Η ξαδέλφη μου, η Ράνια Κ.

(Χριστουγεννιάτικη ιστορία για αναγνώστες η αναγνώστριες, που έχουν όμορφα δεύτερα ξαδέλφια )
Το αίτημα φιλίας, αυτό που δέχθηκα στο Facebook, από μια άγνωστη σε μένα κοπέλα, ήταν από κάποια που είχε το ίδιο ακριβώς επώνυμο με το δικό μου.


«Rania Κ.» ήταν το όνομα της κοπέλας, που ζητούσε την φιλία μου. Από τα δύο παράπλευρα του αιτήματος παράθυρα, έπρεπε να επιλέξω μεταξύ της επιβεβαίωσης και της διαγραφής.

Το επώνυμό μου, δεν είναι ένα από τα συνηθισμένα.

Στον παλιό τηλεφωνικό κατάλογο του ΟΤΕ, τότε που, εκτός από το τηλεφωνικό αριθμό, έβαζαν διεύθυνση και επάγγελμα του συνδρομητή, άντε να έβρισκες άλλους πέντε το πολύ με το ίδιο επώνυμο.

Ένας δικαστικός, ένας καθηγητής στη Σάμο, μια έμπορος ραπτομηχανών Singer και ένας Ιδιωτικός υπάλληλος, ήταν όλοι και όλοι οι φανερά καταχωρημένοι.

Και κανένας από αυτούς δεν είχε σαν μόνιμη διεύθυνση την Σταυρούπολη της Θεσσαλονίκης.

Σε αυτή την πόλη, έγραφε στις πληροφορίες της, ότι ζούσε αυτή η Ράνια Κ., που μου είχε στείλει το αίτημα.

Να ήταν spam σχεδόν το απέκλεισα. Είδα ότι η αιτούσα, ήταν φίλη με δύο μακρινά δευτεροξάδελφα μου. Την Paloma K. και τον Fernando K.

Τα δύο αυτά ξαδέλφια μου ζούσαν στην Αργεντινή. Ο παππούς τους, ο Χρήστος, ήταν ξάδελφος του παππού μου του Μιχάλη. Πρόσφυγες και οι δύο, από την Μικρά Ασία, ήρθαν στην Ελλάδα με την ανταλλαγή των πληθυσμών του 1926.

Ο παππούς Χρήστος είχε φύγει από την Ελλάδα το 1938 για Αργεντινή και είχε παντρευτεί στην Cordoba μια ντόπια. Την Coralia.

Ο γιός του Χρήστου, ο Λευτέρης, παντρεύτηκε και αυτός μια ντόπια. Την Roxana. Από τον Λευτέρη και την Roxana, γεννήθηκαν τέκνα δύο. Η Paloma και ο Fernando.

Η Paloma είναι παντρεμένη σήμερα με ένα Ισπανό αρχιτέκτονα, τον Pablo, και ο Fernando με μια Κολομβιανή μανικιουρίστα, την Silvana.

Πρώτη και τελευταία φορά που συνάντησα την Paloma, ήταν πριν από τριανταπέντε περίπου χρόνια, όταν ήρθε για διακοπές στην Ελλάδα.

Ο Fernando δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα και ούτε δείχνει πρόθυμος να το πατήσει.

Η Paloma και ο Fernando είναι λοιπόν τα δευτεροξάδελφά μου- με τα οποία γίναμε φίλοι στο Facebook- και ήταν οι κοινοί μας φίλοι με την Ράνια Κ. Την άγνωστη κοπέλα από την Θεσσαλονίκη, που μου ζητούσε να γίνουμε φίλοι.

Να είναι λοιπόν καλά τα παιδιά, η Paloma και ο Fernando, εκεί που βρίσκονται και να χαίρονται τις οικογένειες τους, μέρες που είναι.

Σκέφθηκα όμως, ότι για να είναι φίλη η αιτούσα με τα μακρινά αυτά ξαδέλφια μου και να έχει το ίδιο επώνυμο με το δικό μου, σίγουρα θα πρέπει να ήταν κάποια μακρινή συγγενής. Δεν έπρεπε συνεπώς να διαγράψω το αίτημα της.

Μπήκα στο προφίλ της. Θα έμπαινα, βέβαια, ούτως η άλλως, αφού η φωτογραφία, αυτής της Ράνιας Κ, έδειχνε ότι είναι μία όμορφη και sexy κοπέλα.

Άλλωστε, ποιος σωστός φεισμπουκάς παίρνει αίτημα και δεν ψάχνει να δει, ποια είναι αυτή που το έστειλε και, το κυριότερο, εάν είναι όμορφη;

Και αφού διαπιστώσει -ο φεισμπουκάς, όχι εγώ- ότι αξίζει το κόπο και υπάρχει πιθανότητα να γ@μήσει, μπαίνει να διαβάσει και τις υπόλοιπες πληροφορίες.

Στην περίπτωση μου, εκτός από τις ενδείξεις ότι είναι μια πιθανή συγγενής μου, η φωτογραφία της δεν σε άφηνε αδιάφορο.

Έπρεπε να μάθω για αυτήν. Να δω τι επαγγέλλεται, πότε γεννήθηκε, με τι ασχολείται και τι της αρέσει.

Μια σελίδα κατεβατό είχε γράψει για τον εαυτό της. Κάθισα και τα διάβασα. Και σας τα μεταφέρω για να μάθουν οι νέοι χρήστες, πώς να συμπληρώνουν τις διάφορες ερωτήσεις στο προφίλ τους.

Λοιπόν!

Rania K.

Εργάζεται Ψυχολόγος-Ελεύθερος επαγγελματίας-Ειδικότητα Ψυχολογία ενδοοικογενειακών ερωτικών σχέσεων συγγενικών προσώπων Δ’ βαθμού και άνω.

Πρώην Ρεφλεξολόγος- Α. ΚΟΥΤΣΟΦΩΛΙΑΣ& ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ

Πρώην Αισθητικός-Ελεύθερο επάγγελμα

Σπούδασε: Σχολή Αισθητικής Παπαντωνίου-Κοντονή
ΙΕΚ Κομοτηνής- Τμήμα Ψυχολογίας
Μεταπτυχιακό Ψυχολογίας στο University Romania

Αποφοίτησε: 31ο Λύκειο Νέας Μηχανιώνας (Βαθμός 16 5/13)

Ζει: Θεσσαλονίκη- Σταυρούπολη

Κατάσταση: Ελεύθερη- Μόλις αποχώρησα από σχέση τεσσάρων χρόνων.

Αγαπημένη φράση : Oποιος παρανομεί αναγνωρίζει τον νόμο, αλλά δεν τον σέβεται. (Στέλιος Ράμφος)

Αγαπημένοι συγγραφείς: Στέλιος Ράμφος, Σώτη Τριανταφύλλου, Λένα Μαντά, Χρήστος Χωμενίδης, Paolo Coelho, Πέτρος Τατσόπουλος, Χρύσα Δημουλίδου.

Αγαπημένοι τηλεπαρουσιαστές: Σία Κοσιώνη-Μπογδάνος- Καμπουράκης- Φουρθιώτης

Πολιτικούς που θαυμάζει: Ανδρέας Λοβέρδος, Κυριάκος Μητσοτάκης.

Στην τηλεόραση Βλέπει: «Ταμάμ» και «Συμμαθητές»

Το πρωί στο ραδιόφωνο ακούει: Άρη Πορτοσάλτε η Γιώργο Τράγκα

Για τις ειδήσεις ενημερώνεται από: ΣΚΑΪ (Λατρεύω οικονομικά σχόλια του Μπάμπη Παπαδημητρίου)

Πολιτικά πιστεύει ότι: Πρέπει να μείνουμε στην Ευρώπη, αλλά να ακολουθήσουμε το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο του ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας Σημίτη

Τελευταία θεατρική παράσταση που είδε: Οι μάγισσες της Σμύρνης

Της αρέσει να παίζει: Beach volley και Ρακέτες

Λατρεύει να κάνει: Βόλτες με το ποδήλατο στην παραλία και να απολαμβάνει μετά ζεστή μπουγάτσα από το Σερραϊκό

Πίνει: Caipirinha, Bloody Mary, Vodka με ψιλοτριμμένο πάγο, Cognac (7 αστέρων), Μπύρα, Κρασί (Μόνο Μαλαματίνα), Ούζο (ΤΥΡΝΑΒΟΣ), τσίπουρο, ρακή, ρακόμελο, τσικουδιά (εάν είμαι στην Κρήτη για διακοπές)

Αγαπημένο της φαγητό: Κατσικάκι με πατάτες στο φούρνο και καραμελωμένα κρεμμύδια

Αγαπημένο της γλυκό: Καριόκες του Αγαπητού και κουραμπιέδες Νέας Καρβάλης

Αγαπημένη της ομάδα: ΠΑΟΚ Θεσσαλονίκης

Μισεί: Όσους προσπαθούν να εκμεταλλευτούν την ειλικρίνεια και την ανιδιοτέλειά της.

Όταν θυμώνει: Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Δεν έχω σε τίποτα να πλακωθώ μπροστά στον κόσμο, εάν κάτι το θέλω πάρα πολύ.

Με τόσα πολλά που είχε γράψει στο βιογραφικό της στο Facebook και την σοβαρή πιθανότητα να είμαστε συγγενείς, ήταν δυνατόν να αρνηθώ την φιλία της; Την αποδέχθηκα.

«Σίγουρα θα είναι καμία μακρινή ξαδέλφη ή ανιψιά» σκέφθηκα.

Άλλωστε, το 1926, που φύγανε οι παππούδες με την ανταλλαγή των πληθυσμών, είχα ακούσει από τον παππού τον Μιχάλη, ότι κάποιοι πήγαν και εγκαταστάθηκαν στην Βόρεια Ελλάδα.

Ανάμεσα σε αυτούς και ένας αδελφός του παππού μου, του οποίου το μικρό όνομα έληγε σε -κλής, και ήταν τόσο περίεργο που ποτέ δεν είχα καταφέρει να συγκρατήσω.

Ήταν ο μικρός αδελφός του, που τον πήρε μαζί μια θεία του με το καραβάνι της επιστροφής.

Με την αποδοχή της φιλίας, η Ράνια με ευχαρίστησε αμέσως με μήνυμα.

«Ευγενικό κορίτσι» είπα, μόλις το διάβασα. Αλλά, και εγώ Gentleman.

Tην καλημέρισα αμέσως και με την σειρά μου, της υποσχέθηκα ότι κάποια στιγμή θα έπρεπε να μιλήσουμε. Να δούμε αν είμαστε συγγενείς.

Εάν δεν με πιστεύετε, ορίστε!

Και όπως έγραφε το τελευταίο μήνυμα που της έστειλα, είχα προγραμματίσει ένα επαγγελματικό ταξίδι στη Θεσσαλονίκη.

Παραξενεύτηκε ο Γενικός της Εταιρείας, όταν του είπα ότι θα ανέβω Θεσσαλονίκη, για να δω πώς τα πάνε οι εκεί πελάτες μας.

«Μπράβο Αλέξη, παιδί μου» μου είπε. «Έτσι σε θέλω. Να βγαίνεις και να βλέπεις τους πελάτες. Και να σταματήσεις στην Λάρισα, να δεις και τον Καραθανάση. Α, και να φέρεις για μένα δύο τσουρέκια από του Τερκενλή και για την κυρία Άντζελα καριόκες. Να τα περάσεις στα έξοδα ταξιδιού. Εντάξει;»

Τι πιο ωραία ευκαιρία να κάνω ένα ταξιδάκι, να κωλοβαρέσω με τους πελάτες και να συναντήσω την Ράνια;

Στην γυναίκα μου, πάντα μου αρέσει να λέω τι κάνω και που πάω.

Ο λόγος; Όσο πιο πολλά λες, τόσο λιγότερες αμφιβολίες αφήνεις για τον σκοπό του ταξιδιού.

-Γυναίκα… ξέρεις…τώρα που θα ανέβω πάνω, θα πάω να γνωρίσω και μια πιθανή συγγενή μου. Την λένε και αυτή Κ. Είναι στο Facebook φίλη με τα ξαδέλφια μου από την Αργεντινή. Την Paloma και τον Fernando. Σου έχω μιλήσει για αυτούς;

«Ναι, μου έχεις μιλήσει. Μην αρχίσεις πάλι να λες τα ίδια και τα ίδια» μου είπε. «Καλά, μετά από τόσο χρόνια, τώρα θυμηθήκατε να βρεθείτε; Πώς την λένε;»

-Ράνια Κ. Μένει Θεσσαλονίκη. Είναι και ψυχολόγος.

-Μπράβο. Να της μιλήσεις για τα ψυχολογικά σου σκαμπανεβάσματα. Να της πεις, να σου αναλύσει και την ιδεολογική σου αγκύλωση με την αριστερά.

-Σιγά, μη πιάσω πολιτική κουβέντα μαζί της. Αν βγούμε συγγενείς, θα της πω ιστορίες με τον παππού τον Μιχάλη.

-Ωχ! Την λυπάμαι την κακομοίρα.

Θα πρέπει να πήρε μάλλον με καλό μάτι την Ράνια, η γυναίκα μου.

Έπαιξε ρόλο, που της είπα ότι είναι ψυχολόγος. Έχει αδυναμία σε αυτό το επάγγελμα. Ήταν το κρυφό της όνειρο, να σπουδάσει αυτή την επιστήμη.

Θα την συναντούσα, λοιπόν, την Ράνια. Με την έγκριση της συζύγου μου. Και με πλήρη γνώση της συνάντησής μας.

Βέβαια, μέχρι να ορίσουμε με την Ράνια το ραντεβού, αλλάξαμε πολλά μηνύματα.

