Τσολιάδες φιλελεύθερης κοπής

Αν η ερώτηση σας είναι, πώς γίνεται ένας ηθοποιός, ο Χρήστος Λούλης που έχει ταυτιστεί, και μάλιστα επιτυχημένα, με ένα αντισυμβατικό ήρωα σε ταινία του Γαβρά, να ξεφτιλίζεται σε τηλεοπτικό σποτάκι κυβερνητικής προπαγάνδας, η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη.

Από φίλους πολιτικούς αναλυτές- αριστερούς της πλάκας και του χαβαλέ- δεν μπορείς να βγάλεις ασφαλές συμπέρασμα.

«Έλα μωρέ τον μ@λάκα» σου λένε. «Μοιράσανε στις διαφημιστικές εκατομμύρια, τον πήρανε για audition, είδανε ότι βγάζει μαγκιά σαν του Κυρανάκη, ε, του δώσανε και ένα κομμάτι ψωμί από την πίτα. Τι ήθελες να κάνει το παιδί; Αυτός μας πείραξε τώρα;»

Οι αριστεροί πέφτουν συνήθως έξω στις εκτιμήσεις τους. Δεν θα αποτελούσε εξαίρεση η περίπτωση Λούλη.

Με το κράξιμο να πηγαίνει σύννεφο, βγήκε ο ίδιος ο ηθοποιός και είπε ότι δούλεψε αφιλοκερδώς για την υπηρεσία της πολιτικής προστασίας.

Δηλαδή, δεν πήρε μία. Ούτε από την διαφημιστική που κάνει τις μοιρασιές, ούτε από τον παραγωγό που πήρε υπεργολαβία από την διαφημιστική τα γυρίσματα του spot.

Με απλά λόγια, ο Λούλης δεν θα πρέπει να είναι από το σινάφι των καλλιτεχνών, που είχαμε, στο παρελθόν, ακούσει να δίνουν- χωρίς αμοιβή και αυτοί- συναυλίες για φιλανθρωπικούς σκοπούς, αλλά την οργάνωση τους αναλάμβανε κάποια ΕΠΕ, στην οποία οι ίδιοι ήταν μέτοχοι.

Οι εταιρείες των καλλιτεχνών αυτών έχουν έδρα συνήθως την Βουλγαρία και τα έξοδα διοργάνωσης -μεταφορές ηχοσυστημάτων, αμοιβές βοηθητικού προσωπικού, διαφημιστική κάλυψη και άλλες δαπάνες- αφαιρούνταν πάντα από τα έσοδα.

Ρωτήστε Κύπριους η άλλους πρόσφυγες, σεισμοπαθείς η πλημμυροπαθείς, και άλλους δυστυχισμένους υπερ της ενίσχυσης των οποίων έγιναν πολλές συναυλίες, τι πήραν-εκτός από τα @ρχίδια τους- μετά την αφαίρεση των εξόδων.

Από το ταμείο της κάθε φιέστας, οι μεν δυστυχείς συνάνθρωποί μας δεν πήραν φράγκο, γιατί έβγαινε πάντα ελλειμματικό, ενώ Δήμοι και Υπουργείο Πολιτισμού τσόνταραν και από πάνω, για να καλύψουν τα έξοδα των παραστάσεων.

Δήμοι και Υπουργεία είναι η λεγόμενη αιγίδα των αφιλοκερδώς εργαζόμενων καλλιτεχνών.

Θα έχετε, ασφαλώς, παρατηρήσει ότι, όταν υπάρχει αυτή η δημόσια αιγίδα, απουσιάζουν συνήθως οι χορηγοί, οι ευεργέτες και οι λοιποί φιλάνθρωποι.

Οι χορηγοί, που μόνο μ@λάκες δεν είναι, δεν γουστάρουν το αλισβερίσι με όλους τους μεσάζοντες να το κάνει μια άσχετη με τις δραστηριότητες τους διαφημιστική και ένας παραγωγός από τη Βουλγαρία.

Προτιμούν να στήσουν την δική τους εκδήλωση, να βάλουν δικούς τους ατζέντηδες να την τρέξουν – συνήθως παράλληλα με κάποια πραγματική εταιρική τους δραστηριότητα δημοσίων σχέσεων-και να κάνουν οι ίδιοι το κουμάντο του ταμείου.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, άνθρωπος, σαν τον Λούλη, που λαδώνει τα γρανάζια της διάχυσης του φόβου, μέσα σε ένα ολιγόλεπτο spot -για λογαριασμό μιας κυβέρνησης, που μοιράζει λεφτά σε καναλάρχες, ιδιοκτήτες ΚΕΚ και νεοσύστατες βιοτεχνίες- και δουλεύει για την προπαγάνδα στο τζάμπα, είναι ή βλάκας, ή εθελοντής συνεργάτης.

Χωρίς να αποκλείεται, φυσικά, να είναι και ένας βλάκας εθελοντής.

Αν είναι βλάκας, δεν μας αφορά η περίπτωση. Όποιος θέλει να εμβαθύνει τις γνώσεις του για τον τρόπο της συμπεριφοράς των βλακών δεν έχει πάρα να διαβάσει το βιβλίο του Λεμπέση «Η τεράστια σημασία των βλακών στο σύγχρονο κοινωνικό βίο».

Αν είναι εθελοντής, όπως δηλώνει, η δράση του πρέπει να κριθεί από την κοινωνική αντίδραση που προκαλεί η συμμετοχή του.

Η επιφανειακή κοινωνική αντίδραση ανέδειξε ένα δήθεν σeξισμό, λες και οι χαζογκόμενες αποτελούν μια ανεξάρτητη κοινωνική ιδιαιτερότητα και πρέπει να μπουν και αυτές στο ίδιο σακί του σεβασμού των δικαιωμάτων ευαίσθητων κοινωνικών ομάδων. Μαζί με τους πoύστηδες, τις λεσβίεs και τους γύφτους.

