Χωρίς απουσία
Θυμάμαι σαν μαγνητοσκοπημένες σκηνές, αγαπημένε μου Πιτσιρίκο, τις στιγμές που συνάντησα για πρώτη φορά τους ανθρώπους που έμελλε να γίνουν οι καλύτεροι φίλοι μου.
Θυμάμαι, 3 χρόνων, να κοιτάζω από το μπαλκόνι του σπιτιού μας τον Κώστα, το νεογέννητο μωρό της γειτόνισσάς μας, στο καροτσάκι. Δεκατέσσερα χρόνια μετά θα παίζαμε στο ίδιο συγκρότημα και άλλα μερικά χρόνια αργότερα θα συγκατοικούσαμε για τέσσερα χρόνια της φοιτητικής μας ζωής. Είμαστε φίλοι ακόμα.
Θυμάμαι τον Massimo να μπαίνει με έναν γνωστό μου στην φοιτητική εστία, να πίνουμε όλοι μαζί καφέ και μετά από έναν χρόνο να ξανασυναντιόμαστε στο γυμναστήριο και, μεταξύ μπουνιάς και κλωτσιάς να γινόμαστε αυτοκόλλητοι, και να παραμένουμε ακόμα, παρά τα 2.500 χλμ που μας χωρίζουν.
Το ίδιο για τον Giuseppe, τον Μιχάλη, τον Σωτήρη και για ακόμα μια χούφτα ανθρώπων. Λίγοι και καλοί. Ξέρουμε πως υπάρχουμε, ακόμα και αν κανουμε μήνες να μιλήσουμε, ακόμα και αν μας χωρίζουν θάλασσες και στεριές.
Ζωντανές εικόνες, σκηνές γραμμένες για πάντα στο μυαλό μου οι πρώτες συναντήσεις μας.
Μια τέτοια σκηνή διαδραματίζεται σε ένα σχολικό διάλειμμα πριν 35 χρόνια. Τα τρία δημοτικά της περιοχής μας έχουν ενωθεί στην πρώτη γυμνασίου. Γυμνάσιο Κανήθου (δεν είναι ιδιωτικό, νοικιασμενες αποθήκες ήταν και αυτά τότε και πολλοί έχοντες έστειλαν πάλι τα παιδιά τους αλλού) Χαλκίδα, κλάση 1975. Το δικό μου, πολύ κοντά στον ορισμό του λούμπεν προλεταριάτου, το 21ο που είναι μεγαλύτερο αριθμητικά αλλά τα ίδια και χειρότερα κοινωνικοοικονομικά και τέλος το 9ο, που είναι το μεγαλύτερο από τα άλλα δυο μαζί και το σχολείο με το μεγαλύτερο πρεστίζ. Για αλλαγή, ήταν σχολείο και όχι νοικιασμένες αποθηκες όπως τα άλλα δυο.
Ταξικό απαρτχάιντ, αυτοί που είχαν μέσο στην περιοχή, όσο μακριά και να έμεναν, έστελναν τα παιδιά τους στο 9ο. Οι υπόλοιποι στις αποθήκες.
Χαμένος λοιπόν σε έναν κόσμο που δεν γνώριζα, προσπαθούσα να μάθω τις φάτσες. Όπως πάντα, οι πιο ψηλοί και οι πιο παχείς ξεχωρίζουν εύκολα. Ο Γιώργος ήταν στην ομάδα των πολύ ψηλότερων από τον μέσο όρο, και εκτός αυτού φαινόταν πως ήταν από το 9ο. Καλοντυμένος όσο δεν πήγαινε, φοβερά αθλητικός και ευθυτενής, με μια παρέα στάνταρ γύρω του, από την οποία ξεχώριζε μισό κεφάλι.
Τα παιδιά του 9ου ήταν καλοί μπασκετμπολίστες, είχαν γήπεδο μπάσκετ στο σχολείο πριν οι υπόλοιποι να ακούσουμε για τον Γκάλη. Εμείς σπάζαμε τα πόδια μας σε κάτι αλάνες γεμάτες κοτρώνες, προσπαθώντας να ρίξουμε κανένα σουτ σε τέρματα όπου τα δοκάρια ήταν δυο από τις κοτρώνες. Εγώ δεν έπαιζα τίποτα.
