Η κανονικότητα της δυστοπίας

Φίλε μου Πιτσιρίκο,
Εμπνευσμένος από την υπέροχη συζήτηση που είχατε με τον Βασίλη τις προάλλες, και με βάση την συνεχιζόμενη συζήτηση που έχουμε με τον αγαπημένο μου δόκτορα για την φύση της ανθρώπινής μας φύσης, ήθελα να μοιραστώ κάποιες σκέψεις που έκανα ακούγοντάς σας.

Γενικά μιλώντας, νομίζω ότι ένας άνθρωπος που εξακολουθεί στις μέρες μας να διατηρεί την ικανότητα να εκπλήσσεται από την βιαιότητα των γεγονότων τριγύρω του, όταν επανειλημμένα έρχονται μπροστά του αδιάσειστα στοιχεία που περιγράφουν όλους τους ακραίους νέους τρόπους με τους οποίους ένας άνθρωπος μπορεί να εξολοθρεύσει και να καταπιέσει έναν άλλον, δεν έχει φτάσει ακόμα σε αυτό που λέμε “ψυχολογική ωριμότητα”.

Όπως και ένας άνθρωπος που πιστεύει ότι αυτό, και μόνο αυτό, είναι το κύριο καθοριστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης: η διαιώνιση και εφεύρεση νέων, όλο και πιο αρρώστων και βίαιων τρόπων να σκοτώνουμε και να καταπιέζουμε ο ένας τον άλλον.

Υπάρχει όμως και ένας άλλος λόγος για την προκατάληψη πολλών ανθρώπων ότι η βία είναι το κύριο καθοριστικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης μας φύσης. Και αυτός είναι η θλίψη.

Η θλίψη που προκαλεί, όχι μόνο το εκάστοτε γεγονός στο οποίο γίνεται κανείς μάρτυρας, αλλά και η θλίψη της απογοήτευσης που αισθάνεται κάθε φορά που ένα τέτοιο γεγονός συμβαίνει. Την απογοήτευση της προδοσίας, έχοντας πρώτα πιστέψει σε ιδέες περί αγνότητας, καλοσύνης ή ακόμα και ιερότητας της ανθρώπινης φύσης και του ανθρώπινου πνεύματος.

Και ο θυμός που δημιουργεί αυτή η θλίψη, αυτή η απογοήτευση, βρίσκει πολλές φορές εύφορο καταφύγιο στην κυνικότητα του μηδενισμού, οδηγώντας με αυτόν τον τρόπο στην καθολική αποκήρυξη της ανθρωπότητας ως βίαιη και εγγενώς κακή, ανάξια σωτηρίας.

Αλλά η αγάπη του ανθρώπου για βία και για την επιβολή της εξουσίας του ισχυρού απέναντι στον αδύνατο, μπορεί να είναι μεν αναπόσπαστο κομμάτι της ανθρώπινης Ιστορίας, αλλά είναι όσο φυσική και όσο παλιά στον άνθρωπο όσο και η συμπόνια του.

Όποιος νομίζει ότι αυτό που κάνουν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα δεν είναι κομμάτι της ίδιας ανθρώπινης φύσης, ή ότι αυτό που κάνουν δεν είναι σημαντικό, μπορεί να δοκιμάσει πολύ εύκολα την πεποίθηση αυτή δηλώνοντας εθελοντής σε ανθρωπιστικές οργανώσεις που δραστηριοποιούνται σε εμπόλεμες ζώνες.

Κάποιοι άνθρωποι το κάνουν.

Το ότι μπορούμε να κοιτάμε κατάματα την τρέλα του ανθρώπου, την βία και την μοχθηρία του, την λύσσα του και την δολοφονική οργή του και μετά να αλλάζουμε κανάλι, να σκρολάρουμε παρακάτω, ή να γυρνάμε σελίδα, δεν μας κάνει ανθρώπινα τέρατα. Μας κάνει ανθρώπινα όντα.

Αν ήμασταν ικανοί για τόση ενσυναίσθηση, θα ήμασταν συναισθηματικά καμένοι και ψυχολογικά ανάπηροι. Αν δεν ήμασταν βυθισμένοι στον δικό μας πόνο, θα ήμασταν μονίμως βυθισμένοι στον πόνο των άλλων.

Οι αποδείξεις της βίας του ανθρώπου δεν είναι εκεί για να μας τραυματίσουν, να μας κάνουν να σταματήσουμε, να αγκυλωθούμε στο παρόν του ψυχικού πόνου της βιαιότητας που γινόμαστε μάρτυρες.

Ούτε το γεγονός στο οποίο γινόμαστε μάρτυρες, με αναρίθμητα βίντεο και εικόνες, είναι εκεί για να διορθώσει την αμάθειά μας σχετικά με την ιστορική συνέχεια που μπορεί να έχει το συγκεκριμένο γεγονός που γινόμαστε μάρτυρες, και τις ιστορικές του διαστάσεις ως συνέχεια προηγούμενων γεγονότων που δεν γνωρίζουμε καν, ώστε να μπορούμε να κρίνουμε αυτό που βλέπουμε.