Να μου συγχωρέσουν οι χωροφύλακες της λεκτικής ορθότητας -ευγενείς φιλελεύθεροι συνήθως η αριστεροί σκεπτικιστές- την χρήση των παραπάνω προσφωνήσεων για αυτούς τους ανθρώπους.

Θα το ξεκαθαρίσω, όμως, μια και καλή.

Όταν ο γύφτος περνάει με το ημιφορτηγό του από την Φιλοθέη και φωνάζει ότι όλα τα μαζεύει, δεν νομίζω ότι καμία κυρία λέει στον σύζυγο της να βγει στο μπαλκόνι και να φωνάξει τον Ρομά για να πάρει από την πίσω βεράντα τον θερμοσίφωνα που ξήλωσε ο υδραυλικός της.

«Πες στον γύφτο, ρε Πάρη, να έλθει και να μαζέψει όλη τη σαβούρα που μας άφησε ο υδραυλικός», θα πει στο σύζυγό της. «Και τα μάτια σου δεκατέσσερα, μη μας αρπάξει το ποδήλατο του μικρού».

Ο γύφτος θα ανέβει, θα πάρει ό,τι έχει να πάρει -μπορεί να σουφρώσει και κανένα ξεχασμένο εργαλείο του υδραυλικού-και θα πάει στην ευχή του Θεού.

Κανένας από αυτούς που σκίζονται για τα δικαιώματα μειονοτήτων και αρπάζονται με το παραμικρό δεν θα αναπτύξει μια ιδιαίτερη κοινωνική σχέση με τον γύφτο, τον πρόσφυγα η την κραγμένη τραβεστί της Ομόνοιας.

Τον γύφτο θα τον καλέσει μόνο σε κανένα extreme party για να παίξει κλαρίνο, και την τραβεστί ο σύζυγος, εάν έχει περίεργα γούστα, θα την συναντήσει ιδιαιτέρως σε κάποιο φτηνό ξενοδοχείο.

Την έλλειψη σεξιστικήs ορθότητας του σεναρίου, για το spot της κλεισούρας, παραδέχτηκε ο ηθοποιός μετά την κατακραυγή του κόσμου. Και όχι το χωροφυλακίστικο νόημα του διαλόγου που είχε με την χαζοβιόλα φιλενάδα του.

Ξεφτιλίζοντας έτσι για δεύτερη συνεχόμενη φορά τον εαυτό του, μετά την πρώτη ξεφτίλα της συμμετοχής, τις μέρες μάλιστα, που οι συνάδελφοι του κατέβαιναν μαζικά σε διαμαρτυρίες για την κυβερνητική στάση απέναντι στους καλλιτέχνες.

Ο κατήφορος της ξεφτίλας δεν σταμάτησε, ούτε και όταν το Υπουργείο Πολιτικής προστασίας απέσυρε το spot ως σeξιστικό, ενώ ολοκληρώθηκε με την ομολογία του καλλιτέχνη, ότι δεν συμμετείχε στο σχεδιασμό του σεναρίου.

Ο ηθοποιός, καλώς ή κακώς, που συμμετέχει σε διαφημίσεις κοινωνικού χαρακτήρα, δεν κάνει ηθοποιία για να του συγχωρεθεί ο ρόλος.

Ο περισσότερος κόσμος, στον ψυχισμό του, ταυτίζει τον ηθοποιό με τον ρόλο.

Δεν είναι τυχαίο ότι ο Δήμος Σταρένιος, που ήταν και κουμουνιστής, είχε συνδεθεί στον υποσυνείδητο του λαού με τον κατοχικό καταδότη. Η εμφάνισή του στην οθόνη των λαϊκών κινηματογράφων του Πειραιά, προκαλούσε την γιούχα των αμύητων στην έβδομη τέχνη θεατών.

Όταν ο κορωνοϊός φύγει και μαζί του χαθούν χιλιάδες θέσεις εργασίας στον καλλιτεχνικό κλάδο, έχει την εντύπωση ο κύριος Λούλης, ότι θα ξεχαστεί;

Θα ξεχαστεί, νομίζει, το μάγκικο υφάκι που πούλησε -αφιλοκερδώς παιδιά, έτσι;- τις μέρες που οι συνάδελφοι του στήνανε performances έξω από τη Βουλή;

Κατανοώ -χωρίς να υποστηρίζω- αυτόν που συμβιβάζεται και μυξοκλαίγεται, ότι αναγκάστηκε να το κάνει για τα παιδιά του, γιατί δεν είχε φάει η γιατί είχε ανοικτές υποχρεώσεις.

Είναι ανήθικο να καταλογίζεις ευθύνες κοινωνικών αντανακλαστικών σε αδύναμους ανθρώπους.

Και καλά, ο Σπύρος Παπαδόπουλος. Πες είναι ένας μεγάλης ηλικίας ηθοποιός, κοντά στα εξήντα πέντε -μου αρέσει, πάντως, που έλεγε «και εσείς οι παππούδες και οι γιαγιάδες μακριά από τα εγγονάκια σας», λες και ο ίδιος είναι κανένα τζόβενο- είναι λογικό να θέλει να φροντίσει την διατήρηση μιας εκπομπής, όσο αντέχουν οι δυνάμεις του.

Άντε, πες και η Λέχου – που κοντεύει να την ξεχάσει ο κόσμος- ότι θέλει να κάνει ένα σποτάκι μπας και την θυμηθούν οι παραγωγοί και την πάρουν να παίξει σε καμία τηλεοπτική σειρά.

Αλλά ο Λούλης; Ο Λούλης που έπαιξε τον αντισυμβατικό Βαρουφάκη σε ταινία του Γαβρά, και είναι ακόμη σχετικά νέος, τι ανάγκη να είχε;

Ο εθελοντής καλλιτέχνης που συμμετέχει σε κυβερνητική προπαγάνδα -γιατί μη μου πείτε, ότι ο επίλογος του spot “Γιατί κανείς δεν θέλει να γυρίσει εκεί που είμαστε χτες» δεν είναι μια επιφανειακή παραλλαγή του «Φαντάζεστε τι θα γινότανε αν ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ στη Κυβέρνηση» – και δεν πληρώνεται, μία μόνο ανάγκη έχει.

