Η ιστορία της οικογένειας του «έντιμου» Κύριου Παντελή Κ.

Λίγα χρόνια πριν έρθουν οι πρώτοι πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής στην Ελλάδα, γεννήθηκε ο Παντελής Κ, παιδί ενός κτηματία στην Βόρεια Ελλάδα. Ο πατέρας του, ο μπάρμπα Κώστας Κ, δεν είδε με καλό μάτι τους πρώτους πρόσφυγες και μαζί με άλλους συντοπίτες του είχαν αποφασίσει να μην δέχονται στα χωράφια τους «πεινασμένους», όπως τους έλεγαν, για να δουλέψουν. Πέρασαν πολλά χρόνια, όταν διαπίστωσαν ότι οι «πεινασμένοι» αυτοί γνώριζαν τέχνες, σε αντίθεση με τον μπάρμπα Κώστα και τους άλλους ντόπιους που το μόνο που ήξεραν ήταν να σπέρνουν και να αρμέγουν, και για τον λόγο αυτό οι «πεινασμένοι» έλεγαν τους ντόπιους «κατσαπλιάδες».

Στο μεγάλο εργοστάσιο της διπλανής πόλης που είχε ανοίξει ένας πατριάρχης της ελληνικής βιομηχανίας -και που σήμερα τα εγγόνια αυτού του πατριάρχη το έχουν κλείσει επειδή παρά τα κεφάλαια που άντλησαν από το Χρηματιστήριο και τα δάνεια που πήραν από τις τράπεζες δεν μπόρεσαν να ανταγωνιστούν τους φτηνούς Ανατολικούς- είδε ο Κύριος Παντελής Κ τι μπορούσαν να φτιάξουν οι «πεινασμένοι εργάτες» με το μαλλί από τα πρόβατα που κούρευαν και τα βαμβάκια που μάζευαν και εκεί του γεννήθηκε η ιδέα να ξεκινήσει μια μικρή υφαντουργική βιομηχανία.

Τα σχέδια του Παντελή Κ όμως δεν προχώρησαν γιατί ξεκίνησε ο μεγάλος πόλεμος και οι άνθρωποι είχαν ανάγκη περισσότερο αγροτικά προϊόντα και λιγότερο τα νήματα και τα χαλιά.

Το χωριό του, στην μεγάλη Κατοχή που ακολούθησε, άδειασε γιατί πολλοί έφυγαν για να ακολουθήσουν τους αντάρτες στα βουνά και έμειναν αυτοί που έλεγαν ότι το χωριό καθάρισε από κομμουνιστές που είχαν αρχίσει να τους δημιουργούν προβλήματα, αφού μετά το κίνημα των καπνεργατών του 36 είχαν απαιτήσεις για καλύτερα ημερομίσθια και συνθήκες εργασίας.

Αυτοί που έμειναν, μετά την επιστροφή και όσων πολέμησαν στα ελληνοαλβανικά σύνορα, έμαθαν να ζουν με τους Γερμανούς, όπως άλλωστε και οι παππούδες του Παντελή Κ που ζούσαν αρμονικά με τους Οθωμανούς και σε αντάλλαγμα όταν φύγανε οι Οθωμανοί τους αφήσανε τα χωράφια και τα ζώα.

Το ισόγειο του σπιτιού του Παντελή είχε μετατραπεί σε μια μεγάλη αποθήκη και από αυτή άρχισε να πουλάει στάρι ,λάδι, όσπρια και άλλα που τα είχαν ανάγκη οι κάτοικοι των μεγάλων πόλεων που στην Κατοχή η διατροφή τους γίνονταν με το συσσίτιο.

Οι ιδιαίτερες συνθήκες της αγοράς είχαν επίδραση στη ζήτηση και την τιμή των προϊόντων και ο Παντελής Κ αυτό δεν το άφησε ανεκμετάλλευτο. Πουλούσε σε τιμές εξωφρενικές σε κάτι μεσάζοντες που πήγαιναν τα πράγματα στην Αθήνα και τα πουλούσαν στην μαύρη αγορά. Είχαν μάθει να δίνουν στον Κύριο Παντελή λίρες, που ήταν το επίσημα νόμισμα της Κατοχής, για να παίρνουν αλεύρι, λάδι ή ό,τι άλλο είχε η αποθήκη του.

Οι μεσάζοντες, για να βγάλουν από πάνω τους την ρετσινιά ότι εκμεταλλεύονταν την ανάγκη του κόσμου και να μην τους λιντσάρουν, ήταν αυτοί που έλεγαν στους πρωτευουσιάνους που διαμαρτυρόντουσαν για τις ψηλές τιμές ότι ο Κύριος Παντελής, ο μαυραγορίτης από την Βόρεια Ελλάδα, τους πουλούσε ακριβά και ότι αυτοί ήταν απλοί μεταφορείς και μεταπωλητές.

Η κατοχή, που κράτησε χρόνια, ήταν το Ελντοράντο του Κύριου Παντελή ώστε να αποκτήσει και λίρες εκτός από χωράφια, που τα είχε κληρονομήσει από τους παππούδες του.

Ο Παντελής, από νέος, ήταν ο άνθρωπος που του άρεσε η ησυχία, η οικογένεια και φυσικά η ομαλή τάξη των πραγμάτων.

Αμέσως μετά την απελευθέρωση, άρχισαν τα γεγονότα του εμφύλιου και ο Παντελής έκρινε ότι στη μικρή πόλη θα ήταν στόχος των ανταρτών που είχαν μάθει για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του στην κατοχή. Έπρεπε να φύγει και να πάρει μαζί του μόνο τις λίρες. Τα χωράφια του κάποια στιγμή θα γύριζε και θα τα αξιοποιούσε.

Τα δυο παιδιά του Κύριου Παντελή Κ, ο μικρός Κώστας που ήταν τεσσάρων χρονών και ο εννιάχρονος Παναγιώτης, έφυγαν με το υπεραστικό από το χωριό για την μεγάλη πόλη λίγες ώρες πριν οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μπουν στο χωριό για εκκαθαριστικές επιχειρήσεις.

Ο Κύριος Παντελής είχε φροντίσει να τα στείλει σε κάποιους συγγενείς στην πόλη για να αποφύγουν τυχόν αντίποινα, ενώ ο ίδιος την είχε κοπανήσει με κάτι άλλα παλικάρια που τα κυνηγούσαν ως δωσίλογους.

Οι αντάρτες που μπήκαν στο χωριό δεν βρήκαν τίποτα, έκαψαν το σπίτι του μαυραγορίτη του Κυρ Παντελή, και ένας γέρος ρουφιάνος –που δεν χώνευε τον Κύριο Παντελή -τους είπε ότι τα παιδιά φύγανε με το λεωφορείο πριν από λίγο.

Οι αντάρτες βρήκαν το λεωφορείο σε κάποιο από τα επόμενα χωριά και το σταμάτησαν μήπως βρουν τον Κύριο Παντελή αλλά βρήκαν μόνο τα παιδιά του.

Λυπήθηκαν τον Παναγιώτη που έβαλε τα κλάματα και στα δύο παιδιά δεν έκαναν τίποτα παρά μόνο τα κατέβασαν κάτω και τους είπαν να πάνε στο διάολο.

Τα παιδιά κατέβηκαν και περπάτησαν με τα πόδια μέχρι την μεγάλη πόλη που είχαν τους γνωστούς τους. Εννιά ώρες ήταν το ταξίδι τους μέσα στο αφόρητο κρύο εκείνης της ημέρας και ο μεγάλος, ο Παναγιώτης, στο μεγαλύτερο μέρος του ταξιδιού τους έπαιρνε στην πλάτη του τον τετράχρονο Κώστα.

Τα δυο παιδιά, παρά το ότι είχαν τραυματική εμπειρία, χωρίς να φταίνε για την κατοχική συμπεριφορά του πατέρα τους, μεγάλωσαν στην μεγάλη πόλη αλλά πήραν στη ζωή τους διαφορετική κατεύθυνση μετά το γυμνάσιο.

Ο μεγάλος, ο Παναγιώτης Κ, σπούδασε μαθηματικός και οργανώθηκε σε μεγάλο κόμμα της αριστεράς από τα πρώτα φοιτητικά του χρόνια.

Ο μικρός, ο Κώστας Κ, με το πού τελείωσε το γυμνάσιο, ανέλαβε το εμπορικό κατάστημα του πατέρα του που είχε ανοίξει στη μεγάλη πόλη.

Ο Παναγιώτης Κ -που έμαθε για την δράση του πατέρα του στην Κατοχή- δεν ξαναγύρισε σπίτι. Εξήγησε στους γονείς του ότι τους σέβεται και τους αγαπά αλλά δεν θα ήθελε από αυτούς κανένα μερίδιο η βοήθεια.

Από τότε, ο Κύριος Παντελής τον Παναγιώτη τον έλεγε «χαμένο» και έχασε και τα ίχνη του.

