Το παλιό ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ

«Τα ίδια και τα ίδια γράφεις, δεν βαρέθηκες;» με ρώτησε ο φίλος μου ο Μάκης, όταν έσκυψε πάνω από το computer μου και είδε τι έγραφα. «Πάλι για την Χριστίνα, θα διαβάσουμε;»

«Για το παλιό ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο, γράφω» του απάντησα. «Σκέφτομαι να πάρω μέρος σε ένα διαγωνισμό διηγήματος, που κάνουν οι σύντροφοι της εποχής».

-Μα, εσύ ήσουνα ΡΗΓΑΣ. Τι δουλειά έχεις μαζί τους; Αποκλείεται να τον κερδίσεις. Εκτός και εάν έχεις πιάσει κανένα από την επιτροπή.

-Όχι, ρε. Τα παλικάρια είναι εξηγημένα. Αδέλφια είμαστε. Δεν ξέρουνε από βρώμικους διαγωνισμούς και απευθείας αναθέσεις. Αυτοί έζησαν το ΠΑΣΟΚ στα χρόνια της αθωότητας.

Έτσι, λοιπόν, ξεκίνησα να γράφω πάλι για την Χριστίνα.

Ήμουνα, βλέπετε, ο εραστής της. Και με είχε κάνει να ψηφίζω και εγώ ΠΑΣΟΚ, αφού και στο ΡΗΓΑ που ήμουνα, διαφορές μεγάλες δεν έβλεπα.

Και όσο και αν οι μεγάλης ηλικίας εραστές είναι φλύαροι, όταν περιγράφουν αυτά που έζησαν στο παρελθόν, δεν ξεχνούν ποτέ τις όμορφες στιγμές.

Σαν αυτές που έζησα δίπλα στη θρυλική ιέρεια του ΠΑΣΟΚ, την Χριστίνα από την Κρήτη.

Σε μεγάλο παραγωγικό Υπουργείο εργάζονταν το κορίτσι, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’80.

Έλυνε και έδενε, τότε, η Χριστίνα. Ήταν υπεύθυνη για τον συντονισμό της εκτέλεσης των Κοινοτικών Προγραμμάτων.

Ήταν η μόνη που ήξερε κάτι Αγγλικά της συμφοράς και είχε πτυχίο Πανεπιστημίου.

Η θέση της ήταν να επιβλέπει την υλοποίηση μελετών μεταξύ εμπλεκομένων συναρμόδιων Υπουργείων και δημόσιων φορέων και να αναφέρει τα αποτελέσματα σε μια Κοινοτική Επιτροπή που χρηματοδοτούσε διάφορα έργα.

Και τα κατάφερε καλά. Ήταν έξυπνη, εργατική και ήξερε να επιβάλλει την άποψη της.

Έκανε κουμάντο σε ένα ολόκληρο συρφετό λιγούρηδων, που για πρώτη φορά θα έπαιρναν χρήματα, αν πρότειναν κάτι πρωτοπόρο, που θα βοηθούσε την ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα.

Ήταν η εποχή, που το ΠΑΣΟΚ ήταν στην κυβέρνηση. Και ο λαός στην εξουσία.

Σε όλα αυτά τα καινοτόμα projects, η Χριστίνα νταραβεριζότανε με συμβούλους Υπουργών, με δημάρχους και κοινοτάρχες της ΚΕΔΚΕ και με κάθε λογής υπηρεσιακό παράγοντα που χώνονταν μέσα σε αυτές τις δουλειές.

Τα πήγαινε πολύ καλά, η Χριστίνα.

Ο Διευθυντής των Κοινοτικών Προγραμμάτων, ένας Καθηγητής που είχε φέρει ο ίδιος ο Πρόεδρος μας, ήταν ευχαριστημένος μαζί της.

Όσο πιο σύνθετα τα προγράμματα χρηματοδότησης, τόσο περισσότερα υπουργεία μπλέκονταν.

Και όσα περισσότερα υπουργεία έμπαιναν μέσα στις δουλειές, τόσο πιο δύσκολο ήταν να γίνει ο έλεγχος των χρηματοδοτήσεων.

Mails και fax δεν υπήρχαν για να κάνουν την ζωή δύσκολη και ή αλληλογραφία γίνονταν από το παραδοσιακό Πρωτόκολλο του πρώτου ορόφου.

