Η σιωπηλή καλοσύνη
Πιτσιρίκο
σήμερα διάβασα στο διαδίκτυο μια ιστορία, αληθινή ή επινοημένη τι σημασία έχει, που με έκανε να δακρύσω. Σου την αντιγράφω.
“Ένας νεαρός κύριος συναντά έναν ηλικιωμένο.
-Με θυμάστε;
-Όχι.
-Υπήρξα μαθητής σας.
-Τι κάνεις; Με τι ασχολείσαι;
-Έγινα κι εγώ καθηγητής.
-Κρίνεις ότι είσαι καλός στη δουλειά σου;
-Η αλήθεια είναι πως ναι. Εσείς με εμπνεύσατε και ήθελα να σας μοιάσω.
Περίεργος ο ηλικιωμένος κύριος, ρωτά να μάθει τι του έμεινε στο μυαλό και τον ενέπνευσε σε τέτοιο βαθμό, ώστε να θέλει να γίνει κι ο ίδιος καθηγητής. Και ο νεαρός του διηγείται την ακόλουθη ιστορία.
-Κάποια μέρα ένας συμμαθητής μου –που ήταν και φίλος μου– ήλθε στην τάξη και μου έδειξε ένα πανέμορφο καινούργιο ρολόι που είχε στην τσέπη του. Δεν άντεξα στον πειρασμό και κάποια στιγμή του το έκλεψα. Σε λίγο, αντιλήφθηκε ότι το ρολόι έλειπε από την τσέπη του και αμέσως ενημέρωσε τον καθηγητή που μας δίδασκε εκείνη την στιγμή στην τάξη, που ήσασταν εσείς. Εσείς, λοιπόν, απευθυνθήκατε στην τάξη και είπατε:
“Το ρολόι κάποιου συμμαθητή σας εκλάπη κατά την διάρκεια του τρέχοντος μαθήματος. Όποιος το έκλεψε, παρακαλώ να το επιστρέψει αμέσως.”
-Ντράπηκα τόσο πολύ την ταπείνωση μπροστά στους συμμαθητές μου, που δεν τόλμησα να αποκαλυφθώ. Έπειτα εσείς κλείσατε την πόρτα, μας είπατε όλους να σταθούμε όρθιοι και ότι θα ψάχνατε τις τσέπες όλων μας μέχρι να το βρείτε. Αλλά θέσατε και μια προϋπόθεση. Ότι έπρεπε να έχουμε όλοι μας τα μάτια μας κλειστά για να μην δούμε τον ένοχο. Έτσι και συνέβη. Όταν φτάσατε σε μένα, το βρήκατε στην τσέπη μου και το πήρατε. Όμως συνεχίσατε το ψάξιμο στις τσέπες όλων και όταν τελειώσατε, μας είπατε «Και τώρα, μπορείτε να ανοίξετε τα μάτια σας όλοι. Το ρολόι βρέθηκε!». Δεν αναφέρατε ποτέ το όνομά μου στην τάξη και ούτε μου σχολιάσατε ποτέ το περιστατικό σε προσωπικό επίπεδο. Περίμενα να με επιπλήξετε και να μου κάνετε κατήχηση, αλλά τίποτε από αυτά δεν συνέβη. Εκείνη την ημέρα σώσατε την αξιοπρέπειά μου για πάντα.”
Δεν τα πάω πολύ καλά με όρους όπως διδάγματα, κατηχήσεις, καθοδηγήσεις.
Όμως πιστεύω πως, αν κάτι μπορεί να φυτέψει στην ψυχή ενός παιδιού, μα κι ενός ενήλικα ακόμη, ένα πρότυπο που να ναι οδηγός στη ζωή, φωτάκι άσβεστο ακόμα κι όταν όλα γύρω μοιάζουν να καταρρέουν, αυτό είναι η σιωπηλή καλοσύνη.
Η καθαρή καλοσύνη είναι οδηγός από μόνη της, δε χρειάζεται αγορεύσεις και υπαγορεύσεις.