Ο Γκάλης, όμως, είχε κάνει πρόσφατα το θαύμα του και οι μπασκετμπολίστες ήταν οι κυρίαρχοι της εφηβείας. Τουπέ στα σύννεφα, όλο το πακέτο που σε κάνει πετυχημένο στα κορίτσια και αντιπαθητικό στα αγόρια.
Όταν λοιπόν βρέθηκα σε μια παρέα απέναντι σε εκείνο το ψηλό αγοράκι, περίμενα να ανοίξει το στόμα του και να το αντιπαθήσω σε χρόνο ρεκόρ. Τον Γιώργο όμως δεν μπορούσες να τον αντιπαθήσεις ακόμα και αν σε πληρώνουν με την ώρα για να το κάνεις. Η φωνή του ήταν τόσο ήρεμη και γλυκιά, το χαμόγελό του τόσο φωτεινό και οι τρόποι του τόσο ευγενικοί που δεν είχες άλλη επιλογή από το να τον συμπαθήσεις αμέσως.
Ήταν παράταιρος με τον τρόπο του, αλλά με την καλή έννοια.
Στην δευτέρα γυμνασίου τα τμήματά μας ενώθηκαν και αρχίσαμε την παρέα, στην τρίτη γίναμε καλοί φίλοι και στην πρώτη λυκείου κολλητοί. Ο Γιώργος με προστάτευε πολλές φορές, όχι από το να φάω ξύλο αλλά από την κοινωνική μου ατσαλοσύνη και αφέλεια. Το έκανε ακόμα και όταν για λίγο καιρό απομακρυνθήκαμε λόγω παρεών και κοριτσιών, το εκανε ακόμα και όταν δεν το ήξερα και δεν θα το μάθαινα ποτέ αν δεν μου το έλεγαν οι αλλοι.
Στην δευτέρα λυκείου, οι δυο πρώτες ώρες κάθε Παρασκευής ήταν αφιερωμένες σε καφέ και τσιγάρο στο παγκάκι μπροστά στη θάλασσα. Καβαλάγαμε το μικροσκοπικό μηχανάκι του και κόβαμε βόλτες συζητώντας για τα πάντα. Ήμασταν ένα πολύ αστείο θέαμα και ένα απόγευμα που είδα την αντανάκλασή μας στην βιτρίνα ενός μαγαζιού, κατάλαβα γιατί γελούσαν όλοι όταν μας έβλεπαν: Ο Γιώργος μπροστά, εγώ αγκαλιά από πίσω με την μαλλούρα να ανεμίζει, τα γόνατά μας σχεδόν στο οδόστρωμα, ρόδες και τιμόνι ίσα που φαίνονται. Γελούσα για μέρες.
Γυρνώντας στο σχολείο την τρίτη ώρα, μας πλησίαζε πάντα η απουσιολόγος και μας ψυθίριζε συνωμοτικά «δεν σας έβαλα απουσία». Η Γεωργία, η φιλόλογός μας, μας αγαπούσε πολύ και έκανε πως δεν το είχε πάρει είδηση,
Στον Γιώργο άρεσαν οι μηχανές και τα κορίτσια. Ο Γιώργος άρεσε στα κορίτσια. Δεν μπορούσε να μην αρέσει. Σπούδασε και αυτός στην Ιταλία, παντρεύτηκε μια πολύ όμορφη και καλή κοπέλα και, είκοσι χρόνια μετά, αποφάσισε να γυρίσει στην Ελλάδα γιατί του είχε λείψει.
Ο Γιώργος γύρισε στην γειτονιά που μεγαλώσαμε, πηγαινοερχόταν Αθήνα για δουλειά στο νοσοκομείο για χρόνια. Εγώ Σουηδία, Ρόδο, Ερημιά του Κόσμου. Βλεπόμασταν τακτικά όμως, όποτε με έφερνε ο άνεμος στην γειτονιά μας και ο Γιώργος δεν εφημέρευε.
Πριν λίγο καιρό με πήρε τηλέφωνο για να συναντηθούμε με την γυναίκα του και το παιδί του στα μέρη που ζω. Ενθουσιασμένος, περιέγραψα τον Γιώργο στην γυναίκα μου σαν ένα μίγμα Αδώνιδος με Σουπερμαν. Ήρθαν, φάγαμε, γελάσαμε, αγκαλιαστήκαμε και σταυροφιληθήκαμε από την χαρά μας, και κολλήσαμε κορονοϊό· λογικά, εμείς τους κολλήσαμε αλλά ο Γιώργος μου έλεγε πως είχε έρθει σε επαφή με πολλούς που νόσησαν εκείνες τις ημέρες.