Λεφτά, πάντως, για χρηματοδοτήσεις υπήρχαν. Αρκεί να υπήρχαν προτάσεις. Χωρίς προτάσεις δουλειές δεν γίνονταν με την Κοινότητα.

Χρήματα χωρίς μελέτες δεν έπεφταν. Αντε το πολύ καμία επιδότηση για να θάβουν ροδάκινα οι αγρότες η να ξηλώνουν καπνοκαλλιέργειες.

Την μεγάλη μπίζνα με τα Κοινοτικά Προγράμματα, οι ξένοι την άρχισαν.

Τον κρουνό των περίεργων χρηματοδοτήσεων στην Κοινότητα, πρώτοι οι Ιταλοί τον άνοιξαν.

Αυτοί φόρτωναν χύμα λάδι -μέσα σε τάνκερ- από την Καλαμάτα και το ξεφόρτωναν στη Μεσίνα.

Από την Μεσίνα το έστελναν σε εικονικά ελαιοτριβεία στο Παλέρμο και από το Παλέρμο το πήγαιναν μέσα σε βαρέλια στη Νάπολη.

Στην Νάπολη, σε παράνομα συσκευαστήρια το βάζαν σε μπουκάλια, που έγραφαν «Olio di Mesina», και από την Νάπολη με φορτηγά της Μαφίας το παρέδιδαν σε Εγγλέζικα hypermarkets.

Τα ίδια και χειρότερα κάνανε οι Ισπανοί. Θαμμένες στις χωματερές ντομάτες Λεωνιδίου και βερίκοκα Βεροίας ξαναφορτώνονταν και πήγαιναν σε απόμερες βιομηχανίες εκχύμωσης της Βαλένθια, να γίνουν κονσέρβες.

Στα χρόνια της Κοινοτικής αθωότητας δεν υπήρχε το χάσμα Βορείων και Νοτίων.

Όχι ότι οι Γερμανοί ή οι Ολλανδοί πήγαιναν πίσω. Ταϊβανέζικα και Κορεάτικα αμορτισέρ, μπουλόνια, πετρωτές και πόμολα εξόπλιζαν τα Made in Germany αυτοκίνητα.

Οι βόρειοι είχαν αφήσει για τους νότιους τα αγροτικά και ασχολούνταν με τις πολύ μεγαλύτερης αξίας εξαγωγές βιομηχανικών ειδών μέσω παρένθετων εταιρειών του Λιχτενστάιν και του Μονακό.

Ο ένας έπαιρνε τα χρήματα του άλλου.

Άπειροι και άμαθοι ήταν οι δικοί μας. Από το νηπιαγωγείο της μικροκομπίνας θα ξεκινούσαν .

Για να πάρουν όμως χρήματα, έπρεπε να υποβάλλουν προγράμματα. Ό,τι μπορούσαν να σκεφθούν, αρκεί να εγκρινόταν.

Τα κονδύλια, ούτως η άλλως, διαθέσιμα ήταν. Η λιτότητα του νεοφιλελευθερισμού ήταν άγνωστη ακόμη και σαν ιδέα.

Το πρόγραμμα, λοιπόν, που είχε προτείνει για υποβολή η ομάδα του παραγωγικού Υπουργείου, στο οποίο υπεύθυνη ήταν η φίλη μου η Χριστίνα, αφορούσε μια επιδοτούμενη συγχρηματοδότηση των Υπουργείων Τουρισμού, Παιδείας και Περιβάλλοντος.

«Για την αναμόρφωση της εικόνας και τον μηχανολογικό εκσυγχρονισμό του στόλου των ταξί, σε συνδυασμό με την επιμόρφωση των οδηγών σε θέματα ιστορίας της πόλης και άλλες παράλληλες δράσεις» ήταν ο τίτλος του προγράμματος.

Παράλληλη δράση ήταν, βέβαια, και η εκπαίδευση των ταξιτζήδων για την καλύτερη εξυπηρέτηση των τουριστών και των επισκεπτών της πόλης.

Το φιλόδοξο πρόγραμμα, όλο μαζί, είχε χαρακτηριστεί από τους λεξιπλάστες της περιόδου ως συνολική δράση, αφού για να υλοποιηθούν οι στόχοι του, έπρεπε να εμπλακούν καμία πενηντάρια νοματαίοι από διάφορες Υπηρεσίες.

