Παραλειπόμενα μιας κηδείας

Οι γάμοι σχολάνε, κατά τοις πάσι γνωστόν, με αντιληπτή από την οσμή φυσικής ανάγκης της νύφης. Η νύφη, δηλαδή, δίνει το σύνθημα να το διαλύσουνε και ο καθένας να πάει στο σπίτι του.

Στις κηδείες τα πράγματα είναι διαφορετικά. Επειδή ο αποθανών, σύμφωνα με την Γραφή, όσο καθίκι και να ήτανε, ευρίσκεται ήδη σε τόπο φωτεινό, χλοερό και αναψύξεως -ο τόπος αναψύξεως δεν είναι κανένα αναψυκτήριο, αλλά συμβολικός τόπος όπου οι συνθήκες που διαβιώνει ο μακαρίτης είναι ιδανικές- και κανένα σύνθημα δεν μπορεί να δώσει από εκεί, το σύνθημα δίνουν οι οικείοι του.

Αυτοί θα οδηγήσουν τους παριστάμενους μετά τη τελετή στο καφενείο για καφέ και στη συνέχεια -αν τους έχει μείνει τίποτα στη τσέπη η προνόησε ο αποβιώσας να έχει στη άκρη τα έξοδα της κηδείας του- τους στενούς συγγενείς και μόνο για ψαρόσουπα σε ταβέρνα, απέναντι συνήθως από το Νεκροταφείο.

Στη διαδρομή από το μνήμα μέχρι το καφενείο, οι κοινοί θνητοί, αφού έχουν κλάψει όσο έχουν κλάψει τον αποθανόντα, θα πάρουν αγκαζέ τους ηλικιωμένους συγγενείς και θα θυμηθούν μαζί τις καλές στιγμές του αποβιώσαντος.

Πρόσωπα, επίσης, που είχαν χρόνια να βρεθούν, θα ανταμώσουν στην επιστροφή από τον τάφο και θα έχουν μια ευκαιρία να μάθει ο ένας τα νέα του άλλου.

Οι μεγάλης ηλικίας άνθρωποι λένε ο ένας στον άλλον ποιο ιατρικό πρόβλημα τους κάνει να υποφέρουν, συνήθως λένε για την πίεση η τα ρευματικά τους, κανείς δεν λέει ότι δεν μπορεί να γ@μήσει, που κατά την γνώμη του κειμενογράφου είναι το σοβαρότερο -αυτός που ακούει τον υποφέροντα του λέει να πάει από αύριο κιόλας σε ένα γιατρό, μπορεί να του συστήσει εάν θέλει και τον δικό του, και εν πάση περιπτώσει, να μην αμελήσει το θέμα της υγείας-, ενώ οι νεότεροι βρίσκουν την ευκαιρία να πουν νέα από τη ζωή τους ή να θυμηθούν στιγμές από το παρελθόν, που λόγω συνθηκών της σύγχρονης ζωής, έχουν στερηθεί της ευκαιρίας να συνευρίσκονται.

Οι νέοι, που ο θάνατος δεν τους φοβίζει ακόμη, δεν αποκλείεται να αρχίσουν να συζητάνε για πράγματα που μπορεί να τους κάνει και λίγο να γελάσουν, αφού στο σύντομο παρελθόν τους υπάρχουν περισσότερα ευχάριστα συμβάντα -συνδεδεμένα η άσχετα με τον βίο του μακαρίτη- που ευνοούν συχνάκις τον χαβαλέ.

Ανθρώπινες συνήθειες είναι όλα αυτά, όπως ανθρώπινη είναι και η εικόνα των βασιλικών συγγενών κατά την πεζοπορία της επιστροφής από τον τάφο μέχρι το parking των αυτοκινήτων, όπου θα επιβιβάζονταν για το γεύμα που θα ακολουθούσε.

Στην εύλογη απορία, γιατί δεν τηρήθηκε η παράδοση του καφέ, η εξήγηση είναι ότι στο βασιλικό κτήμα δεν λειτουργεί κυλικείο.

