Το μπάζωμα

Αγαπημένε μου πιτσιρίκο, φίλες και φίλοι του πιο υπέροχου blog του κόσμου καλησπέρα.
Προχθές, παρέα με τη «μικρή», κατέβηκα στην πορεία.
Αν και δεν είχα σκοπό να πάω, τελικά πήγα.
Από το 2015 έως σήμερα, σε όσες διαδηλώσεις έχω βρεθεί, είναι σαν να το κάνω από συνήθεια.
Μη με ρωτήσετε γιατί.
Δεν ξέρω.
Ή μάλλον ξέρω;
Ξέρω.

Τέλος πάντων, ο καιρός ήταν υπέροχος, μια ηλιόλουστη ζεστή μέρα, και, ως συνήθως, ακολουθήσαμε το πλήθος στο συνήθη «περίπατο».

Σε κάποια στιγμή, όπως περπατούσαμε χέρι-χέρι, με ρωτάει:
«Μπαμπά, τι είναι πορεία; Γιατί γίνεται;».
Ποτέ δεν με είχε ρωτήσει κάτι ανάλογο στο παρελθόν. Με αιφνιδίασε.

Ξέρεις, καλέ μου φίλε πιτσιρίκο, η «μικρή» βρίσκεται στην ηλικία που κάνει αυτές τις «αφελείς» ερωτήσεις, που μόνο τέτοιες δεν είναι.

Αυτό που της «απάντησα»,ή «βρήκα» να της απαντήσω, ήταν πως «πέρσι τέτοια μέρα τράκαραν δυο τρένα και σκοτώθηκαν 57 παιδιά».

Ξέρω πως η απάντησή μου δεν την ικανοποίησε, το είδα στα μάτια της.

Οπότε, με αυτή την παιδική «αφέλεια» συνοδευόμενη από τη στεναχώρια του «σκοτώθηκαν παιδιά», μου έκανε ακόμη δυο ερωτήσεις:

«Γίνεται να τρακάρουν δύο τρένα;» και αμέσως μετά «ποιος φταίει που τράκαραν;».

«Εμείς οι μεγάλοι» απάντησα σχεδόν μονολεκτικά, πριν διακόψω τη «συζήτηση» με το «θα καταλάβεις όταν μεγαλώσεις».

Κάπως έτσι «έπιασα» τον εαυτό μου να αναρωτιέται γιατί «αρνούμαστε» την πραγματικότητα.

Δεν είναι αυτό που εγώ έκανα -ίσως ασυναίσθητα- κάποιου «είδους» μπάζωμα;
Γιατί «μπάζωσα» τις απορίες της;
Γιατί δεν προσπάθησα να της εξηγήσω την αλήθεια όσο δύσκολο και να ήταν;
(Βασίλη, Σταματίνα βοήθεια!)

Μάλιστα, σε ένα από τα μακάβρια παιχνίδια του υποσυνείδητου, ήρθε στη σκέψη μου τι θα έλεγα σε ένα άσχετο «παιδί», αν ο άνθρωπος που κρατούσε το χέρι μου περπατώντας δίπλα μου γεμάτος απορίες, βρισκόταν σε κάποιο «τρένο» στα «Τέμπη» του μέλλοντος, που σίγουρα θα έρθουν.

Επιστρέφοντας, η ηλιόλουστη ημέρα είχε αντικατασταθεί στο μυαλό μου από μια θολούρα, κάτι σαν ομίχλη.
Δεν ξέρω αν σας έχει τύχει.

Διαβάζοντας τα δύο τελευταία κείμενα του blog (1,2) ήρθε στο νου μου, ξανά, ο υπέροχος Θόδωρος Αγγελόπουλος.

Η ομίχλη στην Ελλάδα δεν είναι το γνωστό, συνηθισμένο, μετεωρολογικό φαινόμενο.
Το «ελληνικό τοπίο» το συνηθίσαμε ηλιόλουστο.
Ωστόσο, αν το σκεφτείτε, τα φιλμικά τοπία στις ταινίες του Αγγελόπουλου είναι μουντά, βροχερά, χιονισμένα, παγωμένα, υγρά.
Τοπία βόρεια, σκοτεινά, ομιχλώδη.