Τα σκληρά χρόνια του εμφυλίου είχαν πια περάσει και στην πατρίδα απόμειναν για να δουλέψουν όσοι είχαν γλυτώσει από τους Γερμανούς, από τους αντάρτες, τους εθνικόφρονες και την αμαξοστοιχία του «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ» που έστελνε τα νέα ζευγάρια μετανάστες στην Γερμανία και το Βέλγιο.

Ο Κυρ Παντελής και είχε γλυτώσει από όλα τα δεινά και είχε και λίρες.

Τότε οραματίστηκε, παράλληλα με το γενικό εμπόριο που έκανε, να ετοιμάσει για τον Κώστα Κ, τον μικρότερο γιό του που δεν τον απαρνήθηκε, ένα εργοστάσιο που θα έφτιαχνε είδη ιματισμού και ταπητουργίας, και που ήταν άλλωστε μέσα στα προπολεμικά σχέδια του, αλλά δεν το υλοποίησε, αφού ήρθε ο μεγάλος πόλεμος.

Είχε σαν πρότυπο του και τον πατριάρχη αυτής της ελληνικής βιομηχανίας, που, όταν έρχονταν στο χωριό,οι κάτοικοι του φιλούσαν το χέρι για το καλό που τους είχε κάνει να τους δώσει δουλειά και να τους βγάλει από τα χωράφια, και ονειρευόταν και εκείνος ανάλογες δόξες.

Κατάφερε, με τις λίρες που είχε συγκεντρώσει στην κατοχή, να αγοράσει ένα μεγάλο οικόπεδο και με την βοήθεια ενός παλιού πρόσφυγα που ήξερε την δουλειά αποφάσισαν να στήσουν την νέα μονάδα της περιοχής που θα ανταγωνιζόταν τον πατριάρχη αυτής της μεγάλης υφαντουργικής βιομηχανίας.

Έφεραν μεταχειρισμένα μηχανήματα από την Αγγλία, ένα Γάλλο μηχανικό για να επιβλέψει την εγκατάσταση τους και ένα παπά από το χωριό για να κάνει αγιασμό και να ευλογήσει τον έντιμο αγώνα που ξεκινούσε ο κύριος Παντελής.

Εργάτες βρήκαν εύκολα, γιατί όσοι δεν έφευγαν εκείνα τα χρόνια για την Γερμανία, αναζητούσαν δουλειά, χωρίς να ενδιαφέρονται για τις συνθήκες εργασίας. Όπως άλλωστε και ο Κύριος Παντελής δεν ενδιαφερότανε για τις συνθήκες εργασίας που πρόσφερε.

Ο Κύριος Παντελής ήταν κέρβερος στο εργοστάσιο. Όλη την μέρα ήταν πάνω από τους εργάτες και μαζί με τον γιό του τον Κώστα που μάθαινε την δουλειά κατόρθωσαν να φτιάχνουν μια αξιόπιστη για την εποχή μονάδα που έφτιαχνε από χαλιά μέχρι στρώματα για στρατόπεδα και από σεντόνια μέχρι μάλλινες κουβέρτες.

Στα πρώτα μάλιστα χρόνια τους έδωσαν σαν ενίσχυση και κάτι μηχανήματα που περίσσευαν στους συμμάχους νικητές του μεγάλου πολέμου, και τα οποία συμπεριέλαβαν στο μεγάλο πακέτο της βοήθειας προς την χώρα.

Τα υφαντουργικά του Κύριου Παντελή ήταν φτηνά, αλλά καλά στην ποιότητα, και είχαν προοπτική για εξαγωγή στην Ευρώπη. Οι δουλειές πήγαιναν καλά και το χωριό έστελνε εργάτες στον Κύριο Παντελή. Οι γριές του χωριού μάλιστα λέγανε ότι για το καλό που πρόσφερε ο Κύριος Παντελής στον τόπο θα έπρεπε να του συγχωρεθούν τα πεθαμένα.

Με τα χρόνια, το εργοστάσιο είχε ξεπεράσει τους διακόσιους εργαζόμενους και ο τοπικός βουλευτής άρχισε και αυτός να ενδιαφέρεται για το ποιοι προσλαμβάνονταν.

Ήταν τα χρόνια που στην Κυβέρνηση ήταν ένα ριζοσπαστικό κόμμα που το ενδιέφερε ιδιαίτερα η μεταπολεμική ανάπτυξη, οπότε στα εργοστάσια έπρεπε, κατά τα λεγόμενα του Κύριου Παντελή, να απασχολούνται άτομα που πίστευαν στην ελευθερία και την δημοκρατία και να μην εργάζονται από αγγαρεία, όπως έκαναν στις διπλανές βαλκανικές χώρες που είχαν την ατυχία να ενταχθούν στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο.

Αυτός ο τοπικός βουλευτής ήταν που εμφύσησε την ιδέα της ανάπτυξης της επιχείρησης στον Κύριο Παντελή. Αυτός του είπε «Παντελή, το κράτος στηρίζει τους πρωτοπόρους».

Με την διαμεσολάβηση του βουλευτή, μια μεγάλη κρατική τράπεζα -που σήμερα δεν υφίσταται γιατί μια δημοκρατική κυβέρνηση που ήρθε τρεις δεκαετίες μετά την πούλησε σε ιδιώτες λέγοντας ότι το κράτος θα έπαυε να είναι το κορόιδο που δανείζει προβληματικούς επιχειρηματίες- ενέκρινε ένα σημαντικό για την εποχή δάνειο ανάπτυξης στην μικρή υφαντουργία του πρωτοπόρου Κύριου Παντελή.

Σήμερα, βέβαια, μετά την πρόσφατη κρίση αποδείχτηκε ότι αρκετά δάνεια σε πρωτοπόρους, καινοτόμους ή και βραβευμένους επιχειρηματίες είτε τα χορηγεί κρατική είτε ιδιωτική τράπεζα αυτά δεν αποπληρώνονται ποτέ.

Παραφράζοντας ένα μεγάλο ιδεολογικό τιμονιέρη που μιλούσε για άσπρες και μαύρες γάτες που πιάνουν ποντίκια, κάποιοι είχαν γράψει σε ένα τοίχο «κρατική τράπεζα, ιδιωτική τράπεζα, αυτό που μετράει είναι να μην πληρώσεις το δάνειο που πήρες».

Το εργοστάσιο του Κύριου Παντελή Κ με τα νέα κεφάλαια της κρατικής τράπεζας εκσυγχρονίζεται και μια νέα πτέρυγα του εγκαινιάζεται στην περίοδο που στην θέση των πολιτικών ήταν οι στρατιωτικοί.

Στα χρόνια των στρατιωτικών, ο Κύριος Παντελής Κ κράτησε μια ουδέτερη στάση. Κανείς δεν είπε ότι είχε μαζί τους ιδιαίτερες δουλειές, κανείς βέβαια δεν είπε ότι τους έκανε και αντίσταση. Μικροπρομήθειες έκανε σε κάτι τοπικές στρατιωτικές μονάδες αλλά δεν τολμούσε κανείς να διανοηθεί ότι υπήρχε υπόνοια βρόμικης συνδιαλλαγής.

Ο Κύριος Παντελής λάτρευε την τάξη, ο γιος του ο Κώστας ήταν ένας νομοταγής πολίτης, και τον Παναγιώτη, τον μεγάλο του γιό που ήταν αριστερός,τον είχε ξεγράψει.

Αυτό το εκτίμησαν οι στρατιωτικοί και για τον λόγο αυτό και ποτέ δεν τον ενόχλησαν.

Αντίθετα, τον Κύριο Παντελή άρχισαν να τον ενοχλούν οι πολιτικοί που ήρθαν μετά τους στρατιωτικούς. Ιδιαίτερα, ο βουλευτής που είχε μεσολαβήσει στην έγκριση του μεγάλου δανείου ενέκρινε πλέον και την λίστα με τις νέες προσλήψεις και όταν άρχισε να διαμαρτύρεται ο βουλευτής της τότε δημοκρατικής αντιπολίτευσης συμφώνησαν μεταξύ τους οι ντόπιοι βουλευτές και ο Κύριος Παντελής σε ποσοστώσεις επί των προσλήψεων που θα έκανε η επιχείρηση.

Καμία φορά όταν του φόρτωναν κανένα άχρηστο εργάτη Ο Κυρ Παντελής έριχνε και καμία χριστοπαναγία, από πίσω από τον εργάτη ,λέγοντας για τους βουλευτές της περιοχής ότι «αυτά τα αρχίδια θέλουν να κάνουν κουμάντο σε ξένο μουνί».

Η επιχείρηση του Κύριου Παντελή με τον καιρό άλλαξε όνομα και μετονομάστηκε σε «Υφαντουργία 3Κ». Το όνειρο του ήταν πια για μια βιομηχανία 3 γενεών .Του Παντελή ,του γιου του Κώστα και του νεογέννητου εγγονού του, Μύρωνα.

Ήταν περίεργο που ο εγγονός του Κύριου Παντελή δεν πήρε το όνομα Παντελής αλλά ήταν 17 Αυγούστου, του αγίου Μύρωνα, στον οποίο το αβάφτιστο ακόμη παιδί το τάξανε εξαιτίας ενός ψηλού πυρετού που δεν υποχωρούσε με τίποτα.

