Λούφα και παραλλαγή
«Ανάθεσε κάτι σε έναν τεμπέλη, και θα σου δώσει συμβουλές πώς να το κάνεις εσύ» λένε οι Τούρκοι, για αυτούς που όχι μόνο κοπροσκυλιάζουν αλλά στο παίζουν από πάνω και σύμβουλοι.
Και στα κεντρικά γραφεία της μεγάλης πολυεθνικής στο Λονδίνο, ο Βασίλης ήταν από τους λίγους Έλληνες μηχανικούς που δεν εργαζόταν σε παραγωγική η ερευνητική θέση. Είχε καταφέρει να αναρριχηθεί σε μία θέση special advisor για θέματα νέας τεχνολογίας, αν και για το μόνο που είχε διακριθεί στην εταιρεία ήταν το ταλέντο του να λέει ανέκδοτα για πoύστηδες, να πίνει μπύρες μαζί με τους Εγγλέζους προϊστάμενους του και να αποφεύγει να κάνει παρέα με τους Έλληνες συναδέλφους του.
Ο Βασίλης, για να πιάσουμε τον νήμα της ιστορίας από την αρχή, μεγαλωμένος στο Κερατσίνι από εργατική οικογένεια και απόφοιτος του Μετσόβιου Πολυτεχνείου δεν ήταν κανένας φελλός η άσχετος σαν επιστήμονας. Ήταν από τα μαθητικά του χρόνια ένα εκ φύσεως έξυπνο ρεμάλι, που γούσταρε να περνάει πάντα καλά.
Στις ομαδικές εργασίες ή στα εργαστήρια της σχολής των μηχανολόγων άφηνε τους άλλους να κάνουν τη δουλειά -εκείνος έπαιζε πόκα σε ένα υπόγειο καφενείο της Στουρνάρη- και, λίγο πριν την παράδοση της εργασίας στον καθηγητή, κατέφθανε για να ρίξει μια γρήγορη ματιά στα συμπεράσματα της μελέτης ή να μας τα χώσει και από πάνω, αν είχαμε κάτι ξεχάσει η έβρισκε κανένα λάθος στις μετρήσεις.
“Ρε πoύστη μου, όλα από εμένα πρέπει να περάσουνε για να φτιάξουμε μια εργασία της προκοπής;” μας έλεγε στα σοβαρά, κάνοντας μας να γελάμε, αφού κανείς μας δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά, “μόνοι σας δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα;”.
Η έλλειψη φαινόμενων ανταγωνιστικής αριστείας της εποχής επέτρεπε όχι μόνο την ανοχή της συμπεριφοράς του Βασίλη, αλλά και την ανάδειξη του σε leader της ομάδας. Ήταν αυτός που είχαμε ορίσει να κάνει τις παρουσιάσεις των εργασιών, και, για να λέμε και του τεμπέλη το δίκιο, ο άριστα δομημένος λόγος του και η αναλυτική τεκμηρίωση των συμπερασμάτων δεν άφηνε ποτέ απορίες στον καθηγητή.
Ο Βασίλης, με μια μισάωρη ματιά σε ένα paper διακοσίων σελίδων, και σε ένα άγνωστο σε αυτόν αντικείμενο, μπορούσε να αναπτύξει το θέμα και να πείσει τον συνομιλητή του ότι είχε δουλέψει μερόνυχτα πάνω του. Εάν κάποιος του ζητούσε λεπτομέρειες, δεν δίσταζε να τον παραπέμπει σε αυτόν που είχε εργαστεί πάνω στο θέμα.
«Πολιτικός να γίνεις, παιδί μου» του έλεγε μακαρίτης καθηγητής της Θερμοδυναμικής, κάθε φορά που τον ρωτούσε κάτι και εκείνος του απαντούσε με επιστημονικές αοριστολογίες.
Εύστροφο, λοιπόν, παιδί ο Βασίλης, με έμφυτη την κοινωνικότητα αλλά και όμορφο στην εμφάνιση· δεν άργησε να βρει τόσο τον αισθηματικό όσο και τον επαγγελματικό δρόμο του.
Βοήθησε σε αυτό και η σχέση του με την Αλεξάνδρα, κόρη του Γενικού Διευθυντή της εγχώριας θυγατρικής μιας μεγάλης ξένης εταιρείας που δραστηριοποιείτο στο χώρο της ενέργειας.
Είναι άνευ σημασίας η λεπτομέρεια ότι την Αλεξάνδρα την γνώρισε σε πάρτι στη Φιλοθέη, στο οποίο είχε πάει ακάλεστος, αφού καλεσμένος ήταν ο φίλος του και καθηγητής Μαθηματικών της Αλεξάνδρας.
Οι πολιτικές αντιθέσεις ενός πρώην ΡΗΓΑ -τέτοιος ήταν στα φοιτητικά του χρόνια ο Βασίλης- και μιας νεαρής γαλουχημένης στις συντηρητικές αρχές ενός δεξιού οικογενειακού περιβάλλοντος και τις απολιτίκ θέσεις μιας παρέας ενός ιδιωτικού Κολλεγίου, που σύσσωμο ακολουθούσε την ΟΝΝΕΔ, γεφυρώνονται συνήθως χάρη στον έρωτα.
Δεν είναι κάτι που πρέπει να μας προκαλεί απορία.
Προς επίρρωση της παραπάνω κοινωνικής άποψης, να υπενθυμίσουμε ότι κάποιος Ανδρέας Παπαδόπουλος -πρώην πουλέν του Κουβέλη, αριστερός δηλαδή με τα όλα του- δημιούργησε σχέση με την κόρη της Μπακογιάννη.

Και όπως έκανε η Αλεξία πριν από κάποια χρόνια, να παρουσιάσει τον Ανδρέα στην οικογένειά της, το ίδιο ακριβώς έκανε και η Αλεξάνδρα.
Ευγενικός -άλλο ένα από τα προσόντα του Βασίλη- και ομιλητικός, χωρίς να γίνεται φλύαρος, δεν άργησε να κερδίσει την συμπάθεια του πατέρα της Αλεξάνδρας.
Και να πιάσει, κάπως έτσι, την πρώτη του δουλειά σαν μηχανικός στη ελληνική θυγατρική μιας πολυεθνικής εταιρείας.
Η ασπίδα του πατέρα της Αλεξάνδρας, σε συνδυασμό με την δουλοπρέπεια των υπαλλήλων της εταιρείας, που γνώριζαν την διασύνδεσή του με τον Γενικό Διευθυντή και βοηθούσαν όσο μπορούσαν τον Αλέξανδρο στα πρώτα του εταιρικά βήματα, έφταιξαν την εικόνα ενός πολλά υποσχόμενου νέου μηχανικού, η φήμη του οποίου δεν άργησε να φθάσει στα κεντρικά του Λονδίνου.
Για να συντομεύσουμε το ιστορικό του Βασίλη, η επιθυμία της κόρης του Έλληνα Γενικού Διευθυντή να σπουδάσει Ιστορία της Τέχνης στο Λονδίνο -συνήθως ακολουθούν τον κλάδο αυτό όσες θέλουν να περάσουν καλά στο εξωτερικό, και να μην κάνουν τίποτα η να ασχοληθούν με κάτι παντελώς άσχετο όταν επιστρέψουν στην πατρίδα- έφερε και τον Βασίλη στο Λονδίνο, χάρη στη διαμεσολάβηση του πατέρα της. Και μάλιστα, στα κεντρικά γραφεία της εταιρείας σε μια θέση project engineer για φιλικές προς το περιβάλλον νέες τεχνολογίες, θέση η οποία δημιουργήθηκε ειδικά για αυτόν.
Στα κεντρικά γραφεία της μεγάλης αυτής εταιρείας ήταν εκεί που τον συνάντησα μετά από την αποφοίτησή μας από το Πολυτεχνείο και την θητεία στο Ναυτικό -ο Βασίλης υπηρέτησε στο Πεντάγωνο χάρη στη φιλία του με ένα συμφοιτητή μας Πλωτάρχη του Ναυτικού που σπούδαζε στην ίδια με εμάς σχολή και τον βοηθούσε στα μαθήματα- και για να είμαι ειλικρινής, αν και στα φοιτητικά μας χρόνια ακολουθούσαμε την ίδια πολιτική οργάνωση, στο Λονδίνο δεν βρήκαμε κοινά ενδιαφέροντα για να κάνουμε παρέα.
Αν νομίζετε ότι στην κεντρική διοίκηση μιας πολυεθνικής οι Εγγλέζοι δουλεύουν, πλανάσθε πλάνη οικτρά. Κωλοβαρούν σε συσκέψεις, τα μεσημέρια διακόπτουν για lunch και στη συνέχεια πίνουν σε pubs. Την δουλειά που οι ίδιοι αδυνατούν να βγάλουν, την βγάζουν οι αλλοδαποί.
Αυτό το περιβάλλον με τους Εγγλέζους, μπορεί να ήταν ένα μάλλον κακό σχολείο για τον Βασίλη αλλά δεν έπαυε να είναι απόλυτα ταιριαστό με την φύση του.
