Η αγορά εργασίας τον καιρό των Μνημονίων
Έφαγα σχεδόν μια ολόκληρη μέρα, Πιτσιρίκο μου, παρουσιάζοντας κι αναλύοντας την προσφορά που έκανα σε ένα λαμόγιο, ξέρεις απ’ αυτούς τους φιλελέ εργολάβους, προμηθευτές, πραματευτάδες, όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω του Δημοσίου, που το ’χουν για συνήθειο να χρωστούν σε όποιον μιλάει ελληνικά, επικαλούμενοι την διαρκή έλλειψη ρευστότητας –που αγγίζει όλους τους άλλους πλην των ιδίων- λόγω καθυστέρησης κάποιας περιβόητης αξιολόγησης.
Ο τύπος έδειχνε να βρίσκει αξιόλογη την πρόταση που του έκανα, αλλά να, κομμάτι ακριβή ρε αδερφέ…
Κάθε που του εξηγούσα διεξοδικά ότι είχα λάβει υπόψη μου κι εκείνη την παράμετρο που αυτός θεωρούσε ότι την ξέχασα, πηδούσε σε κάποια απίθανη λεπτομέρεια ενός άλλου θέματος που πριν λίγο του είχα αναλύσει, αλλά του διέφευγε.
Άσε που, κάθε τρεις και λίγο, επανέφερε το μόνιμο μότο «κόψε κάτι», σχηματίζοντας με τα δάχτυλα του χεριού του το ψαλίδι.
Κι ενώ άλλοτε σχημάτιζα με τη δική μου παλάμη την πέτρα του γνωστού παιχνιδιού κι άλλοτε έκανα τον Γερμανό, αυτός επέμενε εκεί, ανυποχώρητος ∙ μόνο η τιμή τον ενδιέφερε.
Βέβαια, την ώρα που εκείνος ζύγιζε το ρίσκο μιας ευκαιρίας που του δινόταν να κερδίσει περισσότερα από όσα ήδη κερδίζει, εγώ απλά πάσχιζα για τη δυνατότητα να βγάλω τον επιούσιο.
Δεν μπορώ να ξέρω τι περνούσε -αν περνούσε τίποτε- απ’ το μυαλό του τόσες ώρες, αλλά στο δικό μου μυαλό στροβίλιζαν το νοίκι, το ΤΕΒΕ, η πιστωτική, οι απλήρωτοι λογαριασμοί.
Δε χρειάζεται να με πεις μ@λ@κ@, Πιτσιρίκο μου, είναι παραπάνω από προφανές ότι αν τόση ώρα περνούσαν από το μυαλό μου γούστα, αυτοκίνητα, γκόμενες, μπουζούκια, shopping therapy, τριήμερα στη Μύκονο και τα ρέστα, δε θα πάλευα για να τη βγάλω.
Το πολύωρο παζάρεμα, στα μάτια ενός τρίτου, αμέτοχου παρατηρητή, φαντάζομαι πως θα έμοιαζε -τηρουμένων των αναλογιών- με τις δήθεν «διαπραγματεύσεις» του επικεφαλής του Προτεκτοράτου με τη γερμανίδα -που προσπαθούν να μας πείσουν πως θεωρείται «ομόλογός» του- καγκελάριο, που ως δια μαγείας καταλήγουν πάντα στην άνευ όρων αποδοχή των απαιτήσεων της δεύτερης.
Κόψιμο στο κόψιμο λοιπόν, μετά από αναρίθμητες απορίες και κάμποσες αμφιβολίες, κάποια στιγμή φτάσαμε στην πολυπόθητη συμφωνία, καταλήγοντας φυσικά στο πετσόκομμα της αρχικής προσφοράς, δίνοντας ραντεβού για το πρωί της επομένης, προκειμένου να υπογράψουμε το συμφωνητικό.
«Δε γ@μιέται», προσπαθούσα να πείσω τον εαυτό μου γυρνώντας κουρασμένος για το σπίτι, «τουλάχιστον θα πάρω κάποια μετρητά, θα βουλώσω καμιά τρύπα κι άσε το ΦΠΑ και το ΤΕΒΕ για αργότερα».
Μ’ αυτές τις σκέψεις, περνώντας από το ψητοπωλείο της γειτονιάς, κάθισα να φάω ένα πιτόγυρο, νηστικός όπως ήμουν όλη μέρα, βλέποντάς το αδειανό σχεδόν.
Εκτός από μένα, μόνο άλλοι δυο καθόντουσαν καναδυό τραπέζια παρέκει. Πάνω κάτω, στην ηλικία μου πρέπει να ήταν.
Ο ένας τους, με την πλάτη προς το μέρος μου, φορώντας ρούχα πιο καθημερινά, μιλούσε διαρκώς, χειρονομώντας ταυτόχρονα, ενώ κάθε που έσβηνε το ένα τσιγάρο, άναβε το επόμενο.