Ήταν επομένως δυνατόν, να περπατήσει χωρίς συντονιστή;

Και το κερασάκι, στην τούρτα της δράσης αυτής, ήταν η υποχρέωση εφαρμογής ενός dress and behavioural code των ταξιτζήδων.

Για το τελευταίο είχε επιμείνει ο Διευθυντής των κοινοτικών Προγραμμάτων. Ένας Καθηγητής Αμερικάνικου Πανεπιστημίου, φίλος του μεγάλου Προέδρου μας.

Όταν ο Καθηγητής, για πρώτη φορά μετά από χρόνια, πάτησε το πόδι του στο Ελληνικό, μια ζεστή μέρα του Ιουλίου, του έκανε εντύπωση η εικόνα του αξύριστου ταξιτζή.

Οδηγούσε γυμνός από την μέση και πάνω, κάπνιζε και έπινε φραπέ.

Ο φραπές, για να μη χύνεται από το πλαστικό taper ware, ήταν εγκατεστημένος σε μια μεταλλική θήκη, δίπλα ακριβώς από ένα- στερεωμένο στη κονσόλα- ανεμιστηράκι.

Το ανεμιστηράκι, που δρόσιζε τον ταξιτζή, έπαιρνε κίνηση από ένα καλώδιο συνδεμένο με τον αναπτήρα του αυτοκινήτου.

Διάφορα άλλα καλώδια -χύμα όλα- συνέδεαν πειραγμένα ταξίμετρα, ραδιοκασετόφωνα, λαμπάκια , πρόσθετα όργανα πίεσης λαδιού και κάνα δυο πομπούς για επικοινωνία με το κέντρο.

Στην διαδρομή, ο Καθηγητής άκουγε μια γκόμενα με παθιάρικη φωνή, από το Κέντρο του σταθμού, να ρωτάει δυο- τρείς φορές αν ένας Κ36 την λαμβάνει.

Και σε λίγο άκουγε και τον Κ36, που έλεγε ότι την λαμβάνει και ότι πάει από Παγκράτι για Πατήσια.

Όλα αυτά, που είδε και αντιλήφθηκε ο Καθηγητής, σε μια απλή διαδρομή από το Ελληνικό στο Χίλτον, τον βοήθησαν να καταλάβει, πόσο αναγκαία ήταν η βελτίωση της εικόνας των οδηγών ταξί.

Αλλά, για να πάρει έγκριση ένα πρόγραμμα, έπρεπε να υποβληθεί στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα το λεγόμενο πλάνο δράσεων.

Αυτό που περιλάμβανε περιγραφές, χρονοδιαγράμματα, βιογραφικά εμπλεκομένων συμβούλων, προσφορές, προϋπολογισμούς και ό,τι άλλο μπορούσε να κατεβάσει η κούτρα αυτών που κάθονταν στις Βρυξέλλες και έστελναν τους περίφημους οδηγούς υποβολής των επιδοτούμενων προγραμμάτων.

Ήταν λοιπόν το πλάνο, μια μεγάλη έκθεση. Όσο μεγαλύτερη σε όγκο ήτανε, τόσο μικρότερη πιθανότητα υπήρχε ο άλλος να κάτσει να την διαβάσει.

Και επειδή στο παραγωγικό αυτό Υπουργείο, η προηγούμενη Κυβέρνηση, οι δεξιοί δηλαδή, είχαν άχρηστους, που δεν ήξεραν από τέτοια πράγματα, την δουλειά ανέλαβε η Χριστίνα.

Στρώθηκε κάτω η Χριστίνα. Ρωτούσε αριστερά και δεξιά, μέχρι που με τα πολλά ετοίμασε κάτι.

Ο Καθηγητής και Διευθυντής του Προγράμματος, που είχε κάνει σε Αμερικάνικο Πανεπιστήμιο και σκάμπαζε τι είναι project planning, μόλις είδε την παρουσίαση της Χριστίνας σε ένα δακτυλογραφημένο τετρασέλιδο με κάτι Αγγλικά, που εάν είχε βάλει το ελληνικό πρωτότυπο στον αυτόματο μεταφραστή του Google θα έβγαζες περισσότερο νόημα, της είπε ότι στην Minneapolis με αυτό το presentation δεν έπαιρνε ούτε δάνειο για να ανοίξει περιφερειακό υποκατάστημα της MacDonald’s.