Για να μην κινήσω τυχόν υποψίες στην γυναίκα μου, ότι τάχα θα συναντούσα μια ξαδέλφη μου, ενώ θα μπορούσα να βγω με καμία άλλη, το ραντεβού της Τετάρτης το έκλεισα μπροστά της.

«Να το κάνουμε στις μία;» ήταν το πρώτο μου μήνυμα. Της το έδειξα μάλιστα, για να μη μου τηλεφωνάει την ώρα της συνάντησης.

«Αν δεν αφήσεις κανένα υπονοούμενο, δεν μπορείς» μου είπε. «Τι μου τα δείχνεις; Για να σε πιστέψω; Κάνε το ραντεβού σου, ό,τι ώρα θέλεις.».

Τελικά, με τη Ράνια, το κανονίσαμε στις εφτά το απόγευμα.

Στην μία δεν μπορούσε, μου πρότεινε στις τέσσερις, της είπα ότι είναι η ώρα που πέφτω για ένα μεσημεριάτικο υπνάκο, και τελικά το κλείσαμε για τις 7. Στο ζαχαροπλαστείο Tre Marie του Πανοράματος.

Είχα αγωνία σε ολόκληρο το ταξίδι. Θα συναντούσα μια άγνωστη σε μένα κοπέλα, που ήταν πιθανόν συγγενής μου.

Θα υπήρχε πάγος στην αρχή; Θα ήταν ομιλητική ή μήπως καμία μούγκα;

Δεν είμαστε και μικρά παιδιά, που δίνανε ραντεβού στα τυφλά, και εάν δεν είχαμε τίποτα να πούμε το πολύ-πολύ να σηκωνόμαστε να φεύγαμε.

«Ρε πoύστη μου. Τα έχει γράψει όλα στο προφίλ της στο Facebook» προβληματιζόμουνα. «Ότι και να ήθελα να ρωτήσω για αυτήν, το ξέρω ήδη. Να κάνω, ότι δεν το έχω διαβάσει το προφίλ της; Και αν κάνει καμία μαγκιά και μου πει “ρε μ@λάκα, αδιάβαστος ήρθες;” Τι να κάνω, ρε πoύστη μου;»

«Δεν γ@μιέται» είπα στο τέλος. «Το πολύ-πολύ να συναντηθούμε και εάν δεν έχουμε τίποτα να πούμε, θα παίζουμε με τα κινητά μας».

Στις επτά ακριβώς το απόγευμα, στο ζαχαροπλαστείο Tre Marie στο Πανόραμα, αυτό με τους άνετους διθέσιους καναπέδες, είχα πάρει ήδη θέση.

Έκανε κρύο και παρήγγειλα Cognac.

Χάζευα κυρίες, που μπαινοβγαίνανε στο μαγαζί, περιμένοντας την ξαδέλφη μου.

Από την φωτογραφία της, που είχα δει στο Facebook και μάλλον την αδικούσε, με το πού μπήκε στο café bar την γνώρισα αμέσως.

Μια πολύ όμορφη κοπέλα, ντυμένη μοντέρνα, ελαφρώς προκλητικά -αλλά όχι να δείχνει ξέκωλο- και φορτωμένη με χρυσαφικά στα χέρια της και στο λαιμό της- το έχουν αυτό οι Θεσσαλονικές να φοράνε ό,τι έχουν και δεν έχουν- ήταν αυτή που είδα να έρχεται με ένα υπέροχο θηλυκό βάδισμα προς το μέρος μου.

«Θεέ μου» σκέφθηκα, «Τι αυτοπεποίθηση πρέπει να έχει αυτό το κορίτσι, για να περπατάει με τέτοια άνεση;»

Με πλησίασε. Πώς με γνώρισε; Της είπα ότι θα φοράω ένα κόκκινο κασκόλ και με μια μπλε χοντρή μπλούζα.

«Είσαι σίγουρα, ο Αλέξης» μου είπε χαμογελώντας.

«Και εσύ, η Ράνια» της απάντησα, σαν ηλίθιος.

Αν κανείς νομίζει, ότι με το πού συναντήθηκαν δυο άγνωστοι, μέσα από τα μηνύματα και τα αιτήματα των κοινωνικών δικτύων, θα υπήρχε πάγος, αυτός έλιωσε αμέσως. Χάρη στην επικοινωνιακή άνεση της Ράνιας και τα δικά μου σαλιαρίσματα.

Είχα προλάβει να πιάσω τον καναπέ, οπότε αναγκαστικά κάθισε στην απέναντι πλευρά.

Παρήγγειλε ένα cappuccino και άρχισε να με ρωτάει, αν μου αρέσει το Πανόραμα, αν βολεύτηκα στο ξενοδοχείο και αν βρήκα εύκολα το μαγαζί.

«Κανένα πρόβλημα» της είπα.

Για κανένα δεκάλεπτο, ρωτούσε εκείνη για θέματα σχετικά με την δουλειά μου και απαντούσα εγώ, και για άλλα πέντε λεπτά, ρωτούσα εγώ για την δική της την δουλειά και απαντούσε εκείνη.

Όλα κυλούσαν με απόλυτη φυσικότητα.

Εκείνη μάθαινε πώς περνάει η μέρα μου σε μια μεγάλη Εταιρεία και εγώ πώς μια ψυχολόγος αντιμετωπίζει τα ανθρώπινα προβλήματα.

Όλα καλά λοιπόν. Μέχρι, που την είδα να κουνιέται λίγο ανήσυχα στην καρέκλα της. Έδειχνε να μην βολεύεται, γιατί κάποιοι, καθώς πήγαιναν στην τουαλέτα, περνούσαν πίσω από την πλάτη της και της έσπρωχναν την καρέκλα.

«Δεν κάθεσαι, μου φαίνεται, καλά» της είπα ευγενικά. «Θέλεις, να έρθεις να καθίσεις εσύ στον καναπέ;».

«Ναι μωρέ. Θα καθίσω δίπλα σου» μου είπε με άνετο ύφος. «Μην αλλάξεις εσύ θέση, γιατί δεν θα σε αφήσουν σε ησυχία απέναντι».

Είχε όμορφο σώμα η Ράνια. Δεν χρειαζόταν να το αγγίξεις, για να καταλάβεις τι κρυβότανε μέσα στο στενό μαύρο εφαρμοστό της φόρεμα.

Με το πού κάθισε δίπλα μου, γυρίζει και με ρωτάει.

«Τις έφερες τις φωτογραφίες των παππούδων σου, έτσι; Έφερα και εγώ τις δικές μου. Λες, Αλέξη, να είμαστε τίποτα συγγενείς;».

Της το είχα υποσχεθεί αυτό. Σε ένα ενδιάμεσο μας μήνυμα. Ότι θα έβρισκα μια παλιά οικογενειακή μας φωτογραφία με τον παππού και τα αδέλφια του.

Και με την ερώτηση της, φανέρωσε ότι ήθελε να μπούμε στο βασικό σκοπό της συνάντησης μας. Την αναζήτηση των τυχόν οικογενειακών δεσμών μας.

Κουβέντες εξηγημένες. Ούτε εάν είμαι ή δεν είμαι παντρεμένος, ούτε πόσο χρόνων είναι τα παιδιά μου, ούτε άλλες άσχετες μ@λακίες.

Για εκείνη βέβαια -από το προφίλ της στο Facebook- ήξερα κάθε τι, που αφορούσε τα ενδιαφέροντα και τα γούστα της.

Για εμένα, η Ράνια, δεν γνώριζε τίποτα. Αλλά δεν ήταν αδιάκριτη σαν άλλες γκόμενες, που με το πού σε γνωρίζουν θέλουν να μάθουν εάν έχεις οικογένεια ή είσαι μόνος.

«Έχω μεγάλη αγωνία να δω το σόι του παππού σου» μου είπε. «Θα είμαστε σίγουρα τίποτα μακρινά ξαδέλφια ή μπορείς να με έχεις και ανιψιά.»

«Πολύ πιθανόν. Βλέπω ότι ξέρεις τα παιδιά από την Αργεντινή. Την Paloma και τον Fernando» της απάντησα.

Άρχισε να μου μιλάει για την επαφή της με τα παιδιά από την Αργεντινή.

-Με την Paloma K., που ζει στην Αργεντινή, δεν έβγαλα άκρη. Ένας παππούς της έζησε στην Προύσα. Σε διαφορετικό μέρος από αυτό που έζησε ο δικός μου. Δεν ήξερε να μου πει τίποτα άλλο και με έστειλε στον Fernando. Ο Fernando πήγε να μου την πέσει, αλλά το σταμάτησα. Βέβαια, με τα παιδιά μείναμε φίλοι στο Facebook αλλά αμφιβάλω αν έχουμε κάποια συγγένεια.

-Κρίμα, Ράνια. Εγώ με την Paloma και τον Fernando, είμαστε τρίτα ξαδέλφια. Ο παππούς τους ο Χρήστος ήταν πρώτος ξάδελφος με τον παππού μου τον Μιχάλη. Είχαν έρθει και στην Ελλάδα πριν από χρόνια. Τους φιλοξενήσαμε δύο εβδομάδες.

-Αχ… τι ωραία… Μακάρι να έβρισκα και εγώ συγγενείς μας.

-Ε, κάποιο κοινό συγγενή θα έχουμε. Δεν μπορεί. Ίδιο επώνυμο. Δεν μου λες, οι δικοί σου από πού ήρθανε;

-Νομίζω από την Καισάρεια.

-Ράνια; Είπες από την Καισάρεια;

-Ναι. Σίγουρα από την Καισάρεια. Όταν ήμουνα μικρή, μου έλεγε η γιαγιά μου, ότι ο Άγιος Βασίλης ήταν από το χωριό του παππού μου.

-Και μένα, ο παππούς μου ο Μιχάλης στην Καισάρεια ζούσε. Σίγουρα κάποια συγγένεια θα βρούμε. Το ξέρεις ότι πήγε μια θεία μου, η Μαρία, και βρήκε στα ογδόντα το σπίτι τους. Να στο δείξω;

-Αχ, ναι; Τι συγκινητικό. Για δείξ’ το μου.

Και της βγάζω την φωτογραφία. Και της δείχνω το σπίτι.

-Καλέ! Αυτό μοιάζει πολύ με το σπίτι που μεγάλωσε ο παππούς μου στην Καισάρεια. Για περίμενε. Μου φαίνεται, το έχω σε μια παλιά φωτογραφία.

«Για να την δω; Θα καταλάβω αμέσως» της είπα. «Έχω μάτι, που πιάνει τις λεπτομέρειες».

«Το βλέπω» μου απάντησε, χωρίς να καταλάβω αν υπονοούσε κάτι.

Και βγάζει, μέσα από την τσάντα της, μια δική της φωτογραφία. Να μου δείξει το σπίτι, που έζησε ο δικός της παππούς.

«Να, το δικό μας. Γαμώτο, είναι άλλο» μου είπε βιαστικά, χωρίς να προσέξει αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες.

-Μη βιάζεσαι, Ράνια. Η δικιά σου φωτογραφία δείχνει την πίσω πλευρά του σπιτιού σας. Για περίμενε… Ρε συ, ίδια παντζούρια και σιδεριές, δεν έχουνε; Σαν ίδιο μου φαίνεται.

-Αχ, λες; Λες να…

-Θα δούμε. Άλλη με το σπίτι, έχεις;

-Όχι, δυστυχώς. Δεν μου λες; Δεν βγάζεις την μεγάλη οικογενειακή σας φωτογραφία; Αν είναι μέσα ο παππούς μου, είμαστε σίγουρα συγγενείς. Σωστά;

-Ρε συ, Ράνια, δίκιο έχεις. Καθόμαστε και συγκρίνουμε κουφώματα και μπαλκονόπορτες και το μυαλό μου δεν πήγε σε αυτόν τον απλό συλλογισμό. Πω, πω, με έκανες σκόνη.

-Έλα, έλα… Το ένα χέρι νίβει το άλλο. Τα σπίτια μας, Αλέξη, μοιάζουν τόσο πολύ. Αχ , δεν το πιστεύω. Τρέμω Αλέξη… Λες να είμαστε, μωρέ, ξαδέλφια; Θέλω να βρω έστω και έναν από τους χαμένους συγγενείς μου. Θεέ μου, δεν μπορώ. Όλα θα κριθούν από μια φωτογραφία. Άντε, ρε παιδί μου, βρες την!

Την έψαχνα, αυτή την μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία, ανάμεσα σε πολλές άλλες. Έπρεπε να βρω αυτή, που ήταν ο παππούς με όλα του τα αδέλφια. Η Ράνια έδειχνε να ζει έντονα τη στιγμή της αποκάλυψης.

-Πιάσε με Αλέξη, σε παρακαλώ. Χτυπάει πολύ δυνατά η καρδιά μου. Ακούω τους χτύπους της ιστορίας των Κ. στην πόρτα της ζωής μου.

Αυτά τα μελοδραματικά που κάνουν οι γκόμενες δεν μου πολυαρέσουν. Και ούτε που έπιασα την Ράνια, να δω αν τρέμει. Προσπάθησα μόνο, να την ενθαρρύνω.

-Και εμένα, Ράνια, μου αρέσει να βρίσκω χαμένους συγγενείς. Μακάρι να είμαστε. Τι να σου πω; Ήμουνα παιδάκι και μου έλεγε ο παππούς Μιχάλης για τον ξάδελφό του τον Χρήστο, τον μπαμπά της Pαloma και του Fernando, και ένα αδελφό του. Δεν θυμάμαι το όνομα του, ρε γαμώτο, έχουνε περάσει και τόσα χρόνια, από τότε που πέθανε ο παππούς μου. Κάποιον Ιεροκλή, μήπως; Περικλή και Σοφοκλή αποκλείεται, Θεοκλή μήπως; Σπάνια τον μνημόνευε, από τότε που αφήσανε το σπίτι τους στη Καισάρεια.