Να στρατευθεί στις υπηρεσίες της πολιτικής περιορισμού των συγκεντρώσεων και να υπηρετήσει την κυβερνητική προπαγάνδα της έγκαιρης λήψης μέτρων.

Η κρίση γεννά ευκαιρίες και οι ευκαιρίες της κρίσης γεννούν τσολιάδες.

Στα χρόνια των πρώτων μνημονίων μια μεγάλη φουρνιά δημοσιογράφων χαρακτηρίστηκε σαν γερμανοτσολιάδες, επειδή από τα τηλεοπτικά μέσα και τις εφημερίδες θεωρούσαν υπαίτιους για την χρεωκοπία τον ελληνικό λαό και υποστήριζαν με φανατισμό τα γερμανικά μέτρα περικοπής των δαπανών στην υγεία, την πρόνοια και την παιδεία.

Καστανάδες, ταβερνιάρηδες, φορτηγατζήδες, υδραυλικούς, σκουπιδιάρηδες, νοσηλευτές, και άλλους πολλούς από το κάτω ράφι της εργασιακής πλέμπας, τους έπιαναν στο στόμα τους καθημερινά οι λύκοι των οκτώ, και όχι μόνο τους ξέσκιζαν, αλλά τους παρέδιδαν και στη βορά των νοικοκυραίων για να τους αποτελειώσουν.

Τέλειωναν με αυτούς; Έπιαναν γιατρούς, εκπαιδευτικούς και δημόσιους υπαλλήλους.

Απεργούσαν οι εκπαιδευτικοί; Έβγαζαν στον αέρα δημόσιους υπάλληλους να διαμαρτύρονται, ότι η παράταση της σχολικής χρονιάς θα δημιουργήσει προβλήματα στην υπόλοιπη κρατική μηχανή, γιατί θα πήγαιναν πίσω οι προγραμματισμένες άδειες τους.

Απεργούσαν υπάλληλοι της ΔΕΗ; Δίνανε βήμα σε μικρομαγαζάτορες από την Πετρούπολη, για να δείξουν ότι έλιωσαν τα παγωτά μέσα στα ψυγεία τους και θα καταστραφούν.

Απεργούσαν οι γιατροί; Έδειχναν ταλαιπωρημένους γέρους να διαμαρτύρονται, ότι δεν έχουν συνταγογραφήσεις για φάρμακα.

Περάσανε πολλά χρόνια τότε. Κανάλια έκλεισαν και κανάλια άνοιξαν. Εφημερίδες αλλάξανε αφεντικά.

Μια δημοσιογραφική συμμορία, που ήταν μέσα από την λίστα του ΚΕΕΛΠΝΟ μέχρι το payroll της Siemens, ακολουθώντας πιστά τα βήματα των κατοχικών δωσίλογων -που πήρανε στα χέρια τους την δημόσια διοίκηση μετά τον πόλεμο- είχε καταφέρει να πετύχει ότι δεν θα πετύχαινε κανένα αυταρχικό καθεστώς.

Να μπολιάσει ένα συνεχή φόβο στο μυαλό των απλών ανθρώπων.

Να ισοκατανείμει την ευθύνη της χρεωκοπίας στο κοινωνικό σύνολο, προβάλλοντας σαν κοινή παραδοχή την ατάκα «Όλοι μαζί τα φάγαμε».

Και να εμφυσήσει, τέλος, τον δικό τους τσολιαδισμό στη συμπεριφορά ανθρώπων της διπλανής μας πόρτας.

Εκφωνητές ειδήσεων -σαν κάποιο Στραβελάκη με φωνή καμπάνα σαν να σε χτυπά μαστίγιο – έδιναν πάσα σε σχολιαστές με αριστερό παρελθόν, που επιχειρούσαν την συμμόρφωση στις υποδείξεις της Τρόικας με το καρότο της ευρωπαϊκής θαλπωρής.

Για τους επιστήμονες της χειραγώγησης, η ιδεολογική αποτοξίνωση του κοινού είναι αλληλένδετη με την πνευματική ύπνωσή του.

Αγράμματες τηλεπαρουσιάστριες, γυμνάστριες που ψάχνανε γαμπρό-λαβράκι, αστρολόγοι και τηλεμάντες, ζιγκολό, μάγειροι και μαγείρισσες, ατάλαντες ηθοποιοί δεύτερης διαλογής, βίζιτες πολυτελείας και, φυσικά, νυχτερινοί διασκεδαστές, χαζογελούσαν παρουσιάζοντας φαιδρά γεγονότα σαν βιωματική πραγματικότητα.

Με μεγάλη χειρουργική επιμέλεια μεταλλάξανε σταδιακά εύπιστους ανθρώπους σε τσολιαδάκια καθημερινής χρήσεως.

Φτιάξανε μια γενιά μικροαστών νοικοκυραίων, που τους πείσανε ότι πρέπει να ξεχάσουν το παρελθόν και να κοιτάξουν το μέλλον των παιδιών τους.

Να ξεχάσουν ότι οι παππούδες τους πολέμησαν στην Αντίσταση και οι πατεράδες τους πέρασαν την νιότη τους στις εξορίες της Μακρονήσου.

«Τι ενδιαφέρει ένα δεκαεφτάχρονο που ψηφίζει σήμερα τι έγινε το 1963;» αναρωτήθηκε στο ΣΚΑΙ ο Κυριάκος, μπροστά στην τηλεοπτική τριπλέτα Παπαχρήστου-Τσίμα-Χατζή.

Το δεκαεφτάχρονο δεν ενδιαφέρεται για την ιστορία, γιατί η ιστορία σβήνεται μεθοδικά.