Και έτσι χάθηκε το όνομα του Κυρίου Παντελή Κ. Είχε όμως προηγηθεί η Αριάδνη που πήρε το όνομα της γιαγιάς.

Τα χρόνια περνούν, ο Κώστας ο γιος του Κύριου Παντελή έχει ωριμάσει πια επαγγελματικά, εργάζεται σκληρά, διευθύνει το εργοστάσιο και η επιχείρηση μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ’80 καταφέρνει και ανταπεξέρχεται στους διεθνείς κλυδωνισμούς.

Σε αυτό βοήθησε και ο Τάσος Θ, ένα φιλόδοξο παιδί που διορίστηκε από τον τοπικό βουλευτή, ως υπεύθυνος προμηθειών ιματισμού για αξιωματικούς του στρατού, που έδινε αρκετές εργολαβίες ιματισμού και κλινοσκεπασμάτων στην επιχείρηση του Κυρ Παντελή.

Οι τεχνικές προδιαγραφές που είχαν οι στολές, κάτι δηλαδή σιρίτια, κάποιες διπλοραφές και τσακίσματα, κάτι περίεργες αποστάσεις του καβάλου από την πόρπη του ζωστήρα, έκαναν αδύνατη σχεδόν την συμμετοχή των άλλων ανταγωνιστών.

Η «Υφαντουργία 3Κ», όμως, που έχει τα ειδικά μηχανήματα, φτιάχνει αυτές τις άψογες στολές που οι άλλοι δεν μπορούσαν.

Ένας από τους συμμετέχοντες σε αυτούς τους διαγωνισμούς με τις σφραγισμένες προσφορές έκανε μια φορά πλάκα στον Τάσο Θ και του είπε « Ρε συ Τάσο, στις προδιαγραφές του επόμενου διαγωνισμού που θα φτιάξεις, μην ξεχάσεις να αναφέρεις ότι τα αρχίδια στα παντελόνια των αξιωματικών να είναι ζυγισμένα δεξιά». Ο Τάσος Θ, όμως, τον αγριοκοίταξε και τον ρώτησε εάν υπονοεί κάτι.

Ο Κώστας Κ ,διορατικός όπως ήταν, διαπιστώνει ότι το εργατικό κόστος έχει αρχίσει να γίνεται δυσβάσταχτο και διαβλέπει ότι στις γειτονικές βαλκανικές χώρες, αυτές για τις οποίες ο πατέρας του ο Κύριος Παντελής έλεγε ότι εκεί οι εργάτες δουλεύουν από αγγαρεία, θα ήταν πρόθυμοι να εργασθούν και να κάνουν παραγωγή φασόν για λογαριασμό του.

Είμαστε πια στο κατώφλι της παγκοσμιοποίησης, την εποχή που Έλληνες επιχειρηματίες αρχίζουν να συνεργάζονται με Βουλγαρικά εργοστάσια που φασονάρουν κάλτσες, παπούτσια σεντόνια και άλλα πολλά και αντίστοιχα Βούλγαροι καλλιτεχνικοί ατζέντηδες αποστέλλουν χορεύτριες από την Λυρική της Σόφιας σε νυχτερινά κέντρα της Εθνικής οδού, ορισμένα εκ των οποίων σε αναρτημένα πανό ενημερώνουν τους πελάτες τους ότι προσεχώς θα απασχολούνται και Βουλγάρες.

Τώρα, η επιχείρηση του Κώστα Κ έχει ένα διεθνές profile αφού μεγάλο μέρος της παραγωγής γίνεται στην Βουλγαρία, στο εργοστάσιο της Βόρειας Ελλάδος βάζουν τις ετικέτες και κανένα αξεσουάρ έτσι ώστε να δικαιολογείται το «Made in Greece» και τα έτοιμα προϊόντα εξάγονται στις μεγάλες πολυεθνικές αλυσίδες τύπου mart.

Τα παιδιά του έχουν πια μεγαλώσει και σπουδάζουν στην Αθήνα. Η Αριάδνη, που είναι πιο καλή, σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο οικονομικά, αλλά ο Μύρωνας παρά τα ιδιαίτερα, αποτυγχάνει και αποφασίζει να γραφτεί σε γνωστό κολλέγιο στο οποίο εκείνα τα χρόνια πήγαιναν συνήθως παιδιά από εύπορες οικογένειες που δεν έμπαιναν στις ανώτερες σχολές.

Σήμερα βέβαια που τα Πανεπιστήμια έχουν υποβαθμισθεί και δεν έχει καμία σημασία ποιο ελληνικό Πανεπιστήμιο έχεις τελειώσει οι εργοδότες προτιμούν τους αποφοίτους του γνωστού αυτού κολεγίου, αφού τουλάχιστον εκεί μαθαίνουν να γράφουν Αγγλικά, πράγμα που οι παλιότεροι αυτοδημιούργητοι εργοδότες έχουν ακόμη ανάγκη.

Τον Μύρωνα, οι συμφοιτητές του, που και αυτοί ήταν κοπρόσκυλα και από τους πατεράδες τους έπαιρναν χαρτζιλίκι, τον έλεγαν ο «τεμπέλης της εύφορης κοιλάδας» γιατί οπού πήγαιναν ήθελε να αράζει και να ρεμβάζει. Εκείνος τους έλεγε ότι όταν κάθεται σκέφτεται αλλά αυτοί τον έπαιρναν στο ψιλό.

Στις αρχές τη δεκαετίας του ’90, η «Υφαντουργία 3Κ» έχει εδραιωθεί για τα καλά στην αγορά και τα εμπορικά της κέρδη είναι αποτέλεσμα της προνοητικότητας του Κώστα Κ, να αξιοποιήσει την φθηνή εργατική δύναμη των βαλκανικών χωρών που μόλις είχαν αρχίσει να γνωρίζουν τα αγαθά της ελεύθερης οικονομίας.

Τώρα το επόμενο βήμα τους θα ήταν η μετακίνηση στην πρωτεύουσα. Τα παιδιά, η Αριάδνη και ο Κώστας, είχαν πια μεγαλώσει και ζούσαν στην Αθήνα· η μεν Αριάδνη σπουδάζοντας, ο δε Μύρωνας κοροϊδεύοντας τον κόσμο ότι σπουδάζει.

Η μετακίνηση στην Αθήνα συνδυάζεται και με την ανάγκη απόκτησης νέων γραφείων και κατοικιών για την οικογένεια του Κώστα Κ.

Σε μια άγνωστη μεγάλη πόλη οι άνθρωποι της επαρχίας είχαν την ανάγκη από κάποιον μεσίτη για να τους υποδείξει τα κατάλληλα ακίνητα στα οποία εκτός από την επένδυση των χρημάτων που θα έκαναν θα έπρεπε να ικανοποιούν και τις ανάγκες τους. Σύστησαν το μεσιτικό γραφείο του Πάνου Θ.

Ο Πάνος Θ δεν ήταν ένας συνηθισμένος μεσίτης. Τού άρεσε να συζητάει με τους πελάτες του και να διαπιστώνει τις πραγματικές τους ανάγκες. Το γραφείο του ήταν σε ένα μεγάλο γυάλινο κτήριο που ο κατασκευαστής του, ο Ιάκωβος Μ, είχε βάλει με μεγάλα γράμματα το όνομα του έτσι ώστε να βλέπουν τα έργα του οι περαστικοί και να αναθέτουν την αξιοποίηση των οικοπέδων του σε αυτόν και όχι σε τίποτα τυχάρπαστους που κυκλοφορούν στην αγορά των εργολάβων.

Το είχε γράψει μάλιστα στα Αγγλικά «constructed by Jacob» ώστε να τον έχουν υπόψη τους και οι ξένοι επενδυτές που δεν γνώριζαν ελληνικά.

Ο Πάνος Θ συμβούλεψε στην αρχή τον Κώστα Κ,τον γιο του Κύριου Παντελή, να έχει υπομονή γιατί η εποχή που αποφάσισε να αναζητήσει ακίνητα ήταν μια εποχή που οι Πωλητές θέλανε να τα κονομήσουν εις βάρος των έντιμων αγοραστών και ότι εκείνος έκανε πάντα προσπάθειες να βρίσκει φτηνά ακίνητα και να ικανοποιεί τους πελάτες του.

Η πρώτη συνάντηση ήταν μια συνάντηση γνωριμίας και την επόμενη φορά -αφού θα έκανε πρώτα έρευνα αγοράς, η οποία εάν πετύχει και κλείσει το deal κοστολογείται σε 4% επί της αξίας του ακινήτου, αφού πληρώνει 2% ο Πωλητής και 2% ο Αγοραστής – θα του πρότεινε κάτι συγκεκριμένο.