Από τις πρώτες αυτές οικογενειακές αναφορές γεννήθηκαν μεγάλες προσδοκίες.

-Αλέξη, θα με πεθάνεις. Θεοκλή, λέγανε τον παππού μου. Και είναι από την Καισάρεια. Από εκεί που κατάγεται ο παππούς σου. Αχ, Αλέξη, λες να είμαστε συγγενείς;

– Ράνια, μην ενθουσιάζεσαι αμέσως. Μπορεί να τον λέγανε Ιεροκλή, τον αδελφό του παππού Μιχάλη; Που να θυμάμαι; Μη βιαζόμαστε.

-Αλέξη, ακόμη να βρεις την γ@μημένη την φωτογραφία; Τι κάνεις, ρε παιδί μου, τόση ώρα; Αν είναι ο παππούς μου μέσα στην φωτογραφία σας, πάει να πει, ότι ήτανε αδέλφια. Έτσι, δεν είναι;

«Να, ο δικός μου ο παππούς. Να, και τα άλλα αδέλφια του» μου είπε, δείχνοντας μου, μια φωτογραφία με τέσσερα παιδιά, εκ των οποίων το ένα, ο παππούς της ήταν το μικρότερο. Τα άλλα τρία παιδιά της φωτογραφίας ήταν τα αδέλφια του.

Η αγωνία μας είχε κορυφωθεί. Βρήκα επιτέλους, χωμένη μέσα στους φακέλους της τσάντας μου, την φωτογραφία που έψαχνα.

Είμαστε σχεδόν έτοιμοι. Θα βλέπαμε τώρα, την μεγάλη οικογενειακή φωτογραφία που είχα φέρει από την Αθήνα. Θα την συγκρίναμε με την αντίστοιχη οικογενειακή φωτογραφία της Ράνιας.

Τις βάλαμε δίπλα-δίπλα τις φωτογραφίες. Οι παππούδες μας ήταν νεαροί με κοντά παντελονάκια. Στην μία φωτογραφία, ο παππούς μου είχε μουστάκι. Στην άλλη δεν είχε. Ο Θεοκλής, δεν είχε μουστάκι σε καμία φωτογραφία.

«Για τον Θεοκλή είμαστε σίγουροι» είπε η Ράνια. «Για τον δικό σου, έχω αμφιβολίες. Τι τον έπιασε και άφησε μουστάκι; Τώρα, πώς θα το καταλάβουμε;»

Μου ήρθε να γελάσω. Μα τόσο βόδι ήταν το κορίτσι; Αφού ο Θεοκλής ήταν ο ίδιος και στις δύο φωτογραφίες, θα είχε διαφορετικό αδελφό στην δική μου φωτογραφία;

Πέντε λεπτά έκανε να καταλάβει αυτό τον απλό συλλογισμό. Όταν το κατάλαβε, μου είπε.

-Αλέξη, είσαι μεγάλο μυαλό.

Άρχισε να τσιρίζει.

-Yes… Είμαστε δεύτερα ξαδέλφια. Είμαστε συγγενείς.

Φιληθήκαμε, από τον ενθουσιασμό μας, σταυρωτά. Μπροστά στα εμβρόντητα μάτια περίεργων θαμώνων, που έβλεπαν δύο ώριμους -όχι όμως ηλικιωμένους- ανθρώπους να μιλάνε δυνατά, σαν μικρά παιδιά.

Αρχίσαμε να μιλάμε για τους παππούδες μας.

«Τον παππού τον Θεοκλή, δεν τον πρόλαβα» ξεκίνησε η Ράνια. «Πέθανε όταν ήμουνα αγέννητη. Δεν θυμάμαι τίποτα από αυτόν. Εσύ, τον παππού Μιχάλη, τον πρόλαβες;»

-Ναι. Ήμουνα οχτώ. Πέθανε στο ύπνο του. Δεν θα το πιστέψεις. Είχε καβατζάρει τα εκατό.

-Ώστε, ο παππούς Μιχάλης, ο αδελφός του Θεοκλή, είναι ο παππούς σου; Καλά , ξέρεις πόσα πολλά πράγματα έχω ακούσει για αυτόν; Από την μητέρα μου, την Γεσθημανή. Έχω ακούσει ιστορίες για όλα τα ξαδέλφια της. Τον Αναστάση, τον Θεοχάρη, τον Χρύσανθο, τον Πρόδρομο…

-Ράνια! Είμαστε 100% δεύτερα ξαδέλφια. Πρόδρομο, λέγανε τον πατέρα μου.

Οι εκπλήξεις, η μία διαδέχονταν την άλλη. Στο μυαλό μου ερχόταν οι ιστορίες του πατέρα μου. Του Πρόδρομου Κ.

Είχα ακούσει για την ξαδέλφη του, την Γεσθημανή.

-Ράνια, Μη μου πεις, ότι έχεις μητέρα την Γεσθημανή;

-Ναι! Ναι, την Γεσθημανή έχω. Ζήτω, είμαστε σίγουρα συγγενείς.

-Ζει;

-Αν ζει, λέει; Φτιάχνει ακόμη ντολμαδάκια. Είναι κοντά ογδόντα πέντε, αλλά έχει μυαλό ξυράφι. Θα της πω, ότι βρήκα τον Αλέξη, τον γιό του Πρόδρομου. Θα χαρεί πολύ. Δηλαδή, Αλέξη είμαστε δεύτερα ξαδέλφια. Σίγουρα, ε; Θεέ μου, δεν το πιστεύω. Βρήκα τον χαμένο μου ξάδελφο.

Ο ενθουσιασμός ήταν ειλικρινής. Το πρόσωπο της έλαμπε.

«Ξάδελφε; Είμαι πολύ χαρούμενη. Αχ, θέλω να σε φιλάω συνέχεια» μου είπε. «Δεν μπορείς να φανταστείς πώς νοιώθω μέσα μου. Το ένα συναίσθημα διαδέχεται το άλλο! Να, τώρα τρέμω πάλι από την συγκίνηση. Πιάσε το χέρι μου, να δεις».

Εγώ της έπιασα το χέρι και εκείνη έσκυψε και με φίλησε πάλι στο μάγουλο.

Ήταν μια ανθρώπινη στιγμή.

«Αλέξη; Να ήξερες μωρέ, πόσο ανάγκη είχα από ένα ξάδελφο. Πέρασαν τα παιδικά μου χρόνια και δεν είχα ένα ξάδελφο να παίξω και εγώ σαν κορίτσι. Αλέξη, μου θυμίζεις τα χρόνια της χαμένης παιδικότητας. Αχ, μωρέ Αλέξη, άργησες…» μου είπε αναστενάζοντας.

Ήταν βαθύς, ο αναστεναγμός της ξαδέλφης μου. Έκρυβε την νοσταλγία των παιδικών χρόνων που έφυγαν.

Είχε γείρει και ακουμπούσε το κεφάλι της στον ώμο μου.

«Η καημένη η ξαδέλφη μου» σκέφθηκα. «Ποιος ξέρει, τι μοναξιά ένοιωθε στα παιδικά της χρόνια. Και τώρα, στα σαράντα της, γινότανε ένα αθώο μικρό κοριτσάκι. Και είχε κιόλας βγει από μια σχέση τεσσάρων χρόνων. Το κακόμοιρο το κορίτσι.».

Έτσι την έβλεπα εγώ. Οι τρίτοι, οι ξένοι, οι αμέτοχοι στην σπάνια αυτή οικογενειακή συνάντηση, μπορεί να έβλεπαν μια σαραντάρα καβλογκόμενα να κάθεται και να μιλάει τρυφερά σε ένα σοβαρό κύριο.

Για ένα -δύο λεπτά σχεδόν δεν μιλούσαμε. Εκείνη κοιτούσε τις φωτογραφίες και εγώ, σαν χαζός, τους θαμώνες, του ζαχαροπλαστείου, που έριχναν συνεχώς αδιάκριτες ματιές στον καναπέ που καθόμασταν.

«Ποιος ξέρει τι θα περνάει από το μυαλό τους, καθώς μας βλέπουν να μιλάμε σαν ερωτευμένο ζευγαράκι που μετά από χρόνια βρέθηκε ξανά μαζί» είπα από μέσα μου.

«Ευτυχώς που δεν είμαστε Αθήνα, να φοβάμαι μη και με πετύχει κανένας γνωστός και πάει αλλού το μυαλό τους» συνέχισα τις μύχιες σκέψεις μου.

Χαλάρωνα στην κυριολεξία. Μέχρι που χτύπησε το κινητό μου.

«Όχι ρε πoύστη. Η γυναίκα μου. Πάνω που βρήκα τις οικογενειακές μου ρίζες… » έβρισα από μέσα μου.

Ζήτησα συγνώμη από την Ράνια, της είπα ότι ήταν επαγγελματικό από πελάτη μου, και πήγα λίγο πιο πέρα για να μιλήσω.

«Έλα, αγάπη μου. Είμαι με τον Κύριο Τσιγκελίδη, έχεις την καλησπέρα του» της είπα, με το πού σήκωσα το τηλέφωνο.

Ήθελα να καταλάβει, ότι ήμουνα με ένα πελάτη, που τον είχε μεν ακουστά, αλλά δεν θυμότανε ποιος ακριβώς είναι.

«Θέλεις, να του πεις μια καλησπέρα;» την ρώτησα με δυνατή φωνή, για να με πιστέψει ακόμη περισσότερο.

«Έλα, σε πιστεύω» μου απάντησε. «Όχι, δεν θέλω να του πω καλησπέρα».

Είναι απίθανο σχεδόν, να θέλει ποτέ μια γυναίκα να μιλήσει με ένα μ@λάκα, που δεν ξέρει. Και κάνει πολύ καλά. Δείχνει ότι εμπιστεύεται τα λεγόμενα του συζύγου της.

«Είσαστε καλά, όλοι στο σπίτι;» συνέχισα. «Να σου τηλεφωνήσω πίσω, σε καμία ώρα;».

-Καλά είμαστε. Δεν θα σε καθυστερήσω. Έχει μια απορία ο μικρός στα Μαθηματικά. Θέλω να μας βοηθήσεις. Πως μπορεί να απλοποιηθεί, το άθροισμα δύο μικτών κλασμάτων;

-Να τα κάνει ομώνυμα, να προσθέσει τους αριθμητές και μετά να βρει τον μέγιστο κοινό διαιρέτη του αριθμητή και του παρανομαστή. Στείλε το με μήνυμα, να στο λύσω. Καλά, εσύ Μαθηματικά, δεν έκανες στο Michigan; Πώς σκατά πήρες πτυχίο Accountant;

-Καλά, καλά… Μη θυμώνεις. Τα έχω ξεχάσει αυτά. Θα νομίσει ο πελάτης σου, ότι είμαι καμία άσχετη. Σε ακούει;

-Όχι, σηκώθηκα και πήγα πιο πέρα. Έλα αγάπη μου τώρα. Θα τα πούμε το βράδυ από το Skype.

Κατάλαβα ότι δεν βιαζόταν, να το κλείσει.

«Να δεις» σκέφθηκα, «ότι θα με ρωτήσει για τη Ράνια».

Επιβεβαιώθηκα.

-Δεν μου λες, αυτή την Ράνια, την συνάντησες;

-Ναι, το μεσημέρι.

-Μα, εσύ τα μεσημέρια κοιμάσαι.

-Ε, τώρα είμαι σε επαγγελματικό ταξίδι. Άλλαξα πρόγραμμα. Θέλω να τελειώνω και να γυρίσω ξενοδοχείο. Να κοιμηθώ νωρίς. Έχω φορτωμένο πρόγραμμα.

-Ναι, αλλά το ραντεβού με την υποτιθέμενη συγγενή σου, πρώτο-πρώτο το έβαλες. Μη και χάσεις. Τελικά, έχετε καμία συγγένεια;

-Ναι. Είμαστε δεύτερα ξαδέλφια. Οι παππούδες μας ήταν αδέλφια.

-Α, ωραία. Πώς είναι η ξαδέλφη σου; Είναι όμορφη;

-Έτσι και έτσι. Προβληματικό κορίτσι. Θα στα πω από κοντά.

-Ρε, με δουλεύεις; Μια χαρά κοπέλα είναι. Μπήκα στο Facebook και την είδα. Γιατί μου λες ψέματα;

Με παραξένεψε, γιατί η γυναίκα μου όχι μόνο δεν έχει σελίδα, αλλά ούτε που κάθεται με τις φίλες της, να χαζέψουν προφίλ ασχέτων.

Όπως εκ των υστέρων έμαθα, όταν επέστρεψα στο σπίτι, της είχε κάνει γερή πλύση μια φίλη της, η Τζένη. Την συμβούλευσε, να ψάξει καλά αυτό το αιφνίδιο ταξίδι μου στην Θεσσαλονίκη και το ραντεβού μέσω Facebook.

Ναι, η Τζένη. Η Τζένη, που τσάκωσε τον άντρα της, τον Παναγιώτη Πεντάφραγκα, στα πρόθυρα συνάντησης με την Διευθύντρια Ανθρώπινου Δυναμικού μιας εταιρείας Head hunter.

Ο αθεόφοβος είχε φτιάξει εικονικά στο Facebook μια κλειστή ομάδα-την είχε ονομάσει Pentafragas family- και μέσα από αυτήν την ομάδα, επικοινωνούσε με μια γκόμενα. Την Λουκία, που είχε γνωρίσει σε άλλο κοινωνικό δίκτυο. Το LinkedIn.

Για όσους δεν γνωρίζουν το LinkedIn, αυτό είναι το κοινωνικό δίκτυο που κάνουν καμάκι τα στελέχη των επιχειρήσεων.