Η έλλειψη προγραμματισμού εκ μέρους της κυβερνήσεως, που μερίμνησε μεν να σουλουπώσει τον χερσότοπο των μνημάτων, αλλά σε κανενός ιθύνοντος τον νου δεν πέρασε η ιδέα να φέρουν μια καντίνα, να σηκώσουν μια τέντα και να στήσουν και πεντέξι τραπέζια με πλαστικές του γύφτου, για να προσφέρουν στους συγγενείς τον απαραίτητο για την καταπράυνση της πίκρας καφέ, έγινε εμφανής στο ταλαιπωρημένο πρόσωπο της πριγκίπισσας Ειρήνης, αδελφής του Κωνσταντίνου, η οποία μόλις πληροφορήθηκε την σοβαρή αυτή παράλειψη, απευθύνθηκε στην Μαρί Σαντάλ, νύφη του αδελφού της, λέγοντας της σε άψογα Γαλλικά «Alors, à quel point ces Grecs sont-ils dépravés? Ces ridicules serveurs européens ne sont même pas en mesure de nous offrir une tasse de café», που μεταφράζεται ελεύθερα, στο μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ξεφτίλα ενός λαού, που αυτά τα γκαρσόνια της Ευρώπης ούτε ένα καφέ δεν είναι σε θέση να σερβίρουν.

Χωρίς να χρειάζεται να γράφουμε στα Γαλλικά και να μεταφράζουμε στα Ελληνικά, η Ειρήνη, δεν σταμάτησε το υβρεολόγιο, και προφανώς λησμονώντας ότι η πατρίδα μας έχει προ πολλού παύσει να είναι βασίλειο της οικογένειας της, ρωτούσε συνεχώς ποιος είναι ο ανίκανος Πρωθυπουργός που κυβερνάει την χώρα της.

Δεν αποκλείεται, μάλιστα, την επομένη της τελετής να σκέφτονταν να ζητήσει από τον διάδοχο του θρόνου την άμεση αντικατάσταση του Κυβερνήτη της χώρας.

Η Μαρί Σαντάλ υποβαστάζοντας την γηραιά πριγκίπισσα, καμία διάθεση δεν είχε να ανοίξει πολιτειακές ιστορίες του παρελθόντος, τις λεπτομέρειες των οποίων αμφιβάλλω εάν γνώριζε.

Απορροφημένη προφανώς στις δικές της σκέψεις η τυχόν οικογενειακά της προβλήματα, διέκοψε βίαια τον ειρμό τους και από μέσα της είπε «Έλα, ρε γιαγιάκα, που θέλεις και κουβέντα. Λες και δεν το ξέραμε ότι είναι ξεφτιλισμένος λαός. Ο καφές σε μάρανε εσένα; Αυτοί ούτε για γκαρσόνια δεν κάνουνε. Δεν βλέπεις ότι μέχρι να φτάσουμε στα αυτοκίνητα μας θα σπάσουμε, μέσα σε αυτόν τον κωλόδρομο που στρώσανε σε μια νύχτα, κανένα τακούνι από τις Manolo Blahnik μας. Ρε γαμώτο, τι ήθελα η μαλακισμένη να φορέσω τακούνια; Δεν φορούσα snickers να μην βουλιάζουν τα πόδια μας, μέσα στο γαρμπίλι;».

Μπορεί όλα αυτά να τα σκέφθηκε από μέσα της, ελαφρώς αγανακτισμένη, αλλά στην θεία της δεν έπρεπε να κάνει αναφορά για τις πανάκριβες γόβες της. Στη θεία της, θα έδινε μια απάντηση, μπας και σταματήσει επιτέλους την μουρμούρα.

Με δυνατή φωνή, για να την ακούσει λόγω του περασμένου της ηλικίας της Ειρήνης, άγαμης αδελφής του Κωνσταντίνου, η Μαρί Σαντάλ, θυγατέρα του επονομαζόμενου και βασιλέα των Duty Free shops, απάντησε:

“Δίκιο έχετε Πριγκίπισσα Ειρήνη. Προσέχετε όμως, σας παρακαλώ, τα λόγια σας. Θα μας ακούσει κανένας Έλληνας δικαστής και θα μας τρέχει μέσα για διατάραξη της πολιτειακής τάξης.”