«Κύριε Κώστα, στο γραφείο μας ενδιαφέρει να χτίσουμε σχέση εμπιστοσύνης και όχι να κλείσουμε μια δουλειά και να τα αρπάξουμε» του έλεγε. Ο Κώστας Κ ,ο γιος του Κύριου Παντελή, είχε βέβαια και αυτός τα standards του.

Τις κατοικίες τις ήθελε σε συγκεκριμένο βόρειο προάστιο εκεί όπου είχαν αρχίσει να κατοικούν επιχειρηματίες που έγιναν γνωστοί τα τελευταία χρόνια από κάτι μοντέρνα περιοδικά που διάβαζαν τα παιδιά του κύριου Κώστα, και που ο ένας δεν ήξερε το παρελθόν του άλλου και ούτε φυσικά τον ενδιέφερε αρκεί να μην έμπαινε στα πόδια του και στις δουλειές που είχε ανοίξει με τους παράγοντες της δημοκρατικής κυβέρνησης.

Του άρεσε μάλιστα που οι φράχτες αυτών των σπιτιών ήταν ψηλοί, και οι αδιάκριτοι περαστικοί δεν μπορούσαν να βλέπουν τι γίνεται μέσα, καθώς και ορισμένα μεγάλα σπίτια που είχαν κάτι φιμέ φυλάκια με σκοπούς που προστάτευαν τους ενοίκους τους από τυχόν κακοποιούς που είχαν βάλει στο μάτι τις περιουσίες αυτών που με κόπο τις είχαν αποκτήσει.

Ο Κύριος Κώστας στο βόρειο αυτό προάστιο ήθελε να φτιάξει 3 μεζονέτες.

Άρχισε λοιπόν, ο Πάνος Θ, ο μεσίτης, να του δείχνει κάποια ακίνητα άλλο για γραφεία και ένα μεγάλο οικόπεδο στο ανερχόμενο αυτό βόρειο προάστιο αλλά κάθε φορά, συμβουλευτικά, του έλεγε «Άστο αυτό, Κύριε Κώστα. Αυτοί θέλουν να πιάσουν την καλή. Δεν είναι ευκαιρία γιατί έχουν μυριστεί ότι υπάρχει χρήμα», και η αλήθεια είναι, σε αντίθεση με τους μεσίτες που δεν μυρίζονται το χρήμα, ότι οι Αγοραστές θέλουν να πιάσουν πάντα την καλή.

«Είναι βλέπεις και το προάστιο που θέλουν να χτίσουν όλοι οι νέοι επιχειρηματίες που κάνουν δουλειές με την δημοκρατική κυβέρνηση και έχουν ανέβει οι τιμές. Αλλά μη σε νοιάζει κάτι θα βρούμε».

Μετά από πολλές επισκέψεις που δεν κατέληξαν πουθενά ,γιατί οι Αγοραστές που έβλεπαν έναν αρχοντόβλαχο να βγαίνει από ένα μεγάλο γερμανικό αυτοκίνητο ζητούσαν τα άντερα τους , ο Πάνος Θ είπε στον Κύριο Κώστα ότι γνωρίζει ένα δικηγόρο κρατικής Τράπεζας, τον Αντώνη Μ, ο οποίος ασχολείται με ακίνητα ασυνεπών δανειοληπτών.

Του έλεγε μάλιστα: « Κύριε Κώστα, ανοίγονται πέρα από κει που φτάνουν και δεν μπορούν να πληρώσουν μετά.Και η τράπεζα στην οποία εμπιστευόμαστε τα κεφάλαια μας πρέπει να κοιτάξει να προστατευτεί».

Ο Κώστας Κ, γνήσιο παιδί του Κύριου Παντελή και γαλουχημένο με τα ιδανικά που του έχει εμφυτεύσει ο πατέρας του, δεν τον ενδιαφέρει από πού προέρχονται τα ακίνητα, όπως άλλωστε και τον πατέρα του δεν τον ενδιέφερε ποιος έχανε την περιουσία του στην Κατοχή για να πάρει ένα σακί στάρι, του λέει « Προχώρα να τελειώνουμε αρκεί να είναι ευκαιρία».

Και πράγματι υπάρχει η μεγάλη ευκαιρία, αφού εκεί στα μέσα της δεκαετίας του ’90 έχει γίνει το μεγάλο ξεκαθάρισμα των παλιών μεταπολεμικών τζακιών της Ελληνικής Βιομηχανίας και ο Αριστείδης Π που είχε υποθηκεύσει στην μεγάλη Κρατική Τράπεζα, που είναι και φίλη των πελατών της, ένα οικόπεδο στα Βόρεια Προάστια και ένα εργοστάσιο φάντασμα που χρόνια τώρα σάπιζε στην Εθνική Οδό ευρίσκεται σε αδυναμία να ταχτοποιήσει τις οφειλές του. Είχε καταφέρει για κάπου 5-6 χρόνια να συνεννοείται με τον Αντώνη Μ,τον δικηγόρο της Τράπεζας και οι πλειστηριασμοί να αναβάλλονται.

Τώρα, όμως, η πρόταση του Πάνου Θ στον δικηγόρο της τράπεζας που είναι φίλη με τους πελάτες, Αντώνη Μ, ήταν δελεαστική: «Ρε συ Αντώνη, το ξέρω, είσαι ψυχούλα και λυπάσαι τον Αριστείδη, αλλά τον κρατάς 5 χρόνια με αναπνευστήρα. Άστα τα γαμημένα τα οικόπεδα να βγουν στο σφυρί να πάει ο Ιάκωβος να τα αξιοποιήσει. Έχω βρει ένα βλάχο που θέλει σώνει και καλά να φτιάξει κάτι μεζονέτες στα Βόρεια Προάστια για αυτόν και τα παιδιά του. Και θέλει και γραφεία για την εταιρεία του στην Εθνική οδό».

Ο Αντώνης Μ, ο δικηγόρος της μεγάλης κρατικής τράπεζας, δεν ήτανε μόνο ψυχούλα. Είχε και μια τακτική να έρχεται σε επαφή με τον αντίδικο δικηγόρο του πελάτη να τα βρίσκουν μεταξύ τους και να πετυχαίνουν με το αζημίωτο από τον κάθε Αριστείδη να αναβάλλεται ο πλειστηριασμός.

Εάν δεν τα βρίσκανε, το ακίνητο έβγαινε στο σφυρί και αναλάμβανε δράση ο φίλος τους ο Ιάκωβος Μ, το επονομαζόμενο “κοράκι”, που μάζευε στον πλειστηριασμό άλλα κοράκια για να φαίνονται πολλοί οι ενδιαφερόμενοι, τους μοίραζε ένα χαρτζιλίκι ανάλογα με την αξία του ακινήτου και στο πόσο χαμηλά είχαν συνεννοηθεί να φτάσει η τιμή και κλείνανε συνήθως τα ακίνητα που τους ενδιέφεραν.

Μετά, ανάλογα με την προσφερόμενη υπηρεσία, ο Πάνος Θ που έφερνε τον πελάτη έπαιρνε το 2%,ο Αντώνης Μ , ο δικηγόρος, ανελάμβανε τα συμβόλαια και έπαιρνε την δικηγορική αμοιβή, ο Ιάκωβος Φ, το κοράκι, αναλάμβανε την εργολαβία και ο πελάτης έπαιρνε αυτό που ήθελε.

Από κει και πέρα βέβαια ο Ιάκωβος, ο εργολάβος έδινε δουλεία και σε άλλους κλάδους της παραγωγικής οικονομίας αφού συνήθως σήκωνε κανένα όροφο παραπάνω οπότε ανακατεύονταν και τα παιδιά της πολεοδομίας ,της Αστυνομίας και του δήμου.

Στο τέλος της δουλειάς ήταν όλοι ευχαριστημένοι και η μόνοι αγανακτισμένοι ήταν οι υπουργοί της δημοκρατικής Κυβέρνησης οι οποίοι υπόσχονταν στους ψηφοφόρους τους ότι για την ανομία αυτή το μαχαίρι θα φθάσει στο κόκαλο.

Οι ψηφοφόροι έβλεπαν μόνο το κόκαλο και το θεωρούσαν αρκετό οπότε τους ψήφιζαν, η αγανάκτηση πλέον των υπουργών έδινε την θέση της στην πρακτική αντιμετώπιση του προβλήματος και η λύση που συνήθως βρίσκονταν ήταν η νομιμοποίηση των αυθαιρέτων.

Οι παλιές μάλιστα καραβάνες της πολιτικής, αυτές που κληροδοτούσαν τις βουλευτικές έδρες στα παιδιά τους, πάντα άφηναν κάτι για τις επόμενες γενιές και έτσι τα νέα παιδιά των πολιτικών πρέπει να φθάσουν και αυτά το μαχαίρι στο κόκαλο για το Κτηματολόγιο, τους δασικούς χάρτες, τους καταπατημένους αιγιαλούς και την εκκλησιαστική περιουσία.