Όμως, παρά την κάθε άλλο ελληνική «μουνταμάρα» τους, οι ταινίες του Αγγελόπουλου είναι βαθιά και ουσιαστικά ελληνικές.
Και σκέφτομαι ότι ο ποιητής Αγγελόπουλος παρουσίαζε την ομίχλη στη χώρα μας όχι ως μετεωρολογικό φαινόμενο αλλά ως ιστορικό.

Σ έναν τόπο όπου μαθαίνει κάποιος να σκέφτεται «εθνικά» από το σχολείο, σε έναν τόπο όπου η πίστη στη χριστιανική παραλλαγή του Θεού και η πίστη στην ελληνική εκδοχή της «αγάπης για την πατρίδα» έχουν ταυτιστεί σε σημείο που να μην ξέρεις αν υπάρχει κάποια διαφορά ανάμεσα στον μπάτσο-«κρατικό λειτουργό», που «εκπροσωπεί» την ταυτισμένη με το κράτος πατρίδα, και τον παπά, που εκπροσωπεί τον ταυτισμένο με το ορθόδοξο δόγμα Θεό, σ’ έναν τόπο που όλα -αυτός ο χυλός- έχουν πάρει τη μορφή είτε του παπά είτε του χωροφύλακα, δεν πρέπει να μας προκαλεί καμία εντύπωση ούτε το μπάζωμα πέντε μέρες μετά το δυστύχημα, προς αποκατάσταση του χώρου δήλωσε ευθαρσώς ο «κύριος» Τριαντόπουλος, ούτε το σβήσιμο των ονομάτων μπροστά στη Βουλή, ούτε η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.

Το ένα τέταρτο των «Ελλήνων» είναι και με την βούλα σάπιοι.
Καλά, παραπάνω είναι.
Γιατί το να ψηφίζεις σήμερα σε αυτό το πράμα που λέγεται «Ελλάδα» -το ημερολόγιο γράφει 2024- δεν κανείς τίποτε λιγότερο από το να «επιδιώκεις» μια κάποια «συναλλαγή».

Οι υπόλοιποι δεν βρισκόμαστε ούτε στο στάδιο της παραίτησης, ούτε σε εκείνο της συνθηκολόγησης.
Βρισκόμαστε σε αυτό της «συναίνεσης», αποδεχόμενοι ουσιαστικά πως τα πράγματα λειτουργούν στον «αυτόματο πιλότο» και ακόμη και όταν βγαίνουν από αυτόν, τα ρυθμίζει, ξανά, αυτό το 1/4 των σάπιων.
Η άρνηση για σύγκρουση είναι ακριβώς γιατί δεν βρίσκουμε πια το λόγο.
Γνωρίζοντας πως, ό,τι και να κάνουμε, το αποτέλεσμα θα είναι πάντοτε το ίδιο.

Επιστρέφοντας στο «Θίασο» του Αγγελόπουλου, η σκηνή στην ταβέρνα περιγράφει όλη την ελληνική ιστορία από το Β´ΠΠ μέχρι σήμερα.

Σε ένα «κράτος» δωσίλογων, πωρωμένων φασιστών και «δημοκρατών-προοδευτικών» με νοοτροπία φασίστα, το μόνο που έχεις να κανείς όταν σε σημαδεύουν με το πιστόλι αυτής της «δικαιοσύνης» και αυτής της «δημοκρατίας» είναι να φύγεις μακρυά τους.

Τρέχοντας.

Να απέχεις από την «γιορτή» τους που έχουν στήσει τόσες και τόσες φορές με γεύμα εσένα.

Άσε τους να «χορεύουν» και να χτυπιούνται.
Μόνοι τους.
Όπως ακριβώς έκανε ο Αγγελόπουλος.

Τα υπόλοιπα, όσα μπάζα να πέσουν από πάνω, θα τα ρυθμίσει η συνέχεια της ιστορίας.

Η σύγκρουση με την πραγματικότητα.

Η ανάγκη.

Με εκτίμηση και σεβασμό,

Τ.Τ.Π.

(Φίλε Βαγγέλη, σε αυτό το στημένο παιχνίδι, ο χαμένος τα παίρνει όλα. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.