Η Πριγκίπισσα Ειρήνη, και με το δίκιο της, έχοντας νεύρα, από την απίστευτη ταλαιπωρία του περπατήματος πάνω στο επιστρωθέν αμμοχάλικο πάχους δεκαπέντε εκατοστών -είναι βέβαιον ότι ο εργολάβος θα έκλεψε πέντε τουλάχιστον εκατοστά παρά τις οδηγίες κάποιου αντιπεριφερειάρχη που θα του είχε πει: «Κοίταξε μ@λάκα, να πατήσεις καλά το χαρμάνι. Θα περπατήσουν πάνω του ευγενείς. Αυτοί είναι περίεργοι. Δεν είναι σαν τους δικούς μας που δεν διαμαρτύρονται ότι σκατά και να τους φτιάξεις-, στοιχηματίζω, αν κρίνω από το βαρύ της ύφος, ότι θα της ανταπάντησε:

“Δεν θα μου πεις, εμένα να προσέχω τι λέω. Άκου Έλληνας δικαστής. Εμείς, βρε ανιστόρητη, δεν ορκίσαμε Πρωθυπουργό, κάποιον Κόλλια, εισαγγελέα του Αρείου Πάγου; Αλλά, πού να ξέρεις εσύ την Ιστορία των ιθαγενών; Δεν φταις για αυτό εσύ. Εμείς φταίμε, που έπρεπε, πριν σε βάλουμε σπίτι μας, να φέρναμε την Αρβελέρ, μια πρύτανη της Σορβόννης, να σου κάνει κανένα ιδιαίτερο μάθημα.

«Ξέρεις, βρε, τι καλό κορίτσι, ήταν αυτή η Αρβελέρ;» συνέχισε απτόητη η Ειρήνη, παραβαίνοντας τον κανόνα ότι οι ιστορίες των παλαιοτέρων αφήνουν παντελώς αδιάφορους τους νέους. «Την είχε η μάνα μου βοηθό, τότε που φτιάχναμε ορφανοτροφεία. Μαθαίναμε γράμματα στα ορφανά και στη συνέχεια τα δίναμε για υιοθεσία σε πλούσιους Αμερικάνους».
(Ιστορική διευκρίνιση κειμενογράφου: Η Ειρήνη εννοεί τις παιδούπολεις της Φρειδερίκης με παιδιά αποσπασμένα με τη βία από τους πολιτικούς εξόριστους, μέσα στις οποίες ανθούσε το παραεμπόριο της υιοθεσίας σε συνεργασία με την συμμορία των ΑΧΕΠΑΝΣ. Για την ιστορία 15.000 παιδιά πουλήθηκαν με 4.000 δολάρια το κεφάλι και μεταφέρθηκαν -αφού είχαν πρώτα υποστεί τον ανάλογο ψυχοπνευματικό μεταβολισμό – με το υπερωκεάνιο «Φρειδερίκη» στην Αμερική. Μέσα στην γενιά αυτών των γενίτσαρων βρίσκονται εξέχοντες σήμερα ακροδεξιοί Ελληνοαμερικανοί.).

Είναι ιδιαίτερα βαρετό, να ακούει κάποιος που νοιάζεται μη σκονιστούν τα παπούτσια του, ιστορίες υπερήλικων που καθόλου δεν τον αγγίζουν.

Τι την ενδιαφέρει την Μαρί Σαντάλ, τι δουλειά έκανε η αριστερή -κατά δήλωσή της- Ελένη Αρβελέρ δίπλα στη Φρειδερίκη, την περίοδο των μετεμφυλιακών χρόνων. Ό,τι και να έκανε η Αρβελέρ στα νιάτα της , αλλά και αργότερα στα χρόνια που ζούσε στο Παρίσι -κάλεσε 22 φορές την Αστυνομία να μπει στο Πανεπιστήμιό της, στη διάρκεια φοιτητικών ταραχών-, αν την ενδιέφερε, θα μπορούσε να τα μάθει αρκεί να παρακολουθούσε την αγιογραφία που της είχε συνθέσει έγκριτος δημοσιογράφος της ελληνικής τηλεόρασης.

Ας μην είχε ιδέα η Μαρί Σαντάλ, τι είχε κάνει η δεν είχε κάνει αυτή η Αρβελέρ, που η Ειρήνη ισχυρίζονταν ότι έπρεπε να την βάλουν δίπλα στη νύφη και να της μάθουν Ελληνική Ιστορία. Έπρεπε, να απαντήσει στην γηραιά θεία της, γιατί κανείς δεν ήξερε που μπορούσε να φτάσει η αναδρομή στο παρελθόν του βασιλικού οίκου.

«Πριγκίπισσα Ειρήνη, σας υπόσχομαι, ότι θα μελετήσω την ιστορία του βασίλειού μας» της είπε για να κλείσει η κουβέντα, ενώ ταυτόχρονα είχε την προσοχή της στραμμένη στην κόρη της Μαρία-Ολυμπία, την νεαρή δεσποινίδα που κουβαλούσε το μαξιλάρι με τα παράσημα, και της οποίας η προσοχή ήταν στραμμένη αλλού.