Είναι κάτι σαν Facebook, μόνο που στο LinkedIn ποστάρουν βιογραφικά και papers τα στελέχη, ενώ στο Facebook ποστάρουν φωτογραφίες και γνωμικά σοφών από γραμματείς μέχρι ακαδημαϊκοί.

Η σχέση των δύο αυτών κοινωνικών δικτύων, δεν είναι αμφιμονοσήμαντη.

Ενώ, όποιος έχει σελίδα στο Facebook δεν έχει κατά ανάγκη σελίδα στο LinkedIn, εν τούτοις, όποιος έχει σελίδα στο LinkedIn, και το παίζει Manager, έχει και μία στο Facebook για να παίρνει μάτι κώλους και να χαζεύει τις μ@λακίες που γράφουν οι συνάδελφοί του.

Η βασική διαφορά τους είναι, ότι στο LinkedIn μπαίνουν στελέχη, ελπίζοντας κάποιος να τους προσέξει και να τους κάνει πρόταση να δουλέψουν για περισσότερα λεφτά, ενώ στο Facebook μπαίνει ο καθένας ελπίζοντας να βρει γκόμενο η γκόμενα.

Η Λουκία, λοιπόν, η γκόμενα του Παναγιώτη του Πεντάφραγκα, είχε ανοίξει ψεύτικο προφίλ στο Facebook σαν Pentafragas Lucia.

Μέσα από την κλειστή ομάδα Pentafragas family, αντάλλασσε μηνύματα με τον Παναγιώτη.

Δεν είχαν συναντηθεί, γιατί και οι δύο ήταν παντρεμένοι και η επικοινωνία τους είχε περιοριστεί στο αρχικό στάδιο.

Αυτό που ο ένας εξομολογείται στον άλλον πόσο πληκτική και ανυπόφορη είναι η καθημερινότητα, και πόσο η έλλειψη επικοινωνίας έχει αλλοτριώσει την έγγαμο σχέση του.

Στο αρχικό αυτό στάδιο, που δεν έχει προηγηθεί συνάντηση, μη φανταστεί κανείς ότι τηρούνται οι οικογενειακοί κανόνες ήθους και σεμνότητας.

Υποσχέσεις για ατέλειωτες ερωτικές νύχτες, υπονοούμενα για μοναδικές σεξουαλικές επιδόσεις και προσόντα, αποστολές ρετουσαρισμένων φωτογραφιών και ό,τι άλλο μπορεί να σκαρφιστεί η κούτρα των συνομιλητών.

Πώς έκανε τσακωτό η Τζένη, η φίλη της γυναίκας μου, τον Παναγιώτη;

Να, ένα μαλακισμένο ανιψάκι της Τζένης -Πεντάφραγκα το λέγανε και αυτό- ψάχνοντας το Facebook, βρήκε την ομάδα -μ@λάκας τελείως ο Παναγιώτης, δεν σκέφθηκε να κάνει την ομάδα απόρρητη-, επικοινώνησε με την Τζένη και της ζήτησε να μιλήσει στον Θείο Παναγιώτη, να τον βάλει μέσα στην κλειστή ομάδα.

Ο μικρός είχε στείλει αίτημα στον θείο του και αυτός το έγραψε στα @ρχίδια του. Δεν είχε μάθει όλα τα κόλπα του Facebook.

Ο μέγας μ@λάκας, ο Παναγιώτης, κάθε φορά που άνοιγε την σελίδα της ομάδας και έβλεπε το αίτημα του ανιψιού του, έλεγε: «Τι θέλει το μ@λακιστήρι;»

Πιάνει, λοιπόν, και μπλοκάρει το ανιψάκι, και αυτό, ο Γιωργάκης ο Πεντάφραγκας, πήρε την θεία του την Τζένη, να της παραπονεθεί.

Η Τζένη ζοχαδιάστηκε, έπιασε και έβρισε τον Παναγιώτη -«σαν δεν ντρέπεσαι κοτζάμ άντρας να αφήνεις απέξω το παιδί. Από πότε το σόι σου έφτιαξε ομάδα και διαλέγει ποιος θα μπει και δεν θα μπει; » του είπε- και στο τέλος επέμενε, σώνει και καλά ο Παναγιώτης, να βάλει τον μικρό Γιωργάκη στην κλειστή του ομάδα.

«Τώρα, αμέσως μπροστά μου, μπες στην ομάδα του κωλόσογου σου και κάνε accept το παιδί».

Του το είχε ζητήσει με τέτοιο επιτακτικό τρόπο, που ο Παναγιώτης αναγκάστηκε μπροστά στην Τζένη να ανοίξει την σελίδα και να προσθέσει το παιδί στην κλειστή ομάδα.

Περίμενε να ξεκουμπιστεί η Τζένη για να μπει και να προλάβει να σβήσει όλα τα μηνύματα, που είχε αλλάξει με την γκόμενα του, την Λουκία. Μη και μπει καμιά μέρα στην ομάδα ο Γιωργάκης και δει τι γράφει ο θείος του.

Αλλά, έλα με του που ο Παναγιώτης έκανε accept τον Γιωργάκη Πεντάφραγκα, το παιδί- που αντί να διαβάζει τα μαθήματα, ήταν όλη μέρα στον υπολογιστή- μπήκε αμέσως μέσα στο Facebook και είδε όλα τα μηνύματα και τις φωτογραφίες που είχαν ανταλλάξει ο Παναγιώτης με την Λουκία.

Του το φύλαγε, ο μικρός, του Παναγιώτη. Έστειλε αμέσως μήνυμα στην θεία του με συνημμένα screeshots από τις αναρτήσεις του Παναγιώτη και της Λουκίας.

«Θεία, ξύπνα!» της έγραψε ο μικρός.

Πλακωθήκανε η Τζένη με τον Παναγιώτη- όπως άλλωστε κάνουν όλα τα ζευγάρια που κάθονται όλη τη μέρα μπροστά στο Facebook- και κόντεψαν να φτάσουν σε διαζύγιο.

Να ‘ναι καλά η γυναίκα μου, που της είπε:

«Μην ανησυχείς, ρε. Όσοι φλυαρούν στο Facebook δεν γ@μάνε. Μ@λακίζονται.»

Τέλος πάντων. Πού είμαστε; Α, ναι. Εκεί που η γυναίκα μου, από το τηλέφωνο με ρωτούσε, εάν η Ράνια ήταν όμορφη.

Η καλύτερη απάντηση είναι η ουδέτερη. Αν πεις ότι η άλλη είναι άσχημη, θα σου πει ότι «Έτσι λέτε, αλλά να τις πηδήξετε θέλετε», αν πεις ότι είναι όμορφη, θα αρχίσει να παραπονιέται και να κάνει συγκρίσεις με τον εαυτό της. Δεν βρίσκεις άκρη.

Οι απορίες αυτού του είδους, των μικροαστών συζύγων, με κουράζουν αφάνταστα. Θέλω να τις λύνω αμέσως. Και να μην αφήνουν αμφιβολίες.

«Έχω συνηθίσει σε εσένα» της είπα, «που είσαι όμορφη και δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός με άλλες γυναίκες. Είσαι ευχαριστημένη;»

-Καθόλου. Κόψε τις μ@λακίες και πες μου για την ξαδέλφη σου. Αν κρίνω από το προφίλ της στο Facebook, δεν μου δείχνει και κανένα άβγαλτο κορίτσι. Ένα σωρό μ@λακίες γράφει στις Πληροφορίες της. Είναι σαν και εσένα φλύαρη;

– Γυναίκα; Δεν μπορώ να μιλήσω, τώρα. Είμαι με τον πελάτη μου. Θα στα πω το βράδυ.

Και έκλεισα το τηλέφωνο. Ποιος ξέρει το βράδυ στο ξενοδοχείο, τι άλλο θα με ρωτούσε.

Επέστρεψα στη Ράνια. Από μακριά που την χάζευα, να πω την αλήθεια μου, μου άρεσε. Κρίμα, που ήταν ξαδέλφη μου. Αν δεν ήταν, σίγουρα θα της την έπεφτα. Κανείς δεν θα με έπαιρνε χαμπάρι.

Είπαμε πολλές ιστορίες με την Ράνια. Σε κάποια στιγμή θυμήθηκε, κάτι που της είχε πει η μάνα της.

«Βρε; Τώρα το θυμήθηκα. Ξέρεις τι είχε κάνει ο πατέρας σου ο Πρόδρομος, όταν ήταν στα δεκαπέντε του, στην θεία μας την Μελπομένη;

Εδώ καλά-καλά δεν ήξερα, ποια ήτανε αυτή η Θεία Μελπομένη, θα ήξερα τι της έκανε ο μακαρίτης ο πατέρας μου στα δεκαπέντε του;

«Πού θες να ξέρω, ρε Ράνια. Ποια ήταν αυτή, η θεία η Μελπομένη;» της απάντησα.

-Η Μελπομένη ήταν η μεγάλη αδελφή της μάνας μου, Θεός σχωρέστην. Δηλαδή, πρώτη ξαδέλφη του πατέρα σου. Αν ζούσε, θα ‘τανε κοντά εκατό σήμερα. Όταν οι παππούδες μας, μικρά παιδιά ήτανε τότε, ήρθανε από την Καισάρεια, χωρίσανε. Παντρευτήκανε, κάνανε παιδιά, αλλά δεν βλεπόντουσαν. Ούτε τηλέφωνα τότε δεν είχανε. Ήρθε, η Μελπομένη, και έμεινε στην πρωτεύουσα σε ένα άλλο συγγενή μας. Μιλούσε με την μητέρα μου, και της έλεγε ότι είχε βρει κάποιον ξάδελφο της στον Πειραιά. Έναν Πρόδρομο Κ. Που να φανταζόμουνα ότι μετά από τόσα χρόνια θα συναντούσα τον μικρότερο του γιό, εσένα. Καλά εσένα, ο πατέρας σου στα πενήντα του, σε έκανε;

-Ναι! Ήμουνα ο τρίτος στη σειρά, ο πιο μικρός. Παντρεύτηκε και μεγάλος ο πατέρας μου, οπότε καταλαβαίνεις… Δεν πρόλαβα να ακούσω πολλές ιστορίες.

-Τι ωραία! Και εγώ, είμαι η μικρότερη στην οικογένεια. Και μένα η μάνα μου κοντά στα σαρανταπέντε της με έκανε. Μπορεί να ήταν και μεγαλύτερη. Έλα, άσε με. Θα με μπερδέψεις. Δεν μου αρέσει να λέω, πόσο χρονών είμαι;

-Ούτε εμένα. Αλλά εσύ, μόνη σου μπερδεύτηκες. Είσαι κοντά σαράντα. Αν σε έκανε βέβαια στα σαρανταπέντε η μάνα σου και αν είναι σήμερα ογδόντα πέντε.

-Τόσο είμαι. Μήπως να σου δείξω τα δόντια μου; Χα, χα…

-Όχι, ρε Ράνια. Τι με νοιάζει, πόσο είσαι; Όσο και να είσαι, δεν παύεις να είσαι η δεύτερή μου ξαδέλφη.

-Μα, τόσο είμαι. Αν δεν με πιστεύεις, να σου δείξω την ταυτότητα μου.

-Σε πιστεύω. Έλα. Τι τρώγεσαι; Άλλωστε δείχνεις μικρότερη.

-Και εσύ ξάδελφε. Αν και τα έχεις καβατζάρει τα πενήντα.

Δεν έδωσα σημασία και συνέχιζε να μου λέει, η ξαδέλφη μου, άσχετες ιστορίες μέσα από τις οποίες προσπαθούσα να συσχετίσω διάφορα συγγενικά πρόσωπα.

Δεν άντεξα κάποια στιγμή και της είπα:

-Που τις θυμάσαι, ρε Ράνια, όλες αυτές τις λεπτομέρειες;

-Εγώ, μωρέ; Η μάνα μου κάθεται και μου λέει ιστορίες. Τώρα που γέρασε, όλο τα παλιά θυμάται.

-Ναι. Το έχουνε αυτό οι μεγάλοι άνθρωποι. Τους αρέσει να μιλάνε για το παρελθόν τους.

Από αλλού είχαμε ξεκινήσει και αλλού κοντεύαμε να πάμε. Της το θύμισα.

-Λοιπόν; Μου έλεγες κάτι για τον πατέρα μου και την θεία μας, την Μελπομένη.

-Α, ναι! Είχανε πάει, ο πατέρας σου με την Μελπομένη, στον Ποδονίφτη, ένα ρέμα κοντά στην Νέα Ιωνία, να πλύνουνε ρούχα. Πλυντήρια τότε, δεν υπήρχανε.

-Ναι, δεν είχανε τις ανέσεις που έχουμε σήμερα.

-Και που λες, μετά ο πατέρας σου, την πήρε την θεία την Μελπομένη και της είπε να πάνε στο δασάκι της Νέας Φιλαδέλφειας.

-Κατάλαβα. Στο άλσος.

-Δεν κατάλαβες. Δεν πήγανε στο Άλσος. Στο απέναντι, από το άλσος, δασάκι. Πίσω από μία κλωστοϋφαντουργία. Πήγανε να παίξουνε κρυφτό.

-Για λέγε…

-Ε ! Να σε κάποια στιγμή η θεία Μελπομένη, τότε ήταν δεκατριών χρόνων, έτρεχε για να φτύσει την φωλιά, παραπάτησε και στραμπούλησε το πόδι της .

-Και…

-Ε, να. Ο πατέρας σου της έπιασε το πόδι και άρχισε να το τρίβει. Αλλά, ο μπαγάσας, δεν πιστεύω να του έμοιασες, όλο και την χάιδευε πιο πάνω.