Ο Βασίλης, όχι μόνο δεν διεύρυνε τους επιστημονικούς του ορίζοντες -ούτε, βέβαια, και οι υπόλοιποι τους διευρύνουν, αφού πρωταρχικός σκοπός είναι το κέρδος της εταιρείας- αλλά έμαθε πώς να λουφάζει, όπως ακριβώς έκαναν και οι Άγγλοι συνάδελφοί του.
Από τους Εγγλέζους εμπέδωσε την φιλοσοφία, ότι η δουλειά είναι μόνο για τους ιθαγενείς των θυγατρικών που είχαν στήσει σε διάφορες χώρες τα χρόνια της αποικιοκρατίας, τους Πακιστανούς που κινούν το εμπόριο και τους μαύρους που χρησιμοποιούνται σε ευτελείς εργασίες.
Οι πραγματικές τεχνολογικές ανάγκες των μεγάλων εταιρειών καλύπτονται με την πρόσληψη expatriates από διάφορες χώρες, που κλεισμένοι μέσα σε γυάλινα πολυτελή κελιά, παράγουν το έργο που οι ίδιοι οι Εγγλέζοι αδυνατούν ή βαριούνται να παράγουν.
Οι ξένοι επιστήμονες κάνουν την δουλειά, ερευνητική ή οποιαδήποτε άλλη, ενώ οι Εγγλέζοι τους διευθύνουν, εγκρίνοντας ή απορρίπτοντας τα reports και τις εισηγήσεις τους, παίρνουν τα bonus ανεξάρτητα εάν οι εταιρείες κάνουν κέρδη η ζημιές και οι μέτοχοι- συνήθως funds η οικογένειες αριστοκρατών- εάν μεν οι εταιρείες, που έχουν αναθέσει σε Managers, κάνουν κέρδη παίρνουν τα μερίσματα, εάν δε ζημιές αυξάνουν το μετοχικό κεφάλαιο, που καταβάλλουν οι μικρομέτοχοι ή διάφορα συνταξιοδοτικά ταμεία.
Η έλλειψη γιατρών ή μηχανικών στη Μεγάλη Βρετανία δίνει ευκαιρίες σε ανθρώπους που έρχονται από χώρες με επαρκή δημόσια πανεπιστημιακή παιδεία -και η Ελλάδα θεωρείται μια από αυτές- να εργασθούν σε ένα εργασιακό περιβάλλον με συνθήκες πολύ καλύτερες από τις χώρες που μετακόμισαν, σε αντίθεση με τους Βρετανούς της μεσαίας ή της εργατικής τάξης που αδυνατούν λόγω του υψηλού κόστους των Πανεπιστημίων να σπουδάσουν χωρίς να φορτωθούν φοιτητικά δάνεια, δάνεια για τα οποία με ελάχιστες εξαιρέσεις νέων που θα κάνουν καριέρα, γνωρίζουν ότι για το υπόλοιπο της ζωής του θα εργάζονται για να ξοφλήσουν τις τράπεζές τους.
Ο ταξικός διαχωρισμός μεταξύ εργαζομένων, Managers και αριστοκρατών μεγαλομετόχων, που ποτέ στη ζωή τους δεν εργάστηκαν, γίνεται άμεσα εμφανής από τα αθλητικά τους ενδιαφέροντα.
Οι εργαζόμενοι -ιδιαίτερα οι νέοι- τις Κυριακές παίζουν ποδόσφαιρο στο Kensington Park, οι σύμβουλοι και οι Managers τένις και οι αριστοκράτες μεγαλομέτοχοι ή τα μέλη του Board of Directors γκολφ.
Δεν μας ενδιαφέρει, βέβαια, τι κάνουν οι νέοι σε άλλες χώρες και ιδιαίτερα σε μια χώρα σαν την Αγγλία οι πολίτες της οποίας είναι ευχαριστημένοι που πληρώνουν βασιλιάδες. Μας ενδιαφέρει η εξέλιξη της επαγγελματικής καριέρας του Βασίλη στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα όσα αυτά την ακολούθησαν.
Ο Βασίλης, λοιπόν, που έπαιζε μπάλα στην αυλή του Πολυτεχνείου παράκαμψε το αθλητικό στάδιο της εκμάθησης του τένις, απαραίτητο για την συναναστροφή με Managers και πέρασε απευθείας στο golf. Είτε γιατί οι στόχοι του ήταν υψηλότεροι, είτε γιατί πίστευε ότι στο golf club θα συναντούσε κάποιον από το Board που θα τον βοηθούσε να εκτοξεύει την καριέρα του.
Για να μη φλυαρούμε άσκοπα, αν κάποιος αναγνώστης αναρωτηθεί πώς ο Βασίλης κατάφερε από project engineer να γίνει σύμβουλος, σύμβουλος έγινε μετά από συμμετοχή σε ένα ομαδικό project, και στο κομμάτι του οποίου είχε αναλάβει δεν έκανε απολύτως τίποτα.
Στην παρουσίαση του project, όμως, σε ένα board of directors, συμμετείχε ενεργά. Για κάθε θέμα, ακόμη και αν δεν ήταν της δικής του αρμοδιότητας, είχε προτάσεις. Η φυσιογνωμία του, άλλωστε, ήταν γνωστή από το Golf club και η αντιμετώπιση του ήταν διαφορετική από αυτή των άλλων υπαλλήλων. Μιλούσε άψογα τα αγγλικά και οι Εγγλέζοι τον άκουγαν με μεγαλύτερη προσοχή από ότι έναν αλλοδαπό με χοντροκομμένη προφορά. Δεν ήταν και λίγες οι φορές που συμπλήρωνε ή διόρθωνε τον συνάδελφο του μέσα από την ομάδα, προκειμένου το θέμα να γίνει εύληπτο στους Εγγλέζους.
Μπορεί, λόγου χάρη, ένα επιστημονικό αντικείμενο να το είχε αναπτύξει ο Ινδός μαθηματικός της ομάδας, αλλά, όταν μιλούσε ο Ινδός, οι Εγγλέζοι ζορίζονταν να καταλάβουν τα αγγλικά του.
Έπαιρνε τότε τον λόγο ο Βασίλης, φορούσε στα meetings πάντα ένα μπλε κουστούμι με ψιλή λευκή ρίγα -αυτό φορούσαν συνήθως οι Διευθυντές- ήξερε ο πoύστης να σπάει τον πάγο με μια ατάκα προσαρμοσμένη στο εγγλέζικο χιούμορ, ε, το project δεν ήθελε πολύ να πάρει την έγκριση και ο Βασίλης να κερδίσει την εύνοια των προϊστάμενών του.
Αυτό λοιπόν ήταν. Στο κρίσιμο εκείνο meeting, ορόσημο για την προαγωγή του, τον άκουσε ο Jeff, ο Director των νέων τεχνολογικών επενδύσεων και έτσι ο Βασίλης, κοντά εικοσιεφτά χρονών, στα μέσα της δεκαετίας του ’90, αναβαθμίστηκε σε special advisor.
Τα νέα κυκλοφόρησαν μεταξύ των Ελλήνων του Λονδίνου, τους οποίους όμως ο Βασίλης -και μάλλον καλά έκανε- απόφευγε συστηματικά. Μοιραία μόνο, συγχρωτιζόταν μαζί τους τα σαββατόβραδα στο γνωστό σκυλομάγαζο των Κυπρίων, το Elysee, αλλά και σε αυτό ερχόταν κατά τις 3 τα ξημερώματα, αφού προηγούμενα είχε περάσει από το Annabel’s ένα από τα πιο prive club του Λονδίνου, την είσοδο στο οποίο εξασφάλιζε χάρη στον Jeff με τον οποίο είχανε αρχίσει να κάνουν παρέα και εκτός της εταιρείας.
Είναι δύσκολο να κάνεις ένα Εγγλέζο φίλο, αλλά, εάν τον κάνεις, είναι σαν να αποκτάς ένα σκύλο.
Και όπως στον σκύλο τρέχουν τα σάλια στη θέα ενός κομματιού κρέας, στον Jeff έτρεχαν τα σάλια στη θέα της Βανέσας μιας φίλης του Βασίλη την οποία είχε γνωρίσει στην Όπερα, και την οποία είχε πλασάρει- είχε ο πoύστης τον τρόπο του- στον Jeff. Ήταν ο βασικός λόγος που ο Jeff έκανε παρέα με τον Βασίλη και τον έχωνε όλο και πιο βαθιά στα άδυτα της βρετανικής μπουρζουαζίας.
Οι ιδιαίτερες συναναστροφές του Βασίλη, τα πρωινά της Κυριακής στο Hampstead Golf Club, εκεί που συναντούσε μέλη του Board of Directors και οι εμφανίσεις του σε prive clubs, αυτά και πολλά άλλα βοήθησαν σταδιακά στη δημιουργία ενός μικρομύθου, γύρω από το όνομα του, στον κύκλο των Ελλήνων που ζούσαν στο Λονδίνο.