Με την βοήθεια του Πάνου Θ, του Αντώνη Μ, του δικηγόρου της τράπεζας και του Ιάκωβου Φ. ο Κύριος Κώστας Κ, ο γιος του κύριου Παντελή του μαυραγορίτη της κατοχής, βρέθηκε με γραφεία σε κεντρική λεωφόρο της πρωτεύουσας και 3 μεζονέτες κολλητές στα βόρεια προάστια.

Οι μεζονέτες αυτές στοίχισαν αρκετά στην κατασκευή γιατί ο Ιάκωβος ο εργολάβος υπενθύμιζε στον κύριο Κώστα, όταν του έκανε κανένα παζάρι, ότι έχει πολλά κόστη να καλύψει και ότι, αν φύγει από την εργολαβία, μπορεί να έχει κανένα μπλέξιμο με τους ρουφιάνους της πολεοδομίας.

Ο Κύριος Κώστας Κ αγανακτούσε με την κατάσταση αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, και φυσικά στους φίλους του έλεγε ότι στην εποχή μας, σε αντίθεση με την εποχή του πατέρα του Κύριου Παντελή, ο κόσμος έχει διαφθαρεί και κοιτάζει πώς να τα κονομήσει από παντού.

Οι μεζονέτες, πάντως, που έφτιαξε ο Ιάκωβος ήταν άριστης κατασκευής και δεν υπήρχαν λειτουργικά προβλήματα. Είχαν εφαρμοσθεί οι αυστηρές προδιαγραφές του αντισεισμικού ΓΟΚ, είχαν υλοποιήσει πιστά τους κανόνες θερμομόνωσης και είχαν σφάξει και κόκορα όταν ρίχνανε τα πρώτα μπετά.

Αρχιτεκτονικά, εάν και ήταν ίδιας κοπής με όλες τις άλλες μεζονέτες που έφτιαχνε ο Ιάκωβος στο βόρειο αυτό προάστιο, ξεχώριζαν χάρη στην τριγωνική αψίδα που στόλιζε την είσοδο της κάθε μιας και ένα μεγάλο μαρμάρινο Κ εντοιχισμένο στο εξωτερικό σοβά.

Κατά τα λοιπά, είχαν τηρηθεί οι άγραφοι πολεοδομικοί κανόνες του κλεισίματος των ημιυπαίθριων, της μετατροπής της στέγης σε σοφίτα για χώρο γραφείο, των αποθηκών σε play room για να παίζουν τα παιδιά μια φορά τον χρόνο στα παιδικά parties, και, φυσικά, ενός μέρους του γκαράζ σε δωμάτιο υπηρεσίας.

Αφού τα σπίτια χτίστηκαν και τα κεντρικά γραφεία της «Υφαντουργίας 3Κ» κατασκευάστηκαν, ήρθαν τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης. Η Ελλάδα έπαυε να είναι ο παρίας της Ευρώπης και οι εκσυγχρονιστές που ήταν στην Κυβέρνηση φρόντισαν να μπει στην μεγάλη οικονομική νομισματική ένωση.

Η Παναγία, την οποία επικαλούμεθα τώρα τελευταία που την έχουμε ανάγκη, είχε κάνει και εκείνα τα χρόνια ένα θαύμα και το έλλειμμα του Προϋπολογισμού είχε μειωθεί λίγο πριν μπούμε στην μεγάλη αυτή ένωση από 10% σε 3%.

Εν τω μεταξύ, η Αριάδνη είχε παντρευτεί τον Γιάννη, ένα ψιλοπροικοθήρα άφραγκο αριστοκράτη, είχε κάνει στο καπάκι και το πρώτο της παιδί και έτσι κατοίκησε αμέσως την μία μεζονέτα.

Όλα αυτά τα χρόνια, ο Κύριος Παντελής δεν τα πέρασε χωρίς να κάνει τίποτα. Ήταν ο Νέστορας της «Υφαντουργίας 3Κ» και μπορεί ο γιος του ο Κώστας να διεύθυνε το εργοστάσιο αλλά η πείρα και η σοφία του έδιναν πολλές φορές την λύση.

Είχε λοιπόν ένα μεγάλο γραφείο, στολισμένο με διάφορες εικόνες, που πήγαινε και καθόταν, παρακολουθούσε τους εργάτες, αλλά τώρα, πιο διακριτικά, διάβαζε την εφημερίδα του, μιλούσε και με τον Πάνο Θ τον μεσίτη, ο οποίος τον συμβούλευε να φροντίσει και τα εγγόνια του -δηλαδή να αγοράσει και κανένα άλλο ακίνητο- και παρακολουθούσε και την παραγωγή από τα χωράφια του που είχε δώσει για εκμετάλλευση σε κάτι συγχωριανούς του, οι οποίοι έπαιρναν τις επιδοτήσεις και έβαζαν τους Αλβανούς που είχαν έρθει στην Ελλάδα να δουλεύουν .

Αλλά τα χρόνια που περνούν δεν έχουν μόνο τις χαρές της εξέλιξης· υπάρχουν και οι λύπες από την απώλεια των κοντινών μας προσώπων. Και ο κυρ Παντελής πολύ στεναχωρήθηκε όταν πέθανε η Κυρία Αριάδνη στις αρχές του ’90. Ήταν γύρω στα εβδομήντα πέντε του, ήταν μεγάλος για να παντρευτεί ξανά, και οπωσδήποτε χρειαζόταν κάποιον να τον φροντίζει.

Ο γιος του ο Κώστας όμως σκέφτηκε να του πάρει μια Γεωργιανή από αυτές που τότε έρχονταν στην Ελλάδα αναζητώντας δουλειά και εγκαταλείποντας τον παράδεισο του σοβιετικού σοσιαλισμού. Και σκέφτηκε την Adrianna , κοπέλα που είχε καλές συστάσεις και δούλευε στα γραφεία σαν καθαρίστρια χωρίς να δώσει ποτέ αφορμή για τίποτα, που της πρότεινε, αντί να εργάζεται στο εργοστάσιο και να καθαρίζει σκάλες και γραφεία, να περιποιόταν τον παππού και να του φτιάχνει και κανένα φαγητό. Ο Κυρ Παντελής στην αρχή δεν ήθελε να βάλλει ξένο άνθρωπο στο σπίτι αλλά με το καιρό δέχθηκε, συνήθισε και έλεγε ότι του άρεσε.

Ο γιος του και τα εγγόνια γέλασαν μόλις άκουσαν από τον Κυρ-Παντελή ότι είναι ευχαριστημένος με την Adrianna που τον περιποιείται, τον τρίβει στην πλάτη και του κάνει βεντούζες, και άρχισαν και τα χωρατά, λέγοντας του παππού να προσέχει να μην ξεμυαλιστεί και ότι, αν χρειάζεται ενίσχυση, να του έφερναν βασιλικό πολτό από το χωριό.Τότε εξάλλου δεν είχαν κυκλοφορήσει τα Viagra.

Τα πράγματα άρχισαν να τους ανησυχούν, όταν ο κυρ-Παντελής άρχισε να τους εκθειάζει την Adrianna και να γνωρίζει λεπτομέρειες για το παιδί της που είχε μπλέξει με την Γεωργιανή μαφία και τον άντρα της που ήταν αλκοολικός και τον ζούσε αυτή από μια ξένη χώρα.

Όταν μάλιστα μια Κυριακή ο παππούς τους είπε ότι θα πάνε με την Adrianna να φάνε έξω, τότε τον περιμένανε στην επιστροφή να γυρίσει, και όταν γύρισε, αφού είπανε της Adrianna να κατέβει στο δωμάτιο της , άρχισαν να του λένε ότι οι ξένες αυτές ήταν πουτάνες στην πατρίδα τους και ήρθαν εδώ για να βρουν κανένα γέρο και να του τα αρπάξουν.

Τον Κύριο Παντελή δεν τον πείραξε που είπανε ότι η Adrianna είναι πουτάνα, όσο που τον είπανε γέρο που θα του τα φάει.

Στη συζήτηση, τους αποκάλυψε ότι πολλά βράδια η Adrianna κοιμάται μαζί του, ότι τα καταφέρνει χωρίς βασιλικό πολτό και ότι η Adrianna του είχε πει ότι γαμάει καλύτερα από σαραντάρη.

Ο Κυρ Παντελής μάλιστα τους σιγοτραγουδούσε και το παλιό τραγούδι “Τι σαράντα, τι πενήντα, τι εξήντα”, και στο τέλος τους διαβεβαίωσε ότι όχι μόνο δεν πρόκειται να του τα φάει αλλά της φυλάει και τα λεφτά που της δίνει κάθε μήνα στο χρηματοκιβώτιο της Εταιρείας.

Ο Κώστας Κ δεν πολυγούσταρε που ο πατέρας του ο Κυρ-Παντελής τα είχε βρει με την Adrianna ,την Γεωργιανή κοπέλα που τον φρόντιζε, αλλά ο μικρός γιος του, ο Μύρωνας, ο «τεμπέλης της εύφορης της κοιλάδας», έλεγε να αφήσουνε τον παππού να πάει ευχαριστημένος.