Προβληματίστηκε ο Καθηγητής. Κανένας άλλος από το Υπουργείο δεν γνώριζε να κάνει τέτοιου είδους δουλειές.

Η Χριστίνα, όμως, έξυπνο κορίτσι, πρότεινε να προσλάβουν εξωτερικό συνεργάτη. Και μπρος στο επικείμενο αδιέξοδο να χαθούν οι πόροι, ο Καθηγητής συμφώνησε.

Εδώ, το κόμμα, στο οποίο απευθύνθηκε πρώτα σαν σωστή σύντροφος, σήκωσε τα χέρια.

Την συμβούλεψε να βρουν κάποιον από την πιάτσα.

Να του δώσουν μια αμοιβή της συμφοράς, αφού δεν ήξεραν αν θα την έπαιρνε δικό τους παιδί, και να κάνει την βρώμικη δουλειά.

Βγήκε λοιπόν μια δημόσια προκήρυξη και ήρθαν πέντε-έξι τύποι, που μόλις άκουσαν τι ζητούσαν και τι προσέφεραν, τους ευχαρίστησαν και έφυγαν.

Έφυγαν όλοι, εκτός από εμένα. Εργαζόμουν τότε σε μεγάλη ξένη εταιρεία.

Και με ενδιέφερε, σαν μηχανικό, μια νέα τεχνολογία που θα μείωνε τους ατμοσφαιρικούς ρύπους.

Πέρασα το interview με επιτυχία.

Στο πρόσωπό μου ο Καθηγητής βρήκε ένα άνθρωπο που μιλούσε την γλώσσα του.

Καταλάβαινα όλες αυτές τις περίεργες ορολογίες του οδηγού προγραμμάτων και δεν είχα καμία αντίρρηση για το χαμηλό ποσό της αμοιβής.

Ο Προσωπάρχης του Υπουργείου, όταν μου έδινε την σύμβαση συνεργασίας, μια θρυλική φάτσα με μουστάκι, δεν παρέλειψε την σοσιαλιστική μπηχτή του:

«Να τα πεις αυτά στους ξένους. Που νομίζουν, ότι προσλαμβάνουμε μόνο δικά μας παιδιά»

«Και εγώ δικός σας είμαι τώρα, Κύριε Προσωπάρχα. Όλοι ΠΑΣΟΚ είμαστε» του είχα απαντήσει με βαριά καρδιά.

«Αν είναι έτσι, αλλάζει παιδί μου» μου απάντησε και μου χτύπησε φιλικά την πλάτη.

Η δουλειά ξεκίνησε. Δίπλα μου, η Χριστίνα. Όλη μέρα μαζί.

Το πρωί στο Υπουργείο, το βράδυ στη γκαρσονιέρα μου, στη Νεάπολη.

Στρατιώτες της σοσιαλιστικής ιδέας και οι δυο μας βαράγαμε άγρια νούμερα μέχρι να ολοκληρώσουμε την μελέτη.

Στους συναρμόδιους Υπουργούς θα παρουσιάζαμε προτάσεις, προϋπολογισμούς και προσφορές των εμπλεκομένων.

Θα εκκρεμούσε μόνο η τελική συμφωνία με το σωματείο των ταξιτζήδων.

Αυτό θα ήταν δουλειά της Χριστίνας.

Ποτέ, όμως, δεν πρέπει να φθάνεις απευθείας στον Υπουργό. Θα πρέπει να σεβαστείς τους υπηρεσιακούς παράγοντες. Έτσι λοιπόν, ξεκίνησαν οι συνηθισμένες συσκέψεις σε κάθε αρμόδιο Υπουργείο ξεχωριστά.

Μην νομίσετε, ότι η δουλειά ήταν εύκολη και της πλάκας. Οι υπηρεσιακοί παράγοντες, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι μιλημένοι, για να δείξουν ότι συμμετέχουν ενεργά -και δεν παίρνουν τσάμπα τα ειδικά επιδόματα- λένε το μακρύ και το κοντό τους.

Ένας παράγοντας, που είχε ξάδελφο εισαγωγέα πλυντηρίων, έλεγε ότι πρέπει στο πρόγραμμα να μπει και υποχρεωτικό πλύσιμο των ταξί ανά δύο ημέρες σε πλυντήρια εξοπλισμένα με με χρήση ειδικής αυτόματης κάρτας.