Αποτέλεσμα; Οι μεν Ελληνίδες τον γουστάρανε τρελά -του την έπεσαν και δύο φίλες της Αλεξάνδρας και κοντέψανε να αρπαχτούνε από τα μαλλιά σε μια ελληνική ταβέρνα του Bayswater- οι δε Έλληνες τον αντιπαθούσαν και τον έλεγαν ψώνιο.
Στην εταιρεία, ήταν συνήθως αραχτός με την πλάτη της καρέκλας του σε θέση ανάπαυσης, όταν μιλούσε στο τηλέφωνο. Αν δε από την εταιρεία απουσίαζε ο Jeff, δεν δίσταζε να βάζει ακόμη και τα πόδια του πάνω στο γραφείο την ώρα που χάζευε τους Financial Τimes. Να του κάνει κάποιος παρατήρηση δεν τολμούσε, και σε ένα δικό μας που τόλμησε αστειάκι μαζί του του απάντησε ότι όποιος σκέφτεται πρέπει να είναι χαλαρός για να του έρχονται οι ιδέες.
Δύο χρόνια πέρασαν χωρίς να κάνει απολύτως τίποτα. Με μόνη την προστασία που απολάμβανε από τον Jeff, δεν άργησαν να τον καταλάβουν και οι Εγγλέζοι, που επειδή είναι οι ίδιοι ρεμάλια, δύσκολα ξεχωρίζουν άλλα ρεμάλια.
Έτσι, όταν με το καλό ο Jeff έφυγε από την εταιρεία, η πρώτη ερώτηση των υπολοίπων Διευθυντών του Board ήταν τι να κάνουν τον Βασίλη. Κανείς δεν τον ήθελε μέσα στα πόδια του. Αλλά και κανείς δεν ήθελε να χρεωθεί την αποτυχία μιας πρόσληψης, τότε που όλοι είχαν δεσμευτεί απέναντι στον επιτυχημένο Έλληνα ομόλογο τους και πατέρα της Αλεξάνδρας.
Σκέφθηκαν, σκέφθηκαν, μέχρι που βρήκαν πού να τον στείλουν.
«Δεν στέλνουμε τον μ@λάκα στη Βραζιλία να ασχοληθεί με αυτό το project της αιθυλικής αλκοόλης» είπε ο αντικαταστάτης του Jeff και νέος Διευθυντής του τμήματος. «Θα πάρουμε την κοινοτική επιδότηση για τα βιοκαύσιμα και δεν θα τον έχουμε μέσα στα πόδια μας. Αυτός, εάν μείνει θα μας χαλάσει τους ξένους, που τους έχουμε για να δουλεύουν»
Το project της αιθυλικής αλκοόλης αφορούσε την καλλιέργεια ζαχαρότευτλων για την παραγωγή της αλκοόλης η οποία θα χρησιμοποιείται σαν καύσιμο αυτοκινήτων. Η χρήση της αλκοόλης στη Βραζιλία είχε φέρει ικανοποιητικά αποτελέσματα και οι τεχνοκράτες φωστήρες της Κοινότητας σκέφτηκαν να επιδοτήσουν την χρήση της για την μείωση της ατμοσφαιρικής ρύπανσης.
Δεν έχει σημασία ότι κανείς τους, στην Κοινότητα εννοείται, δεν είχε λάβει υπόψη ότι οι κλιματικές συνθήκες στις ευρωπαϊκές χώρες δεν επέτρεπαν την συγκομιδή δύο φορές τον χρόνο, όπως γίνεται στη Βραζιλία, και κάνουν το κόστος καλλιέργειας συμφέρον για την χρήση του ως εναλλακτικό καύσιμο. Μετά βίας στις μεσογειακές χώρες θα μπορούσαν να μαζέψουν ζαχαρότευτλα μια φορά τον χρόνο.
Είναι άσκοπο να αναρωτηθεί κανείς, γιατί οι σοβαροί Ευρωπαίοι τεχνοκράτες δεν λογάριασαν ούτε καν το φθηνό εργατικό κόστος των νοτιομερικανών που έκανε την παραγωγή της αλκοόλης ανταγωνιστική σε σχέση με το κόστος της βενζίνης. Ίσως είχαν υπόψη να έβρισκαν φθηνούς μετανάστες, σαν αυτούς που μαζεύουν φράουλες στα χωράφια της Αμαλιάδας.
Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι αντικείμενο του δοκιμίου η ασχετοσύνη που δέρνει τους κοινοτικούς συμβούλους, αλλά η αποστολή του Βασίλη σε μια νοτιοαμερικανική χώρα που είναι περισσότερη γνωστή για το καρναβάλι, την μπάλα και τις πολιτικές μαφίες που λυμαίνονται τον πλούτο της.
Το γεγονός ότι ο Βασίλης δεν είχε οικογένεια μέτρησε πολύ στην απόφαση της εταιρείας να τον στείλει σε άλλη χώρα. Η εταιρεία δεν είχε να καταβάλει ούτε έξοδα για σχολεία παιδιών, ούτε να νοιαστεί για οικοσκευές ή σπίτι με ιδιαίτερες απαιτήσεις.
Συμφώνησαν, λοιπόν, στο Board of Directors, για την αποστολή ενός στελέχους στην Βραζιλία με κόστος σαφώς χαμηλότερο από ότι θα τους στοίχιζε στο Λονδίνο.
«Και τίποτα να μην κάνει- που δεν θα κάνει- λιγότερο θα μας στοιχίζει» είπε ο ένας από αυτούς. «Θα πάρουμε την επιδότηση και θα τους στείλουμε ένα report που έχουμε έτοιμο από κάποιο Βραζιλιάνο. Μήπως και θα το διαβάσει κανείς στις Βρυξέλλες; Αυτοί όλη μέρα ξύνονται».
Με όλη αυτή την ίντριγκα που προηγήθηκε τον καλέσανε λοιπόν στο γραφείο.
«Vasilis» του είπαν, «η εταιρεία έχει αναγνωρίσει τις προσπάθειες σου. Σκέφτεται να σου προσφέρει μια ανώτερη θέση. Θα πας για ένα χρόνο στη Βραζιλία. Θα γίνεις Special Project Manager».
Συνηθιζόταν στις μεγάλες εταιρείες πριν απολύσουν ένα σύμβουλο -παλιότερα βέβαια, γιατί σήμερα σου πακετάρουν τα προσωπικά πράγματα και φεύγεις χωρίς να το καταλάβεις- να σε βάζουν στο ψυγείο και να σου δίνουν τον τίτλο του Special Project Manager. Με πιο απλά λόγια σου έδιναν κανένα χρόνο διορία να ψάξεις για δουλειά.
Όλοι γνώριζαν την κατάληξη των Special Project Managers.
Και ο Βασίλης, δεν ήταν βλάκας για να μη το καταλάβει.
Η νέα θέση δεν πολυάρεσε στον Βασίλη. Το δίλημμα ήταν: αποδοχή ή παραίτηση και επιστροφή στην πατρίδα μας.
Ο Έλληνας διευθυντής, όχι μόνο δεν μπορούσε να κάνει τίποτα αφού είχε πια αποχωρήσει, αλλά και να μπορούσε, πάλι δεν θα έκανε.
Ο λόγος;
Στα τρία αυτά χρόνια στην Αγγλία, ο Βασίλης πρόλαβε να χωρίσει με την Αλεξάνδρα και να τα φτιάξει με την γραμματέα του Jeff, στη συνέχεια με την Pamela -μια Ιταλίδα, που του είχε παρουσιαστεί σαν ιδιοκτήτρια gallery, στην πραγματικότητα ήταν υπεύθυνη του μαγαζιού, δεν βαριέσαι ήταν γκομενάρα πάντως, αν και καμία δεκαριά χρόνια μεγαλύτερη του- και μια Ολλανδέζα, την Κirsten, (λίγο παχουλή είναι η αλήθεια και δυστυχώς οι Έλληνες με το γνωστό χιούμορ τους την έλεγαν ΝΟΥΝΟΥ) που εργαζόταν σε χρηματιστηριακή στο City και έπαιζε για πάρτη του ό,τι inside information είχε μέσα από τη δουλειά της.
Την εποχή που οι έλεγχοι στις χρηματιστηριακές ήταν υποτυπώδεις και το λογισμικό ελέγχου δεν έπιανε καθυστερημένες εντολές τοποθέτησης ή απόσυρσης, ο Βασίλης, με τη βοήθεια της Kirsten και το έμφυτο χάρισμα του τζόγου κατάφερε ό,τι λεφτά έβγαζε από το Χρηματιστήριο να τα ακουμπάει τα βράδια στο καζίνο του Bayswater.
Τέλος πάντων, «Δεν γ@μιέται, θα πάω» μας είπε ο Βασίλης στο εταιρικό farewell party, σε μια από τις λίγες ευκαιρίες που είχαμε να μιλήσουμε, καθώς ο τύπος δεν είχε πολλά πάρε-δώσε με τους Έλληνες, και κυρίως τις Ελληνίδες του Λονδίνου που ψάχνανε για γαμπρό.
