Αναμνήσεις απο το σπίτι των νοικοκυρεμένων (μέρος πρώτο)

Ενίκησα, πιτσιρίκο. Τουλάχιστον, έτσι θα πουν. “Μετά απο την άδικη κάθειρξή του στην Ελλάδα, για τη διάπραξη του εγκλήματος της ανεργίας κατ’ επανάληψη, επιστρέφει στην πατρίδα του, την Ευρώπη, ανυπομονώντας να επιδείξει την αθωότητά του, παράγοντας υπεραξία για τον καπιταλισμό με τον πρέπον ενθουσιασμό βεβαίως βεβαίως.”

Είναι δύσκολο να είναι κανείς φυλακισμένος.

Είναι ντροπή, για την οικογένειά του κατ’ αρχάς, που πρέπει, με το κεφάλι κατεβασμένο να τριγυρίζει στην κοινωνία.

Οι γείτονες κοιτούσαν και ψιλομουρμούριζαν “έχετε ακούσει για το γιο της Κίτσας; Εκτίει ποινή για ανεργία”. “Μεγάλο έγκλημα”, “Καλά δεν ντρέπονται;”, “Ας κρατήσουμε τα παιδιά μας μακριά”.

Λίγοι γνώριζαν πως στη “φυλακή”, είχα έρθει οικειοθελώς για να ανασυντάξω τις σκέψεις μου.

Κάποιοι δεν θα μπορούσαν καν να διανοηθούν γιατί κάποιος να το κάνει αυτό.

Εξάλλου, καμμιά δουλειά δεν είναι ντροπή.

Και έτσι κυλούσαν οι μέρες, ανάμεσα σε πικρά σχόλια και ανθρώπους που αναθάρρευαν μόλις με έβλεπαν.

Τουλάχιστον αυτοί δεν ήταν εγκληματίες, όπως εγώ.

Οι περισσότεροι κατάδικοι που έβλεπα, είχαν τους ώμους σκυφτούς και ονειρεύονταν τη μέρα που θα έβγαιναν απο τη φυλακή.

Η μοναξιά ήταν δυσβάσταχτη. Ωσπου, μια μέρα, συνάντησα το δάσκαλό μου. Τον Σι-Φου μου, σε μια καφετέρια στο Γκάζι.

Ο Σι-Φου, με το πού με είδε, κατάλαβε πως κάτι δεν πάει καλά μαζί μου.

-Τι κάνεις; τον ρώτησα.

– Φωτοσυνθέτω, μου είπε, και άρχισε να τεντώνεται πάνω στην πολυθρονα.

– Έχεις να πληρώσεις τον καφέ σου; Αν δεν μπορείς, θα σε διώξουν απο την πολυθρόνα.

Ο Σι-Φου σταμάτησε για λίγο να γλείφεται και με κοίταξε στα μάτια.

– Δε χρειάζεσαι πολυθρόνα για να φωτοσυνθέτεις.

“Καλά, δεν ντρέπεσαι που δεν δουλεύεις;” τον ρώτησα.

Βλέπετε, είχα αρχίσει να λυγίζω απο τη συνεχή κριτική.

Ο Σι-Φου με κοίταξε με εκείνα τα μισάνοιχτα τσαντισμένα μάτια που χρησιμοποιούν οι γάτες συχνά.

– Η δουλειά είναι εφεύρεση των αφεντάδων των ανθρώπων. Οι γάτες δεν έχουν αφέντες.

Και πήδηξε στην ποδιά μου.

“Αν κρίνεις την αξία του άλλου απο το αν δουλεύει, τότε όλη η φύση είναι άχρηστη”, μου είπε, και άρχισε να γουργουρίζει.

Ανοησίες, σκεφτηκα και προσπάθησα να φύγω άλλα τα νύχια του που τρυπούσαν το τζιν μου με έκαναν να το ξανασκεφτώ.

Κάθισα να το σκεφτώ για λίγο, και σκέφτηκα πως είχε δίκιο.

Γιατί καταστρέφουμε το περιβάλλον σε τέτοιο βαθμό, αν δεν πιστεύουμε πως είναι άχρηστο;

Άλλα κάτι με έτρωγε μέσα μου.

– Εύκολο να το λες αυτό εσύ Σι-Φου αφου σε ταΐζουν άλλοι.

“Εσύ δεν ντρέπεσαι που με ταίζεις; Εξάλλου δεν δουλεύω” είπε και χαμογέλασε ειρωνικά δείχνοντας τους κυνόδοντές του (ή μάλλον τους γατόδοντές του).