Πωλητής, σκέφτηκα και στο δίλεπτο το διαπίστωσα κιόλας, ακούγοντας τις κουβέντες που έλεγε στον πιο καλοντυμένο απέναντί του, ο οποίος έστεκε πιο βαρύς κι έδειχνε σαν να προσπαθεί να καταλάβει αυτά που του εξηγούσε ο άλλος.
Είχε ωραίο ποίημα ο τύπος, η χροιά της φωνής του σε κέρδιζε και, αν και μου ήταν αδιάφορα τα είδη στα οποία αναφερόταν, μου έκανε κέφι να τον ακούω να αναλύει τον τρόπο που λανσάρει κάτι στον τάδε, πώς καμώνεται ότι δίνει μεγαλύτερη έκπτωση στον δείνα, πώς καταφέρνει να πληρώνεται τοις μετρητοίς από κάποιον τρίτο και πάει λέγοντας.
Αναφερόταν με ένα είδος λανθάνοντος ερωτισμού στα αντικείμενα που προωθούσε, έδειχνε να έχει ευρεία γνώση της σχετικής αγοράς, ήξερε ονόματα, ανάγκες και ιδιοτροπίες των πελατών, κατείχε τα προτερήματα και τα ελαττώματα τόσο των προϊόντων της εταιρίας του όσο και του ανταγωνισμού, μιλούσε με άνεση για θέματα προώθησης, τιμολογιακής πολιτικής, περιθωρίων κέρδους, κάνοντας συνεχείς προτάσεις για το πώς θα μπορούσαν να πιάσουν καλύτερους στόχους σε μια αγορά που είναι «πεθαμένη», όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Έδειχνε, στα μάτια ενός αδαούς σαν εμένα τουλάχιστον, ότι το ’χε το άθλημα, αλλά κι ο απέναντι έδειχνε να συμφωνεί με τα λεγόμενά του και του είπε δυο-τρεις φορές να του δώσει γραπτά αυτά που πρότεινε, για να τα μελετήσει με την ησυχία του.
Έπινα τη μπύρα μου κι απολάμβανα δωρεάν διάλεξη πάνω σ’ ένα θέμα που κανονικά θα μου ήταν παντελώς αδιάφορο.
Ώσπου…
Ώσπου, ο τύπος χαμηλώνοντας το κεφάλι και τον τόνο της φωνής του, παίρνοντας μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο του, κομπιάζοντας, ζήτησε από τον άλλον, που τόση ώρα σιωπηλός κυρίως τον παρακολουθούσε, αν γινόταν, αν υπήρχαν τα περιθώρια, αν, αν, αν και πάλι αν, να του ’δινε μια μικρή αύξηση, όχι κάτι ιδιαίτερα σπουδαίο, να, από τα οχτακόσια, αν γίνεται, να πάει στο χιλιάρικο, γιατί να, ξέρεις και το δάνειο για το σπίτι το έχει αφήσει πίσω και το αυτοκίνητο θέλει σέρβις κι η γυναίκα του μια πληρώνεται, μια δεν.
Του ζήτησε συγγνώμη κιόλας, που πήρε το θάρρος να του ζητήσει κάτι τέτοιο και μάλιστα εκτός εργασίας -γιατί βλέπεις, μέχρι τότε στη δουλειά ήταν και πουτσoχάμπερα του ’λεγε- και, φυσικά δεν είχε την παραμικρή απαίτηση να του δώσει απάντηση τώρα, αλλά αν κι όποτε ο Βούδας έβρισκε το χρόνο να το σκεφτεί και δεν έκρινε παράλογο το αίτημά του.
Και το βαθυστόχαστο γ@μήδι, αφού του ’ριξε μια βλοσυρή ματιά, ξαφνικά βγήκε από τη νάρκη και μετατράπηκε σε κύμβαλο αλαλάζον, απαντώντας του πως φυσικά και δεν πρόκειται να του αποκριθεί τώρα, καθώς -όπως άλλωστε ξέρει πολύ καλά ο υφιστάμενος- δεν είναι του χαρακτήρα του να παίρνει αποφάσεις εν θερμώ κι αζύγιστα.
Και δες θάμα κι αντίθαμα που γίνεται στον κόσμο, το παιχνίδι γύρισε τούμπα κι άρχισε ο πολυχρονεμένος βεζύρης να αποκτά τον έλεγχο του αγώνα, στριμώχνοντας στο καναβάτσο τον μέχρι τότε λαλίστατο πωλητή, μιλώντας πάντα με το ίδιο αργό τέμπο, διαλέγοντας προσεχτικά τις φράσεις του, επιλέγοντας, χωρίς να απαντά ευθέως επί της ουσίας στο ζήτημα που του τέθηκε, να μειώνει και να προσβάλει με κάθε τρόπο αυτόν που «τόλμησε» να ζητήσει αύξηση.