Με βαριά καρδιά έφυγε ο Βασίλης για την Βραζιλία, αφήνοντας πίσω την υπέροχη ζωή του Λονδίνου.
Στο αεροδρόμιο δεν τον συνόδευε κανένας από τους Εγγλέζους ή Έλληνες συναδέλφους του και καμία από τις ερωμένες του. Ο Βασίλης έφυγε μόνος του.
Ο Θεός αγαπάει τον εργοδότη- συνήθως πιο πολύ από τον εργαζόμενο- αλλά αγαπάει και τον τεμπέλη που ζει σε βάρος και των δύο.
Και αγαπάει τον τεμπέλη της ιστορίας, γιατί κανείς από το Board των διευθυντών δεν ήθελε να αναλάβει την ευθύνη της παρακολούθησης ενός ανθρώπου, που, με εξαίρεση τον Jeff, κανείς δεν τον είχε σε σοβαρή εκτίμηση.
Τα meetings και τα memo έδιναν και έπαιρναν, μέχρι να βρεθεί ο διοικητικός υπεύθυνος που θα είχε υπό την εποπτεία του τον Βασίλη.
«Και δεν τον πασάρουμε στον Ζοζέ, τον τοπικό διευθυντή της Βραζιλίας;» πρότεινε με τα πολλά ένας από αυτούς που κάθονται αραχτοί και το μόνο που κάνουν είναι να βρίσκουν λύσεις, που τους κάνουν να σκοτίζονται λιγότερο.
«Yes. That’s it» είπαν ενθουσιασμένοι με ένα στόμα οι υπόλοιποι, που έξυναν τα αρxίδια τους, όταν δεν ασχολούταν με το πώς θα μειώσουν τους μισθούς και θα αυξήσουν την παραγωγικότητα στους ιθαγενείς των θυγατρικών εταιρειών τους.
«Ρε, είσαστε σοβαροί;» απάντησε ο Ian. Αυτός εδρεύει στο Σάο Πάολο και για την μελέτη της αλκοόλης σαν καύσιμο πρέπει να τον στείλουμε σε φυτείες οκτακόσια χιλιόμετρα μακριά. Πώς θα τον ελέγχει ο Ζοζέ;
-«Ναι, ρε μ@λάκα, αυτό σε πείραξε» του απάντησε κάποιος Εγγλέζος συνάδελφος του. Μήπως και θα κάνει τίποτα ο άχρηστος; Εδώ τον έχουμε μέσα στα πόδια μας τρία χρόνια και δεν έκανε τίποτα και θα μας πειράξει εάν δεν κάνει τίποτα στη Βραζιλία; Άστονε να φύγει και να πάει στην ευχή του Θεού.
Το είπανε στον Ζοζέ Kουνίνιο ή Κουνανίνιο, μου διαφεύγει το ακριβές επώνυμο, ο Ζοζέ ξίνισε λίγο, «Ρε παιδιά, μη μου φορτώνετε άλλον» είπε. «Δεν το αντέχει το budget που μου έχετε δώσει. Οι δικοί μου δουλεύουν σαν σκλάβοι στο εργοστάσιο των φωτοβολταϊκών».
“Μη σε νοιάζει, ρε Ζοζίνιο” του είπανε, του βάλανε και ένα -νιο στην κατάληξη του ονόματός του, σαν να λέμε εμείς τον Γιώργο Γιωργάκη. «Θα τον αναλάβει το Personnel μας. Από αυτόν θα πληρώνεται. Εσύ απλά ρίχνε του καμιά ματιά, για να μη νομίζει ότι τον αφήνουμε ανεξέλεγκτο».
Πράγματι, το Personnel ανέλαβε την μισθοδοσία του Βασίλη, ο Ζοζέ του βρήκε ένα πολυτελές διαμέρισμα στο Σάο Πάολο, πιθανόν να πήρε και κάποια προμήθεια από την μεσίτρια, οι δικοί μας Managers εταιρειών δεν κάνουν τέτοια πράγματα για αυτό και το αναφέρω στο κείμενο, και ο Βασίλης το μόνο που έκανε ήταν μια επίσκεψη αστραπή σε φυτεία, με την συνοδεία ενός ανθρώπου που διέθεσε -με βαριά καρδιά, να λέγεται αυτό- ο Κουνίνιο ή Κουνανίνιο και να επιστρέψει για να αρχίσει να γράφει reports τα οποία έστελνε στα κεντρικά του Λονδίνου και τα οποία κανείς δεν διάβαζε.
Κάθε φορά του απαντούσαν με το στερεότυπο “Good Job Vasilis. Keep working».
Είναι αυτονόητο ότι τα reports που έφτιαχνε ήταν μεταφράσεις από πανεπιστημιακές μελέτες, που τις έκανε η Ροζίνα, μια Βραζιλιάνα απόφοιτος της Αγγλικής Φιλολογίας, αλλά και πάλι δεν είναι αυτό το θέμα της ιστορίας μας, γιατί, ούτως ή άλλως, στις μεγάλες εταιρείες κανείς δεν κάθεται να διαβάσει reports ανθρώπων που έχουν βάλει στο ψυγείο μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες για να τους ξαποστείλουν οριστικά.
Το κυρίως θέμα είναι πώς σε μια πολυεθνική εταιρεία, από αυτές που φημίζονται για την οργάνωση τους, μπορεί κάποιος να λουφάρει επί χρόνια χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι. Και ας δούμε πώς.
Σιγά-σιγά, λοιπόν, ο Βασίλης, μετά την εγκατάστασή του, άρχισε να προσαρμόζεται στη ζωή του Σάο Πάολο, να δημιουργεί εφήμερες σχέσεις με ντόπιες που σύχναζαν -έκαναν πιάτσα δηλαδή- σε μια εγγλέζικη λέσχη, να παίζει 5Χ5 και να απολαμβάνει τη νυχτερινή ζωή.
Ο χρόνος κυλούσε, χωρίς κανένας να επικοινωνεί με τον Βασίλη. Αυτή η αδιαφορία των διευθυντών του μπορεί να του προκαλούσε μια μικρή ανησυχία, αλλά δεν διατάρασσε τον τρόπο που ζούσε.
Τα φίδια άρχισαν να τον ζώνουν, όταν για ένα τρέχον θέμα της διαμονής του -του είχε χαλάσει η τηλεόραση και ο Βραζιλιάνος ιδιοκτήτης της κατοικίας του αρνιόταν να την επισκευάσει- δοκίμασε να έρθει σε επαφή με τον Κουνίνιο.
Αυτός του είχε δώσει το θάρρος να τον παίρνει απευθείας τηλέφωνο για οτιδήποτε αφορούσε την διαμονή του -ο Βασίλης πίστευε ότι ο Κουνίνιο μπορεί να τα έπαιρνε ακόμη και από τον υδραυλικό που θα του επισκεύαζε ένα καζανάκι- αλλά να μην τον ενοχλεί για το project της αιθυλικής αλκοόλης, προφανώς γιατί καταλάβαινε ότι δεν είχε μέλλον στην Ευρώπη.
Απάντηση δεν έπαιρνε, γιατί η τηλεφωνική γραμμή των κεντρικών της εταιρείας είχε διακοπεί. Να επισκεφθεί τα γραφεία της εταιρείας, να δει τι γίνεται το απόφευγε, γιατί θεωρούσε καλό να μην γίνεται στόχος σε κανένα.
Να επικοινωνήσει, πάλι, με το Personnel της μητρικής εταιρείας να του λύσουν το θέμα για μια χαλασμένη τηλεόραση, βλάκας δεν ήτανε. Δεν ήθελε να τους ενοχλήσει χωρίς λόγο.
«Αυτοί ούτε που νοιάζονται τι κάνω. Μου στέλνουν το μηνιάτικο και ούτε που ρωτάνε αν έχω κανένα πρόβλημα» σκέφθηκε.
Αποφάσισε λοιπόν να τηλεφωνήσει σε κάποιον από τους Έλληνες της εταιρείας για να μάθει τι συμβαίνει με την διοίκηση της θυγατρικής στην Βραζιλία.
«Ρε μ@λάκα σε άλλη χώρα ζεις; Δεν τα έμαθες τα νέα;» του απάντησαν. «Πουλήθηκε σε κάποιο ντόπιο μεγαλοεπιχειρηματία η θυγατρική της Βραζιλίας».
Σε μεγάλο δίλημμα βρέθηκε ο Βασίλης.
«Μπορεί με τον Κουνίνιο η τον Κουνανίνιο, όπως στο διάολο τον λένε, να μην είχα πολλά-πολλά, αλλά όταν του ζητούσα κάτι, έστω και βαριεστημένα με εξυπηρετούσε» μονολόγησε ο Βασίλης.