Η απεικόνιση της βίας του ανθρώπου στις οθόνες μας είναι εκεί ως μια πρόσκληση να δώσουμε προσοχή. Κανείς δεν μπορεί να ξεδεί κάτι που είδε, ή να ξεμάθει κάτι που έμαθε. Το να γίνεις μάρτυρας αυτής της βίας είναι μια πρόσκληση για σκέψη, για γνώση. Μια πρόσκληση να επανεξετάσουμε τις προκαταλήψεις μας, ιδιαίτερα όταν αυτές δικαιολογούν την ανθρώπινη μιζέρια που παράγουν οι καταπιεστές και τα αυταρχικά κράτη, οι κύριοι εκφραστές της ανθρώπινης βίας ανάμεσά μας.

Όσοι έχουν μιλήσει για την ανθρώπινη φύση, όλα τα μεγάλα μυαλά στην Ιστορία, κάπου έκαναν λάθος. Μπορεί να συμπλήρωναν την συζήτηση με τα επιχειρήματά τους, αλλά στο τέλος, όπως αποδείχθηκε στην συνέχεια και παρά τον αρχικό ενθουσιασμό, κάπου έκαναν λάθος.

Αλλά η συζήτηση αυτή για το ποια ακριβώς είναι η φύση του ανθρώπου, υπό το βάρος των γεγονότων που συμβαίνουν καθημερινά στις οθόνες μας, είναι, κακά τα ψέματα, μια συζήτηση μεταξύ Δυτικών. Και είναι σημαντικό να το αναγνωρίσουμε αυτό.

Δεν είναι καθόλου περίεργο που η αντίληψη για την μοχθηρία της ανθρώπινης φύσης βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην χριστιανική Δύση, και στην χριστιανική δυαδικότητα του “καλού/κακού”, και του τίποτα στο ενδιάμεσο. Η χριστιανική αυτοενοχικότητα, άλλωστε, δεν είναι κάτι καινούργιο.

Αλλά το να μιλήσει κανείς για την απάθεια του σύγχρονου ανθρώπου μπροστά στην λαίλαπα της ανθρώπινης βίας και μιζέριας που εμφανίζεται στην οθόνη του, είναι μια χυδαία γενίκευση. Χυδαία, γιατί κρύβει το γεγονός του προνομίου του. Του προνομίου του παρατηρητή της ανθρώπινης βίας και μιζέριας, γενικεύοντας την δική του ιδιότητα ως παρατηρητή, και προβάλλοντάς την σε όλους τους ανθρώπους που υπάρχουν και έχουν υπάρξει ποτέ, ώστε να σταθεί μετά κριτής της.

Αλλά δεν είμαστε μια ανθρωπότητα παρατηρητών. Οι άνθρωποι που βιώνουν αυτή τη βία και τη μιζέρια δεν έχουν την πολυτέλεια της παρατήρησης. Τα δύο τρίτα της ανθρωπότητας που δεν βρίσκονται σε θέση παρατηρητή, αλλά ούτε και θέση δήμιου, είναι κάπως επιπόλαιο να τα αγνοήσει κανείς, όταν κάνει παρατηρήσεις για την ανθρώπινη φύση.

Όπως και στο ερώτημα για το νόημα της ζωής, το ερώτημα της προέλευσής μας, έτσι και στο ερώτημα της ανθρώπινης φύσης και όλα τα υπόλοιπα αναπάντητα ερωτήματα, κανείς μας δεν φαίνεται να σκέφτεται ότι το υποκείμενο δεν θα καταφέρει ποτέ να παρατηρήσει πλήρως τον εαυτό του. Και ότι η διαδικασία να παρατηρεί τον εαυτό του, ενέχει την ικανότητα να αλλάζει την φύση του επιγενετικά.

Κοιτάμε την βία εκεί έξω και σηκώνουμε τα χέρια ψηλά μπροστά στην ωμότητα της, επειδή, όσα χρόνια Ιστορίας και αν περάσουν, φαίνεται να αδυνατούμε να δούμε ότι οι “βάρβαροι” εκεί έξω είναι ακριβώς ίδιοι με όλους τους άλλους ανθρώπους γύρω μας και ανάμεσα μας. Ο “βάρβαρος” του ενός είναι ο αδερφός του άλλου. Και έτσι πάντα ψάχνουμε κάποιον να κατηγορήσουμε, κάποια συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, και, επειδή πάντα υπάρχουν φταίχτες, καταλήγουμε να καταδικάζουμε την ανθρώπινη φύση στο σύνολό της και μετά νίπτουμε τα χείρας μας.

Επίσης, στην Δύση μας αρέσει να πιστεύουμε ότι η βία που εξαπέλυσαν οι ισχυρές δυτικές χώρες ανήκει στο παρελθόν για εμάς. Τώρα, βλέπεις, έχουμε γίνει καταναλωτές της βίας των άλλων, της βίας σε κάποια φτωχή γωνία του κόσμου, και, ως θεατές πια, έχουμε ξεχάσει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να πέφτουν βόμβες γύρω σου, τι σημαίνει να πεινάς και να περπατάς στα χαλάσματα προσπαθώντας να μην κοιτάζεις τα διαμελισμένα πτώματα τριγύρω σου.

