4η μέρα εγκλεισμού
Αγαπητέ φίλε Πιτσιρίκο
Βγήκα μόνος να περπατήσω λίγο, πόση ώρα από το καναπέ στο κρεβάτι.
Ξεχάστηκα και χωρίς να το καταλάβω έφτασα στο ποτάμι που είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Με έκπληξη είδα ότι έχει νερό και το φοβερό είναι ότι τα πράσινα χόρτα και τα ανθισμένα λουλούδια γύρω από τη κοίτη του, δήλωναν εμφαντικά ότι είναι άνοιξη κάτι που η καθημερινότητα, μου την στέρησε όλα αυτά τα χρόνια!
Έκατσα και τα χάζευα. Έδωκε μου τζε ο ήλιος και χάθηκα.
Δεν ακουγόταν τίποτα εκτός από το νερό του ποταμού, που έκανε θόρυβο κτυπώντας τους βράχους.
Και σκέφτηκα έτσι που τα βλέπα ολ΄ αυτά, ότι η φύση δεν δέχεται περιορισμούς και καραντίνες και δεν θέλει ειδική άδεια για να κάνει την πορεία της, έστω και αν οι δικές μας άσκοπες τεχνητές παρεμβολές προσπαθούν να την ανακόψουν.
Οι μυρωδιές της άνοιξης μου καθάρισαν το πανικοβλημένο μυαλό μου και χαλαρωμένο με γύρισε πίσω καμία 45αριά χρόνια.
Βρέθηκα να κάθομαι στη όχθη του Πεδιαίου, δίπλα στο γιοφύρι του παλιού Γενικού Νοσοκομείου να τον χαζεύω που έτρεσχιε.
Ο χρόνος είναι σαν το ποτάμι λένε και δεν μπορείς να αγγίξεις το ίδιο νερό δύο φορές, γιατί η ροή που έχει περάσει, δεν θα ξαναπεράσει ποτέ.
Για μένα όμως ήταν τόσο γνώριμο, που ήταν σαν να μην άλλαξε τίποτε από τότε.
Μετά την εισβολή, που γίναμε πρόσφυγες, μέναμε κοντά στον ποταμό, κοντά στον Πιθκιά τζε τέτοιες μέρες που κατέβαινε ο ποταμός τον παρακολουθούσαμε επί καθημερινής βάσης.
Δεν ήταν καλοχρονιά όλα τα χρόνια που μείναμε εκεί, τζε μια θκυό φορές που έτυχε να ΄ρτει είχαμε μεγάλη χαρά.
Στη αρχή ήταν θολός τζε απότομος, γεμάτος πηλά και κουβαλούσε όλη την σαβούρα που εύρισκε μπροστά του. Μετά από λίγες μέρες, όμως, ησύχαζε και γινόταν ήρεμος και καθάριος και μόνο που το κοίταζες γαλήνευες.
Έτσι μέρες μετά το σκολείο θυμούμαι, τρώγαμε λίον αφού προηγουμένως μαλώναμε με τον αρφό μου, για το ποιού εν η σειρά να βράσει το φαΐ που μας είσχε έτοιμο η μάνα μας που την προηγουμένη μέρα, τζε αμέσως τρέχαμε να δούμε τον ποταμό αν επόλλυνε ή αν ελίανεν το νερό του.
Στη αρχή είμασταν μόνοι μας αλλά σε λίγο ερχόντουσαν και τα άλλα παιδιά της γειτονιάς και καθόμασταν με ευλάβεια να τον θωρούμε.
Κάποιες φορές παίρναμε τζε το μαγνητόφωνο-χωρίς να το ξέρει η μάνα μας- που με χίλια ζόρια είχαμε αγοράσει τότε, τζε βάζαμε μουσική. Παρόλο που μας πήρε είδηση τις επόμενες μέρες, ότι το βγάζουμε έξω που το σπίτι τζε εφώναζέ μας ότι εν πρέπει να το φκάλουμε έξω γιατί εν να το σπάσουμε, ποιος την άκουε;
Κανένας. Γιατί κανένας δεν μπορούσε να μας στερήσει την ευχαρίστηση αυτή.
Βάλαμε μουσική στο φουλ, στη όχθη του ποταμού και ονειροπολούσαμε.
Ο καθένας έφερνε την κασέτα του γούστου του.
Εγώ άκουγα, πατώντας το κουμπί του κασετοφώνου μια μπροστά, τζε μια πίσω, τζε μετά το play, το “Dust in the wind” που ΄ταν το αγαπημένο μου, ώσπου κάποιος το βαριόταν από τες πολλές φορές που έπαιζε τζε έβαζε κάτι άλλο!
Μετά πάλι το κλείναμε τζε ακούγαμε το ήχο του ποταμιού και ταξιδεύαμε ο καθένας με το δικό του όνειρο.
Καθόμαστε μέχρι που νύχτωνε να το θωρούμε.
Ίσως είναι από τις λίγες φορές που δεν παίζαμε σαν παιδιά που είμαστε, τζείνες τις μέρες.
Ένα αυτοκίνητο που πέρασε, με ξύπνησε από το ταξίδι και με επανάφερε στη πραγματικότητα και με έκανε να αναρωτηθώ είμαστε σκόνη ή μήπως φτερό στον άνεμο;
Κουράγιο σ΄ όλους
Αναξαγόρας
(Αγαπητέ Αναξαγόρα, βλέπω πως όλοι το έχουν ρίξει στις αναμνήσεις αυτές τις μέρες. Οι πιο όμορφες μέρες είναι μπροστά μας. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.