Θυμήθηκα μια ιστορία, χρόνια πολλά πριν, όταν ήμουν ακόμα μαθήτρια. Ιούλης μήνας κι οι γονείς έλειπαν απ το σπίτι. Ήταν στο εξοχικό σπίτι, στο βουνό. Ο αδερφός μου είχε δώσει εξετάσεις για το πανεπιστήμιο και απολάμβανε το μοναδικό ξένοιαστο καλοκαίρι του – ανάπαυλα ανάμεσα σε δυο απαιτητικές χρονιές. Εκείνη τη μέρα ήταν για μπάνιο σε κοντινή παραλία με φίλους. Η μικρή μου αδερφή, κι εγώ στα 16, μόνες στο σπίτι στην πόλη. Η χαρά μας.
Λίγο πριν νυχτώσει, ο αδερφός μου τηλεφώνησε και μας ρώτησε αν μπορούσε να ξενυχτήσει εκεί το βράδυ, στην παραλία με τα παιδιά, και να γυρίσει νωρίς το πρωί. Φυσικά και μπορούσε, μα θα έπρεπε να μείνει μεταξύ μας σκεφτήκαμε, για να μην ανησυχήσουν οι γονείς.
Λίγο αργότερα τηλεφώνησε ο παππούς, που μας είχε έννοια που ήμασταν μόνοι μας στο σπίτι. Ζήτησε να μιλήσει με τον Σεραφειμάκη, έτσι τον έλεγε. “Παππού πετάχτηκε στο περίπτερο” του είπα.
Ξανατηλεφώνησε ο παππούς μετά από λίγο. “Γύρισε ο Σεραφειμάκης;” “Μπήκε στο μπάνιο παππού” του απάντησα. Μας καληνύχτισε, ενημερώσαμε το Μάκη για το μπέρδεμα και πώς τόσο έντεχνα του ξεφύγαμε του κυρ Αλέκου, και πήγαμε κι εμείς για ύπνο, μετά από τόση γαργαλιστική περιπέτεια.
Την επόμενη το αυτοκίνητο των φίλων του άφησε τον αδερφό μου έξω απ την αυλή μας, λίγο μετά το ξημέρωμα. Μπήκε στον κήπο. Κι εκεί αντίκρυσε μια ηλικιωμένη αγαπημένη μορφή να κάθεται σε μια καρέκλα έξω απ τα κλειστά παντζούρια του σπιτιού μας. Είχε περάσει εκεί όλη τη νύχτα, για να μας φυλάει, παππούς άνθρωπος.
Ο Αλέκος κοίταξε τον εγγονό του στα μάτια, και πόση αγάπη είχε αυτό το βλέμμα πάντα για μας. “Σεραφειμάκη παιδί μου” του είπε “τώρα που οι γονείς σας λείπουν, εσύ που είσαι ο μεγαλύτερος, να προσέχεις τις αδερφούλες σου.”. Τίποτ άλλο δεν είπε, κι έφυγε με τα πόδια για το σπίτι όπου έμεναν με τη γιαγιά.
Ποτέ δεν συζητήθηκε ξανά μεταξύ τους, δεν το ανέφερε άλλη φορά ο παππούς, ούτε είπε τίποτα στους γονείς. Από παιδάκι δούλευε σκληρά, βιβλία δε διάβασε ποτέ, δεν προλάβαινε κιόλας, τον μάθαινε και η ζωή.
Μα η αγάπη ήταν οδηγός.
Και τα τρία αδέρφια, όποτε θυμόμαστε εκείνο το πρωινό δακρύζουμε. Όσο περνούν τα χρόνια, πιο πολύ μέσα στην καρδιά.
Αυτά θυμήθηκα σήμερα. Και είπα να στα πω, στέλνοντάς σου μια καλημέρα και ευχές πολλές. Και αγάπη.
Λίλα
(Αγαπητή Λίλα, υπάρχει και καλοσύνη και τρυφερότητα και ανιδιοτέλεια. Κοίταξε τους γονείς και τα μικρά παιδιά τους. Έχουμε όλοι τέτοιες ιστορίες στη ζωή μας, δεν χρειάζεται να τις ψάχνουμε κι αυτές στο Facebook. Άλλωστε, όταν η καλοσύνη φωνάζει και γίνεται θέμα, δεν είναι πια καλοσύνη. Είναι κάπως προσωπικά αυτά, δεν είναι όλα δημόσια. Να χαμογελάτε όταν σκέφτεστε τον παππού σας, μην δακρύζετε. Και να μου γράψεις και για μια φορά που γέλασες μέχρι δακρύων. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.