«Μα καλά» θα ρωτήσει ο αφελής, «υπάρχουν περιοδικά, υπάρχει διαδίκτυο με sites που έχουν καταγράψει το παρελθόν με φωτογραφίες και ντοκουμέντα, έτσι εύκολα σβήνεται η ιστορία;»

Ναι, είναι αλήθεια υπάρχουν δεκάδες sites που έχουν κρατήσει ντοκουμέντα. Αλλά πέστε μου. Πόσο δύσκολο είναι αυτά τα sites να εξαγορασθούν από ένα ολιγάρχη του τύπου, που θέλει να εξαφανίσει ένα ιστορικό αρχείο;

Είναι γνωστή η κατάληξη εξαγορασμένου από ισχυρό εκδοτικό όμιλο περιοδικού, που ξεκίνησε με την πρωτοβουλία τριών προσώπων, τα δύο στην πορεία αποχώρησαν και έμεινε ο τρίτος ανανήψας να γράφει ιστορίες για γνωστό νονό, αντίπαλο του νονού που τον εξαγόρασε.

Αλλά και το αρχείο ενός συλλέκτη να μην εξαφανιστεί, κλείνουν ένας-ένας οι μικροί εκδοτικοί οίκοι που αναλάμβαναν συνήθως τέτοιες εκδόσεις.

Ποιος θα αναλάβει να εκδώσει μια ιστορία διαφορετική από αυτή που θέλουν να μάθουμε;

«Και από το διαδίκτυο;» θα ρωτήσετε. «Και από εκεί θα εξαφανιστούν όλα τα εγκλήματα;»

Έχουν ήδη εξαφανιστεί αρκετές φωτογραφίες και αναφορές από καθάρματα παλιότερων εποχών με αφορμή την προστασία προσωπικών δεδομένων η πνευματικών δικαιωμάτων από κληρονόμους.

Βρείτε μου εσείς καμία φωτογραφία από τους απατεώνες της εποχής χρηματιστηρίου που πήγαιναν στη Μύκονο, και αν τη βρείτε, στείλτε μου την να την έχω για ενθύμιο.

Αλλά και να έχουν μείνει αναφορές, οι αλγόριθμοί της Google, είναι σε θέση να εξαφανίσουν στα αζήτητα ένα δυσάρεστο γεγονός. Κανείς δεν ψάχνει μια είδηση μετά τις δύο πρώτες σελίδες της αναζήτησης.

Όσο και να έψαξα να βρω στοιχεία για το μεγάλο σκάνδαλο με τον Οργανισμό μιας πολιτιστικής πρωτεύουσας στα χρόνια των εκσυγχρονιστών του ΠΑΣΟΚ, την εποχή που μια κυρία έλυνε και έδενε με το μουvί της -γνωστή για τον θεατρικό της οργασμό στους συντρόφους που άλλαζε σαν πουκάμισα- τότε που είχαν δοθεί τεράστια ποσά για θέατρα που δεν έγιναν ποτέ, για μοναστήρια που ποτέ δεν αναστηλώθηκαν ή αναπαλαιώθηκαν, και άλλα πολλά, που τα τσέπωσαν οι επιτήδειοι του κόμματος, χωρίς να έχουν κοπεί παραστατικά, τιμολόγια ή να έχουν υπογραφεί συμβάσεις έργου.

Διάφορες ομάδες αλήθειας η αστυνόμοι των κοινωνικών δικτύων με απίστευτη ευκολία χαρακτηρίζουν μια πραγματική ιστορία σαν fake news.

Φτάνει μία και μόνο καταγγελία σε ένα κοινωνικό δίκτυο από ένα πολιτικό τσολιά, για να σβήσει ένα πραγματικό γεγονός.

Τσολιαδάκια της κάθε κρίσης είναι οι νοικοκυραίοι, οι φιλελέδες του Facebook και οι κάθε λογής μικροφασίστες.

Η πλύση του εγκεφάλου -συνήθως στερούνται εγκεφάλου – που έχουν υποστεί, τους εξωθεί να καρφώνουν απευθείας σε ραδιοτηλεοπτικά μέσα κάθε τι που πέφτει στην αντίληψή τους.

«Οδηγούσα για Κόρινθο και είδα ένα περιπολικό να κάθεται στη βοηθητική γραμμή χωρίς να ελέγχει τον προορισμό των διερχομένων αυτοκινήτων και σκέφθηκα αμέσως να πάρω το σταθμό σας για να το καταγγείλω», προβάλλεται σαν διαφημιστικό spot για την άμεση ενημέρωση που προσφέρει ένας σιχαμένος ραδιοφωνικός σταθμός, ιδιοκτησίας δημοσιογράφου που βάζει quiz για να βρούμε τον γλείφτη Διευθυντή καθημερινής εφημερίδας, την αμέσως επόμενη μέρα που εμφανίζεται γελοιογραφία -υπαλλήλου του γλείφτη Διευθυντή- που δείχνει τον ιδιοκτήτη του ραδιοφωνικού σταθμού να του τρέχουν τα σάλια, όταν έπαιρνε συνέντευξη από τον Μητσοτάκη σε νυχτερινή του εκπομπή.

Ωραία! Φτιάξαμε, λοιπόν, τσολιαδάκια. Αλλά πες, βρε αδελφέ, ότι υπάρχει κάποιος τρελός που τολμάει να πει δημόσια μια αλήθεια.

Μια αλήθεια που στέκεται εμπόδιο στην αστυνομική κανονικότητα που επιχειρούν να στήσουν.

Να, όπως στην περίπτωση των βιαστώv της Ρόδου, που μια εισαγγελέας τόλμησε να πει ότι είχαν προσπαθήσει να την επηρεάσουν για να πέσει στα μαλακά ο βιαστήs γιός ενός μεγαλοπαράγοντα της Ρόδου, με στενές διασυνδέσεις στο κυβερνητικό κόμμα.

Χρειαζόμαστε, τότε, και άλλους αυτόκλητους τσολιάδες.

Ο πρώην υπάλληλος του ΣΕΒ, ο τεχνοκράτης Άκης Σκέρτσος, που μπήκε στη Κυβέρνηση για να προωθήσει θέματα της εργοδοσίας, σε ρόλο δικαστικού τσολιά μίλησε για λαϊκή απογευματινή.