Οι τραγικές μνήμες του Β’ ΠΠ έχουν θολώσει πια για εμάς.

Για μένα προσωπικά, δεν είναι τόσο ότι οι άνθρωποι είμαστε αδιάφοροι στον πόνο των άλλων, ή ότι έχουμε συνηθίσει στην απεικόνιση της βίας έχοντας ταϊστεί με ατελείωτες ώρες βίντεο και αναρίθμητες εικόνες. Ότι απλώς στεκόμαστε απαθείς εντός της κοινωνίας του θεάματος. Δεν είναι μόνο αυτό.

Είναι και ότι αυτή η διαρκής απεικόνιση της βίας κάνει τους ανθρώπους να φοβούνται. Να φοβούνται πολύ, ακόμα και αν δεν το δείχνουν. Παραλύουν από φόβο, γιατί όλο αυτό τους κάνει να αισθάνονται ανήμποροι και μικροί.

Το συναίσθημα της συμπόνιας, αν δεν ενεργοποιηθεί άμεσα ώστε να μεταφραστεί σε δράση, χάνεται γρήγορα. Τι μπορούμε να κάνουμε, άλλωστε; Και ποιοι είμαστε “εμείς”, που μπορούμε να κάνουμε κάτι; Απέναντι σε ποιους; Με ποιον τρόπο;

Μέχρι να δώσει κανείς απαντήσεις σε αυτά, είναι πια αργά. Η ευκαιρία για δράση έχει χαθεί.

Δεν υπάρχει τίποτα το κακό στο να κοιτάς την βία του ανθρώπου κατάματα, την βία για την οποία δεν μπορείς να κάνεις τίποτα για να αλλάξεις, να κάνεις ένα βήμα πίσω, να σκέφτεσαι και να προβληματίζεσαι. Όπως και δεν υπάρχει τίποτα κακό στο να αισθάνεσαι άσχημα, ασχέτως αν στην “εποχή της θετικότητας” έχουμε γίνει αλλεργικοί στα δύσκολα συναισθήματα.

Τα δύσκολα αυτά συναίσθηματα είναι εκεί για να μας ενημερώσουν ότι κάτι σημαντικό συμβαίνει, και ότι πρέπει να έχουμε τον νου μας.

Άλλωστε, κανείς μας δεν μπορεί να σκέφτεται, να προβληματίζεται και να χτυπάει κάποιον άλλον την ίδια στιγμή. Η φύση μας είναι ικανή και για τα τρία, αλλά μόνο ένα τη φορά.

Γι’αυτό σας λέω, αγάπη, αγάπη μόνο. Ή όπως είπε ο φίλος μου ο Βασίλης, ο εθνικός μας ψυχίατρος, “αγάπη ή τίποτα”.

Από το μακρινό Αμστελόδαμο, με αγάπη,

Κώστας

(Φίλε Κώστα, εγώ δεν καταλαβαίνω τίποτα και έχω αποφασίσει πως δεν πρόκειται να καταλάβω. Δεν αμφιβάλλω ότι υπάρχουν “καλοί” άνθρωποι αλλά δεν μπορώ να κάνω ότι δεν βλέπω ότι έχει γεμίσει ο τόπος φρικιά. Δεν ξέρω τι συμβαίνει στην Κίνα και στην Ινδία -και δεν πρόκειται να ζήσω εκεί- αλλά ο δυτικός άνθρωπος κολυμπάει στην εγωπάθεια, την ιδιωτεία και τον ναρκισσισμό, με αποτέλεσμα την κατάθλιψη, το burn out και τις εξαρτήσεις. Και δεν ξέρω για τους άλλους ανθρώπους αλλά εγώ δεν έχω χρόνο πια για να ασχολούμαι με τέτοιους ανθρώπους. Αντικειμενικά δεν έχω χρόνο. Δεν είναι θέμα αισιοδοξίας και ελπίδας ή μηδενισμού, είναι θέμα ρεαλισμού. Κατανοείς την κατάσταση γύρω σου ως έχει και δεν την μπερδεύεις με τις προσωπικές σου επιθυμίες· το έκανα αυτό το λάθος για χρόνια, τώρα πάω με το ρεαλισμό και την αποδοχή. Για την ανθρώπινη φύση, θα πάω με τον Ζαν-Ζακ Ρουσσώ που μας ενημέρωσε πως ο άνθρωπος γεννιέται “καλός” και η κοινωνία τον καταστρέφει. Επίσης, όποιος νομίζει πως μπορεί να ζει σε σάπιες και εγκληματικές κοινωνίες αλλά αυτός να ανθίζει μπροστά στα μάτια των άλλων, θα πάθει μεγάλο κακό. Η εποχή είναι για “Λάθε βιώσας”. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.