Έπιανε μάλιστα καμία φορά τον παππού κρυφά και του έλεγε συμβουλευτικά «Παππού πρόσεχε με πουτάνα δεν την πατάμε, την πουτάνα την γαμάμε» Ο Κυρ Παντελής καμάρωνε που είχε έξυπνο εγγονό.

Στα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης και της παγκοσμιοποίησης, ο Κώστας Κ πήρε και άλλα δάνεια τα οποία σύμφωνα με το business plan της επιχείρησης προορίζονταν για την ανέγερση μιας νέας πτέρυγας που θα χρησίμευε για την δραστηριότητα των logistics.

Είχαν αποφασίσει να κάνουν μαζική εισαγωγή από ινδικούς τάπητες και κινέζικα μαξιλαράκια τα οποία σκόπευαν να προωθήσουν στην επαρχία μέσω δικτύου αντιπροσώπων με τη μέθοδο franchising.

Επίσης, με ένα μέρος του δανείου, θα εξαγόραζαν και μια παλιά βιοτεχνία που έφτιαχνε πετσέτες στον Ασπρόπυργο. Η Βιοτεχνία ήταν εγκατεστημένη σε ένα παλιό ασοβάντιστο καραγιαπί με στέγη από ΕΛΕΝΙΤ και ήταν εξοπλισμένη με δύο πρέσες, μια σιδερώστρα, μια διπλωτική μηχανή και ένα σαράβαλο φορτηγό διανομής.

Στην άκρη του οικοπέδου είχε κτιστεί αυθαίρετα μια μικρή κατοικία που έμεναν τρεις οικογένειες Πακιστανών που δούλευαν τις μηχανές.

Στην εισηγητική του έκθεση προς το Υπηρεσιακό Συμβούλιο ο Διευθυντής χορηγήσεων ανέφερε ότι πρόκειται περί βιομηχανίας με σύγχρονο εξοπλισμό για την παραγωγή καινοτόμων ειδών ιματισμού με έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό.

Η επιχείρηση μεγάλωνε χάρη στην δεύτερη γενιά αλλά και η τρίτη γενιά ήταν έτοιμη και αυτή να αναλάβει τα ηνία της επιχείρησης.

Ο Μύρωνας και η Αριάδνη θα κόντευαν τα τριάντα και είχαν διαφορετικές φιλοδοξίες αλλά πάντα στην επιχείρηση που είχε στήσει ο παππούς, ο Κυρ Παντελής, και συνέχιζε επάξια ο γιος του, ο Κώστας Κ.

Η Αριάδνη, μετά την αποφοίτηση της από το Πανεπιστήμιο, είχε βλέψεις για την ανάπτυξη της επιχείρησης στον τομέα των ταπήτων και άλλων ειδών ιματισμού μέσω franchising και προγραμμάτων ανταποδοτικής παροχής. Ήταν έξυπνη, εργατική και είχε μάθει τα μυστικά της δουλειάς κοντά σε μια σαραντάχρονη παλιά υπάλληλο του πατέρα της, την Ειρήνη, αυτή που οι εργάτριες λέγανε “κωλοπετσωμένη” γιατί είχε ξεκινήσει τις πωλήσεις από το τμήμα που έφτιαχνε μαξιλαροθήκες και σεντόνια για ξενοδοχεία τρίτης κατηγορίας και, επειδή ήταν αποτελεσματική με την αύξηση του κύκλου των εργασιών της επιχείρησης, προήχθη σε Διευθύντρια Πωλήσεων.

Άλλες βέβαια, εργάτριες πάντα, την λέγανε «πουταναριό» γιατί όποτε έβλεπε το αφεντικό της, τον Κώστα Κ, πήγαινε και του έλεγε τι ωραία γραβάτα που φορούσε και τάχα του έφτιαχνε τον κόμπο της. Όταν μάλιστα γύριζε από κανένα επαγγελματικό ταξίδι από την Θεσσαλονίκη, του έφερνε πάντα τρίγωνα Πανοράματος η καριόκες του «Αγαπητού».

Τον Κύριο Παντελή Κ, τον πατριάρχη της «Υφαντουργίας 3Κ», τον ρωτούσε τάχα πως τα πάει με την Adrianna και ακουμπούσε και λίγο πάνω το,υ όταν του έδειχνε κανένα καινούργιο υλικό.

Ο Κύριος Παντελής Κ καμάρωνε και έλεγε ότι αυτός επέμενε να προσληφθεί η Ειρήνη γιατί η νύφη του, η Αθανασία, δεν την ήθελε, αλλά αυτός με το ένστικτό του είχε καταλάβει ότι αυτό το κορίτσι θα πήγαινε μπροστά.

Το marketing plan της Ειρήνης, της κωλοπετσωμένης Διευθύντριας Πωλήσεων, προέβλεπε την επίδειξη ταπήτων, στρωμάτων και ειδών ιματισμού σε foyer ξενοδοχείων της επαρχίας.

Έκλεινε μία αίθουσα όπου καλούσε τους εμπόρους της επαρχίας και ορισμένους καλούς πελάτες και εκεί δυο τρεις Πακιστανοί σήκωναν τα χαλιά στον αέρα, ενώ η Ειρήνη από ένα μικρόφωνο, που έκανε συνήθως παράσιτα, άρχισε να τους αναφέρει από τι μαλλί ζώου είχε κατασκευαστεί, πόσους κόμπους είχε, πόσα χρώματα φινίρισμα είχε περαστεί και διάφορες άλλες λεπτομέρειες τις οποίες οι έμποροι συνήθως δεν πρόσεχαν, αφού έκαναν μάτι στο σφιχτό ντεκολτέ της Ειρήνης.

Κανά δύο από τους επαρχιώτες αντιπροσώπους πήγανε να αφήσουνε πονηρά υπονοούμενα, όταν τους έκανε επίδειξη στρωμάτων, αλλά η Ειρήνη τους έβαζε στην θέση τους και δεν τους έδινε αέρα.

Η Ειρήνη που ήταν φλύαρη, όπως άλλωστε οι περισσότεροι πωλητές, καμία φορά τους έκανε και παρατήρηση λέγοντας τους να έχουν το νου τους μην τους ξεγελάσουν τίποτα απατεώνες που πουλάνε χαλιά της μηχανής, ενώ της εταιρείας που εκπροσωπούσε εκείνη ήταν χειροποίητα.