«Πρόσεχε, βρε βλαμμένο, τα τσουμπλέκια που μας βάλανε να κουβαλάμε» της είπε με αυστηρό τόνο η Μαρί Σαντάλ. «Αλίμονό σου, έτσι και μας πέσει κανένα μετάλλιο στο χώμα. Και άντε μετά να το βρεις. Θεέ μου, η γιαγιά σου έχει δίκιο. Αυτός ο άχρηστος που βάλανε για Πρωθυπουργό, ούτε ένα πεζόδρομο δεν μπόρεσε να φτιάξει».

Όσο αδιάφορο και να είναι ένα νέο κορίτσι για ένα τόπο, στον οποίο δεν ζει άλλωστε, η Μαρία Ολυμπία αποδείχθηκε ότι ιστορία γνώριζε καλύτερα από την μητέρα της.

«Μητέρα, ξύπνα. Τον Πρωθυπουργό αυτής της χώρας, δεν τον διόρισε ο παππούς. Είναι εκλεγμένος από τον λαό».

Ευτυχώς που η Πριγκίπισσα Ειρήνη δεν άκουγε την στιχομυθία μητέρας και κόρης, για χωθεί στη μέση να πει τα δικά της και να τραβήξει σε μήκος η ιστορία. Βέβαιη η Μαρί Σαντάλ, ότι η Ειρήνη δεν ακούει, ξέσπασε στην κόρη της:

«Για πρόσεχε πώς μιλάς στην μητέρα σου. Σαν πολύ με ζαλίσατε με το κωλόσογό σας. Ξινή, σαν την αδελφή του παππού σου, μου φαίνεσαι και εσύ. My God, αυτή η κωλόγρια η Ειρήνη! Πόσο δύσκολη γυναίκα είναι. She is a f*cking lady (κ@ριόλα ήθελε να πει, αλλά η αγγλική γλώσσα στερείται του λεκτικού πλούτου της ελληνικής). Για αυτό και έμεινε στο ράφι».

Για να είμαστε ειλικρινείς τα λεγόμενα της Μαρί Σαντάλ δεν απείχαν πολύ της πραγματικότητας, αφού, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ιστοριοδιφών, η πριγκίπισσα Ειρήνη ήταν πράγματι μια πολύ δύσκολη γυναίκα.

Κανένας άνδρας δεν της άρεσε. Τα προξενιά έδιναν και έπαιρναν, αλλά η Ειρήνη δεν έλεγε με τίποτα να παντρευτεί.

Βέβαια, δεν ήταν εύκολο και η πριγκίπισσα να άρεσε σε κάποιον, αφού η μούρη της, πέραν της αντιπάθειας την οποία προκαλούσε, ήταν γεμάτη εξανθήματα της ακμής. (στην καθομιλουμένη καβλόσπυρα.)

Τα νέα παιδιά, είναι γνωστόν ότι συνηθίζουν να λειτουργούν με πνεύμα αντιλογίας απέναντι στους γονείς τους. Έτοιμη είχε η μικρή Μαρία-Ολυμπία, την απάντηση στην μητέρα της. «Καλά έκανε και δεν παντρεύτηκε η γιαγιά» είπε, υπό το βλέμμα της πριγκίπισσας Ειρήνης, η οποία έκανε ότι δεν άκουγε, αλλά κατά βάθος επικροτούσε τις απόψεις της εγγονής της. «Λίγα τράβηξε η δύστυχη αδελφή της, η Σοφία, με εκείνο τον Ισπανό τον καραγκιόζη που παντρεύτηκε; Και μη ξεχνάς ότι η γιαγιά Ειρήνη ήταν πρόεδρος του Σώματος Ελληνίδων οδηγών» συνέχισε η νεαρά δεσποινίς, που για να είμαι ειλικρινής απορώ αν όλα αυτά είναι σε θέση να τα σκεφθεί ένα χαζοχαρούμενο κορίτσι η τα σκέφτεται αυτός που γράφει το κείμενο για να εντείνει το ενδιαφέρον των αναγνωστών του.

«Η γιαγιά με τις κοινωνικές δράσεις και πρωτοβουλίες της, πρόσφερε πολλά σε αυτούς τους κανίβαλους. Το ξέρεις ότι στην εποχή της δεν υπήρχαν αυτοί οι απατεώνες των ΜΚΟ; Μόνο πρόσκοποι υπήρχαν και κάτι σύλλογοι κυριών φίλων της Αστυνομίας» κατέληξε η μικρή.
(Σχόλιο ΓΚ: Κοπελιά, πας γυρεύοντας να γράψω κανένα κατεβατό για τις φασιστικές δράσεις του Σώματος Ελληνίδων οδηγών.)