Ο Κύριος Σκέρτσος, που μόνο λαϊκό παιδί δεν το λες- αρέσει το σοφιστικέ managerial στυλάκι απόφοιτου Κολλεγίου στην κουμπάρα μου, εξίσου και για το πρόσωπο του έγινε εκτενής αναφορά στις “Σκηνές από δύο γάμους»- είναι σίγουρο ότι ποτέ δεν μπήκε σε πούλμαν, για να κατέβει από τη Λαμία στην Ομόνοια και να πάει να παρακολουθήσει στις έξi το απόγευμα, με κουπόνι της εργατικής εστίας, θεατρική παράσταση της Ντενίση.

Δεν έχει κανένα πρόβλημα να πηγαίνει ο κοσμάκης και να ξεχαρμανιάζει σε λαϊκές απογευματινές.

Εκείνο που τον ενδιαφέρει, είναι να μην πειραχτεί το μυαλό της πλέμπας και αρχίσει να ζητάει λαϊκή δικαιοσύνη.

Γνωρίζει πολύ καλά ότι η λαϊκή δικαιοσύνη δεν αστειεύεται.

Στην μετακατοχική Ελλάδα, οι μόνοι συνεργάτες των Γερμανών που τιμωρήθηκαν- έστω κι΄ αν υπήρξαν σκοπιμότητες η και λάθη (περίπτωση Ελένης Παπαδάκη)- ήταν αυτοί που κρίθηκαν σε λαϊκά δικαστήρια.

Για σκέψου να υπάρξουν εισαγγελείς που θα άρχιζαν ανάλογες αγορεύσεις για τους καταχραστές, τους πλαστογράφους, τους επώνυμους παιδόφιλoυς, τους λαθρέμπορους, τους εκβιαστές και όλα τα καθίκια που ρήμαξαν την χώρα.

Ο υφυπουργός-πρώην υπάλληλος του ΣΕΒ, τρέμει με την ιδέα ενός οργισμένου πλήθους που θα ξεσηκωνόταν από τα λόγια ενός δικαστή.

Εδώ, ένας ανακριτής -όσο τυπολάτρης και σπαστικός να ήτανε ο Σαρτζετάκης- κατάφερε με μια εξονυχιστική έρευνα στην υπόθεση Λαμπράκη να αναγκάσει τον Εθνάρχη να φύγει από την χώρα σαν κλέφτης.

Και δεν θα έφευγαν με ελικόπτερο όλα τα πολιτικά υποκείμενα που στήριξαν τις υποθέσεις Siemens, εξοπλισμών, ολυμπιακών έργων, Βατοπεδίου, λίστας Lagarde και Energa;

Θα τολμούσε ποτέ εν ενεργεία βουλευτής να υπερασπιστεί ξανά καταχραστή του Δημοσίου, εάν ένας δικαστής έλεγε ότι αισθάνεται ντροπή να βλέπει σαν συνήγορο υπεράσπισης άνθρωπο που πληρώνεται από τον Ελληνικό Δημόσιο;

Γιατί; Για να σώσει ένα τομάρι της επιχειρηματικής αριστείας που έκανε πάρτι στην Μύκονο, στην διάρκεια της προσωρινής του αποφυλάκισης;

Θα άφηνε ποτέ λαϊκό δικαστήριο, να κυκλοφορεί ελεύθερος με αναστολή συνεργός καταχραστή εκατό τριάντα εκατομμυρίων η μήπως θα έκλεινε στη φυλακή καθαρίστρια για πλαστογραφία μιας τάξης Δημοτικού;

Αυτά φοβάται ο κύριος Σκέρτσος και για αυτό μίλησε για λαϊκή απογευματινή δικαστηρίου.

Όταν ο φόβος της καταστολής των ελευθεριών ενός λαού έρχεται από τα βάθη της Τουρκοκρατίας και συντηρείται μέχρι σήμερα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, όταν στην πατρίδα μας τόσοι πολλοί διαλέγουν τον ρόλο του φρουρού της δημόσιας υγείας, της ασφάλειας, της δικαιοσύνης του λευκού κολάρου, το μόνο αντίδοτο της κοινωνίας είναι η διακωμώδηση των φαιδρών προσώπων.

Τέσσερις αιώνες απαιδευσίας του λαού μας, η μοναδική άυλη πολιτιστική κληρονομιά των Τούρκων στην πατρίδα μας ήταν ο Καραγκιόζης.

Τα πνευματικά δικαιώματα της δημιουργίας του Καραγκιόζη ανήκουν στον Τούρκο Σεΐχ Κιουστερί, που ήθελε να τιμήσει δύο εργάτες, τον Καραγκιόζη και τον Χατζηαβάτη. Και οι δύο τους συμμετείχαν στην κατασκευή ενός τζαμιού για τον σουλτάνο Ορχάν, γύρω στο 1330. Ο Χατζηαβάτης ήταν επιστάτης και ο Καραγκιόζης εργάτης.

Οι δύο άντρες μιλούσαν τόσο πολύ μεταξύ τους και κανείς δεν καταλάβαινε αν κάνανε χαβαλέ η λέγανε αυτά που λέγανε στα σοβαρά.

Σημασία είχε ότι οι υπόλοιποι εργάτες που τους παρακολουθούσαν, κρατούσαν την κοιλιά από τα γέλια τους και κωλοβαρούσαν παρακολουθώντας τους να τσακώνονται.

Όταν ο σουλτάνος πληροφορήθηκε την καθυστέρηση των εργασιών, διέταξε το θάνατο του Καραγκιόζη και του Χατζηαβάτη.

Το μετάνιωσε ο σουλτάνος, αφού πρώτα τους καθάρισε, και για να τον παρηγορήσει ο Σεΐχ Κιουστερί, σκηνοθέτησε τις δύο αυτές θεατρικές φιγούρες.

Το θέαμα διαδόθηκε και στην ελληνική γλώσσα, διατηρώντας φιγούρες προσαρμοσμένες στην ελληνική παράδοση με θεματογραφία άφθονη που προσφέρεται ακόμη και στις μέρες μας, αφού οι καβγάδες μεταξύ πολιτικών, δημοσιογράφων η celebrities θυμίζουν τις φιγούρες των δύο τραγικών υποταχτικών.