«Και η θεία η Μελπομένη; Του έριξε καμία σφαλιάρα;» την ρώτησα με αστική σεμνοτυφία.

-Όχι, γελούσε, είπε στη μάνα μου. Όταν πήγε να την χαϊδέψει κάτω από το βρακί, η θεία η Μελπομένη, του είπε ότι δεν είναι σωστό.

-Πολύ καλά, του είπε. Ήταν πρώτα ξαδέλφια. Και μετά;

-Ε, μετά πήγε να την φιλήσει. Και εκείνη την στιγμή περνούσε μια γειτόνισσα, το κάρφωσε στον παππού τον Μιχάλη, ο παππούς σου τους πλάκωσε και τους δύο στο ξύλο και η γιαγιά σου η Ραχήλ έστειλε την Μελπομένη να εξομολογηθεί σε παπά.

-Ε, παιδιά ήτανε, μωρέ. Δεν της έκανε πάντως τίποτα.

-Σωστά. Ήτανε και οι δύο τους παιδιά. Βέβαια, πολλά πρώτα ξαδέλφια έχουν συνάψει μεταξύ τους ερωτικές σχέσεις. Να μη σου πω για δευτεροξάδελφα. Τα μισά δευτεροξάδελφα, στα χωριά κυρίως, έχουν πηδήξει τις μισές δευτεροξάδελφες τους.

«Ευτυχώς, Ράνια, εμείς ζούμε σε πρωτεύουσα» της είπα για να κλείσω την συζήτηση για αυτή την ανάρμοστη εφηβική συμπεριφορά του μακαρίτη -εδώ και τριάντα χρόνια- πατέρα μου.

Να αναπαύονται οι ψυχές τόσο του πατέρα μου όσο και της θείας της Μελπομένης. Και από ψηλά, αν διαβάζουν Πιτσιρίκο, να μου συγχωρέσουν που τους έκανα ρόμπα.

Με την μικρή, λοιπόν, αυτή αθώα παραιστορία, λύθηκε η γλώσσα μας.

«Ράνια» της είπα για να την προκαταλάβω, «αν μου ξεφύγει καμία βρωμοκουβέντα, μη με παρεξηγήσεις. Θα είναι στη ρύμη του λόγου. Είμαι Πειραιώτης, ξέρεις…”.

-Μάλιστα. Και σίγουρα γαύρος, έτσι;

-Ναι, βέβαια. Εσύ, είδα ότι είσαι Παόκι. Εγώ, εγγόνι πρόσφυγα, τα αγαπάω τα Παόκια. Παιδιά της προσφυγιάς είναι και αυτά.

-Ναι, αλλά όταν κατεβαίνουμε Αθήνα, μας περιμένετε με ντομάτες και αγγούρια στο σταθμό Λαρίσης.

-Γιατί, εσείς δεν μας πετάτε πέτρες στα διόδια των Μαλάγρων;

-Εντάξει, εντάξει… Ας τα αφήσουμε αυτά, που μας χωρίζουν.

-Ναι, Βρήκαμε, Ράνια μου, τόσα πολλά που μας ενώνουν. Τους παππούδες μας, τους Μικρασιάτες.

Την είδα να παίρνει μια βαθιά αναπνοή και να με κοιτάει στα μάτια. Σε μια στιγμή αναστέναξε. Ήταν όταν μου έπιασε το χέρι και γύρισε να μου πει.

-Ξάδελφε, με όλο το θάρρος, να σε φιλήσω στο λαιμό; Η μυρωδιά σου μου φέρνει θύμησες από πατρίδες που δεν γνωρίσαμε.

-Ράνια… δεν είναι σωστό. Θα μας δει κανένας πατριώτης σου. Εμένα, δεν θα με παρεξηγήσουνε. Δεν με ξέρουνε. Αλλά εσένα;

-Μα ξάδελφε, τις ρίζες μας ψάχνουμε. Κακό είναι; Το ξέρεις ότι είναι βαθιά κρυμμένες στα σώματα μας; Στις μυρωδιές και στις αναμνήσεις των παιδικών μας χρόνων;

Η ατμόσφαιρα είχε φορτιστεί με τη νοσταλγία πατρίδων, που γνωρίσαμε μόνο μέσα από τις αφηγήσεις συγγενών και παππούδων.

«Αχ, Ράνια. Μου θυμίζεις τις χαμένες πατρίδες» της είπα. «Τις ιστορίες του παππού του Μιχάλη. Κρίμα, που δεν μου ανέφερε για τον αδελφό του, τον παππού σου τον Θεοκλή. Ράνια, το έχεις συνειδητοποιήσει; Είμαστε δεύτερα ξαδέλφια. Να είναι καλά το Facebook, που μας βοήθησε να βρεθούμε.».

Παλιά, οι χαμένοι πρόσφυγες συγγενείς βρίσκονταν μεταξύ τους, χάρη στις ανακοινώσεις του Ερυθρού Σταυρού.

Μετά ήρθε η Νικολούλη, η Χατζηβασιλείου και ο Μικρούτσικός.

Και σήμερα, χάρη στο κοινωνικό αυτό δίκτυο, αδέλφια και ξαδέλφια βρίσκονται, χωρίς να βγάζουν τα άπλυτα των οικογενειών τους στην φόρα.

«Ναι, Αλέξη. Είμαι πολύ χαρούμενη, που σε βρήκα και είμαστε ξαδέλφια» μου απάντησε, όταν την ρώτησα αν είχε συνειδητοποιήσει την συγγενική μας σχέση.

«Θέλω να γίνουμε πάλι παιδιά. Να σε βοηθάω και να με βοηθάς. Όπως ο θείος ο Πρόδρομος, που κουβαλούσε τα ρούχα της θείας Μελπομένης. Αλλά, θα είσαι φρόνιμος. Όχι, σαν τον μπαμπά σου. Χα, χα…»

«Και εγώ, Ράνια, είμαι χαρούμενος. Θα σε υποστηρίζω, όσο μπορώ» της είπα, αποφεύγοντας να σχολιάσω, την απρεπή συμπεριφορά του πατέρα μου, που κατά βάθος με είχε πειράξει.

Εκείνη, όμως, η Ράνια, δεν έλεγε να αφήσει στην άκρη αυτή την ιστορία με τα ξαδέλφια.

-Το ξέρεις ότι στην Γαλλία είναι αποενοχοποιημένες οι ερωτικές σχέσεις μεταξύ δεύτερων ξαδέλφων. Εμείς, σύμφωνα με τον Αστικό Κώδικα, είμαστε συγγενείς δέκατου έκτου βαθμού.

-Έλα ρε, σοβαρά; Πώς γίνεται αυτό;

Τα πρώτα ξαδέλφια είναι τέταρτου βαθμού, οπότε εμείς, που είμαστε δεύτερα, είμαστε δέκατου έκτου. Είναι ο τετραγωνικός αριθμός του αρχικού βαθμού. Πιάσ’ τ’ αυγό και κούρεφτο δηλαδή.

-Ναι, αλλά η Ορθόδοξη Εκκλησία το απαγορεύει. Είμαι ξέρεις, ορθόδοξος.

-Και εγώ ορθόδοξη είμαι. Σε όλα. Ξάδελφε, δείχνεις πολύ συντηρητικός. Αλλά, είσαι, καλό παιδί. Μπορώ να σε φιλήσω, άλλη μία φορά; Είμαι πολύ συγκινημένη.

Δεν μου αρέσει να φτιάχνονται ερωτικά οι αναγνώστες ενός κειμένου. Δεν είμαι πoρνογράφος για να περιγράψω το πόσο ζεστό ήταν το φιλί της ξαδέλφης μου της Ράνιας.

«Στον λαιμό, όμως μόνο, έτσι;» της είπα, αγκαλιάζοντάς την.

Να πω την αλήθεια μου; Μου άρεσε. Αλλά πρυτάνευσε μέσα μου η λογική.

«Είναι η ξαδέλφη μου» σκέφθηκα. «Δεν είναι σωστό να μου έρχονται δεύτερες σκέψεις».

Η κουβέντα μας και τα φληναφήματα, περί της αξίας της συγγένειας, συνεχίζονταν. Στον καναπέ, που καθόμασταν, με πλησίαζε όλο και περισσότερο.

Είχε πέσει σχεδόν πάνω μου.

Μου μιλούσε και μου κρατούσε το χέρι. Σε κάποια στιγμή, που άρχισε να το χαϊδεύει και με τα δάκτυλα της να σχηματίζει τις παλινδρομικές κινήσεις ερωτικής πράξης, δεν κρατήθηκα:

«Ράνια; Ξέρεις, είμαι παντρεμένος» της είπα.

-Δεν με πειράζει. Εμείς, ξαδέλφια είμαστε. Απαγορεύεται να χαϊδέψω τον ξάδελφο μου; Μου έχει λείψει η στοργή της οικογένειας. Έχω ανάγκη από ένα ξάδελφο που θα με εμπιστεύεται και θα τον εμπιστεύομαι. Να μπορεί να μου ανοίξει την καρδιά του. Να μου εξομολογηθεί τα εσώψυχα του.

Τι να της πω; Μπορεί, να την είχα παρεξηγήσει. Επανάφερα αμέσως την συζήτηση στα περί οικογένειας.

-Αχ, Ράνια. Και εγώ έχω ανάγκη μια τέτοια ξαδέλφη. Θα ανεβαίνω πιο συχνά στην Θεσσαλονίκη.

-Ναι, ναι, ξάδελφε. Την επόμενη φορά που θα έρθεις, θα σε πάω να φάμε σουτζουκάκια στου Ρογκότη. Βάζουν μέσα έξι μυρωδικά. Όλα αφροδισιακά. Δεν θα μπορείς να κρατηθείς.

-Τρελαίνομαι για σουτζουκάκια.

-Και μετά; Ξέρεις τι θα κάνουμε μετά;

Άλλα περίμενα να ακούσω, και άλλα άκουσα:

«Θα πάμε για τρίγωνο»

Ε, τώρα ήμουνα σίγουρος ότι η Ράνια, η δεύτερη ξαδέλφη μου, δεν ήταν καμία αθώα. Είχε δίκιο η γυναίκα μου, που έλεγε ότι δεν έδειχνε για άβγαλτο κορίτσι.

«Θα με έχει περάσει για κανένα μ@λάκα, που φοβάται να την πέσει σε άλλη γυναίκα» σκέφθηκα. «Θα παίξω στα ίσια. Θα της δείξω, ότι δεν μασάω».

«Οπα, ρε ξαδέλφη» της είπα, παίρνοντας το άνετο μου ύφος μου «Αν είναι άντρας, δεν μπορώ να παίξω. Με γυναίκα όμως, δεν έχω πρόβλημα… Καμιά κολλητή θα είναι; Αν είσαι και εσύ μέσα στο τρίγωνο, θα κομπλάρω λίγο στην αρχή. Πώς να το κάνουμε, Ράνια; Δεν παύει να είσαι ξαδέλφη μου. Δεν με χαλάει όμως για το ξεκίνημα, να σε πάρω μάτι σε λεσβιακό».

-Χα, χα… Δεν κατάλαβες. Ο νους σου στην παρτoύζα, μου φαίνεται είναι. Καλά ρε, με την ξαδέλφη σου; Δεν ντρέπεσαι; Η ορθοδοξία σε μάρανε. Κάτσε φρόνιμα. Για τρίγωνο Πανοράματος, θα πάμε. Με κρέμα από αγνό βούτυρο.

-Συγνώμη, Ράνια, το παρεξήγησα.

Αισθάνθηκα σαν ηλίθιος. Έβαλα την ουρά μου κάτω από τα σκέλια.

Εκείνη, εξακολουθούσε να είναι άνετη. Και φυσικά να μην έχει ξεκολλήσει από πάνω μου.

Το κατάλαβε η πουτάνα.

«Αλέξη, δεν μου λες, εσύ όταν ήσουνα μικρός τις ξαδέλφες σου τις πρόσεχες;» με ρώτησε.

-Πάρα πολύ.

-Δεν πιστεύω να τις χάιδευες κιόλας. Χα, χα… Ξέρω ότι η πρώτη ερωτική φαντασίωση κάθε αγοριού είναι η ξαδέλφη του.

-Ράνια, εγώ διέφερα από τα αγόρια της ηλικίας μου. Εμένα μου άρεσε η κυρία Στέλλα, η μητέρα ενός φίλου μου. Ήτανε γειτόνισσα μας, στην Αγιά Σοφιά του Πειραιά. Έβγαινε στην αυλή του σπιτιού και άπλωνε τα ρούχα με το κομπινεζόν της. Ήτανε ξανθιά και όμορφη.

-Την έπαιρνες μάτι, να υποθέσω;

-Ε, ναι. Από το παράθυρο της τουαλέτας μας. Έβλεπε τον ακάλυπτο.

– Φαντάζομαι, τι μ@λακία θα έπεφτε. Χα, χα…Α! ρε τι είσαστε εσείς οι άντρες. Δε μου λες; Να σου κάνω μια σύντομη ψυχογραφία των παιδικών σου χρόνων. Είμαι, ξέρεις, επαγγελματίας ψυχολόγος.

-Το ξέρω. Έχεις κάνει και μεταπτυχιακό. Και δεν μου κάνεις; Θα περάσει και ή ώρα.

– Η ψυχανάλυση ξάδελφε, δεν είναι παιγνίδι. Θέλεις επαγγελματική η ερασιτεχνική;

-Ε! Φυσικά επαγγελματική.

Κακώς το είπα. Την είδα να βγάζει μέσα από μια τσάντα μαζί με ένα σωρό άλλα σκατολοΐδια ένα φορητό χρονομετρητή. Κακώς και που τη ρώτησα, τι μας χρειαζότανε.