Γλώσσα δεν έβαζε μέσα το νεαρό κορίτσι. Άδραξε, μάλιστα, την ευκαιρία για να εκφράσει θέσεις της περί γάμου και μελλοντικών επαγγελματικών της σχεδίων:

«Μαμά, να το ξέρεις. Εάν δεν βρω κάποιον που γουστάρω, ανάμεσα σε όλους αυτούς τους τζιτζιφιόγκους του κύκλου μας, που κανείς τους δεν δουλεύει και όλοι τους τρώνε από τις προίκες που τους δίνετε, θέλω σαν την γιαγιά Ειρήνη, να γίνω Πρόεδρος σε κάποιο σώμα. Να φτιάξω ένα ίδρυμα. Κάτι, ρε μαμά, που να δείχνει αλληλεγγύη, ανησυχία η στοργή. Ακόμη και για ζώα η περίεργους ανθρώπους, σαν και αυτούς που μαζευτήκανε σήμερα στην εκκλησία. Η φίλη μου η Εριέτα έχει φτιάξει κάτι για τα αδέσποτα.»

Η Μαρί Σαντάλ, σαν κάθε μητέρα, που χαίρεται με τις επαγγελματικές φιλοδοξίες του παιδιού της, της είπε:

«Πάρε εσύ το Master στην Ιστορία τέχνης από το Cambridge και εμείς κοριτσάκι μου δεν θα σ΄ αφήσουμε έτσι. Θα σου φτιάξουμε κάτι, για να μην υστερείς από τα υπόλοιπα κορίτσια της παρέας σου. Εντάξει; Βοήθησε τώρα τη γιαγιά σου να μπει στο αυτοκίνητο.».

Με αυτή την ακατάσχετη φλυαρία μαμάς, θείας και κόρης, τα πρόσωπα είχαν ήδη φθάσει στο parking. Μια λιμουζίνα, τους περίμενε για να μεταβούν στη Μεγάλη Βρετάνια, για το γεύμα των θαλασσινών, τις λεπτομέρειες του οποίου μπορείτε να διαβάσετε στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, στο TOC και σε διάφορα άλλα σοβαρά sites.

«Μαμά, είσαι καλά;» απάντησε εκνευρισμένο το νεαρό κορίτσι. «Αυτό είναι δουλειά του οδηγού της λιμουζίνας. Αν κάνουμε έτσι, και οδηγούμε μόνοι μας και τα αυτοκίνητα, έχεις ποτέ σκεφθεί ότι ο φτωχός οδηγός θα έμενε χωρίς δουλειά;»

Ενθουσιασμένη η Μαρί Σαντάλ για την σύμφωνη με τις οικονομικές αρχές ανάλυση της ανταποδοτικής σχέσης κεφαλαίου- εργασίας, μα περισσότερο για το επιδειχθέν πνεύμα ανθρωπισμού, δεν παράλειψε να δώσει τα εύσημα στην κόρη της:

«Αγάπη μου, έχεις όλα τα χαρακτηριστικά μιας πραγματικής βασίλισσας. Μη σε νοιάζει και θα πω στον παππού Σαντάλ να σου ανοίξει ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα.».

Θα νόμιζε κάποιος, ότι όλα όσα διαδραματίστηκαν στην πορεία αυτών των τριών γυναικών, ήταν τα μοναδικά που θα έβρισκε να καταγράψει συμπεριφορικός αναλυτής μιας εικόνας.

Μια εικόνα, κρύβει και άλλα πολλά, ακόμη και για πρόσωπα η πλάτη των οποίων ήταν γυρισμένη προς το φακό.

Θα ήταν σοβαρή παράλειψη να μην διατυπωθεί εικασία για τα διαμειφθέντα, λίγα μέτρα πιο πίσω, μεταξύ του πρίγκηπα Φιλίππου και ενός προσκεκλημένου θεατή της κηδείας.

Σημειολογικά η φωτογραφία δείχνει άγνωστο στο ευρύ κοινό, αλλά και τους κοσμικογράφους, τύπο, πιθανόν κάποιο παλιό συμμαθητή του από το κολλέγιο, να ετοιμάζεται να αγκαλιάσει τον Φίλιππο.