Όταν έφυγαν, η γυναίκα μου με κοίταξε απορημένη. Μου είπε ότι είδε έναν πολύ ταλαιπωρημένο και καταπονημένο άνθρωπο. Μου είπε πως φαινόταν πολύ μεγαλύτερος από εμένα. Η αλήθεια είναι πως μεταξύ μας οι ιατροί, έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την φάτσα της εφημερίας. Αυτή την κουρασμένη, άυπνη και απογοητευμένη έκφραση που λέει «εφημέρευα εχθές-εφημερεύω σήμερα-αύριο εφημερεύω, δεν τελειώνουν ποτέ οι εφημερίες, όλη η ζωή μου μια εφημερία».
Συνειδητοποίησα, όμως, ότι η γυναίκα μου είχε δίκαιο και ότι ήταν κάτι περισσότερο. Είχαμε δει έναν άνθρωπο που δεν έβρισκε ησυχία και που έπρεπε να είναι διαρκώς σε κίνηση, απασχολημένος ασταμάτητα με κάτι ώστε να εξαντλείται. Καμία παύση για να απολαύσει αυτό που είχε χτίσει με τόσους κόπους και θυσίες.
Εχθές το απόγευμα ο Γιώργος έχασε τη ζωή του σε ένα τροχαίο δυστύχημα, όταν ένας σκύλος βρέθηκε στην πορεία της μηχανής του. Η κακιά στιγμή, η κούραση, η ανησυχία. Ποιος ξέρει και τι νόημα έχει πλέον;
Επειδή ξέρουμε πως η γιορτή τελειώνει αναπόφευκτα, ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να την γιορτάσουμε όσο διαρκεί, ο καθένας όπως του ταιριάζει.
Ελπίζω πως όλα αυτά που έκανε να ήταν για αυτόν πηγή χαράς και να έδιναν νόημα στη ζωή του, όσο κουραστικά και αν φαίνονταν σε έναν παθολογικό τεμπέλη σαν εμένα.
Στέλνω την αγάπη μου από την ευτυχισμένη ηρεμία μας, από την Ερημιά του Κόσμου
Βασίλης
Υ.Γ. Στην 3η λυκείου, και αφού οι γονείς μας το ειχαν πάρει απόφαση να μας στείλουν εξω για σπουδές, είχαμε γράψει το σχολείο στα παλιά μας τα παπούτσια και επίσημα. Κάναμε τότε μαθηματικά με την 4η δέσμη γιατί ήμασταν μόνο τρεις νοματαίοι που θα «δίναμε». Η μ@λακία που μας έδερνε είχε περάσει σε επίπεδα πρωταθλητισμού και ακόμα και ο μεθύστακας και μπηχτοπέφτουλας καθηγητής μαθηματικών -θεός σχωρέστον- έμπαινε τρεκλίζοντας κατευθείαν από το σκυλάδικο που τα έπινε με τον καθηγητή χημείας – θεός σχωρέστον και εκείνον – και έλεγε από την πόρτα «πλην του Μιχάλη, η δεύτερη δέσμη έξω χωρίς απουσία». Βγαίναμε ντροπιασμένοι και με σκυμμένες τις κεφάλες μας, ο Γιώργος ψέλλιζε ένα συγγνώμη γιατί ήμασταν καλά παιδιά κατά βάθος, αλλά δέκα μέτρα από την πόρτα του κτιρίου είχαμε ανάψει το πρώτο από τα πολλά Prince του εκτεταμένου διαλείμματος. Όσο περισσότερο το σκέφτομαι, το μεγαλύτερο μέρος των περιστατικών του λυκείου έχουν μέσα έναν ψηλό, ευγενικό και χαμογελαστό Γιώργο που με προστάτευε πάντα διακριτικά με τον τρόπο του, ακόμα και όταν μας σούταραν από την τάξη. Ούτε τώρα θα πάρει απουσία, όμως.
(Φίλε Βασίλη, τους παιδικούς φίλους μας τους δίνει ο Θεός. Ή η τύχη. Να είσαι πάντα καλά. Την αγάπη μου.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.