-Ρε Ράνια. Το ρολόι, γιατί το έβγαλες; Θα γίνουμε ρεζίλι.

-Μα, μου ζήτησες επαγγελματική ψυχανάλυση.

-Ε, και;

-Τι και, ρε ξάδελφε; Πώς θα υπολογίζω τον χρόνο χρέωσης; Η ώρα μου χρεώνεται 80 € συν ΦΠΑ 24%. Ήταν ξαδέλφη μου. Δεν ήθελα να φανώ γύφτος, αλλά τελικά με είπε. Και χωρίς να φταίω μάλιστα.

«Ρε συ Ράνια, με όλο το συγγενικό θάρρος που έχω τώρα μαζί σου» της είπα, «μου φαίνονται πολλά 80 € την ώρα».

-Γιατί σου φαίνονται πολλά, ε; Στην πoυτάνα, όταν πας ξάδελφε, τα δίνεις. Δεν τα δίνεις; Εκεί, κάνεις παζάρι;

-Ράνια, δεν πηγαίνω σε πoυτάνες. Είμαι αριστερός.

– Δεν πειράζει. Εσείς είσαστε πoυτάνες από μόνοι σας. Οι φίλοι σου, αυτοί που πάνε στις πoυτάνες, κάνουνε παζάρια;

-Οι φίλοι μου, αυτοί που πάνε, γ@μάνε. Εγώ δεν ήρθα να γ@μήσω.

-Αυτό σου έλειπε. Τι με πέρασες; Για καμιά που κάνει πιάτσα;

-Δεν είπα, κάτι τέτοιο, ρε Ράνια . Αλλά με χρεώνεις σαν να πήγαινα με πoυτάνα.

-Φυσικά. Σε μια ιερόδoυλη βγάζεις τις σωματικές σου ανάγκες. Στο αιδoίο της υποδέχεται την γενετήσια oρμή σου. Στην ψυχολόγο, θα εκβάλεις την συσσωρευμένη ψυχική σου φόρτιση. Στον εγκέφαλο της η ψυχοθεραπεύτρια θα υποδεχτεί την ορμή του υποσυνείδητου σου.

-Μα, δεν είμαι φορτισμένος. Εσύ λίγο με φόρτισες. Με έπιασες στον ύπνο με την χρέωση της ψυχανάλυσης.

-Μη φοβάσαι, ρε ξάδελφε. Θα σου ξυπνήσω όλες τις κρυφές επιθυμίες που είχες στο παιδικό σου παρελθόν για συγγενείς τετάρτου βαθμού και πάνω.

-Αυτό, με τον τέταρτο βαθμό και πάνω, πάλι δεν το καταλαβαίνω. Για εξήγησέ μου το λίγο.

-Μέχρι τον τρίτο βαθμό, είναι οι αιμoμικτικές σχέσεις πατέρα με κόρη, μάνα με γιό, αδελφού με αδελφή. Ότι κάνουν στον Πύργο Ηλείας, που είναι κάργα αιμoμίκτες. Αυτά τα περιστατικά, δεν τα αναλαμβάνω. Απαιτούν την συνδρομή ψυχιάτρου.

-Δηλαδή, Ράνια, τι περιπτώσεις αναλαμβάνεις;

-Από ξαδέλφια και επάνω. Η ειδικότητά μου είναι οι ερωτικές φαντασιώσεις του υποκείμενου στην ανάλυση με πρόσωπα οικογενειακού περιβάλλοντος με συγγενικό βαθμό άνω του τετάρτου. Να… καμία θεία… καμία ξαδέλφη. Μη μου πεις, ότι δεν πήρες ποτέ μάτι κάποια ξαδέλφη σου, όταν έκανε μπάνιο ή άλλαζε μπροστά σου στο δωμάτιο;

-Να μιλήσουμε ανοιχτά;

– Εμ, τι, κλειστά; Σε ψυχολόγο μιλάς. Την αλήθεια και την πραγματικότητα θέλω να ακούσω ξάδελφε. Και προπαντός, ειλικρίνεια.

-Να, Ράνια… Με την Paloma.

-Με ποια; Με την Paloma; Την ξαδέλφη μας; Και την έχω και φίλη στο Facebook. Τι της έκανες, βρέ ρεμάλι;

-Να, αρχές του ’80 είχε έρθει πρώτη φορά με τους γονείς της στην Ελλάδα καλεσμένοι από τον πατέρα μου. Θα κάνανε πρώτη φορά διακοπές στην πατρίδα. Είχαμε ενθουσιαστεί που θα γνωρίζαμε επιτέλους, τον ξάδελφο του πατέρα μου. Και την δεύτερη μου ξαδέλφη, την Paloma. Την γνωρίζαμε μόνο από φωτογραφίες, που μας έστελναν όταν ήταν μωρό. Ο Fernando, σαν πιο μεγάλος, βαριότανε να έρθει.

Ήρθε, λοιπόν, η Paloma με τους γονείς της. Δεν ήταν πιά το μικρό κοριτσάκι με τις μπουκλίτσες, αλλά μια όμορφη –γύρω στα δεκαεφτά τότε- δεσποινίδα. Όταν τους υποδεχθήκαμε, στο παλιό αεροδρόμιο του Ελληνικού, η συγκίνηση ήταν απερίγραπτη.

Η Paloma, που μιλούσε πολύ καλά τα Ελληνικά, έπεσε πάνω μου και με φιλούσε συνέχεια.

«Lo que un primo hermoso que tengo» είπε ενθουσιασμό, μόλις με είδε. Δηλαδή, κάτι σαν «Τι όμορφο ξάδελφο που έχω».

-Ε, ήσουνα τεκνό τότε, ξάδελφε. Τώρα πούρεψες λίγο. Αλλά, για την ηλικία σου, καλά κρατιέσαι. Χα, χα…

-Ράνια, κόφτο. Δεν είμαι μεγάλος. Θα σταματήσω να μιλάω.

-Έλα, έλα, συνέχισε. Ωραίος είσαι και τώρα. Λοιπόν;

-Με αποσυντόνισες… Α, ναι. O μακαρίτης ο πατέρας μου, δεν είδε με καλό μάτι τον τρόπο που αγκάλιασα την ξαδέλφη μου. Και δεν τού άρεσε, που στο ταξί μέσα, η Paloma μου χάιδευε τα μαλλιά και μου έλεγε ότι είμαι dulce nino, δηλαδή γλυκό μωρό.

-Ρε, παιδί μου! Τι σου είναι, αυτές οι Νοτιαμερικάνες. Από μικρά κοριτσάκια, την πoυτανιά στο αίμα τους την έχουν.

-Μη το λες. Η Paloma ήταν καθολική.

-Γιατί; Οι καθολικές δεν γ@μιώνται;

– Οι αυστηρές, όχι. Ρε Ράνια, μου γ@μας την ψυχανάλυση με τις άσχετες ερωτήσεις σου. Θέλεις να συνεχίσουμε για την ξαδέλφη μου ή να ανοίξουμε κουβέντα για τις θρησκείες;

-Καλά, καλά, συνέχισε.

-Ρε πoύστη μου. Ξέχασα, που είχα μείνει… Α, ναι… Για αυτούς λοιπόν, τους θείους μου, στην Αργεντινή ήταν εποχή καλοκαίρι.

Για μας όμως, χειμώνας. Θα έμεναν δύο εβδομάδες στο σπίτι. Στριμωχτήκαμε στα δωμάτια, όπως- όπως. Η Paloma θα κοιμότανε στο δωμάτιο μου. Εγώ, φυσικά στρωματσάδα.

-Ξάδελφε; Εάν ποτέ έρθεις να σε φιλοξενήσω στο δικό μου σπίτι, δεν θα έχουμε πρόβλημα. Έχω διπλό κρεβάτι στο δωμάτιό μου.

Δεν έδωσα σημασία. Συνέχισα να της μιλάω για την Paloma

-Το βράδυ, λοιπόν, έπιασε μια τρομερή καταιγίδα. Άστραφτε και βροντούσε. Φοβήθηκε η ξαδέλφη μου. Μου λέει: « Primos? Tengo miedo de los truenos».

-Φοβήθηκε τις βροντές, ε; Βάζω στοίχημα, ότι σου είπε να πας δίπλα της.

-Πού το κατάλαβες;

– Είμαι ψυχολόγος. Και εσύ; Εσύ, piccolo dulce nino, πήγες σίγουρα δίπλα της. Χα, χα, τρελό αγόρι.

-Ναι, μωρέ… Αλλά, ήταν πράγματι φοβισμένη. Και επειδή, δεν βολευόμουνα κάτω στο πάτωμα, την ρώτησα, εάν την πείραζε να ξαπλώσω δίπλα της, στο κρεβάτι.

-Ξάδελφε; Είμαστε στο πρώτου στάδιο της ανάλυσης του υποκειμένου. Να μου εξομολογηθείς τα πράγματα όπως έγιναν. Για πες μου, τι σου απάντησε.

«No importa Alexis. Somos primos» μου είπε.

-Μη το μεταφράσεις. Το κατάλαβα. Σου είπε, ότι δεν την πειράζει, γιατί είσαστε ξαδέλφια. Ρε, το πoυτανί! Αυτό που κάνουμε, λέγεται ανάλυση μεταλλαγμένων ενδοοικογενειακών ερωτικών επιθυμιών.

-Δεν καταλαβαίνω, αλλά δεν πειράζει.

-Θα καταλάβεις αμέσως. Φυσικά, σου σηκώθηκε, ξάδελφε. Έτσι, δεν είναι;

-Ναι, αλλά δεν κάναμε τίποτα.

-Δε μου λες, από εκείνη την εποχή και ύστερα, παρατήρησες στην σεξoυαλική σου συμπεριφορά συμπτώματα αγχώδους ολοκλήρωσης;

-Ναι, Ράνια. Θέλω να είμαι ειλικρινής. Να, ορισμένες φορές, ρε Ράνια, την στιγμή της κορύφωσης… ξέρεις…

-Ναι, ξέρω. Σου πέφτει.

-Ναι, ρε γαμώτο. Τι να κάνω;

-Ψυχολυτική θεραπεία. Αυτό σου χρειάζεται. Ξέρεις κάτι; Το υποσυνείδητο των ανδρών μεταφέρει στη λειτουργία της στύσης αρχέγονες ερωτικές πληροφορίες.

-Τι μου λες; Σοβαρά; Αν την είχα πηδήξει, θα ήταν διαφορετικά πράγματα;

-Σίγουρα. Το γεγονός ότι δεν γ@μησες την Paloma, μπορεί να είναι η βαθύτερη αιτία που εμφανίζονται σήμερα συμπτώματα αγχώδους σεξoυαλικής συμπεριφοράς.

-Όχι, ρε γαμώτο. Και μπορούσα να το είχα κάνει. Τι μ@λάκας, που είμαι!

-Και συ πάλι, ρε ξάδελφε. Γιατί; Τι σε εμπόδισε; Η συνείδησή σου ή οι αρχές σου;

-Δεν ξέρω, ρε Ράνια. Μπορεί και τα δύο.

-Ναι, αλλά κατά βάθος ήθελες να την γ@μήσεις; Έτσι δεν είναι;

-Κατά βάθος, μπορεί. Αλλά οι αρχές μου…

-Δεν με ενδιαφέρουν οι αρχές σου. Το βάθος της ψυχής σου με ενδιαφέρει.

– Μάλιστα…

– Λοιπόν! Χρειάζεσαι μια ολοκληρωμένη ψυχική έρευνα για τον εντοπισμό των παρασυνειδησιακών εικόνων, που έχουν πάψει να γίνονται αντιληπτές από τον εγκέφαλο.

-Ρε συ, Ράνια; Τι έχετε πάθει όλες οι γυναίκες με τον εγκέφαλο μου; Τις προάλλες, είχα υποβληθεί σε νυχτερινή διαδικτυακή γλωσσολογική θεραπεία για την ανάταξη στρεβλών νευρώνων του εγκεφάλου που επιδρούν συνδυαστικά στη στίξη και τη στύση.

-Μ@λακίες. Τζάμπα λεφτά πέταξες. Είδες αποτέλεσμα;

-Όχι.Αλλά, δεν πλήρωσα.

-Και φυσικά, δεν γ@μησες.

-Όχι βέβαια. Ήταν συμμαθήτρια της γυναίκας μου. Αλλά δεν έχει αυτό σημασία. Για μένα μετράει το αποτέλεσμα.

-Με μένα, θα δεις αποτέλεσμα. Γι αυτό πληρώνεις. Ό,τι πληρώνεις, παίρνεις. Να βάλω το ρολόι, να ξεκινήσουμε;

-Άντε βάλτο. Αλλά κάνε κάτι καλύτερο στη τιμή!

-Τι γύφτοι, που είσαστε εσείς οι χαμουτζήδες! Μια ζωή παζάρι. Θα στο κάνω εξήντα, αλλά χωρίς απόδειξη.

Ήθελε-δεν ήθελε, γύφτο με είπε. Τα πήρα εκείνη την στιγμή. Με πείραξε, γιατί πάντα πληρώνω τις υπηρεσίες που μου προσφέρουν.

Θυμήθηκα, αυτό που είχε γράψει περί παρανομίας στο προφίλ της
.
-Ράνια, όταν δεν κόβεις απόδειξη για μία υπηρεσία παρανομείς η δεν παρανομείς;

-Έλα, μώρέ ξάδελφε. Πώς κάνει έτσι; Αυτό σε πείραξε;

-Όχι. Με πείραξε, που στο προφίλ σου έχεις το τσιτάτο του Ράμφου. Αυτό που λέει, ότι όποιος παρανομεί γράφει τους νόμους στα @ρχίδια του.

