαιρετικό φιλοσοφικά ομότιτλο βιβλίο του που εκδόθηκε το 1991.
Τρίτη και καταϊδρωμένη η παρούσα μικρά ιστορία η οποία μπορεί να μην είναι υπερρεαλιστική η φιλοσοφική αλλά είναι δυστυχώς πραγματική.
ΥΓ2. Για τυχόν μεταγενέστερους αναλυτές που θα μελετούν αρχεία του Πιτσιρίκου παρατίθενται οι παρακάτω πληροφορίες:
-Η Εταιρεία Δημοσίων σχέσεων που ανέλαβε την δεξίωση σήμερα δεν υφίσταται. Ο δαιμόνιος δημοσιοσχεσίτης αφού γέμισε την αγορά με ακάλυπτες επιταγές, άλλαξε αριθμό κινητού και ανέλαβε υπεργολάβος δεξιώσεων εταιρείας catering.
-Ο παχύς κοσμηματοπώλης είναι σήμερα αφανής εταίρος αλυσίδας καταστημάτων που αγοράζουν χρυσό και ρολόγια πρώην ξεπεσμένων επωνύμων φίλων του.
-Ο Pascal, o Βέλγος συνεργάτης του κοσμηματοπώλη, εκτίει ποινή δεκαετούς κάθειρξης λόγω καταδίκης για λαθρεμπορία πολυτίμων λίθων.
-Δύο από τις κυρίες μέλη του Ιδρύματος, που φωτογραφήθηκαν με την νονά του Ιάσωνα, διέκοψαν την φιλανθρωπική δραστηριότητα τους μόλις οι σύζυγοι τους αντιμετώπισαν οικονομικά προβλήματα. Και τις δύο αυτές Κυρίες το lifestyle περιοδικό σταμάτησε αμέσως να τις δείχνει. Η μία εκ των δύο πάσχει σήμερα από κατάθλιψη. Η άλλη, αυτή που χόρευε με τον μαύρο του βραζιλιάνικου μπαλέτου, χώρισε με τον σύζυγό της και συζεί με νεαρό γυμναστή.
-Το lifestyle περιοδικό βάρεσε κανόνι αφήνοντας απλήρωτους εργαζόμενους και Προμηθευτές. Δεν έλειψαν βέβαια και φέσια εκατομμυρίων σε τράπεζες αλλά μήπως είναι και η μοναδική από τον κλάδο του τύπου που χρωστάει;
Ο επαρχιώτης εκδότης που έγραψε το περισπούδαστο δοκίμιο ‘One hundred things you have to live before you die” ξέχασε να συμπεριλάβει την εμπειρία να φτιάχνει κανείς περιοδικά σαβούρες με δανεικά λεφτά, να πλασάρει μοντέλα για πουτάνες ή πουτάνες για μοντέλα-δεν έχει σημασία η σειρά-να φεσώνει όλο τον κόσμο και να κάνει πρωινάδικα για νοικοκυρές.
-Στον νονό του Ιάσωνα έχει απαγορευθεί η έξοδος από την χώρα λόγω ποινικών εμπλοκών για κακουργηματική απάτη. Η Εταιρεία του έχει κάνει αίτηση υπαγωγής στο άρθρο 99.
– Το μισό ΔΣ της τράπεζας του τραπεζίτη Ιωάννη Θ. πηγαινοέρχεται στην Ευελπίδων. Απαλλακτικά βουλεύματα που εκδίδονται, καταδικαστικές αποφάσεις που αναιρούνται, εκδόσεις σε ξένες χώρες που αναστέλλονται, εντάλματα σύλληψης που δεν υλοποιούνται έγκαιρα και φυγοδικίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα με τον δικαστικό πολιτισμό της χώρας.
Δεν θα γίνουμε ποτέ εμείς Αμερική να φωτογραφίζουμε με χειροπέδες τραπεζίτες και χρηματιστές. Άντε κανένα κουμπάρο διοικητή Οργανισμού ή κανένα μικροεκβιαστάκο blogger.
– Η τράπεζα που χορηγούσε τα μετοχοδάνεια δεν υφίσταται. Απορροφήθηκε από άλλη συστημική. Η νέα τράπεζα κάλεσε τον πελάτη μου να αποπληρώσει τα δάνεια του για να μην εκπλειστηριαστεί η μονοκατοικία του και τα άλλα προσωπικά περιουσιακά στοιχεία της συζύγου του στο Λιτόχωρο και την Χαλκιδική.
– Η αξία των μετοχών της Τράπεζας που ήταν διοικητής ο Ιωάννης Θ και της εταιρείας του επώνυμου επιχειρηματία ΚΚ, που έχει στο χαρτοφυλάκιο του ο πατέρας του Ιάσoνα, και κάθε άλλου σκουπιδιού, που μάζεψε όταν πούλησε μια υγιή επιχείρηση, έχει πέσει σε εκατοστά της υποδιαστολής του ευρώ. Τις είχε αγοράσει την εποχή που ήταν ακόμη σε πάπυρο χαρτί. Λίγα χρόνια αργότερα γίνανε άυλες. Και σε αυτό άτυχος ήτανε. Αν τις είχε κρατήσει σαν χαρτιά, θα έπιανε σήμερα περισσότερα, αν τις πούλαγε με το κιλό σε εργοστάσια ανακύκλωσης
ΥΓ3. Τελευταία φορά είδα τον συμπαθέστατο πελάτη μου σε μια gallery. Είχε κουβαλήσει κάτι Τσόκληδες και Φασιανούς για εκτίμηση. Ήταν χλωμός, λίγο αδυνατισμένος και δεν είχε την ζωντάνια αυτή που με εντυπωσίασε όταν τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά στο γραφείο μου.
Στην κουβέντα που ανοίξαμε, πρόλαβε να μου πει ότι σε αυτή την χώρα δεν έχει πια μέλλον. Ετοιμάζεται να φύγει στο εξωτερικό για ένα νέο ξεκίνημα. Τα περιουσιακά του στοιχεία δεν καλύπτουν πια τις οφειλές του.
Την μέρα εκείνη ήταν μαζί μου και ένας φίλος Αρχιτέκτονας που λόγω αναδουλειάς το έχει ρίξει στην ποίηση.
Τον ενέπνευσε ο πελάτης μου σε ανέκδοτο ποίημα του:
Και για τις αποφάσεις,
σ’ εκείνες τις στιγμές της ανυπολόγιστης δύναμης μας,
κανείς δεν πήρε την ευθύνη ύστερα από την ήττα.
Κι όχι γιατί δεν μετρήσαμε κόστη, συνέπειες η απώλειες,
αλλά ήτανε τέτοιες οι επιθυμίες
που όλα τα δικαιολογήσαμε.
(Αγαπητέ φίλε, είστε πάντα απολαυστικός. Ξέρω πολλούς ανθρώπους που τους λείπουν όλα αυτά που περιγράψατε. Και βέβαια, πολλά από τα εμετικά πρόσωπα εκείνης της εποχής συνεχίζουν να μεσουρανούν στην διαλυμένη Ελλάδα. Οπότε, καταλήγω στο οριστικό συμπέρασμα «Μνημόνια για πάντα». Και λίγο είναι. Το σωστό θα ήταν να πέσει πανούκλα. Να είστε καλά.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.