Άλλος σύντροφος, με μπατζανάκη εισαγωγέα γιαπωνέζικων ταξίμετρων, πρότεινε να τα αλλάξουν οι ταξιτζήδες, για να μπουν νέα, με ενσωματωμένο αυτόματο μετατροπέα των ισοτιμιών.

«Για να ξέρει» είπε, «ο κάθε τουρίστας τι πληρώνει».

Ο Αρίστος, σύντροφος από το Υπουργείο Παιδείας, με σύζυγο που είχε γραφείο ενοικίασης ξεναγών, πρότεινε να υποχρεώνονται οι ταξιτζήδες στις κούρσες για την Ακρόπολη ή το Μουσείο να έχουν συνοδό και μια επαγγελματία ξεναγό. Κάθε παράγοντας και καημός.

Άλλες προτάσεις μπήκαν στο πρόγραμμα και άλλες έμειναν απέξω.

Την τελευταία, πάντως, πρόταση, όταν την μετέφεραν στον αθυρόστομο Αχαιό Πολιτικό του Υπουργείου Προεδρίας, ρώτησε εάν σκόπευαν να μετατρέψουν τα ταξί σε μπoυρδέλα.

«Πιάτσα για τις πoυτ@νες, που βγάζει η σχολή της γυναίκας του Αρίστου, δεν θα μου τα κάνετε τα ταξί» είπε με την σοβαρότητα που τον διέκρινε.

Και απορρίφθηκε, φυσικά, αυτή η δράση με τις ξεναγούς.

Στη μεγάλη τελευταία σύσκεψη, που έγινε για τα Περιβαλλοντικά Θέματα, ήταν παρών και ο ίδιος ο Υπουργός.

Ένας ωραίος άντρας με μουστάκι.

Που τα έβαλε αργότερα με τους παπάδες και ο Πρόεδρος μας, αφού είπε στον Υπουργό ότι έγραψε ιστορία, πήγε μετά και συμφώνησε μαζί τους, να μην μπαίνει ό ένας στα πόδια του άλλου.

«Δεν σας φτάνουν τόσες προβληματικές επιχειρήσεις που έχετε;» του είχε πει ο τότε Αρχιεπίσκοπος. «Την Εκκλησία, τι την θέλετε, Πρόεδρε;».

Και ο Προέδρος μας συμφώνησε.

Στον όμορφο, λοιπόν, αυτό Υπουργό, που δεν είχε καμιά σχέση με τους αρχοντοχωριάτες του κόμματος, άρεσε να κυκλοφορεί με το σακάκι στους ώμους.

Να φωτογραφίζεται με σηκωμένα τα μανίκια σκυμμένος πάνω σε πολύχρωμα σχέδια που έδειχναν πάρκα και πλατείες.

Και τα βράδια να πηγαίνει σε bar του Μετς.

Εκεί τον έβρισκες, τον Υπουργό μας. Με συντροφιά μια νεαρή τότε ηθοποιό, που πλακωνότανε -η ηθοποιός- συνέχεια στην τηλεόραση με σημερινό Συριζαίο διασκεδαστή.

Την έλεγε, ο διασκεδαστής, ατάλαντη.

Για μια μάλιστα παράσταση που είχε ανεβάσει, τον «Τιτανικό», της είπε ότι το πλοίο έπαιζε καλύτερα από αυτήν.

Ο όμορφος υπουργός ζήτησε η εισήγηση για τα ταξί, να μην κρατήσει πάνω από δέκα λεπτά.

Τον ενοχλούσε ο συγχρωτισμός με τις σκατόφατσες των δεξιών υπηρεσιακών παραγόντων και η φλυαρία ανθρώπων που δεν σταματούσανε να μιλάνε, εάν δεν τους έκοβες τον αέρα από την αρχή.

Άκουγε ότι του πασάρανε, χωρίς να έχει καμία απορία. Είχε εμπιστοσύνη όμως στον Καθηγητή. Και άναψε το πράσινο φως για να υποβληθεί το πλάνο στην Κοινότητα .

«Α! Και να αρχίσουν οι επί μέρους επαφές με τους κλάδους που θα εμπλακούν στο project» είπε στο τέλος της σύσκεψης. «Να μην χαθεί ούτε μέρα» συμπλήρωσε με αυστηρότητα.

Σήκωσαν αμέσως τα μανίκια για δουλειά οι υπηρεσιακοί παράγοντες.