«Και τώρα τι γίνεται; Αυτοί από το προσωπικό, ούτε που ασχολούνται μαζί μου» συνέχισε τον μονόλογο του. «Θα πάω στο νέο ιδιοκτήτη της εταιρείας» κατέληξε.
«Μισθολογικά δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, αλλά διοικητικά υπαγόμουν στον Κουνίνιο. Θα εξακολουθεί να ισχύει με εσάς αυτό που μέχρι πρότινος ίσχυε με την θυγατρική μας στη Βραζιλία;» είπε στο νέο αφεντικό της επιχείρησης, όταν μετά από πολλές αποτυχημένες προσπάθειες κατάφερε να συναντηθεί μαζί του.
Προσπαθούσε να του εξηγήσει τι ακριβώς έκανε στο Σάο Πάολο και πώς ο Κουνίνιο τον βοηθούσε -όσο τον βοηθούσε- στις επαφές με τους ντόπιους παραγωγούς ή στην επίλυση θεμάτων που σχετίζονταν με την διαμονή του.
Με φάτσα capo συμμορίας ανηλίκων το νέο αφεντικό της θυγατρικής, που είχε περάσει στα χέρια Βραζιλιάνου μεγαλοεπιχειρηματία, δεν του απάντησε ακριβώς «Στα αρxίδια μου τι έκανε ο Κουνίνιο», αλλά να μην τον ξαναενοχλήσει και να απευθύνεται όπου άλλου θέλει, εκτός από αυτόν, για οποιοδήποτε θέμα του.
«Και όσο για τα ζαχαρότευτλα, νεαρέ μου» του είπε, «αυτά τα συγκεντρώνουν τρεις οικογένειες όλες και όλες στη Βραζιλία. Αυτές κάνουνε κουμάντο, στα πόδια τους δεν μπαίνω, και εκείνοι δεν μπαίνουν στα δικά μου. Ελπίζω να με καταλαβαίνεις».
«Δεν μου γ@μιέστε, λέω εγώ», σκέφθηκε από μέσα του ο Βασίλης. «Ούτως ή άλλως στο New Technologies Development ανήκω οργανικά. Και για να μη μου πουν τίποτα αυτοί, πάει να πει ότι θα είμαι μόνος, δεν θα έχω κανένα πάνω από το κεφάλι μου και στα αρxίδια μου εάν τα reports μου που στέλνω τα διαβάζουν, ή τα πετάνε στα σκουπίδια».
Βέβαια, όσο να ’ναι, τον έτρωγε η περιέργεια, τι θα γίνει με το project. Αφού δεν υπήρχε θυγατρική στη Βραζιλία, ποιος θα οργανώνει την συγκομιδή ζαχαρότευτλων για την παραγωγή της αιθυλικής αλκοόλης;
Εν τω μεταξύ οι μήνες κυλούσαν και ο μισθός μαζί με τα έξοδα διαμονής πιστώνονταν κανονικά κάθε μήνα στο λογαριασμό του, απαλύνοντας κάπως τις ανησυχίες.
Εκείνο που ανησύχησε τον Βασίλη, ακόμη περισσότερο από το νέο της πώλησης της θυγατρικής ήταν η έλλειψη απάντησης σε ένα από τα reports του -το θεώρησε σπουδαίο αφού αφορούσε την αλματώδη αύξηση της διεθνούς τιμής των ζαχαροτεύτλων- που ούτως ή άλλως κάνεις δεν διάβαζε και η συνήθης απάντηση που του έστελναν, ήταν για να μην νομίζει ο Βασίλης ότι τον έγραφαν στα αρxίδια τους.
Βέβαια, η επαγγελματική φιλοσοφία του Βασίλη ήταν ότι ο υφιστάμενος ποτέ δεν πρέπει να ενοχλεί τον προϊστάμενο του, εάν o προϊστάμενος δεν τον ενοχλεί.
Δηλαδή, ο άνθρωπος δεν ήταν από τους σπασίκλες υπαλλήλους που δείχνουν στους ανωτέρους τους την δουλειά τους και με το πού την τελειώσει να ζητάει νέα δουλειά. Από έμφυτη, όμως, αντίδραση για τον παραγκωνισμό που αισθάνονταν σταμάτησε να στέλνει και reports.
«Πού θα πάει;» αναρωτήθηκε. «Δεν θα φιλοτιμηθούν να επικοινωνήσουν μαζί μου να δουν τι γίνεται;».
Πέρασε σχεδόν άλλος ένας χρόνος και ο μισθός με τα έξοδα διαμονής –κάπου 4.500£ τον μήνα δεν ήταν και λίγα χρήματα για μια χώρα με σαφώς χαμηλότερο κόστος διαβίωσης σε σχέση με το Λονδίνο- εξακολουθούσε να πιστώνει τον λογαριασμό του.
Με την κινητή τηλεφωνία να έχει αρχίσει να διεισδύει στην αγορά, ο Βασίλης ούτε που σκέφθηκε να αγοράσει κινητό. Κανείς από την εταιρεία δεν του το είχε ζητήσει.
Μέχρι και σπίτι άλλαξε και, φυσικά, το νέο του τηλέφωνο δεν το έδωσε σε κανένα. Ούτε σε εμάς τους Έλληνες γνωστούς του.
«Να πάνε να γ@μηθούνε όλοι τους» είπε σε μια στιγμή αυτοσυγκέντρωσης ο Βασίλης. «Αν θέλουν να με βρουν ας με ψάξουν μέσω της Πρεσβείας. Να με απολύσουν έτσι χωρίς να μου πουν τίποτα αποκλείεται. Εγγλέζοι είναι αυτοί».
Και κάπως έτσι, αποφάσισε να έρθει το καλοκαίρι στην Ελλάδα, κρατώντας μόνο μια επαφή με την Πρεσβεία στην περίπτωση που τον αναζητούσαν.
Καλοκαίρι, βέβαια, σε ελληνικό νησί, στην Πάρο συγκεκριμένα, είναι αδύνατον να μην πετύχεις γνωστό σου που βρίσκεται την ίδια εποχή στο ίδιο με εσένα νησί.
Αν τώρα τύχει να είναι και συνάδελφός σου από τον Πολυτεχνείο και εργαζόμενος στην ίδια με εσένα εταιρεία, ακόμη και αν δεν είχες πολλά-πολλά μαζί του, υπό την επήρεια βότκας, δεν μπορεί, θα αλλάξεις δυο-τρεις κουβέντες.
Στην Πάρο, λοιπόν, ήταν που συνάντησα τον Βασίλη.
“Σας αφήνω να τα πείτε, και εγώ πάω για ύπνο” είπε η πρώην μου σύζυγος- να είναι καλή ή ώρα της- και μας άφησε μόνους στο bar.
Γνώριζε πολύ καλά ότι, όταν δύο συνάδελφοι βρίσκονται μετά από χρόνια, είναι ικανοί να φλυαρούν μέχρι αηδίας για θέματα που καθόλου δεν θα την ενδιέφεραν.
«Και να είσαστε φρόνιμοι, ε» πέταξε και τη μικροαστική κρυάδα της για να επαληθευθεί το ρηθέν παρά του τραγουδιστή Κώστα Μοναχού «Έτσι κάνουν όλες».
Το ελαφρό αεράκι, που φυσούσε εκείνο το βράδυ και σου έφερνε μυρωδιές από γυναικεία αρώματα η μουσική και τα ποτά που είχαμε πιει άνοιξαν τις καρδιές μας.
Οι ασήμαντες λεπτομέρειες για πρόσωπα που και οι δύο μας είχαμε συναντήσει έγιναν εξομολογήσεις για τις προσωπικές φιλοδοξίες στην καριέρα του καθένα μας.
Βοήθησε, φυσικά, το κοινό μας αριστερό παρελθόν στον ΡΗΓΑ ΦΕΡΑΙΟ.
Ήταν, θα έλεγα, το καταλυτικό γεγονός που συνέβαλε στη τήρηση της σχετικής εχεμύθειας για αυτά που επρόκειτο να ειπωθούν μεταξύ μας.
Κουβέντα στην κουβέντα, είχε φθάσει πλέον η στιγμή για τη μεγάλη αποκάλυψη που έλυνε όλες τις απορίες μου για την εξαφάνιση του Βασίλη, πάνω από τρία χρόνια.
«Ρε Αλέξη, έχω ένα πρόβλημα με την δουλειά μου. Αφορά το μέλλον μου, ρε γαμώτο, στην εταιρεία. Κρατάς μυστικό;» ξεκίνησε την κουβέντα.
“Φυσικά” του απάντησα, αριστεροί είμαστε, ρε Βασίλη. Θα πάει να δώσει ο ένας τον άλλον;”.
Με κοίταξε λίγο περίεργα, στο μυαλό του μπορεί και να περάσανε καταδόσεις και προδοσίες κομμουνιστών που μείνανε στην ιστορία, αλλά του είχα φαίνεται κερδίσει την εμπιστοσύνη.