– Όχι, δεν ντρέπομαι. Άλλα δεν είναι όλοι έτσι. Κάποιοι άνθρωποι κλωτσάνε τις γάτες.

“Εγώ αποφεύγω τους ανθρώπους που μας κλωτσάνε. Το ίδιο πρέπει να κάνεις κι εσύ” είπε και τινάχτηκε απο την ποδιά μου, προκαλώντας μου ένα μικρό μορφασμό, καθώς έβγαζε τα νύχια του απο το παντελόνι μου.

Πήδηξε στο τραπέζι και άρχισε να αγορεύει:

“Επειδή σε συμπάθησα, θα σου μάθω ένα μυστικιστικό ξόρκι που μου παρέδωσαν οι πρόγονοί μου. Θα σε βοηθήσει να αντιμετωπίσεις την εχθρότητα που συναντάς γύρω σου.”

Έβγαλε ένα μαύρο στυλό, άνοιξε τα πόδια του και άρχισε να γράφει κάτι κινέζικους χαρακτήρες ανάμεσα στα @ρχίδια του.

“Όταν σου τελειώσει ο χώρος εδώ, μπορείς να χρησιμοποιήσεις και αυτά” μου είπε, βγάζοντας πίσω από τον τοίχο ένα ζευγάρι παλιά παπούτσια.

Δεν θα ξεχάσω ποτέ τα διδάγματα του Σι-Φου μου.

Με ήλιο και βροχή, στις παραλίες και στα βουνά, στα δαση και στις καφετέριες, συνεχίζω να εξασκούμαι, γράφοντας και ξαναγράφοντας τη μυστική γραφή.

Μέχρι που η ζωή με πήγε σε άλλα μέρη, μακρινά. Άλλα αυτό είναι μια ιστορία για μια άλλη φορά.

Α.Ρ.

Υ.Γ. Μετά από καιρό, αναγκάζομαι να επιστρέψω στην αγορά εργασίας, μια που, για να ζήσουμε, είμαστε ακόμα αναγκασμένοι να έχουμε χρήματα. Θέλω να ευχαριστήσω εσένα και τους αναγνώστες για τις σκέψεις που μοιράζεστε πάνω στο θεμα και για την τρομακτική διαπίστωση πως οι άνθρωποι θέλουν να είναι δούλοι. Το να ζει κανεις ως άνεργος σε μια τέτοια κοινωνία είναι εξουθενωτικό. Το blog είναι φυσικά η ψυχή του γάτου της ιστορίας. Τα ζωάκια έχουν χρησιμοποιηθεί συχνά πυκνά για ιστορίες και προπαγάνδα -διαβάστε το καταπληκτικό “Ντόναλντ ο απατεώνας”-, οπότε λίγη ακόμη εκμετάλλευσή τους απο μένα ελπίζω να συγχωρηθεί. Αρχικά, ήθελα να γράψω για μερικές απο τις προσωπικές εμπειρίες μου κατα τη διάρκεια της παραμονής μου στην Ελλάδα, αλλά σκέφτηκα πως αφενός θα είναι κάπως καταθλιπτικές και αφετέρου πως δεν θα αφορούν κανέναν, ενώ ίσως οι μικρές ιστορίες να είναι πιο διασκεδαστικές. Δεν είμαι πολύ καλός στο γράψιμο, άλλα ελπίζω να σας αρέσουν.

(Αγαπητέ φίλε, ήταν Ιανουάριος του 2017 που μου γράψατε “αφήνω πίσω μου για πάντα την ξενοφοβική και ψυχαναγκαστική Φρανκφούρτη”. Η Ελλάδα είναι και ξενοφοβική και ελληνοφοβική. Γενικά, είναι ανθρωποφοβική. Καλή εποχή φεύγετε. Αν δεν είναι καλοκαίρι, δεν υπάρχει λόγος να είναι κάποιος στην Ελλάδα. Έχετε δίκιο πως η δουλειά δεν είναι ντροπή. Η δουλειά είναι ντροπή και αίσχος. Αν είναι εξουθενωτικό να είσαι άνεργος, ακόμα πιο εξουθενωτικό είναι το να είσαι μισθωτός -και κακοληρωμένος- σκλάβος. Γνώρισα πολλούς τέτοιους αυτό το καλοκαίρι. Δεν ξέρουν καν πως έχουν και δικαιώματα στη ζωή. Την έχουν εγκαταλείψει αυτή τη σκέψη. Ταΐζω καμιά δεκαριά γάτες αυτή την εποχή. Και μόνο την δική τους γνώμη υπολογίζω αυτό το διάστημα. Να είστε καλά και καλή τύχη. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.