Με την εταιρεία που θα έκανε την εισαγωγή των νέων κινητήρων για τα ταξί δεν υπήρχε πρόβλημα.

Ήταν έτοιμη από καιρό μια μελέτη του αντιπρόσωπου της εταιρείας.

Κατά σύμπτωση, από αυτές που σπάνια συνέβαιναν τα χρόνια του ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ, ο αντιπρόσωπος των κινητήρων ήταν ξάδελφος συμβούλου.

Ευκαιρία λοιπόν ήταν, να την συμπεριλάβουν στο Πρόγραμμα. Στο κάτω –κάτω οι ξένοι θα πλήρωναν.

Με τους φορείς που θα ανελάμβαναν την εκπαίδευση των οδηγών σε θέματα συμπεριφοράς και ενημέρωσης για την ιστορία της πόλης είχαν ήδη know-how.

Τα πιο εύκολα προγράμματα κοινοτικών χρηματοδοτήσεων ήταν τα εκπαιδευτικά.

Στα χρόνια που η μηχανογράφηση ήταν στα σπάργανα, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα ανάμεσα σε δικαιολογητικά, φτιαγμένα με τέτοιο τρόπο, ώστε κανείς να μην μπορεί να ελέγξει, εάν αυτοί που επιδοτήθηκαν είχαν πράγματι εκπαιδευτεί.

Για να πάρεις, τότε, χρηματοδότηση για εκπαίδευση προσωπικού, αρκούσε να έχεις μια νοικιασμένη αίθουσα με είκοσι θρανία σε ένα ημιώροφο στην Κάνιγγος, ένα διαθέσιμο Καθηγητή και κομπάρσους να παρακολουθούν τα σεμινάρια.

Τους κομπάρσους ανελάμβανε να στέλνει η κλαδική της επιμόρφωσης στελεχών, δίνοντας τους μάλιστα και χαρτζιλίκι.

Κοντά στο χιλιάρικο το ανέβαζαν οι φήμες των δεξιών.

Αφού λοιπόν είχαν συγκεντρωθεί τα τεχνολογικά και εκπαιδευτικά θέματα της πρότασης, εκκρεμούσε για υποβολή το τελευταίο σκέλος της πρότασης:

Η ενδυμασία των ταξιτζήδων.

Δεν ήταν και αυτό ήσσονος σημασίας, αφού η Πρωτεύουσα αριθμούσε περί τους δέκα χιλιάδες ανθρώπους. Και εδώ έπρεπε να γίνει το σχετικό νταραβέρι.

Για να εκπονήσουν λοιπόν το σκέλος της πρότασης που αφορούσε την ενδυμασία των ταξιτζήδων και για την οποία επέμενε τόσο πολύ ο Καθηγητής και Διευθυντής των Κοινοτικών προγραμμάτων μαζέψανε τους μόδιστρους της εποχής -κάνα δυο από αυτούς ήταν και αδελφές- και τους ζήτησαν προτάσεις.

Ένας είπε να φοράνε μαύρο παντελόνι με άσπρο πουκάμισο.

Απορρίφθηκε ασυζητητί, γιατί θα περνάγανε τους ταξιτζήδες για γκαρσόνια.

Άλλος πρότεινε να φοράνε κουστούμι γκρι και καπέλο κόκκινο.

Ούτε αυτό περπάτησε, αφού δεν ήθελαν να μπερδεύουν τους ταξιτζήδες με ρεσεψιονίστ ξενοδοχείων.

Τελικά, με την σύμφωνη γνώμη του Καθηγητή, επικράτησε η άποψη ενός δίδυμου σχεδιαστών, γνωστοί από τα δισύλλαβα μικρά ονόματα τους, που είπαν να φοράνε παντελόνια -λες και θα μπορούσαν να φοράνε φούστες- αλλά συνδυασμένο με ένα ομοιόχρωμο μακό μπλουζάκι, μακρυμάνικο η κοντομάνικο ανάλογα με την εποχή.

Με τυπωμένο από πίσω το όνομα του κάθε ταξιτζή, για να ξέρει ο πελάτης με ποιον μιλάει, και από μπροστά μια κουκουβάγια για να συμβολίζει την πόλη των Αθηνών.

Και την σοφία, βέβαια, των συντρόφων που έπαιρναν τέτοιες αποφάσεις.