Στις συγκεντρώσεις αυτές ήταν καλεσμένοι και κάνα δυο αβανταδόροι οι οποίοι την ρωτούσαν γιατί η «Νέα Ταπητουργία» ,ο ανταγωνιστής τους ,δεν τους πρόσφερε τόσο καλές τιμές όσο η δική της εταιρεία η γιατί τα χαλιά της <Νέας Ταπητουργίας» ξεφτίζανε τόσο γρήγορα. Η Ειρήνη Π -και δεν ήταν τυχαίο που την λέγανε κωλοπετσωμένη- ήταν αυτή που είχε πείσει την Αριάδνη να αξιοποιήσει τις γνωριμίες της με ορισμένες κυρίες που συναντούσε σε επιδείξεις μόδας, που γίνονται πάντα για φιλανθρωπικούς σκοπούς, ενώ ορισμένοι κακεντρεχείς λένε ότι σε αυτές τις επιδείξεις τα νεαρά μανεκέν πλασάρονται σε ευκατάστατους μεσήλικες, να κάνουν δωρεές σε ένα οίκο ευγηρίας πετσέτες και σεντόνια και σε αντιπαροχή να αναλάβουν εργολαβικά τον καθαρισμό των κλινοσκεπασμάτων,ο οποίος θα γινόταν σε νέα μονάδα της βιοτεχνίας του Ασπροπύργου. Ο Μύρωνας -που είχε σπουδάσει Business Administration και το άκουσε- έκανε ένα από τα κρύα αστεία του λέγοντας να μοιράσουν αρωματικές πετσέτες σε μπουρδέλα και να αναλάβουν να αλλάζουν τα σεντόνια μετά από ορισμένο αριθμό χρήσεων. Αρκεί έλεγε η κάθε πουτάνα να σημειώνει σε ένα έντυπο της εταιρείας την κάθε φορά που πηδιότανε. Έτσι το κόστος χρήσης του κάθε κρεβατιού θα ήταν μεταβλητό σε συνάρτηση με την ζήτηση που θα είχε η κάθε πουτάνα. Ο Μύρωνας ήταν ένα παιδί που είχε συνήθως ιδέες -μαλακισμένες τις περισσότερες φορές- αλλά δεν είχε όρεξη για δουλειά. Είχε ξετρελαθεί με την νυχτερινή ζωή της Αθήνας και γύριζε τα βράδια από bar σε bar. Εκεί συζητούσε συνήθως και τα επαγγελματικά του σχέδια τα οποία όμως σπάνια υλοποιούσε. Τα χρόνια της μεγάλης ανάπτυξης πέρασαν και η μεγάλη κρίση του 2008 χτύπησε την πόρτα της «Υφαντουργίας 3Κ». Οι πωλήσεις πέφτουν κατακόρυφα,ο δανεισμός έχει αυξηθεί υπέρογκα, τα επιτόκια αυξάνουν δραματικά. Στην επιχείρηση χτυπάει συναγερμός και το πρώτο θύμα της κρίσης είναι η Ειρήνη, αφού η πτώση των πωλήσεων αποδίδεται σε αυτήν. Η Ειρήνη έβαλε τα κλάματα και έλεγε ότι θεωρούσε την εταιρεία σπίτι που μεγάλωσε και είχε φτάσει τώρα κοντά 50, είχε πλαδαρέψει κιόλας, και ανησυχούσε πού θα έβρισκε δουλειά για να θρέψει την οικογένεια της. Η ανησυχία της καταπραΰνθηκε λίγο, όταν της πρόσφεραν καλό πακέτο αποζημίωσης για να κλείσει και το στόμα της και να μην ξεράσει τις πηγές προμήθειας των εμπορευμάτων σε κανένα ανταγωνιστή ή αντιπρόσωπο τους και της είπαν ότι θα την κάνουν εξωτερική υπεργολάβο για παροχή υπηρεσιών καθαρισμού κλινοσκεπασμάτων. Κάποιες άλλες εργάτριες που απολύθηκαν δεν έβαλαν τα κλάματα, αφού αυτές δεν θα είχαν φαίνεται οικογένεια να θρέψουν όπως η Ειρήνη. Στο εργοστάσιο, τα σημάδια της παρακμής ήταν φανερά και μάλιστα ορισμένοι από τους πιστούς υπαλλήλους λέγανε ότι τα αφεντικά πρέπει να περνάνε ζόρι γιατί σταμάτησαν να έρχονται στο εργοστάσιο με τα μεγάλα γερμανικά Jeep τους και έρχονται τώρα με ένα μικρότερο γιαπωνέζικο όπως αυτά τα δικά τους. Για τα μεγάλα αυτά αυτοκίνητα,που στα χρόνια της μεγάλης κρίσης άρχισαν να εξάγονται στο Μαυροβούνιο και το Κόσσοβο, ένας εκδότης lifestyle περιοδικού -που τα χρόνια της ανάπτυξης είχε ολοσέλιδες διαφημίσεις της αντιπροσωπείας τους και έπειτα σταμάτησαν- όταν έκλεισε το περιοδικό του, άρχισε να κατηγορεί τους νεόπλουτους των Βορείων Προαστίων ότι κυκλοφορώντας με τέτοια αυτοκίνητα προκαλούν το κοινό αίσθημα. Του προκαλούσε ακόμη αηδία έλεγε να τους βλέπει να τα παρκάρουν στη σειρά έξω από κυκλαδίτικο μαγαζί μπουζουκιών που είχε κατηγορηθεί για εκτεταμένη φοροδιαφυγή. Ο Κώστας Κ όμως και τα παιδιά φαίνεται ότι άκουσαν τις συμβουλές του μετανιωμένου αυτού εκδότη και έτσι σταμάτησαν να προκαλούν με τα ογκώδη αυτοκίνητα, τα παιδικά party στο μεγάλο club των Βορείων Προαστίων, στην είσοδο του οποίου η ταμπέλα έγραφε «The party is here», και τις εξόδους από τα super market με τα δύο φορτωμένα καρότσια, εκ των οποίων το βαρύτερο το έσερνε η Φιλιππινέζα. Ο Κώστας Κ, ο νέος πατριάρχης του εργοστασίου, μάζεψε μάλιστα τους υπαλλήλους του και τους εργάτες και τους είπε ότι η χώρα περνάει δύσκολες στιγμές και ότι όλοι πρέπει να συμμορφωθούν στο πνεύμα της λιτότητας. Αυτοί ήταν οι πρώτοι που έδιναν το παράδειγμα. Όταν μάλιστα είχε αρχίσει να γίνεται γνωστή η διαρροή καταθέσεων στο εξωτερικό, η Αριάδνη Κ σε μια συζήτηση που είχε με τον λογιστή τον Θανάση -στον οποίο όταν θέλανε να διαρρεύσει κάτι στο εργοστάσιο το λέγανε πρώτα σε αυτόν- του είπε τάχα εμπιστευτικά: «Θανάση, θέλουμε να βάλεις πλάτη σε αυτές τις δύσκολες στιγμές. Είμαστε από τους χαζούς που δεν βγάλαμε έξω ούτε ένα Ευρώ και τα ρίξαμε όλα στο εργοστάσιο. Θανάση για τις τράπεζες δουλεύουμε.". Τον Θανάση οι συνάδελφοι του οι λογιστές τον λέγανε και «μάγειρα» γιατί πάντα κατάφερνε να έχει επιστρεφόμενο ΦΠΑ. Ο Θανάσης φυσικά μετέφερε στους εργάτες πόσο πατριώτες ήταν οι εργοδότες του. Στην πραγματικότητα, τίποτα δεν είχε αλλάξει από την ζωή της οικογένειας του γιου του Κύριου Παντελή Κ και των παιδιών του, εάν δεν είχε εμφανιστεί μία λίστα πατριωτών που είχαν βγάλει έξω τα χρήματα τους για ώρα ανάγκης και μια λίστα ατόμων που κατηγορούνται ότι είχαν γράψει λανθασμένα τις φορολογικές τους δηλώσεις, με αποτέλεσμα να φαίνεται ότι είχαν πλουτίσει παράνομα. Λίγο πριν εμφανιστούν αυτές οι λίστες η φήμη της οικογένειας του γιου του Κυρ Παντελή είχε αρχίσει να ξεθωριάζει στα μάτια των φίλων τους, που τους έβλεπαν να κυκλοφορούν με μικρότερα αυτοκίνητα, να έχουν διακόψει τα παιδικά parties, να έχουν περιορίσει τα weekends στα νησιά των αέρηδων, και απορούσαν πώς ο Κύριος Κώστας, που είναι έξυπνος άνθρωπος, άφησε την οικογένεια του απροστάτευτη στις ορέξεις των τροϊκανών και των τραπεζιτών που λιγουρεύονταν να αγοράσουν κοψοχρονιά ένα εργοστάσιο που αποθήκευε ινδικούς τάπητες και κινέζικα κλινοσκεπάσματα και μια βιοτεχνία που έφτιαχνε πετσέτες και καθάριζε σεντόνια από μπουρδέλα. Ο Κύριος Κώστας Κ, ο γιος του Κύριου Παντελή, στην πραγματικότητα είχε προστατεύσει την οικογένεια του, αφού τόσο ο Μύρωνας όσο και η Αριάδνη δεν υπέγραφαν ποτέ ως εγγυητές για τα δάνεια που έπαιρνε η «Υφαντουργία 3Κ» και ολόκληρη η περιουσία του παππού του είχε ήδη μεταβιβαστεί στα παιδιά με γονική παροχή η οποία πρωτόδικα κρίθηκε έγκυρη διότι κατά την υπογραφή της παροχής δεν υπήρχε δόλος αφού η «Υφαντουργία 3Κ» ήταν κατά τον χρόνο της μεταβίβασης μία οικονομικά υγιής επιχείρηση. Τώρα, βέβαια, που είχαν έρθει οι δύσκολες εποχές, η «Υφαντουργία 3Κ» θα μπορούσε να ζητήσει και την ένταξη της στο άρθρο 99, όπως συμβούλεψε τον Κώστα Κ, ο Αντώνης Μ, ο δικηγόρος της τράπεζας που ασχολείται με τα ληξιπρόθεσμα δάνεια και τους πλειστηριασμούς των υποθηκευμένων ακινήτων. Ο Παντελής Κ πέθανε στις αρχές του 2000 από εγκεφαλικό. Έμεινε πολλούς μήνες κατάκοιτος και τον φρόντιζε η Adrianna. Τα εγγόνια του Κυρ-Παντελή -που περιμένανε πότε να πεθάνει για να τον