Η σύζυγος, μια ξανθιά Κυρία, την οποία προφανώς νυμφεύθηκε μεταγενέστερα της αποφοίτησης και δεν είχε την τύχη να συναντήσει ποτέ, αφού τον γάμο της ο πρίγκιπας, αν και προσκεκλημένους δεν τον τίμησε δια της παρουσίας του, κάθεται λίγο πιο πέρα.

«Φίλιππε, αγόρι μου, συλλυπητήρια για τον πατέρα σου» θα είπε σίγουρα ο παλαιός αυτός συμμαθητής, πλησιάζοντας τον πρίγκιπα.

Κατά παράβαση της αρχής των φιλελέδων, ότι δεν ακουμπάμε ποτέ ένα πρίγκιπα, ο τυπάκος με το αριστερό χέρι επιχειρεί να σβερκώσει τον Φίλιππο, δείγμα της οικειότητας που τον διακατέχει και αποτέλεσμα προϋπάρχουσας φιλίας.
(Σχόλιο Γ.Κ: Φιλαράκο, ολόκληρο κείμενο έγραψα για το θέμα, όταν η Περιστέρα ακούμπησε τον Κάρολο και ξεσηκώθηκε ο κόσμος για αυτή την απρέπεια. Αν διάβαζες Πιτσιρίκο -δεν το κόβω για να είσαι μέσα σε αυτή την μάζωξη των ρεταλιών του βασιλοχουντισμού- θα πρόσεχες να μην προκαλέσεις τους νεοφιλελεύθερους πολυτελείας, οι οποίοι ακόμη και εάν δεν παρευρέθηκαν ανάμεσα στους λούμπεν προσκυνητές, στις αναρτήσεις τους απαίτησαν τον σχετικό σεβασμό και την απόδοση ανάλογων τιμών.)

Για να μην αποσυντονιστούμε με τις διάφορες ανοησίες που γράφουν στα κοινωνικά δίκτυα οι διάφοροι «καθώς πρέπει» του νεοφιλελευθερισμού, ο Φίλιππος είναι λογικό να απάντησε στο παλιό συμμαθητή του:

«Σε ευχαριστώ πολύ Ιάσονα, που ήρθες και τίμησες τον πατέρα μου».

Ο παλαιός αυτός συμμαθητής, ας τον βαφτίσουμε λοιπόν Ιάσονα «ποιητική αδεία», που αποσκοπεί σε επανασύνδεση με τον πρίγκηπα, έχει έτοιμα τα λόγια του για την ανταποδοθείσα από τον Φίλιππο ευχαριστία.

«Αλίμονο, ρε Φίλιππε. Στην κηδεία του πατέρα σου δεν θα ερχόμουνα;» θα του είπε. «Τόσα καλοκαίρια μαζί στο Πόρτο Χέλι. Ξεχνιούνται οι κρουαζιέρες που μας είχε πάει ο αείμνηστος με το σκάφος του.»

Στην αναφορά του πατρός ως Κυβερνήτη ιστιοπλοϊκού, στο μυαλό του Φίλιππου ήρθαν θύμησες μοναδικές από τον βίο του ως εργένη.

Είναι βέβαιο, ότι με τον Ιάσονα θα είχαν περάσει όμορφες στιγμές. Φιλόδοξες σταρλετίτσες η υποψήφιες νύφες από τα χαμηλά ράφια του jet set θα τα είχαν δώσει όλα, για να ικανοποιήσουν όχι μόνο τον Φίλιππο αλλά και κάθε σαχλαμάρα φίλο του.

Οι αναμνήσεις από εποχές που δεν εργαζόταν χωρίς να αισθάνεται ενοχές, και τότε είχε μια δικαιολογία να μην εργάζεται αφού σπούδαζε, περνούν σαν αστραπή μέσα από το μυαλό του Φίλιππου.

Ο Ιάσονας ήταν ο γελωτοποιός της παρέας του. Στον κύκλο των συναναστροφών ατόμων της upper class, κανείς δεν αποδέχεται αυτόν τον ρόλο. Τον ρόλο αναλαμβάνει άτομο εκτός του κύκλου, συνήθως κατώτερης τάξης, με αντάλλαγμα την χλιδή που προσφέρει η κοινωνική ζωή δίπλα σε ευγενείς. Στον Ιάσονα πάντα κάποια από τις γυναίκες της παρέας θα ξέπεφτε.
Ακόμη και αν ο Φίλιππος δεν τίμησε τον Ιάσωνα στο γάμο του με αυτή την ξανθιά που κάθεται λίγο πιο μακριά και κάνει πως δεν ακούει, τώρα είχε διάθεση για κουβέντα μαζί του, προκειμένου να ξεφύγει από το βαρύ τελετουργικό.