Και εξιστορώντας μου όλα αυτά που σας ανέφερα παραπάνω, έφτασε να μου πει ότι η εταιρεία τον πλήρωνε κανονικά κάθε μήνα, αλλά κανείς δεν ενδιαφερόταν για αυτόν. Όχι μόνο για το τι κάνει στο project που του είχαν αναθέσει, αλλά και για το εάν είναι καλά ή αν έχει κανένα πρόβλημα.
“Δεν ξέρω τι να κάνω” μου είπε.
«Να μη κάνεις τίποτα» τον συμβούλευσα. «Οι μέτοχοι, κάπου ένα χρόνο τώρα, έχουν πάρει μια εταιρεία συμβούλων για να τους κάνει cost cutting, δηλαδή μείωση εξόδων. Όλοι μιλάνε για εξορθολογισμό της διοίκησης και περικοπές θέσεων που δεν αποφέρουν έσοδα στην εταιρεία”.
«Θα δουν πολλά τα μάτια μας, Βασίλη» του είπα καθώς η εταιρεία συμβούλων -μια από τις μεγαλύτερες στον κόσμο με εμπλοκές στα μεγαλύτερες υποθέσεις της φοροδιαφυγής- είχε πιάσει ήδη δουλειά και συνιστούσε μεταβιβάσεις θυγατρικών εταιρειών σε ιθαγενείς και καταργήσεις τμημάτων που κόστιζαν χωρίς να αποδίδουν τα ανάλογα.
-Ξεπουλάνε θυγατρικές, Βασίλη, εργολαβοποιούν ολόκληρα τμήματα, καταργούν διευθύνσεις, κανείς δεν ξέρει τι θα ξημερώσει σε αυτό το μπoυρδέλο που δουλεύουμε. Ο Μπλερ, μεγάλος μ@λάκας, Βασίλη, βρήκε στρωμένο δρόμο από την κ@ριόλα την Θάτσερ, συγνώμη για τον χαρακτηρισμό της δικιάς σου γιατί είχα ακούσει ότι στο Λονδίνο είχες οργανωθεί σε μια τοπική της Νέας Δημοκρατίας, έχει βαλθεί να κάνει τους Βρετανούς κανονικούς νεοφιλελεύθερους. Μια χαρά την βγάλαμε όσο είχαν αυτή την νοοτροπία του αποικιοκράτη. Τι τους έπιασε τώρα και θέλουν να αλλάξουν;
-Τι λες ρε μ@λάκα. Στην τοπική του Λονδίνου πήγαινα για να ρίχνω στάχτη στα μάτια του πατέρα της Αλεξάνδρας που είναι δεξιός. Από τότε που χώρισα μαζί της, δεν έχω καμία σχέση με αυτά τα μαλακισμένα. Αν θυμάσαι καλά, στο Πολυτεχνείο ήμουνα Ρηγάς. Αλλάζει, Αλέξη, η ψυχή του ανθρώπου;
-Μου αρέσει Βασίλη, που είσαι συνεπής αριστερός.
-Έλα, γάμ@ τους αριστερούς τώρα και πες μου τι να κάνω. Αυτοί με πληρώνουν κανονικά σχεδόν τρία χρόνια και εγώ δεν κάνω τίποτα.
-Σε καταλαβαίνω, σε τρώνε οι τύψεις. Αλλά μήπως και οι Εγγλέζοι οι ίδιοι κάνουν τίποτα; Εμάς τους ξένους έχουν για να δουλεύουμε και να τους βγάζουμε χρήματα.
-Και εγώ ξένος είμαι, ρε μ@λάκα, με στείλανε στη Βραζιλία για δουλειά και κάνεις δεν ενδιαφέρεται εάν δουλεύω ή όχι. Η διαφορά μας είναι ότι, ενώ για τους Εγγλέζους όλοι ξέρουν ότι δεν κάνουν τίποτα, με εμένα όχι μόνο δεν γνωρίζουν τι ακριβώς κάνω, αλλά και σε ποιoν ακριβώς ανήκω. Είναι πολύ πιθανόν να νομίζουν ότι εφόσον η βραζιλιάνική θυγατρική πουλήθηκε, πουλήσανε μαζί με αυτήν και εμένα.
“Καλά, ρε Βασίλη, είναι τόσο μ@λάκες που δεν ξέρουν ποιος σε πληρώνει;” ήταν η απορία μου, για την οποία η απάντηση του Βασίλη δεν ήταν σαφής,
Αγνοούσα, βέβαια, εγώ το σχήμα της απόσπασης του Βασίλη, αυτό δηλαδή που εξήγησα παραπάνω, ότι τον μισθό του κατέβαλε το Personnel της εταιρείας και όχι η θυγατρική της Βραζιλίας. Ήταν η λεπτομέρεια που αγνοούσα και με έκανε να απορώ με την γραφειοκρατική βλακεία μιας πολυεθνικής εταιρείας.
Δηλαδή, ένας εργαζόμενος μπορεί διοικητικά να ανήκει στη θυγατρική μιας πολυεθνικής, οργανικά να αναφέρεται σε μια ανεξάρτητη Διεύθυνση της μητρικής και μισθολογικά να έχει ενταχθεί στο κεντρικό τμήμα του Προσωπικού.
“Και να σου πω το χειρότερο;” συνέχισε ο Βασίλης.
“Υπάρχει και χειρότερο;” ρώτησα με περιέργεια.
“Ναι, ρε. Στα reports που στέλνω στην εταιρεία, δεν παίρνω απάντηση. Τι περίεργα πράγματα συμβαίνουν, ρε γαμώτο;”
Και εμένα μου φαινόντουσαν περίεργα όλα αυτά που μου εξιστορούσε ο Βασίλης, χωρίς να μπορεί κανείς να αποκλείσει ένα παρόμοιο γεγονός σαν συνέπεια της δυσλειτουργίας μιας μεγάλης εταιρείας.
Όλες μου οι αμφιβολίες για την αλήθεια αυτής της εξωπραγματικής κατάστασης στην οποία είχε βρεθεί ένας εργαζόμενος διαλύονταν με το πού σκεφτόμουν ότι ο Βασίλης, ένας εκ φύσεως λουφαδόρος, δεν θα είχε κανένα λόγο να ανησυχεί από κάποια διοικητική εμπλοκή η οποία τον ευνοούσε.
“Περίμενε τότε να τελειώσουν οι σύμβουλοι την αναδιάρθρωση και μετά βλέπεις τι κάνεις” ήταν η προτροπή μου.
Κάπου εκεί χωρίσανε και οι δρόμοι μας. Εγώ σε λίγο θα επέστρεφα στα γραφεία της εταιρείας και ο Βασίλης στο Σάο Πάολο.
Έτσι τουλάχιστον νόμιζα, μέχρι να μάθω μετά από λίγους μήνες ότι ο Βασίλης είχε επιστρέψει μόνιμα στην Ελλάδα.
Το γεγονός συνδυάστηκε με μια εταιρική ανακοίνωση που μας πληροφορούσε ότι η Διεύθυνση, αυτή από το οποία είχε αποσπαστεί ο Βασίλης, επρόκειτο να καταργηθεί.
«Πάει ο Βασίλης» σκέφθηκα από μέσα μου. «Τέρμα η λούφα στη Βραζιλία. Θα πήρε την αποζημίωση και θα επέστρεψε στην πατρίδα».
Πέρασαν πάνω από πέντε χρόνια, μπορεί και παραπάνω, για να μάθω από τους φίλους ότι ο Βασίλης παρότι είχε επιστρέψει στην Ελλάδα κατά καιρούς πεταγόταν μέχρι τη Βραζιλία.
«Τι κάνει εκεί, ρε ο πoύστης;” αναρωτιόμασταν όλοι μας.
Στους συναδέλφους που τον πετύχαιναν το πρωί στο Κολωνάκι και το βράδυ σε μαγαζιά της νυχτερινής Αθήνας, τους έλεγε ότι ασχολείται ακόμη με το project της αιθυλικής αλκοόλης.
Σε λεπτομέρειες πολλές-πολλές δεν έμπαινε. Όλοι φανταζόμασταν ότι θα έστηνε καμία μπίζνα με Βραζιλιάνους.
Ο Βασίλης πάντα έδειχνε -όπως μου έλεγαν- κεφάτος, και το κυριότερο οι κινήσεις του χαρακτηρίζονταν από μία μοναδική οικονομική άνεση.
Τα νέα του Βασίλη είχαν φθάσει και σε μένα, αλλά δεν μου έπεφτε κανένας λόγος να επιδιώξω επαφή μαζί του για να λύσω την περιέργεια μου με ποιο project της αιθυλικής αλκοόλης ασχολείται.
Είχαν, στο μεταξύ, αλλάξει πολλά πράγματα, αφού είχα αποχωρήσει από την εταιρεία, και με τους υπόλοιπους Έλληνες του Λονδίνου είχα περιορίσει τις επαφές μου.
Με απασχολούσαν προσωπικά οικογενειακά προβλήματα και το λιγότερο που θα με ενδιέφερε ήταν η επαγγελματική εξέλιξη του Βασίλη.