Σε όλο αυτό το αλισιβερίσι, δεν έλειψαν οι ασόβαρες προτάσεις, αλλά αυτές ήταν από δεξιούς.

Όπως αυτή ενός σεσημασμένου εθνικόφρονα, που πρότεινε να ντύσουν τους ταξιτζήδες τσολιάδες, για να δείχνουν την εθνική μας ταυτότητα.

Με αυτά και αυτά, το project είχε φθάσει κοντά στην τελική υλοποίηση του.

Εκκρεμούσαν πια μόνο οι ταξιτζήδες.

Θα έπρεπε να δεχτούν να συμμετάσχουν σε ένα μεγαλόπνοο σχέδιο.

Το πρόγραμμα αφορούσε αυτούς και δεν μπορούσαν να στείλουν άλλους να αλλάξουν κινητήρες η να παρακολουθήσουν σεμινάρια Ιστορίας και Αγγλικών, όπως γίνονταν με άλλα εκπαιδευτικά προγράμματα.

Ήταν, λοιπόν, αναπόφευκτο να προκληθούν τριγμοί στο σωματείο των οδηγών από τις καινοτομίες των νέων τεχνολογικών προτάσεων και τις ευγενείς πρωτοβουλίες, που αφορούσαν το dress and behavioural code των ταξιτζήδων.

Συνηθισμένοι, μέχρι τότε, οι ταξάρες, να οδηγούν σαράβαλα με τις εξατμίσεις που κρέμονταν και να φορτώνουν πέντε-έξι μέσα μέχρι να κλείσει η κούρσα.

Να σε κατεβάζουν, όπου τους βόλευε.

Ακόμη- ακόμη τα καλοκαίρια να φοράνε σαγιονάρες και φανέλα.

Και να έχουν και το ένα χέρι πεταμένο έξω από το παράθυρο.

Ανθρώπινες συνήθειες, που οι Ευρωπαίοι θα μας έκοβαν, όταν εγκρινόταν ένα τέτοιο φιλόδοξο πρόγραμμα.

Πρόεδρος του σωματείου των ταξιτζήδων ήταν την εποχή εκείνη ο Σάκης.

Ψηλός αγροίκος στην εμφάνιση, με τα πουκάμισα του συνήθως έξω, έκανε πιάτσα σε μια στάση λεωφορείων στην Ομόνοια.

Άραζε με τσαμπουκά στην θέση του λεωφορείου περιμένοντας να ψαρέψει πελάτη.

Την συγκατάθεση του Σάκη, που ο λόγος του μετρούσε στο γαλάζιο σωματείο, την χρειάζονταν.

Διαφορετικά, το project δεν θα προχωρούσε. Το ραντεβού κλείστηκε στον ημιώροφο των γραφείων του σωματείου.

Με το νι και με το σίγμα του εξηγούσε το project, η Χριστίνα.

Προσεχτικά την άκουγε ο Σάκης. Κουνούσε συγκαταβατικά το κεφάλι του, όταν άκουγε κάτι όμορφο.

Δυο τάλιρα πάνω η σημαία, στα αναβαθμισμένα ταξί, ήταν η πρόταση της Χριστίνας.

Έπιανε τα @ρχίδια του, ο Σάκης, όταν κάτι από αυτά που άκουγε τον ενοχλούσε. Και άναβε τσιγάρο, όταν είχε απορία.

Καθόλου δεν ενδιέφερε τον Σάκη, ότι τo project στόχευε στην προστασία του περιβάλλοντος, την βελτίωση της εικόνας του κλάδου, την έμμεση αύξηση της ζήτησης για προσφερόμενες υπηρεσίες και την αναβάθμιση του κοινωνικού τους ρόλου.

Και όλα αυτά με χρήματα που θα έβαζαν από κοινού ταξιτζήδες, Υπουργείο και Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Την ρωτούσε συνέχεια, τι θα πάρουν οι συνάδελφοι στο χέρι.

«Μόλις φτιάξετε τα αμάξια, δυο τάλιρα πάνω η σημαία. Τα υπόλοιπα θα τα βρεις με τους ενδιάμεσους. Ξέρεις εσύ» του απάντησε η Χριστίνα.

Τι ήτανε να του το πει αυτό το τελευταίο, η Χριστίνα; Ζοχαδιάστηκε ο Σάκης.