«Καλύτερα να ακούς τις αηδίες του Ιάσ0να, παρά τους λόγους που θα βγάλουν στο γεύμα της Μεγάλης Βρετανίας» θα σκέφθηκε από μέσα του.

Ο γελωτοποιός μιας παρέας δεν χρειάζεται παρά μια χειρονομία, για να αρχίσει να λέει διάφορες βλακείες που κάνουν τους βλάκες να γελάσουν.

Η χειρονομία του Φίλιππου, όπως δείχνει και η φωτογραφία, είναι η ανταπόδοση του σβερκώματος με ένα ανάλογο εναγκαλισμό της μέσης του φίλου του.

Για να δώσει θάρρος ο Φίλιππος στον Ιάσ0να και να αρχίσει ο τελευταίος να φλυαρεί, ο Φίλιππος έκανε την αρχή. Κοιτάζοντας τον αφ’ υψηλού, καθότι ψηλότερος του, λέει:

«Ιασονάκο, παντρεύτηκες αγόρι μου, έτσι; Sorry που δεν ήρθα στο γάμο σου, αλλά είχα πεταχτεί Νέα Υόρκη στα εγκαίνια μιας έκθεσης και δεν μπορούσα να μην πάω. Μη μου πεις, ότι η ξανθιά που κάθεται πιο πίσω είναι η γυναίκα σου».

«Ναι, αυτή είναι» του απάντησε ο παλαιός συμμαθητής, επιχειρώντας να δώσει ένα πνεύμα σοβαρότητας και αποφεύγοντας να την συστήσει, καθότι η σύζυγος του δεν είναι θυγατέρα κανενός μεγιστάνα. Ο πεθερός του Ιάσονα, κατασκευαστής πολυκατοικιών στα νότια προάστια, είναι μεν ευκατάστατος, αλλά δεν έχει το επιχειρηματικό κύρος που χαίρει ο πεθερός του Φίλιππου, ο οποίος είναι ιδιοκτήτης αεροπορικής εταιρείας.

Σε συναντήσεις παλιών φίλων μετά από χρόνια, το δύσκολο είναι πάντα η αρχή. Και η αρχή είναι ακόμη πιο δύσκολη όταν επιχειρείται από άτομο χωρίς αίσθηση του χιούμορ:

«Ρε μ@λάκα, που τη βρήκες αυτή; Είχες πάει για εμφύτευση στους κροτάφους σε κανένα Ινστιτούτο στα Σεπόλια και σε ανέλαβε η ξανθιά» ρώτησε ο Φίλιππος τον παλαιό συμμαθητή του, νομίζοντας ότι όταν προσβάλλεις με μια κρυάδα ένα γελωτοποιό θα τον κάνεις, λόγω της υποτέλειας που χαρακτηρίζει αυτά τα άτομα, να γελάσει και να αρχίσει να λέει τις δικές του εξυπνάδες.

«Άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα Ιάσoνας κελεύει» κατά παράφραση αρχαίου γνωμικού. Γιατί ο Ιάσoνας, βέβαιος ότι η σύζυγος του κρυφάκουε, και δεν το ‘χε σε τίποτα όχι μόνο να του κάνει σκηνή επιστρέφοντας σπίτι, αλλά να του δώσει και τα παπούτσια στο χέρι, έπρεπε, καθώς ήταν ένα ρεμάλι στα σαράντα του με επισφαλές μέλλον, να δώσει μια υπερήφανη απάντηση.

Κατάπιε, λοιπόν, την προσβολή για την εμφύτευση -Η photo πάντως δεν αποκρύπτει την πραγματικότητα-, αλλά με τίποτα δεν μπορούσε να χωνέψει την προσβολή για τη κοινωνική τάξη της συζύγου του, η οποία αντέδρασε -για να είμαστε δίκαιοι- με αρκετή ωριμότητα και δεν αρπάχτηκε, όπως θα αρπαζότανε ένα λαϊκό κορίτσι που θα τα έχωνε στο Φίλιππο λέγοντας του: «Γιατί, ρε μ@λάκα, αυτό το βόδι που παντρεύτηκες εσύ είναι καλύτερο από εμένα;»

(Σχόλιο Γ.Κ: Πιτσιρίκο, ο κειμενογράφος διαφωνεί με τον καθ’ υπόθεση ρατσιστικό χαρακτηρισμό της Νίνας, από την σύζυγο του Ιάσoνα, ως βόδι. Ο Γ.Κ θεωρεί ότι η Νίνα είναι μια λαμπερή παρουσία. Άλλωστε, σύμφωνα με τους κοσμικογράφους η τις τηλεπαρουσιάστριες, οι πλούσιοι και οι celebrities πάντα λάμπουν.)