«Εγώ μικρό μαγαζάκι την πήρα την αντιπροσωπεία από τον πατέρα μου και την έφτασα εδώ, με την αξία μου και μόνο», «η εταιρία δεν είναι ίδρυμα, να μοιράζει λεφτά άσκοπα», «όποιος θέλει παραπάνω λεφτά, ας βρει τρόπο να αποδώσει και παραπάνω», «πέντε υπάλληλοι, μόνο την πάρτη σας σκέφτεστε, εγώ χάνω τον ύπνο μου για να σας ταΐσω», «ας βρει αξιόπιστο αφεντικό η σύζυγος, να μη μένει απλήρωτη», «αν πήρες εσύ δάνειο για ν’ αγοράσεις σπίτι, η εταιρία θα στο πληρώσει;», ένα μικρό απάνθισμα από τον πατερναλιστικό μονόλογο του φιλεύσπλαχνου αφέντη.
Κι ο άλλος άκουγε ζαρωμένος, αν ήταν δυνατό ν’ ανοίξει η γη να τον καταπιεί.
Έφυγα αηδιασμένος, για να μην του φέρω την μπύρα μαζί με το μπουκάλι στο κεφάλι, σαν τον άκουσα να προστάζει τον υπάλληλό του: «κι επιτέλους κόψ’ το αυτό το παλιοτσίγαρο, που θες κι αύξηση για να καταστρέφεις την υγεία σου και την τσέπη σου».
Το πρωί της επομένης πήρα τηλέφωνο στη γραμματέα του λεχρίτη και της είπα να του μεταφέρει πως, αν θέλει να συνεργαστούμε, εμμένω στο ποσό της αρχικής προσφοράς.
Απάντηση, όπως ήταν φυσικό, δεν πήρα.
Σαν πέρασα κάποτε με υποτροφία στη σχολή, δεν μπορούσα να φανταστώ, Πιτσιρίκο μου, ότι θα ’φτανε κάποτε η μέρα που θα γυρνούσαμε σαν επαίτες, εκλιπαρώντας για ένα γλίσχρο μεροκάματο, ίσα να τη βγάλουμε, λες κι είμαστε λαθρεπιβάτες της ζωής, απόβλητα του κόσμου.
Πόσο απέχει άραγε το 2017 από το 1957;
Πώς μετριέται η αξιοπρέπεια σε τούτον τον τόπο;
Φιλώ σε
Σ.Α.Μ.
(Αγαπητέ φίλε, η αξιοπρέπεια δεν μετριέται. Απουσιάζει. Και είναι επικίνδυνο να ζεις σε μια κοινωνία όπου οι περισσότεροι άνθρωποι έχουν χεσμένη την αξιοπρέπειά τους. Βέβαια, η αδυναμία συλλογικής δράσης και στόχευσης στο κοινό καλό, έχει δημιουργήσει πολλούς ανθρώπους που είναι διατεθειμένοι να φάνε ο ένας τον άλλον, για να επιβιώσουν. Δεν είναι καθόλου έξυπνο αυτό σε μια κοινωνία, και το διαπιστώνουμε καθημερινά. Αλλά αυτό επιλέξαμε. Αγαπητέ φίλε, όταν πέρασα με υποτροφία στη σχολή, είχα πολλά όνειρα για το μέλλον αλλά δεν ήταν δικά μου όνειρα. Ήταν τα όνειρα της οικογένειάς μου για εμένα. Θυμάμαι την ημέρα που πήγα στο Ι.Κ.Υ. και πήρα την επιταγή με τα χρήματα της υποτροφίας. Μπορεί το προηγούμενο καλοκαίρι να είχα βγάλει τα 40πλάσια, κουβαλώντας βαλίτσες σε ξενοδοχείο, αλλά ήμουν πολύ χαρούμενος γιατί θεωρούσα πως θα τα χρησιμοποιούσα -και αυτά- για περαιτέρω σπουδές που θα μου εξασφάλιζαν μια ένδοξη καριέρα και μια άνετη ζωή. Τι ωραία άγνοια που είχα στα 18 μου χρόνια. Όχι πως τώρα ξέρω -την τύφλα μου ξέρω- αλλά τώρα ξέρω πως δεν έχω ιδέα, ενώ τότε νόμιζα πως τα ξέρω όλα. Πριν από μερικές εβδομάδες, μια καλή φίλη -που τα φέρνει δύσκολα βόλτα τα τελευταία χρόνια- μου είπε πως το λάθος που έκαναν οι γονείς μας, όταν ήμασταν παιδιά, ήταν πως δεν μας ξεκαθάρισαν πως το μόνο πράγμα που έχει σημασία στη ζωή είναι το χρήμα. Θα ήθελα πολύ να διαφωνήσω μαζί της αλλά δεν είχα επιχειρήματα. Ζούμε σε κοινωνίες που όποιος δεν έχει χρήματα δεν είναι τίποτα. Μεγάλη μοναξιά στις μέρες μας. Το διαπιστώνω στις συζητήσεις, στις σιωπές και στα βλέμματα. Όλα καλά θα πάνε. Να είσαι καλά.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.