Στο δικό μου βιογραφικό έτρεχε ήδη ένας αποτυχημένος γάμος και εκκρεμούσαν οι λεπτομέρειες του διαζυγίου μου προκειμένου να προχωρήσω -κακώς βέβαια -στον δεύτερο γάμο μου.
Είχαν περάσει άλλα πέντε σχεδόν χρόνια από εκείνο το καλοκαίρι που τον συνάντησα στην Πάρο.
Σαν να μην έτρεχε τίποτα -μπορεί και να με πέρασε για άσχετο- άρχισε να μου μιλάει πάλι για το project της αιθυλικής αλκοόλης που ήταν σε εξέλιξη.
Έπεσα κυριολεκτικά από τα σύννεφα μαθαίνοντας ότι εργάζεται ακόμη στην εταιρεία μας. Είχα τόσες πολλές απορίες και με έτρωγε να μάθω τι είχε γίνει.
«Μη μου πεις ότι πήρες μετάθεση σε κάποια άλλη Διεύθυνση» τον ρώτησα.
Δεν μου απάντησε με σαφήνεια και συνέχισε να μου μιλάει για το project. Στην αρχή τον αποπήρα.
«Ακόμη να τελειώσει, ρε Βασίλη το project;» του είπα, “οκτώ χρόνια το βασανίζεις το γαμημέvο».
Γνώριζα πλέον από πρώτο χέρι, ότι η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, είχε οριστικά απορρίψει την ιδέα της επιδότησης αυτοκινήτων με χρήση αιθυλικής αλκοόλης και ότι οι Εγγλέζοι είχανε πάρει χρήματα για ένα έργο που δεν προχώρησε.
Οι μεταξύ μας κουβέντες που είχαν γίνει πριν από κάποια χρόνια στην τυχαία μας συνάντηση -και η οικειότητα με την οποία αντιμετώπισε την τυχαία μας αυτή συνάντηση- μου επέτρεπαν να το ρίξω στο χαβαλέ
.
«Ρε μ@λάκα, από τότε που σε γνώρισα στο Λονδίνο, η Ελλάδα άλλαξε τρεις Πρωθυπουργούς, πήρε Ολυμπιακούς αγώνες, στο Χρηματιστήριο μπήκανε και βγήκανε εταιρείες, ένας ολόκληρος κόσμος με παπαγαλάκια τον Σημίτη και τον Παπαντωνίου έχασε τα λεφτά του και ένας άλλος κόσμος, όχι δικοί μας Βασίλη, οι δικοί μας είναι βλάκες και το μόνο που τους νοιάζει είναι πιάνουν το τρία τοις εκατό για να βγάζουν δέκα βουλευτές, είκοσι απατεώνες τα μαζέψανε και τα τρώνε στη Μύκονο, ο Βωβός έκτισε την μισή Λεωφόρο Κηφισίας (σημείωση ΓΚ: Ο Βωβός σήμερα έχει φαληρίσει), ο Στουρνάρας με τον Παπαντωνίου παίξανε το χρέος σε swaps και μπήκαμε στο ευρώ, και εσύ ακόμη αυτό το project δουλεύεις;».
-Θα το πιστέψεις;
-Ναι, θα το πιστέψω ό,τι και να μου πεις.
-Ε, λοιπόν φίλε, άκου. Ο σύμβουλος που πήρανε οι Εγγλέζοι (Σημείωση ΓΚ: Ελεγκτική εταιρεία που είχε μπλεχτεί το 2008 στο σκάνδαλο με την στεγαστική φούσκα), μεταξύ όλων των άλλων αλλαγών πρότεινε στην αρχή την μετατροπή της Διεύθυνσης στην οποία ανήκα σε ανεξάρτητη εταιρεία με σκοπό να πουλήσουν σε διάφορες χώρες τις θυγατρικές τους που ασχολούνταν με τις νέες τεχνολογίες. Σε αυτή την εταιρεία εμένα δεν με βάλανε μέσα στο προσωπικό τους, για να με ξεφορτωθούν οι καριόληδες, και δεν είπανε τίποτα σε κανένα, αφού η μισθοδοσία μου γινότανε από το Personnel μέσα από ένα κονδύλι που είχε προϋπολογιστεί σε προηγούμενες χρήσεις.
-Πολύ μπερδεμένα μου τα λες, αδελφέ, αλλά για συνέχισε μπας και βγάλω καμία άκρη.
-Ρε Αλέξη, για σκέψου λίγο. Το Personnel είχε budget από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αφού αυτό επιδοτούσε το project μου. Για αρχή εξαφανίσανε την επιδότηση, ρίχνοντας την στον κουβά του Προσωπικού εκεί που χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί την μάνα.
-Κατάλαβα, μη συνεχίζεις. Σε πλήρωναν εσένα από κοινοτικό κονδύλι και αυτοί κάνανε τους μάγκες, ότι τάχα δεν απασχολούσαν πολύ προσωπικό που θα επιβάρυνε τις θυγατρικές τους. Για αυτό και αυτός ο πώς τον λένε ο Βραζιλιάνος, δεν αντέδρασε.
-Ζοζέ τον λένε, άσχετα εάν εμείς τον φωνάζαμε Ζοζίνιο. Πάντως, καλά το κατάλαβες. Και αυτό δεν έγινε μόνο με εμένα αλλά και με καμιά δεκαριά άλλους που θέλανε να μας εξαφανίσουν.
-Ωραία και μετά τι έγινε;
-Να, μόλις κατάφεραν να πασάρουν σε διάφορους ιθαγενείς τις θυγατρικές τους, αυτοί νόμισαν ότι θα κάθονται αραχτοί και θα σκαρφίζονται νέα projects.
-Μια ζωή αυτό κάνουνε οι Εγγλέζοι.
-Δεν είναι, φίλε μου, έτσι τα πράγματα, γιατί ο σύμβουλος με το πού πουλήσανε τις θυγατρικές και μπήκαν χρήματα στο Ταμείο της πολυεθνικής, πρότεινε και την ρευστοποίηση της εταιρείας που φτιάξανε, με σκοπό να δημιουργήσουν υπεραξίες στη μετοχή της μητρικής. Κανονικό αεροπλανάκι δηλαδή.
-Τι αεροπλανάκι, ρε μ@λάκα. Αυτή είναι αλβανική πυραμίδα με τα όλα της. Και εσένα που είχες αποσπαστεί, κανένας δεν σε σκέφτηκε;
-Δεν τους σύμφερε, Αλέξη, να ανακατέψουν εμένα. Όλο το team αποζημιώθηκε με ένα ποσόν, εάν βάζανε και εμένα μέσα θα έπρεπε να πάρω και εγώ ένα ποσόν.
-Καλά και η Διεύθυνση Προσωπικού που σε πλήρωνε δεν πήρε χαμπάρι;
– Όχι, γιατί ο σύμβουλος προκειμένου να ανεβάσει την αξία της εταιρείας που θα πουλούσε, απόφυγε να ζητήσει στοιχεία κόστους από το Personnel, που θα μείωναν την αξία της εταιρείας. Το Personnel από την πλευρά του, αφού είχε ήδη budget από την κοινοτική επιδότηση, συνεχίζει να με πληρώνει σαν να μη τρέχει τίποτα.
Όσο και να προσπαθούσα να βρω την άκρη αυτού του νήματος της εργασιακής εξαφάνισης ενός ανθρώπου, του Βασίλη δηλαδή, από μια εταιρεία η οποία εξακολουθούσε να τον πληρώνει κανονικά, αδυνατούσα να φθάσω σε μια λογική αιτιολογία. Άρχισα να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.
«Με δουλεύεις, μου φαίνεται» του είπα. «Οι κοινοτικοί τόσα χρόνια που δεν έχουν πάρει μια μελέτη στα χέρια τους, μη μου πεις ότι δεν ζήτησαν τα χρήματά τους πίσω. Αυτοί οι γύφτοι, δίνουν 50 € το κεφάλι επιδότηση σε κάθε ζώο κτηνοτρόφου και στέλνουν επιθεωρητές κάθε χρόνο στα μαντριά να μετρήσουν πόσα κεφάλια έχει ο κάθε βοσκός. Και δώσανε, ρε Βασίλη, δύο εκατομμύρια ευρώ για μια μελέτη, χωρίς να πάρουν τίποτα στα χέρια τους;»
-Ποιος σου είπε ότι δεν παρέδωσαν μελέτη;
-Καλά, αφού εσύ, ρε Βασίλη, δεν είχες κάνει τίποτα.
-Το ξέρω, άλλα οι πoύστηδες οι Εγγλέζοι στην πορεία, έτσι τουλάχιστον μου είπε ένας φιλαράκος από την Κοινότητα, έκαναν ένταξη της μελέτης σε ένα ευρύτερο project μείωσης των εκπομπών από τις αυτοκινητοβιομηχανίες.