Ο φίλος Ιάσονας, αντιδρώντας με σύνεση και έχοντας με τα χρόνια αποβάλλει το προσωπείο της φαιδρότητας, αφού μετά τον επιτυχημένο γάμο του δεν είχε καμία ανάγκη τις βασιλικές παρέες, στην προσβλητική ερώτηση του πρίγκηπα- και με δυνατή φωνή, για να τον ακούσει η σύζυγός του- απάντησε με τσαμπουκά:

«Η Μαρία είναι απόφοιτος σχολής εργοδηγών και εργάζεται σε εργοτάξιο στην τεχνική εταιρεία του πατέρα της. Δεν ξύνει το μουvί της, ρε μ@λάκα».

Τον Φίλιππο δεν τον πείραξε τόσο που τον είπε «μ@λάκα» όσο που ο παιδικός φίλος υπονόησε ότι η δική του γυναίκα δεν κάνει τίποτα.

«Μα γιατί ο βλάξ να νομίσει ότι η Νίνα είναι αργόσχολη;» σκέφθηκε από μέσα του, «αφού είναι καλλιτεχνική διευθύντρια στον οίκο Faberge; Και παλιότερα ήταν creative director σε άλλη εταιρεία.»

Το παιδί, και με το δίκιο του, δεν μπορεί να καταλάβει ότι οι ιθαγενείς θεωρούν αυτού του είδους τα επαγγέλματα ως αυτόματα πλυντήρια αργοσχολίας.

Έτσι, ο Φίλιππος, εκλαμβάνοντας ως προσβολή προς τις γυναίκες του βασιλικού οίκου, την απάντηση του φίλου του, προσπάθησε να την ανταποδώσει με μια νέα εξυπνάδα:
«Πάλι καλά, bro. Γιατί δεν θα έχεις ανάγκη να δουλεύεις»
(Σχόλιο ΓΚ: Αυτό το Bro, ρε Φίλιππε, τι το ήθελες; Όταν η προσφώνηση γίνεται από πρόσωπο της upper class δεν δείχνει συντροφικότητα. Φλωρομαγκισμό δείχνει.)

Ο παλαιός συμμαθητής ξέχασε μονομιάς μαθητικές φιλίες, φιλοξενίες στο Πόρτο Χέλι και παρτούζες.

«Γιατί, ρε μ@λάκα, έχεις εσύ ανάγκη να δουλεύεις;» απάντησε. «Η μήπως και δούλεψε ποτέ κανείς από εσάς. Άντε γ@μήσου, ρε κοπρόσκυλο, που θα μου πεις εμένα εάν έχω η δεν έχω ανάγκη να δουλέψω» ολοκλήρωσε την λεκτική επίθεση, ενώ ταυτόχρονα πήγε προς το μέρος της Μαρίας, της συζύγου του, την έπιασε από το χέρι και φύγανε, μη και τυχόν αντιληφθούν την ένταση της συζήτησης οι παρακείμενοι μπράβοι και βρεθούν κατηγορούμενοί για προσβολή εθνικών συμβόλων.

Γ.Κ.

Υ.Γ. Το κείμενο γράφηκε με αφορμή τα επικείμενα εννιάμερα, τα αποκαλούμενα από τον λαό ως του κώλoυ, έκφραση η οποία ουδεμία σχέση έχει με μνημόσυνη τελετή, αφού το διάστημα των εννέα ημερών-κοινώς εννιάμερο- θεωρείται ιατρικώς ως ο απαιτούμενος χρόνος ίασης μετά από επώδυνη πρωκτική συνoυσία. Η έκφραση «του κώλoυ τα εννιάμερα» έχει μεταφορική ισχύ για την ψυχική ίαση της οδύνης των στενών συγγενών, εξού και η αποδοχή επισκέψεων από ξένους με την συμπλήρωση εννέα ημερών (Στις εννιά του μακαρίτη άλλον έβαλε στο σπίτι).

(Αγαπητέ φίλε, είστε πάντα επικός. Να είστε καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.