-Δεν το είπε έτσι. Είπε «Όποιος παρανομεί, αναγνωρίζει τους νόμους, αλλά δεν τους σέβεται».

– Δεν μου λες, ρε Ράνια, την νομοθετική υποχρέωση έκδοσης αποδείξεων την αναγνωρίζεις;

-Ξέρω πού το πας. Ε λοιπόν, αν θες να μάθεις, τους νόμους τους σέβομαι. Την Εφορία δεν σέβομαι. Είναι άπληστη. Ξέρεις τι λέει ο Ράμφος για, την απληστία; «Απληστία είναι ο μετασχηματισμός του “έχω” σε “είναι”»

-Ωραία τα λέει, ο φιλόσοφος. Θαυμάζω τους εννοιολογικούς ορισμούς του μέσω μετασχηματισμών ρημάτων κατοχής σε απαρέμφατα ύπαρξης.

-Ξάδελφε, με εντυπωσιάζεις. Εσύ, είσαι μηχανικός. Ποιος σου έμαθε να κατηγοριοποιείς ρήματα και απαρέμφατα;

-Μια φίλη από το Facebook. Είναι Καθηγήτρια Γλωσσολογίας. Δεν σου ‘πα, ότι κάναμε μαζί γλωσσολογική θεραπεία για να βελτιώσω την στίξη και να επιλύσω περιοδικά περιστατικά προβλημάτων στύσης;

-Α, η ίδια είναι; Να μου την προτείνεις να την κάνω add. Για συνέχισε λοιπόν.

-Δηλαδή Ράνια, με την ίδια λογική του φιλόσοφου, «Φτώχεια είναι ο μετασχηματισμός του «Δεν έχω» σε ‘’Δεν πληρώνω’’. Έτσι, δεν είναι;

-Όχι βέβαια. Ξέρω πού το πας. Να μου πεις ότι δεν έχεις. Για να μην πληρώσεις. Μπαγασάκο!

-Δεν είπα κάτι τέτοιο. Με παρεξήγησες.

-Α, νόμισα και εγώ. Γιατί, εάν δεν πληρώσεις κάτι που οφείλεις, παρανομείς. Άρα, δεν σέβεσαι τους νόμους.

-Κι αν ο άλλος, ρε Ράνια, δεν έχει να πληρώσει; Είναι άφραγκος η πρέπει να αγοράσει τρόφιμα για να ζήσει τα παιδιά του, πάλι παρανομεί κατά την γνώμη του φιλόσοφου,

-Ξάδελφε, τον φιλόσοφο δεν τον απασχολούν οι άνθρωποι που έχουν ανάγκη από υλικά αγαθά. Τον απασχολούν αυτοί που θέλουν να καλλιεργήσουν το πνεύμα τους. Δεν άκουσες τον διάλογο του με τον Κυριάκο;

-Μα, Ράνια, η κοινή γνώμη σήμερα λέει ότι μετά από τρία μνημόνια υπάρχουν ανικανοποίητες στοιχειώδεις ανάγκες, που εμποδίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση.

– Α, για αυτό το πρόβλημα φταίει το εκλογικό σώμα. Το είπε ο ίδιος ο φιλόσοφος στον Άρη Πορτοσάλτε. Μα καλά, δεν βλέπεις καθόλου τηλεόραση να ενημερωθείς;

– Όχι. Για πες μου. Τι είπε στον Άρη, ο φιλόσοφος;

– Να, ότι η κοινή γνώμη έχει ένα πρόβλημα ιστορικό και διαχρονικό. Ότι δεν θέλει να αναγνωρίσει τις ευθύνες της. Ότι, τέλος πάντων, υπεύθυνος για το πρόβλημα είναι ο ίδιος ο λαός.

-Αν είναι έτσι, αλλάζει. Τον έχεις μάθει απέξω και ανακατωτά τον Ράμφο, βλέπω.

-Ναι! Τον αγαπώ πολύ, τον γλυκό μου. Να σου πω και άλλο απόφθεγμά του;

-Όχι, φτάνει. Άσε με πρώτα να χωνέψω αυτά που άκουσα και κάποια άλλη φορά μου λες τις άλλες σοφίες του.

-Λοιπόν, να αρχίσει η συνεδρία μας;

-Πού, ρε Ράνια; Εδώ, μέσα στο ζαχαροπλαστείο; Εγώ ξέρω, ότι όταν επισκέπτεσαι ψυχολόγο, σε βάζει και ξαπλώνεις στην κλίνη του. Να πάμε καλύτερα στον δικό σου χώρο;

-Δεν γίνεται. Είναι η μητέρα μου στο σπίτι. H θεία σου η Γεσθημανή, βρε.

-Δεν με πειράζει. Ευκαιρία να την γνωρίσω.

-Δεν γίνεται να είναι η μάνα μου στο σπίτι και εμείς να το κάνουμε στο διπλανό δωμάτιο.

-Μα, ψυχανάλυση θα κάνουμε.

-Το ξέρω, αλλά δεν μπορώ. Δεν μου βγαίνει. Θα υπάρχουν ισχυρά πνευματικά ρεύματα από τις λανθάνουσες οικογενειακές μνήμες του μεγάλου διωγμού. Θα επηρεάσουν το κάρμα της ανάλυσης.

-Δηλαδή, Ράνια, και τους πελάτες σου, στο σπίτι σου τους δέχεσαι;

-Όχι, βέβαια. Σε ξενοδοχείο. Πληρώνω είκοσι ευρώ το δωμάτιο.

-Συγνώμη ρε Ράνια, αλλά με είκοσι ευρώ το δωμάτιο, μόνο σε γαμιστρώνα μπορείς να πας.

-Αυτό θέλω να πιστέψουν και οι πελάτες. Ότι είναι γαμιστρώνας. Μεταφορικά, βέβαια. Γιατί, στο υποσυνείδητό τους θα αναβιώσουν όλες οι καταπιεσμένες επιθυμίες των εφηβικών τους χρόνων. Κατά μία έννοια, και εμείς οι ψυχολόγοι σαν τις πoυτάνες είμαστε. Μόνο, που δεν μας γ@μάνε οι πελάτες.

-Ε, ωραία! Γιατί δεν πάμε και εμείς σε ξενοδοχείο;

-Γιατί είμαστε συγγενείς με πιστοποιημένο βαθμό συγγένειας ανώτερο του τετάρτου. Και ο κώδικας του σωματείου μας, συστήνει την αποφυγή ερωτικών σχέσεων ψυχολόγου και πελάτη, εφόσον υφίσταται κάποιος βαθμός συγγένειας.

-Μα, δεν έχουμε σκοπό να κάνουμε έρωτα.

-Μη το λες! Αν, εκεί που είσαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, και μεταφέρεις πνευματικά την συσσωρευμένη ενέργεια των ερωτικών σου απωθημένων για την Paloma, σου σηκωθεί, τι θα κάνουμε;

-Ό,τι κάνεις και με τους άλλους πελάτες. Με τους άλλους, τι κάνεις;

-Έρωτα. Είναι μέσα στο πρόγραμμα της ψυχολυτικής θεραπείας. Στη φάση του oργασμού ο ασθενής απαλλάσσεται από τα ψυχικά φορτία των παρελθόντων χρόνων.

-Εγώ, ρε Ράνια, ήξερα ότι δεν είναι σωστό να υπάρχει ερωτική επαφή μεταξύ ψυχοθεραπευτή και ασθενούς. Δηλαδή, εάν δεν είμαστε συγγενείς, θα μπορούσες να κάνεις και μαζί μου έρωτα;

-Φυσικά. Δεν μου το απαγορεύει το Σωματείο. Έχει αλλάξει το Καταστατικό του, και στις μέρες μας αναγνωρίζονται οι νεότερες τεχνικές της ψυχοθεραπευτικής πρακτικής.

-Και δεν μου λες, ρε Ράνια, δεν έχουν αναφερθεί ποτέ περιπτώσεις ψυχολόγων που κάνουν sεx με συγγενικό τους πρόσωπο, σαν μέρος αυτής της ψυχολυτικής θεραπείας; Απαγορεύεται εντελώς, από το σωματείο;

-Ποιος το είπε αυτό; Υπήρξαν στο παρελθόν πολλά περιστατικά, που κάποιοι από τον κλάδο μας δημιούργησαν ερωτικές σχέσεις με συγγενείς τους. Τροποποίησαν πάλι το Καταστατικό του σωματείου και απαγόρευσαν απλά το sεx επι της ψυχιατρικής κλίνης και την καταβολή αμοιβής για τις προσφερόμενες υπηρεσίες. Κατάλαβες τώρα, γιατί σου χρεώνω αμοιβή;

-Ναι, κατάλαβα. Ούτε το σωματείο ιερoδούλων, δεν έχει τόσες νόρμες και διευκρινιστικές εγκυκλίους. Δηλαδή ,Ράνια, πρακτικά θα σε πληρώσω αλλά θεωρητικά -επειδή είμαστε συγγενείς- δεν θα μπορώ να σε γ@μήσω. Σωστά;

-Όχι, μπορείς να με γ@μήσεις, αν θέλεις. Αλλά, όχι να με πληρώσεις για να με γ@μήσεις.

– Σαν πολύ μπερδεμένα, μου τα λες, ρε Ράνια. Ε τότε, να μην πληρώσω.

-Έξυπνος είσαι, ρε κωλόγαυρε. Σου είπε κανείς, ότι θέλω να γ@μηθώ μαζί σου;

Τα πήρα εκείνη την στιγμή. Ξέχασα ότι είμαστε τα χαμένα ξαδέλφια, που είχαμε-χάρη στο Facebοοk- ξαναβρεθεί.

«Και σένα, μωρή, ποιος σου είπε ότι θέλω να κάνω ψυχανάλυση;» της είπα. « Άντε, μη γ@μήσω τίποτα».

Την είδα να φουντώνει.

«Και τόση ώρα, τι κάνουμε, ρε @ρχίδι; Ψυχανάλυση δεν κάνουμε;».

Προσπάθησα να επαναφέρω το προηγούμενο συγκινησιακό κλίμα.

-Όχι βέβαια. Αναζητήσαμε το οικογενειακό μας δέντρο, είπαμε ιστορίες για πρόσωπα του παρελθόντος, ενώσαμε τις ρίζες μας, νοσταλγήσαμε τα χρόνια της αθωότητας μέσα από τους φόβους της Paloma για τις βροντές και τις αστραπές. Λίγο το έχεις;

-Ε όλες αυτές οι εξομολογήσεις, τι είναι ρε μ@λάκα; Ψυχανάλυση δεν είναι; Να στο πω και αλλιώς; Με ενδιαφέρει, κλινικά πάντα, η βαθύτερη ανάλυση των τυχόν εσώτατων ενδοοικογενειακών επιθυμιών που αναπτύχθηκαν ανάμεσά μας, όλη αυτή την ώρα που καθόμαστε δίπλα. Προσπαθώ να βάλω το χέρι μου στην λάβα των ερωτικών σου απωθημένων, που μεταφέρονται από τα βάθη της παιδικής σου ηλικίας.

«Τι μ@λακίες κάθεται και μου λέει, για να μου πάρει τα εξήντα Ευρώ, η ξαδέλφη μου» σκέφθηκα. «Σαν δεν ντρέπεται λιγάκι».

Είχα έτοιμη την απάντηση

«Μου φαίνεται, προσπαθείς να βάλεις το χέρι σου στην τσέπη μου» της είπα.

-Τι τσιγκούνης που είσαι, ρε ξάδελφε. Δεν είσαι κιμπάρης σαν τους πατριώτες μου. Αλλά σε γουστάρω, ξάδελφε. Με τραβάει η αριστερή διαλεκτική σου.

Αυτό το «Σε γουστάρω, ξάδελφε», το έλεγε με τέτοια φυσικότητα, που με είχε μπερδέψει.

-Αλήθεια, Ράνια; Με κολακεύεις. Στα φοιτητικά μου χρόνια είχα ζυμωθεί ιδεολογικά στην οργάνωση του ΡΗΓΑ. Μια παλιά φοιτητική οργάνωση του Κουκουέ εσωτερικού; Σήμερα δεν υπάρχει. Έχει διαλυθεί. Σκορπίσανε, αριστερά και δεξιά, σε νέα κόμματα.

-Ξάδελφε; Εσείς οι αριστεροί, όλο νέα κόμματα φτιάχνετε. Σαν τα λαμόγια που ρίχνουν έξω τις εταιρείες τους και μετά στήνουν καινούργιες ΕΠΕ. Στη νέα επιχείρησή τους μεταφέρουν πάγια και πελατεία. Δεν μου λες, τα πάγια του ΚΚΕ εσωτερικού, που τα πουλήσατε; Χα, χα.

-Τα περισσότερα σε ένα ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ μιας Δαμανάκη και τα υπόλοιπα στο ΠΑΣΟΚ. Και από το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ, τα μεταβιβάσαμε στο ΣΥΡΙΖΑ με γονική παροχή ενός Αλαβάνου. Στον ΣΥΡΙΖΑ, στη συνέχεια, κάναμε απόσχιση κλάδου. Κανα- δύο ρετάλια τα πήρε και το ΠΟΤΑΜΙ. Σου λύθηκε τώρα η απορία;

-Ναι, μου λύθηκε. Πολύ περίεργοι είσαστε, βρε αδελφέ μου, όλοι σας οι αριστεροί. Τέλος πάντων. Εμένα δεν με νοιάζει, τι κάνετε στα κόμματά σας. Εμένα, με ενδιαφέρεις εσύ.

Εγώ νόμισα, ότι της άρεσε ο τρόπος της επικοινωνίας μας. Και είχαμε αρχίσει να κάνουμε πλάκα με τα κόμματα της αριστεράς. Την ψυχανάλυση, ήθελα να την αποφύγω. Αλλά, πάλι, να την ενδιαφέρω τόσο πολύ; Είχα πάρει τα πάνω μου. Δεν μπορούσα, να φανταστώ την συνέχεια.