Από περιοδεύοντες την ελληνική επαρχία θιάσους, τα καλοκαίρια παίζονται, συνήθως, παραστάσεις του Καραγκιόζη σε διάφορους ρόλους της τρέχουσας επικαιρότητας.

Υπάρχει θεματογραφία από τον Καραγκιόζη-Υπουργό μέχρι για τον Καραγκιόζη-Δήμαρχο.

Για εκείνο που δεν υπήρχε, είναι για τον Καραγκιόζη τσολιά της ιδιωτικής παιδείας.

«Είμαι ένας επαγγελματίας άχρηστος που ξεφτιλίζω το λειτούργημα, το οποίο ορκίστηκα να υπηρετώ. Απαιτώ όλο και μεγαλύτερη αμοιβή για όλο και λιγότερη –ας πούμε…- εργασία. Πώς είναι δυνατόν να ανεχτώ ‘χαφιέδικες’ κάμερες να δείχνουν πόσο άχρηστος είμαι…» έγραψε, σίγουρος για το ανατρεπτικό του χιούμορ, ο άνθρωπος που μύριζε στην Βουλή το παλτό της βουλευτού Ραχήλ Μακρή, όταν η τελευταία σηκώθηκε να μιλήσει στο βήμα της Βουλής.

Το να σου αρέσει η πλάκα, ο χαβαλές ή να μιλάς όπως γουστάρεις, δεν είναι κάτι κακό.

Και μεταξύ μας, η κωμική αλά Ούγκο Τονιάτσι ενέργεια του ως βουλευτή -τότε νομίζω ότι ήταν στην ΔΗΜΑΡ, ή μπορεί και στο ΠΟΤΑΜΙ, γιατί βλέπω από κάτω και τον Λυκούδη να προσπαθεί να συγκρατήσει τα γέλια του- εκτός που με έκανε να γελάσω με την μεταμόρφωση σοβαροφανών ανθρώπων σε καλαμπουρτζήδες επαρχιακού καφενείου, μου θύμισε ανάλογες γυμνασιακές πλάκες σε συμμαθήτριες μας.

Κανείς δεν μας κατηγόρησε για σeξισμό η προσβολή προσωπικότητας.

Όταν είσαι νέος, μπορείς να κάνεις σε δημόσια θέα ό,τι μ@λακία θέλεις. Θα γελάσει ο κόσμος και θα πει ότι σαν νέος έχεις κάθε δικαίωμα να κάνεις την πλάκα σου.

«Θα βάλει μυαλό, όταν μεγαλώσει» λένε οι δικοί σου, ελπίζοντας ότι ο χρόνος θα βοηθήσει στην ωρίμανσή σου.

Το να κάνει ένας μεγάλης ηλικίας άνθρωπος πλάκα αυτού του είδους στη παρέα με τους φίλους του η να ποστάρει μια σαχλαμάρα, που θα την διαβάσουν μόνο οι φίλοι του στο Facebook -σαν αυτή που έγραψε για τους εκπαιδευτικούς o Ψαριανός- επίσης κακό δεν είναι.

Οι φίλοι του, από τα νεανικά τους χρόνια, πιθανόν να θυμούνται ότι τις ίδιες χοντράδες έκανε και σαν μαθητής. Θα γελάσουν, δεν θα το παρεξηγήσουν, και το πολύ-πολύ, αν αυτό που είπε ή έκανε είναι καμία βλακεία, να πούνε, από πίσω του, ότι παραμένει ο ίδιος και απαράλλαχτος μ@λάκας.

Όταν, όμως, χειρονομίες ή λεκτικές εξυπνάδες αυτού του είδους γίνονται δημόσια από ενήλικες ανθρώπους, τα πράγματα αλλάζουν.

Αν πιστεύεις σε αυτά που γράφεις ή λες, και θέλεις να σε πάρουν οι άλλοι στα σοβαρά, γίνεσαι γελοίος.

Ο γελοίος, σε αντίθεση με τον Καραγκιόζη, παρεξηγείται εάν δει ότι οι άλλοι γελάνε με αυτά που λέει.

«Γιατί γελάτε κύριοι;» είχε επιπλήξει τους βουλευτές ο νυν Πρωθυπουργός, όταν οι τελευταίοι είχαν ξεκαρδιστεί ακούγοντας τον να διαβάζει μέσα στη Βουλή τιμές οπωρολαχανικών.

Πιστεύεις-δεν πιστεύεις σε αυτά που γράφεις ή λες δημόσια, αλλά νομίζεις ότι με αυτό που γράφεις θα γελάσει ο κόσμος, τότε είσαι καραγκιόζης.

Ο καραγκιόζης, όχι ο θεατρικός, πολλές φορές γελάει από μόνος του. Είναι η ώρα που, συνήθως, πετάει μια εξυπνάδα και περιμένει να γελάσουν και οι από κάτω.

Από την σημειολογική ανάλυση της αντίδρασης των θεατών ή των προσώπων που διακωμωδεί ο θεατρικός Καραγκιόζης, έχει εξαχθεί με ασφάλεια το συμπέρασμα, ότι ποτέ θεατής δεν άνοιξε διάλογο με ηθοποιό του Θεάτρου Σκιών.

Μπορεί να γελούν οι θεατές η και να ενοχλούνται με αυτά που λέει στην σκηνή, αλλά σπάνια παρεξηγούνται η του ζητάνε τον λόγο για αυτά που λέει.

Θα πρέπει να είναι βλάκας κάποιος για να πειραχτεί με αυτά που λέει ένας καραγκιόζης επι σκηνής.

Και πολύ σωστά η Αχτσιόγλου, που είναι μια σοβαρή και αξιοπρεπής νέα γυναίκα -ούτε φωτογραφίζεται σαν ξέκωλo, ούτε είχε ποτέ νταραβέρια με κανένα απατεώνα του Δημοσίου, ούτε τέλος τσιρίζει σαν υστερική γεροντοκόρη- δεν απάντησε στην κρυάδα του Πρετεντέρη για το μίνι και το περιεχόμενο του.