κληρονομήσουν- την είχαν τσακώσει 2-3 φορές να τον λέει "σκατόγερο που την βασανίζει" και της κάνανε παρατήρηση, λέγοντας της ότι είναι αχάριστη και ότι στην Ελλάδα, σε αντίθεση με την Γεωργία, σέβονται και τιμούν τους γέρους. Η Adrianna, η Γεωργιανή που περιποιούταν τον Κύριο Παντελή Κ, αμέσως μετά την κηδεία του απολύθηκε από το εργοστάσιο του Κώστα Κ, του γιού του Κύριου Παντελή Κ, και στο οποίο ήταν ασφαλισμένη χωρίς να εργάζεται και δουλεύει σήμερα τα πρωινά ως καθαρίστρια σε ομοεθνή της εργολάβο που αναλαμβάνει καθαρισμούς κλιμακοστάσιων. Με την εταιρεία «Υφαντουργία 3Κ», είναι στα δικαστήρια, και έχει υποβάλλει μήνυση κατά του ΔΣ για παρακράτηση ασφαλιστικών εισφορών. Τα χρήματα τα οποία της φύλαγε ο Κυρ Παντελής στο χρηματοκιβώτιο της Εταιρείας δεν της τα δώσανε ποτέ. Ο Παναγιώτης Κ, ο μεγάλος γιος του Κυρίου Παντελή, ο «χαμένος», αυτός που έσωσε από τους αντάρτες τον μικρό αδελφό του Κώστα, πέθανε μόνος του σε ένα δυάρι στα Κάτω Πατήσια. Στους γάμους της Αριάδνης δεν είχε προσκληθεί Ο αδελφός του και τα ανίψια του δεν πήγαν στην κηδεία του. Είπαν μάλιστα ότι είχε γεράσει και μυαλό δεν είχε βάλει. Ο Πάνος Θ, ο μεσίτης, ο διαμεσολαβητής των ακινήτων που αγόραζε ο Κώστας Κ, μετά την κατάρρευση της αγοράς των ακινήτων, έχει ανοίξει κατάστημα αγοράς χρυσών λιρών και ρολογιών σε προάστιο της Αττικής. Η πρόσοψη του καταστήματος είναι καλυμμένη με αδιαφανές αυτοκόλλητο για να μην γίνονται ορατοί στους περαστικούς οι πελάτες του προαστίου που σήμερα υποφέρουν από την οικονομική κρίση και είναι αναγκασμένοι να πουλάνε τα Rolex για 300 €. Η Ειρήνη Π, η κωλοπετσωμένη Διευθύντρια Πωλήσεων, μετά την απόλυση της από την «Υφαντουργία 3Κ», ασχολήθηκε με υπεργολαβίες σίτισης και ιματισμού σε διάφορους οίκους ευγηρίας και ιδρύματα .Συνελήφθη πριν από δύο χρόνια για παράνομη διενέργεια εράνου και λαχειοφόρου αγοράς υπέρ σωματείου προστασίας γερόντων με μη επικυρωμένο στο Πρωτοδικείο Καταστατικό. Ο Ιάκωβος Φ, το «κοράκι» των πλειστηριασμών, έχει διακόψει τις οικοδομικές επιχειρήσεις από το 2008. Έχει μετατρέψει ένα ημιτελές γιαπί σε αποθήκη και εμπορεύεται καυσόξυλα για τζάκια. Ο Αντώνης Μ, ο συνεργάτης δικηγόρος της Τράπεζας, μετά την αλλαγή του νόμου για τους πλειστηριασμούς των ακινήτων που απαγόρευε την συμμετοχή των κορακιών και την ψήφιση ενός νέου νόμου της σοσιαλιστικής Κυβέρνησης που προστατεύει τα δάση από τους καταπατητές, αναλαμβάνει υποθέσεις αποχαρακτηρισμού δασικών εκτάσεων. Ο Τάσος Θ, ο υπεύθυνος προμηθειών της στρατιωτικής μονάδας, μετά την μετάθεση του από την Υπηρεσία του Στρατού σε άλλη θέση, πήρε πρόωρη συνταξιοδότηση και ανέλαβε υπεύθυνος προμηθειών για τις μαθητικές στολές Ιδιωτικού εκπαιδευτικού ιδρύματος μη κερδοσκοπικού χαραχτήρα. Εκδιώχθηκε έπειτα από απαίτηση του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων οι οποίοι διαμαρτυρήθηκαν γιατί ο Τάσος Θ κάθε χρόνο άλλαζε το σχέδιο των στολών. Την πρωτοβουλία για την απομάκρυνση του Τάσου Θ είχε αναλάβει ο Πρόεδρος του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων ο οποίος ήταν και ο μέχρι τότε μόνιμος προμηθευτής των στολών . Η Αριάδνη Κ, η εγγονή του Κυρίου Παντελή Κ, μετά την επαγγελματική είσοδο της στο τομέα ιματισμού ιδρυμάτων, μετέχει σήμερα σε μη κυβερνητική οργάνωση για την προστασία ανηλίκων από την καταναγκαστική παιδική εργασία, και εξακολουθεί να εισάγει τάπητες από εργοστάσιο ασιατικής χώρας στο οποίο εργάζονται στην πλειοψηφία τους ανήλικοι. Η εμπορία των ταπήτων γίνεται από μια νέα ανεξάρτητη εμπορική εταιρεία, η οποία δεν έχει σχέση με την «Υφαντουργία 3Κ» .Με τον Γιάννη ,τον σύζυγο της, χώρισε όταν κάποιο βράδυ στις τρεις η ώρα βρήκε μήνυμα από την γραμματέα του στο κινητό του για την αξέχαστη ερωτική συνάντηση που είχε μαζί του στο ξενοδοχείο της Εθνικής Οδού «Οι τρεις ουρανοί» που προσφέρει με 25€ ολιγόωρη ανάπαυση. Ο Μύρωνας Κ, ο μικρός εγγονός του κυρ-Παντελή, ο επονομαζόμενος και «τεμπέλης της εύφορης κοιλάδας», που του άρεσε στην Αθήνα να γυρίζει από bar σε bar, αυτός που συμβούλευε τον παππού ότι «με πουτάνα δεν την πατάμε», είναι σήμερα αρραβωνιασμένος με χορεύτρια νυχτερινού κέντρου της Εθνικής Οδού, η οποία διέκοψε το show της στην κάθετη μπάρα του κέντρου μετά τον αρραβώνα της. Σε αγροτική έκταση πολλών στρεμμάτων, ιδιοκτησίας του παππού του Παντελή Κ, έχει εγκαταστήσει φωτοβολταϊκό πάρκο. Ζει μόνιμα πια στην ίδια επαρχιακή πόλη που είχε καταφύγει και ο παππούς του, ο Κυρ Παντελής, όταν τον έψαχναν οι αντάρτες. Η Αθανασία Κ, η μητέρα της Αριάδνης και του Μύρωνα, εξακολουθεί να φτιάχνει νόστιμη σπανακόπιτα. Όταν της αρπάζει στο ψήσιμο, γιατί δεν έχει ακόμη συνηθίσει το touch programming της νέας συσκευής και δεν τρώγεται, φωνάζει την Φιλιππινέζα την Esmeralda και της λέει να την φάει γιατί, όταν θα γυρίσει στην πατρίδα της, τα φαγητά αυτά θα της λείψουν. Ο Κώστας Κ, ο γιος του Κύριου Παντελή Κ, ακολουθεί την προτροπή του πατέρα του και κάθε Κυριακή συγκεντρώνει τα παιδιά του και ορισμένους φίλους τους. Στις συζητήσεις τους, τα παιδιά του Κώστα Κ, του γιου του Κύριου Παντελή για την πρόσφατη κρίση θεωρούν ότι το κράτος δεν προστατεύει τις επιχειρήσεις, ενώ με την δημοσιοποίηση των ονομάτων τους στοχοποιούνται οι υγιείς επιχειρηματίες. Ο Κώστας Κ, που ακούει τα παιδιά του να μιλάνε για την κρίση, λέει ότι ο μακαρίτης ο Παντελής, εάν ζούσε, θα πέθαινε σήμερα από την στενοχώρια του, καθώς θα έβλεπε το εργοστάσιο ρημαγμένο. Την τελευταία φορά, που ήταν πιο αγανακτισμένος από την οικονομική κατάσταση γιατί οι τράπεζες δεν εγκρίνανε μια αίτηση αναχρηματοδότησης του δανεισμού της εταιρείας «Υφαντουργίας 3Κ», είπε ότι, αν το μάθαινε αυτό ο μακαρίτης ο Παντελής -που με τον τοπικό βουλευτή έπαιρνε όποτε ήθελε δάνειο-, θα σηκωνότανε από τον τάφο του και με την μαγκούρα θα κυνηγούσε τα λαμόγια και τους χαραμοφάηδες τους πολιτικούς που έφεραν την χώρα σε αυτή την κατάσταση. Η ιστορία και τα γεγονότα ανήκουν στον κύκλο μιας άθλιας κοινωνικής πραγματικότητας και θα ήταν μία συνηθισμένη μετακατοχική ιστορία της οικογένειας ενός μαυραγορίτη, εάν ο Κύριος Παντελής Κ δεν ήταν σε μια χειρόγραφη κατάσταση με τους μαυραγορίτες της Κατοχής που χάθηκε στα Υπουργεία της τότε Δημόσιας Τάξης, και αν ολόκληρη η οικογένεια του γιου του Κύριου Παντελή Κ δεν συμπεριλαμβανόταν στη λίστα Lagard. Μάλιστα, ένα από τα παιδιά του ελέγχεται και για παράνομο πλουτισμό. Τα ονόματα έχουν αλλάξει, τα γεγονότα έχουν στοιχεία μυθοπλασίας, που δεν αλλοιώνουν όμως το περιεχόμενο και την πρακτική των όσων διαδραματίστηκαν, και τέλος η «Υφαντουργία 3Κ» είναι η εικονική επωνυμία μιας ακόμη βιομηχανίας που σε λίγο θα είναι προβληματική. Η ιστορία του Κύριου Παντελή ήταν μια από τις αγαπημένες αφηγήσεις του πατέρα μου. Γ.Κ.

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.