«Ξέρεις κάτι;» μου είπε. «Δεν έχω πάει ποτέ μου με αριστερό. Είμαι περίεργη, να δω πώς το κάνετε. Για πάρτη σου, μπορεί να παραβώ και τον κώδικα του σωματείου. Θέλω να κάνουμε sεx, ξάδελφε, πάνω στην ψυχιατρική κλίνη. Αλλά, για μία μόνο φορά. Έτσι;»

Τα έχασα στην κυριολεξία. Η δεύτερη ξαδέλφη μου, με ρίζες κοινές από την μακρινή Καισάρεια, μου την έπεφτε στα ίσια.

Το δίλημα ήταν πράγματι σοβαρό. Ήταν μεν γκομενάρα, αλλά ήταν και η δεύτερη μου ξαδέλφη.

Ήταν η εγγονή της Ραχήλ, της γυναίκας του Θεοκλή, του αδελφού του παππού μου του Μιχάλη.

Αν είναι δυνατόν! Να θέλω να πηδήξω την κόρη της θείας μου της Γεσθημανής. Την ανιψιά της θείας μου Μελπομένης. Της ξαδέλφης του πατέρα μου.

Ο από μηχανής Θεός έκανε την εμφάνιση του με την μορφή μιας τηλεφωνικής κλήσης που δέχθηκε η Ράνια.

«Μη βγάλεις άχνα, σε παρακαλώ» μου είπε. «Είναι από πελάτη μου. Πρέπει να απαντήσω».

Της έκανα διακριτικά νόημα, αν ήθελε να την αφήσω μόνη. Έδειξα έμπρακτα, τον αστικό μου σεβασμό στο απόρρητο της επικοινωνίας ψυχοθεραπευτή και πελάτη.

Από μια δική της κίνηση των χεριών, κατάλαβα ότι δεν την πείραζε να είμαι παρών. Έτσι άκουσα όλη την συνομιλία. Και ειδικά, αυτό που είπε η Ράνια, κλείνοντας την τηλεφωνική της επικοινωνία.

«Εντάξει, κύριε Τάκη. Στις 6 το απόγευμα… Στο Πανόραμα… Ναι, κύριε Τάκη… Στο γνωστό ξενοδοχείο… Στο 608. Ό,τι θέλετε εσείς, κύριε Τάκη μου…Ναι, μαύρα θα φοράω… Θα την έχω και την βοηθό μαζί μου, κύριε Τάκη … Γειά σας… Φιλάκια».

Αισθάνθηκα αμηχανία. Το κατάλαβε, η Ράνια. Με έπιασε από το χέρι.

«Δεν πιστεύω να το παρεξήγησες, ξάδελφε» μου είπε.

-Όχι βέβαια! Μου αρέσει πάντως, που στην αρχή της κουβέντας, μου διευκρίνισες ότι δεν κάνεις πιάτσα. Δεν μου λες, ποιος είναι αυτός ο κύριος Τάκης; Τι πας και κάνεις μαζί του;

Άρχισε να φωνάζει.

-Δεν σε καταλαβαίνω! Τι θέλεις να πεις; Ότι είμαι καμία πoυτάνα; Δεν το πιστεύω!

Δεν ήθελα να συνεχίσω άλλο την κουβέντα. Τα αριστερά αντανακλαστικά των αρχών μου με έσπρωχναν στην φυγή. Κι ας την γούσταρα την ξαδέλφη. Ευτυχώς, που δεν της είχα δώσει τα εξήντα ευρώ που μου ζητούσε.

Ο προβληματισμός μου, για το ηθικό ξεπεσμό της εγγονής της γιαγιάς Ραχήλ -συννυφάδας της γιαγιάς μου της Θεανώς- είχε ανέβει στα ύψη.

Ώστε λοιπόν, στην οικογένεια των Κ., υπήρχε μια πιθανώς εκδιδομένη συγγενής μας; Που μπορεί να είχε παραποιήσει κιόλας το επάγγελμα της ψυχολόγου;

Προς στιγμή προσπάθησα να δικαιολογήσω την Ράνια.

«Οι εποχές είναι δύσκολες» σκέφθηκα. «Στα σαράντα της, που ήταν η Ράνια, αν δεν είχε μια κανονική δουλειά, πώς αλλιώς θα μπορούσε να ζήσει; Μήπως και στους άλλους κλάδους δεν συμβαίνει το ίδιο; Πόσα και πόσα κορίτσια δεν πλασάρονται σαν μοντέλα, τηλεπαρουσιάστριες η δημοσιογράφοι; Όλες πoυτάνες είναι;
Δεν αποκλείεται να είναι. Αλλά η ξαδέλφη μου; Γιατί, ρε γαμώτο;”

Τέλος πάντων. Δεν της απάντησα, στην τελευταία της ερώτηση, για το αν είναι ή δεν είναι πoυτάνα. Την κοίταζα όμως με νόημα. Το κατάλαβε.

«Εντάξει λοιπόν. Με ορισμένους πελάτες, αλλά όχι με όλους, σαν μέρος της ψυχοθεραπείας κάνω και sεx μαζί τους. Μήπως και ο Εμπειρίκος, δεν πηδούσε τις πελάτισσες του;» μου είπε, φωνάζοντας δυνατά.

Φοβήθηκα, ότι θα μας άκουγαν από το διπλανό τραπέζι.

Κάποιοι είχαν ήδη στρέψει το βλέμμα τους προς την μεριά μας. Η Ράνια, δεν καταλάβαινε τίποτα.

«Ορισμένοι, έχουν και βίτσια. Σαν τον Κύριο Τάκη. Πληρώνουν κάτι παραπάνω στην συνεδρία. Κακό είναι; Σημαίνει ότι είμαι πoυτάνα;» μου είπε, αλλά το τελευταίο το φώναξε τόσο δυνατά, που γύρισαν δύο-τρία τραπέζια προς την μεριά μας.

Πω, πω! Να άνοιγε η γη, να με κατάπινε.

«Πιο σιγά, Ράνια, σε παρακαλώ. Ηρέμησε, θα γίνουμε ρεζίλι» πρόλαβα να πω.

«Να σηκωθώ καλύτερα και να φύγω» σκέφθηκα. Τα πράγματα έδειχναν να φθάνουν στα άκρα. Διακριτικά πλήρωσα και άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου.

Για να την καλμάρω κάπως, την πήρα αγκαλιά. Λες και ήμασταν ζευγάρι. Εκείνη αγνοούσε φανερά τους διπλανούς, που περίμεναν η συζήτηση να φουντώσει και άλλο.

«Να γίνουμε ρεζίλι, δεν με νοιάζει τίποτα» μου είπε, σχεδόν ουρλιάζοντας. «Εσένα, τι σε κόφτει τι κάνω και με το ποιόν το κάνω; Κουμάντο στο μoυνί μου θα κάνεις;».

«Ρε, γ@μώ την Τουρκία μου και ολόκληρη την Μικρά Ασία» συνέχισε να βρίζει. «Ρε μπελά που έβαλα στο κεφάλι μου με τον πoύστη τον ξάδελφο».

Είχα σκύψει το κεφάλι και δεν έλεγα τίποτα. Ζοχαδιάστηκε ακόμη περισσότερο.

-Ξάδελφε; Είσαι μεγάλος σπασαρχίδας. Το ξέρεις;

Όλοι, μα όλοι οι θαμώνες του Tre Marie, είχαν γυρίσει και μας κοιτούσαν.

Τα πράγματα ήταν πιά ανεξέλεγκτα. Οι θαμώνες του Tre Marie όχι μόνο έβλεπαν, αλλά σχολίαζαν και από πάνω.

«Κοιτάχτε ρε, ένα μ@λάκα» άκουσα κάποιον να λέει. Εννοούσαν προφανώς εμένα. Ο διπλανός του δεν δίστασε να μου απευθύνει, από μακριά, και τον λόγο.

«Ρε μ@λάκα; Σε σένα το λέω» και έδειχνε εμένα, «τράβα της καμία σφαλιάρα, να στρώσει. Τι την κοιτάς, την καριόλα;»

Τι ήταν να ακούσει η ξαδέλφη μου, ότι κάποιος από ένα άλλο τραπέζι την είπε καριόλα; Σηκώθηκε όρθια, είδε ποιος είναι και πήγε προς το μέρος του. Σίγουρα τον γνώριζε.

-Εμένα είπες κ@ριόλα, μωρή ανώμαλη κωλόγρια, Μπακατσίδη; Επειδή δεν σου κάθισα να με γ@μήσεις; Δεν είμαι πoυτάνα, ρε @ρχίδι. Πάω με όποιον πελάτη μου γουστάρω. Ο κύριος που με συνοδεύει, ρε μ@λάκα, δεν είναι κανένα βλαχα@ρχίδι σαν και εσένα. Είναι Manager σε πολυεθνική εταιρεία. Είναι εγκεφαλικός τύπος, ρε μ@λάκα. Είναι αριστερός και τον γουστάρω.

Περίμενα ότι θα αρχίζανε να αναποδογυρίζουνε τραπέζια. Το πεδίο σύγκρουσης είχε μετατοπισθεί στο τραπέζι του Μπακατσίδη.

Στο μυαλό μου ήρθε αυτό που είχε γράψει στις πληροφορίες για τον εαυτό της. Ότι, όταν θυμώνει, δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και ότι δεν το έχει σε τίποτα να πλακωθεί μπροστά στον κόσμο, εάν κάτι το θέλει πάρα πολύ.

Και όση ώρα η ξαδέλφη μου τσακωνόταν με τον Μπακατσίδη και άλλους δυο- τρείς πατριώτες της, που μπήκαν στην μέση για να στους συγκρατήσουν, εγώ βρήκα την ευκαιρία και βγήκα από την πλαϊνή έξοδο του Tre Marie στην οδό Κομνηνών.

Αναστέναξα με βαθιά ικανοποίηση, που κατάφερα και βγήκα αλώβητος, από αυτή την περιπέτεια.

Δεν το χάρηκα όμως, ούτε για ένα λεπτό.

Ο κλασικός ήχος από τα τακούνια γυναίκας, που τρέχει κάτι να προλάβει, μου υπενθύμισε ότι η ιστορία δεν είχε τελειώσει.

Ήταν η Ράνια, που έφτασε λαχανιασμένη και με έπιασε αγκαζέ.

Το μόνο που θυμάμαι, είναι ότι μου είπε με παράπονο:

-Ξάδελφε, για τελευταία φορά. Θέλεις, παιδί μου, να με γ@μήσεις, ή δεν θέλεις; Αν θέλεις, πάμε στο ξενοδοχείο. Αν δεν θέλεις, δεν πειράζει. Σου εύχομαι να περάσεις Καλά Χριστούγεννα και να είναι ευτυχισμένο το 2017. Για σένα, την οικογένειά σου και όλους τους αναγνώστες του Πιτσιρίκου.

Γ.Κ.

Υ.Γ.1 Αρχές δεκαετίας του 1990, με υπουργό τον Παπαθεμελή, είχε απαγορευτεί η διαφήμιση οίκων ανοχής στις μικρές αγγελίες των εφημερίδων. Άρχισαν τότε να εμφανίζονται αγγελίες διαφήμισης για studio αισθητικής, ψυχολόγους και personal trainers. Οι καταχωρήσεις αυτές – μαζί με τους Ισολογισμούς των Ανωνύμων εταιρειών -γέμιζαν σελίδες ολόκληρες. Κράτησαν στην ζωή για χρόνια εφημερίδες, που, αν βασίζονταν στην κυκλοφορία τους, θα είχαν κλείσει. Για να τηρηθεί, μάλιστα, μια στοιχειώδης σειρά προτεραιότητας, στα κείμενα που καταχωρούντο συμφωνήθηκε από τότε -μεταξύ εκπροσώπων εφημερίδων και μπoυρδέλων- η καταχώρηση να γίνεται με την αλφαβητική σειρά του γράμματος της πρώτης λέξης. Κολλούσαν , λοιπόν, στο κείμενο μια δύο άσχετες λέξεις, που το πρώτο γράμμα άρχιζε από το “α”. Και ει δυνατόν, και το δεύτερο γράμμα της λέξης και αυτό από άλφα.
Οι νεαροί -και αμαθείς- αναγνώστες, όταν διαβάζουν για «Ααρών αβάδιστα, studio αισθητικής με ανανεωμένο προσωπικό από την Ουκρανία» που προσφέρουν ολοκληρωμένα προγράμματα χαλάρωσης, να μην μπερδέψουν τον Ααρών της αγγελίας με τον γιό του Αβραάμ και της Ιωχαβέδ, που αναφέρεται στις γραφές της Παλαιάς Διαθήκης σαν ο πρώτος αρχιερέας του Ισραήλ.

Υ.Γ.2 Με την εξέλιξη της τεχνολογίας και την είσοδο εκδοτικών επιχειρήσεων στο χώρο της τηλεόρασης, μπoυρδέλα και κανάλια συμφώνησαν από κοινού να ξεκινήσουν ενημερωτικές πρωινές εκπομπές, μεσημβρινά magazino και βραδινά telemarketing.
Να μην βιαστούν οι τηλεθεατές να βγάλουν εύκολα συμπεράσματα. Όλα τα κορίτσια, που κάνουν τέτοιες εκπομπές, δεν είναι πoυτάνες.

(Αγαπητέ φίλε, ξεκινάω να ψάχνω τους συγγενείς μου στο Facebook. Μπας και βρω καμιά δεύτερη ξεδέρφη στα Κανάρια Νησιά, για να με φιλοξενήσει. Να είστε καλά.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.