Όπως δεν θα απαντούσε, άλλωστε, κανένα νεαρό κορίτσι σε ένα σαχλό πείραγμα ηλικιωμένου ανθρώπου.

Σε αντίθεση, βέβαια, η κυρία Γεννηματά, αρπάχτηκε γιατί της είπε ο Πρετεντέρης για το κομμωτήριο.

Έβγαλε ολόκληρη ανακοίνωση για εκτέλεση συμβολαίου πολιτικής εξόντωσης, λες και χρειάστηκε βοήθεια για να την έχει ήδη ξεγράψει ο κόσμος.

Ανεξάρτητα, πάντως, του πώς αντέδρασαν ξεχωριστά η καθεμία τους στους λεκτικούς εξυπνακισμούς ανθρώπων που κανείς δεν έχει σε υπόληψη, η ανάδειξη μιας ακόμη ράτσας τσολιά, αυτής του καραγκιόζη είναι πλέον γεγονός για την ελληνική κοινωνία.

Οι εύζωνοι -όπως αποκαλούνται οι τσολιάδες- αναφέρονται ιεραρχικά στο λόχο διοίκησης.

Λόχος διοίκησης των ευζώνων της νέας κοινωνικής ορθότητας είναι κατά αξιωματική σειρά ισχυροί οικονομικοί παράγοντες, τραπεζίτες, ιδιοκτήτες μέσων μαζικής ενημέρωσης, κυβερνητικοί υπάλληλοι και δημοσιογράφοι. Οι τελευταίοι σε ρόλο λοχία βρίσκονται στον πάτο της ιεραρχίας.

Η εκπαίδευση των ευζώνων είναι σκληρή και επικεντρώνεται στην ανάπτυξη της ικανότητας για διαρκή φρουρά των όσων έχουν ταχθεί να προστατεύουν.

Φυσικά, τους ευζώνους δεν τους εκπαιδεύουν οι στρατηγοί και οι λοχαγοί. Στους λοχίες πέφτει το βάρος αυτό.

Οι λοχίες της δημοσιογραφίας είναι παιδιά του λαού και αυτά.

Για να πάρουν το μικρό αξίωμα φάγανε πολλές σφαλιάρες. Αρκετοί από αυτούς ξεκίνησαν φανταράκια, που δεν σήκωναν μύγα στο αριστερό σπαθί τους, αλλά με τα χρόνια, επειδή δεν μπορούσαν να κάνουν μια δουλειά δική τους, μπήκαν στο λόχο διοίκησης.

Για να μεταλλάξεις ένα μικροαστό η ένα αγράμματο ανθρωπάκο σε τσολιά θέλει πολλή δουλειά.

Μέσα από τον στρατώνα της τηλεόρασης η των εφημερίδων που σου προσφέρει δουλειά, πρέπει να έχεις την ικανότητα να σπείρεις στον εκκολαπτόμενο εύζωνο τον τρόμο.

Πώς τρομάζεις ένα νοικοκυραίο; Δείχνοντας του ένα κάδο να αρπάζει φωτιά σε μια πορεία, προσθέτοντας ηχητικά εφέ κρότων η κάνοντας mixing εικόνων ακόμη και από γεγονότα άλλων χωρών.

Τον φόβισες τον ανθρωπάκο; Τον έκανες να αγανακτήσει; Έχεις έτοιμο αμέσως τον τσολιά της δημόσιας τάξης.

Για να φτιάξεις τσολιά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, πρέπει να κάνεις, μέσα από το κανάλι σου, την επιχειρηματική αγιογραφία τυχοδιώχτη τραπεζίτη που έριξε έξω όσες επιχειρήσεις εξαγόρασε, μια ποδοσφαιρική ομάδα, την ίδια του την τράπεζα και το τραπεζικό σύστημα μιας ξένης χώρας, αναγκάζοντάς την να μπει σε μνημόνια.

Για να συμπεριφέρονται γονείς σαν τσολιάδες της αριστείας, χρειάστηκαν να επιστρατευτούν δυο από τις παλιότερες καραβάνες της ελληνικής τηλεόρασης και δύο γυναίκες υπουργοί Παιδείας -η μία έχει αποσυρθεί και απασχολείται σήμερα σε βιομηχανία αναψυκτικών- για να εξυμνούν και να βραβεύουν μια κοινή απατεώνισσα, σαν κορίτσι θαύμα της επιστημονικής καινοτομίας.

Αν τέλος θέλεις να φτιάξεις ένα τσολιά του εγκλεισμού, για να κάνεις να ξεχαστούν οι ελλείψεις που εσύ δημιούργησες, δεν έχεις παρά να ζητήσεις από ένα κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο να σου γράψει πόσο επικίνδυνες είναι οι συγκεντρώσεις νέων σε πλατείες.

Μια Ζωή Ράπτη -καμία συγγένεια με την γνωστή Έλενα του ίδιου κόμματος που πήγε και κοινώνησε- μέσα από την στήλη της στο ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ, αφού σαν καλή υπάλληλος λιβάνισε την αποτελεσματικότητα της κυβερνητικής πολιτικής, δεν παρέλειψε να πει:

«Ένα από τα απρόσμενα εμπόδια στην πορεία που έχουμε χαράξει όλοι μαζί, Πολιτεία και πολίτες, προς το ασφαλές λιμάνι της απεμπλοκής από αυτή την κατάσταση είναι η «αντίσταση του χαβαλέ».

Με το «κίνημα» των συνάξεων προσώπων διαφόρων ηλικιών σε πλατείες, συνέχισε να γράφει, επιδιώκεται η σκόπιμη πρόκληση της αστυνομίας και η ανάδειξη «ηρώων» που θα κρατούν στο ένα χέρι την μπύρα και στο άλλο την κρέπα.