Δασκαλεμένος από τους δεξιούς, που είχαν το πάνω χέρι στο σωματείο, της ξεκόψε μαχαίρι, ότι ο κλάδος δεν προσφέρεται να επενδύσει σε νέα τεχνολογία για να τα κονομήσουν κάποια λαμόγια εισαγωγείς.

Είπανε και άλλα πολλά και στο φινάλε της συζήτησης, της είπε να πάνε να γ@μηθούνε και οι αδελφάρες αυτές, οι σχεδιαστές που διάλεξαν, και να βρούνε άλλους μ@λάκες για να κάνουν τις cheerleaders στους τουρίστες.

Κουβέντα στην κουβέντα, τα πνεύματα οξύνθηκαν. Ξεκίνησαν τα γ@μοσταυρίδια.

Αρχίσανε από Υπουργεία και κατέληξαν στα θεία, γιατί το Υπουργείο Παιδείας -που ανακατευόταν στα εκπαιδευτικά του project- ήταν και Θρησκευμάτων.

«Έχουν δίκιο, ρε μ@λάκα, οι σύντροφοι ταξιτζήδες, που σε λένε μεγάλο @ρχίδι» του είπε η Χριστίνα.

«Αντε γ@μήσου, ρε μουνόπανο» της απάντησε με την σειρά του. «Φύγε από εδώ, μωρή κ@ριόλα».

Το αποτέλεσμα; Το project ακυρώθηκε.

Στα συρτάρια του Υπουργείου, για χρόνια, έμεινε η πρώτη αυτή μεγάλη μελέτη.

Την έβλεπαν οι παλιότεροι και θυμόντουσαν. Και οι νεότεροι σύντροφοι μάθαιναν.

Πώς να στήνουν σωστά την δουλειά. Για να μην μένει κανείς παραπονεμένος.

Γ.Κ

Υ.Γ.1 Ο καθηγητής, ο πρώτος Διευθυντής των Κοινοτικών προγραμμάτων, που είχε κληθεί από την Oklahoma και είχε την ιδέα για το behavioural code των ταξιτζήδων, έμεινε στο Υπουργείο δύο χρόνια. Ο μεγάλος μας Πρόεδρος τον ευχαρίστησε, λέγοντάς του ότι θα τον είχε υπόψη για άλλη θέση. Επέστρεψε στην Αμερική με πτήση της τότε Ολυμπιακής, που τότε αναχωρούσε από το Ελληνικό.
Ο ταξιτζής, που τον μετέφερε με τις αποσκευές του, τον είχε περάσει για ξένο.
Του χρέωσε διπλή ταρίφα και στην διαδρομή του φόρτωσε και δυο ηλικιωμένες κυρίες, που πήγαιναν για μπάνιο στην λίμνη της Βουλιαγμένης.
Υ.Γ.2. Η μικρή αυτή ιστορία αφιερώνεται στους συντρόφους του παλιού ορθόδοξου ΠΑΣΟΚ. Τώρα, γιατί δεν το έστειλα σε αυτούς; Γιατί στους όρους συμμετοχής ήταν η απαγόρευση δημοσίευσής του για τρία χρόνια.

«Ρε σύντροφοι; Το σόι ορθόδοξοι είσαστε; Μεταλλαγμένοι φιλελέδες είσαστε, μου φαίνεται»

(Αγαπητέ φίλε, καλά κάνατε και το στείλατε σε εμένα. Όλοι ΠΑΣΟΚ είμαστε. Οι Έλληνες είναι τόσο ΠΑΣΟΚ που δεν χρειάζεται να υπάρχει το ΠΑΣΟΚ πια. Το ΠΑΣΟΚ έχει ποτίσει την Ελλάδα και τους Έλληνες, οπότε δεν έχει πια λόγο ύπαρξης. Όσο για τους ταξιτζήδες επί ΠΑΣΟΚ, έκανε έναν φοβερό μονόλογο στην φετινή του παράσταση ο Χριστοφόρος Ζαραλίκος. Ξεκινούσε από το πόσο φλώροι και τζιτζιφιόγκοι είναι οι ταξιτζήδες σήμερα, και μετά περιέγραφε τον ταξιτζή επί ΠΑΣΟΚ που είχε το μπουκάλι του Τζόνι Γουόκερ κάτω από το κάθισμα και τα σκυλάδικα τέρμα. Those were the days. Να είστε καλά. ΠΑΣΟΚ, ΠΑΣΟΚ!)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.