-Ρε συ, τι μπουρδέλο είναι αυτή η Κοινότητα;
-Τώρα το κατάλαβες; Αλλά και πάλι δεν είναι εκεί το θέμα. Το θέμα είναι ότι κάποια στιγμή βαρέθηκα να κάθομαι και είπα να ζητήσω από την Διεύθυνση Προσωπικού, να μου βρει μια θέση. Καταλαβαίνεις, έχω φτάσει τριανταπέντε χρόνων και από τα εικοσιοχτώ που έφυγα για τη Βραζιλία κάθομαι.
Δεν μπορούσα να μην του πετάξω το καρφί.
-Βασικά από τα εικοσιπέντε που πήγες στο Λονδίνο κάθεσαι, αλλά αυτό δεν είναι κακό. Το κακό είναι ότι οι σύμβουλοι που προσλαμβάνονται για τον εξορθολογισμό των εταιρειών λειτουργούν σαν νεκροθάφτες της εργατικής τάξης. Με τη διαφορά ότι, ενώ οι νεκροθάφτες ρίχνουν τα πτώματα σε ένα χαντάκι και διαβάζει ο παπάς και μια ευχή από πάνω τους, αυτοί οι σύμβουλοι πακετάρουν εργαζόμενους, πάγια περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις και όλα μαζί τα ξεφορτώνουν σε κάποιο μαφιόζο μιας υποανάπτυκτης χώρας για να κάνει αυτός τη βρώμικη δουλειά. Τέλος πάντων, όταν απευθύνθηκες στη Δ/νση Προσωπικού, αυτοί τι σου είπανε;
-Μου είπανε ότι το τμήμα προσλήψεων, εξέλιξης και αξιοποίησης του Προσωπικού το έχει αναλάβει εξωτερικός εργολάβος, στον οποίο έχουν μεταβιβασθεί όλα τα αρχεία των εργαζομένων της εταιρείας, ενώ τη μισθοδοσία χειρίζεται άλλος εργολάβος, μάλιστα, ήταν μια εταιρεία κάπου στο Leeds, τρέχα- γύρευε δηλαδή. Εν πάση περιπτώσει, άκου να δεις γραφειοκρατία, προκειμένου να εξετάσουν πώς μπορούν να με αξιοποιήσουν, αν μπορούν δηλαδή και εάν υπάρχει κάποια θυγατρική η οποία ενδιαφέρεται να με απασχολήσει, θα έπρεπε στην αρχή να ζητήσω από το εργολάβο της μισθοδοσίας μια βεβαίωση αποδοχών και του κέντρου κόστους που χρεώνεται ο μισθός μου, προκειμένου να στείλουν εισήγηση στον άλλο εργολάβο που βρίσκει τις θέσεις εργασίας.
-Καλά ρε Βασίλη, και αν αυτός που αξιοποιεί το προσωπικό δεν σου βρίσκει θέση εργασίας ανάλογη με τα προσόντα σου, τι γίνεται;
-Τους ρώτησα, μη φοβάσαι. Και ξέρεις τι μου είπανε; Ότι ο εργολάβος αξιοποίησης θα πρέπει να στείλει ενημέρωση στον εργολάβο της μισθοδοσίας για την εκκίνηση της διαδικασίας απόλυσης. Το Personnel, αυτό που ξέραμε με τους εκατοντάδες υπαλλήλους, δεν ασχολείται ούτε με μισθοδοσίες, ούτε με προσλήψεις και απολύσεις. Οι περισσότεροι νέοι εργαζόμενοι στην εταιρεία είναι υπάλληλοι εξωτερικών εργολάβων.
Με όλες αυτές τις εργολαβοποιήσεις και το γραφειοκρατικό χάος που διακρίνει τις εταιρείες δεινόσαυρους, δεν είχα καμία αμφιβολία ότι ο φάκελος του Βασίλη είχε κάπου καταχωνιαστεί και η περίπτωσή του ήταν ένα ακόμη case study της νεοφιλελεύθερης διοικητικής αριστείας.
Έχοντας σαφή γνώση από το παρελθόν του Βασίλη, δίστασα να τον ρωτήσω εάν απευθύνθηκε στον εργολάβο της μισθοδοσίας για να πάρει τις βεβαιώσεις που του ζητούσαν και να προχωρήσει στη συνέχεια από έναν άλλο εργολάβο η αξιοποίησή του, μια κίνηση, δηλαδή, που θα τον έβγαζε από την πολυετή αδράνεια την οποία βίωνε.
Και ενώ απέφυγα την κρίσιμη αυτή ερώτηση, που πιθανόν να έφερνε τον Βασίλη σε δύσκολη θέση, το ηθικοπλαστικό κήρυγμα για την εντιμότητα των εργαζομένων δεν μπόρεσα να το αποφύγω.
-Βασίλη, ξέρεις εμείς οι αριστεροί είμαστε συνηθισμένοι να μας εκμεταλλεύονται οι άλλοι. Η περίπτωση σου, να ζεις σε βάρος ενός ξένου κεφαλαίου, είναι μια ιστορική εξαίρεση. Είμαι σίγουρος, ότι η ταξική σου συνείδηση θα σε οδηγήσει στη λύση του γόρδιου δεσμού αυτής της αργομισθίας και στον ψυχικό σου εφησυχασμό από το βάσανο της εργασιακής απαξίωσης.
Με κοίταξε περίεργα, λες και είχε ακούσει παπά να του μιλάει για την αρετή της μετάνοιας και την βασιλεία των ουρανών, και μου απάντησε:
-Αλέξη, αριστερός είμαι, δεν είμαι μ@λάκας.
Γ.Κ.
Υ.Γ.1 Με μερικά στοιχεία μυθοπλασίας, η ιστορία της πολυετούς αυτής αργομισθίας είναι πραγματική. Ο Βασίλης, μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα έγινε σύμβουλος μακαρίτη βραβευμένου επιχειρηματία, γνωστού για τα αποτυχημένα του projects αφού έριξε έξω μια τράπεζα, τέσσερις εταιρείες, μια μεγάλη ποδοσφαιρική ομάδα και έβαλε στα μνημόνια μια ξένη χώρα. Στα σαράντα του, αφού εγκατέλειψε την θέση του τραπεζικού συμβούλου, ανέλαβε Δ/νων Σύμβουλος παραδοσιακής μακεδονικής βιομηχανίας και παντρεύτηκε την Χριστίνα, κόρη του ιδιοκτήτη. Η βιομηχανία πτώχευσε, ο Βασίλης χώρισε την Χριστίνα και ανέλαβε σύμβουλος σε fund που προωθεί startups εταιρείες. Από τις είκοσι περίπου startup εταιρείες που χρηματοδοτήθηκαν με εισήγηση του Βασίλη λειτουργούν οι δύο.
Υ.Γ.2 Στη μεγάλη πολυεθνική, όταν αποκαλύφθηκε η αργομισθία σε έλεγχο των ορκωτών λογιστών -audit το λένε οι Managers- η ευθύνη αποδόθηκε στον Personnel Manager, o οποίος είχε, όπως και πολλοί άλλοι, αποχωρήσει από την εταιρεία. Το audit report ανέφερε ότι η προκληθείσα ζημιά από την αργομισθία του Βασίλη ανήλθε σε 800.000 £. Κανείς, βέβαια, δεν σκέφθηκε να αναζητήσει την ζημιά στο Σύμβουλο που είχαν προσλάβει και πρότεινε την διάλυση του τμήματος χωρίς κανείς να ελέγξει την σύμβαση μεταξύ της Δ/νσης του Προσωπικού και του τμήματος που εργαζόταν ο Βασίλης. Η πολυεθνική, στην οποία έχει εργαστεί στο παρελθόν και ο υπογράφων το κείμενο, παρότι μείωσε σημαντικά το προσωπικό της χάρη στις εισηγήσεις του συμβούλου της, δεν μείωσε τα έξοδα διοίκησής της και στην συνέχεια έκλεισε και άλλες δραστηριότητες της απολύοντας η εργολαβοποιώντας χιλιάδες εργαζομένους σε διάφορες θυγατρικές της στον κόσμο.
Υ.Γ.3 Μαζί με τον Βασίλη, σε άλλο project, είχε αποσπαστεί και μια Ελληνίδα επιστήμονας από την Βόρεια Ελλάδα. Στους έξι μήνες, όταν κατάλαβε ότι ζούσε με αργομισθία, προς τιμήν της παραιτήθηκε -ήταν τότε εικοσιέξι χρονών-, επέστρεψε στο Λονδίνο και ασχολήθηκε με ένα λογισμικό για hedge fund. To λογισμικό αυτό αξιοποίησε για λογαριασμό της, και σήμερα αυτή η Ελληνίδα είναι από τις πλουσιότερες γυναίκες της Μεγάλης Βρετανίας.
(Αγαπητέ φίλε, είστε πάντα απολαυστικός. Ο Βασίλης είναι ένας ακόμα αριστερός που χτυπάει το σύστημα από μέσα. Αλλά αυτό δεν πέφτει. Να είστε καλά. Την αγάπη μου.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