Φυσικά, η σύναξη του χαβαλέ δεν έχει καμία σχέση, ούτε με το πανηγύρι των εγκαινίων της πλατείας Ομονοίας -θυμίζει διακοσμητικό σιντριβάνι στον πίσω ακάλυπτο δωματίων διαμονής προσωπικού ξενοδοχείου στο Ντουμπάι- ούτε με το καραβάνι της Πρωτοψάλτη, που σε ρόλο Βέμπο έδινε κουράγιο στους εσώκλειστους των Αθηνών.

Τσολιάδες υπάρχουν και άλλοι πολλοί αλλά, αν καθόμαστε να τους απαριθμήσουμε, θα έπρεπε να γραφτεί ολόκληρο κοινωνιολογικό δοκίμιο.

Ενδεικτικά, αναφέρονται οι κράχτες της ευεργεσίας ή της φιλανθρωπίας. Θυμίζουν μασκαρεμένο σε τσολιά, υποδοχέα χασαποταβέρνας της Βάρης.

Είναι οι τσολιάδες της ιδιωτικής πρόνοιας.

Είναι αυτοί που δεν φοβούνται για ότι και να συμβεί στη χώρα, αφού υπάρχουν οι ευεργέτες και φιλάνθρωποι.

Φιλάνθρωποι, που όχι μόνο προσφέρουν σύνταξη στη θέση του κράτους, η φτιάχνουν νέα μαγειρεία σε γηροκομεία, αλλά φτάνουν να ασχολούνται ακόμη και με τον έλεγχο της ποιότητας του φαγητού που προσφέρεται.

Οι τσολιάδες αυτοί, δεν φτάνει που αβαντάρουν τους ευεργέτες- δεν ξέρω εάν οι πάτρωνες της ευεργεσίας επιθυμούν τόσο γλείψιμο, αλλά για να μην αντιδρούν πάει να πει ότι δεν τους χαλάει- τα χώνουν και από πάνω σε εκείνους που θα τολμήσουν να πουν ότι η χορήγηση μιας σύνταξης η της ανακατασκευής του μαγειρείου ενός γηροκομείου είναι υποχρέωση της πολιτείας.

«Το είδαμε το κράτος» σου λένε. «Είδες εσύ», συνεχίζουν το βιολί τους, «κανένα από τους τεμπέληδες του Δημοσίου, να ενδιαφερθεί για τον σμηναγό;».

Πολύ καλά θα κάνετε να αποφύγετε οιοδήποτε διάλογο με εθελοντές της ιδιωτικοποίησης της πρόνοιας, γιατί ο φιλελές τσολιάς δεν τον έχει σε τίποτα να σας στιγματίσει σαν ένα ανάλγητο που δεν ενδιαφέρεται για τους συνανθρώπους του. Όπως ενδιαφέρεται ο ζαχαροπλάστης από την Λάρισα.

Η απορία μου, τα τελευταία χρόνια, είναι πώς άλλαξαν έτσι τα πράγματα και έχει εξαφανιστεί μια ολόκληρη κοινωνία που πάσχιζε να βολέψει τα παιδιά της στο Δημόσιο, ζούσε με εργολαβίες του Δημοσίου και έγραφε εικονικά ένσημα για να βγει σε πρόωρη συνταξιοδότηση.

Μα κανείς, τέλος πάντων, δεν έχει ανάγκη το Δημόσιο;

Χωρίς να ζητήσω από κανένα να μου λύσει αυτή την απορία, βρήκα μόνος μου την απάντηση.

Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Εκείνο που έχει αλλάξει είναι το οικονομικό status των ανθρώπων που ζουν από το Δημόσιο.

Δεν είναι πια οι καθαρίστριες που διορίζονταν με σημείωμα τοπικού βουλευτή. Είναι οι εργολάβοι καθαρισμών που αναλαμβάνουν από δημόσια νοσοκομεία την εργολαβία του καθαρισμού.

Δεν είναι οι γιατροί που διορίζονταν στο ΕΣΥ με μισθό πείνας. Είναι οι ιδιοκτήτες των ιδιωτικών κέντρων υγείας που αναλαμβάνουν για λογαριασμό του Υπουργείου Υγείας να κάνουν πανάκριβες εξετάσεις, που, φυσικά, χρεώνονται στο Δημόσιο.

Και δεν είναι πλέον οι καλλιτέχνες που περίμεναν να ζήσουν από τις επιδοτήσεις που μοίραζε το Υπουργείο Πολιτισμού. Είναι οι άνθρωποι των ιδρυμάτων που παίρνουν φοροαπαλλαγές και επιχορηγήσεις, για να επιδοτούν πρόθυμους καλλιτέχνες, που συμφωνούν με τις πολιτιστικές επιλογές του Ιδρύματος.

Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω, αν πίσω από κάθε μέντορα της ιδιωτικοποίησης κρύβεται ένας στρατός συνεργατών που προωθούν αυτή την πολιτική.

Αν κρύβεται- που κρύβεται-με σκοπό να επιβάλλει την σιωπή του κάθε αντιρρησία, αυτός ο στρατός δεν έχει ανάγκη από καμία χούντα.

Είναι αχρείαστη. Υπάρχει η χούντα των τσολιάδων.

Στον αντίποδα του επιχειρούμενου ευζωνισμού της ελληνικής κοινωνίας υπάρχει μια αδιάψευστη ιστορική πραγματικότητα.

Όσο και να αποβλακώσεις ένα λαό, στο υποσυνείδητο διατηρείται η ιστορική μνήμη σε λανθάνουσα μορφή.

Είναι αποδεδειγμένο ότι, όταν μια κατοχή φεύγει, με τα χρόνια η πείνα, οι στερήσεις και οι παρενέργειές της ξεχνιούνται.

Δεν ξεχνιούνται, όμως, οι δωσίλογοι, οι μαυραγορίτες, οι συνεργάτες και οι ρουφιάνοι της κάθε κατοχής.

Σχεδόν ογδόντα χρόνια μετά την Γερμανική κατοχή, οι Κοζανίτες δεν ξεχνούν την οικογένεια Παπακωνσταντίνου που συνεργάστηκε με τους κατακτητές στο στήσιμο της ηλεκτροπαραγωγικής μονάδας.

Και να ήθελαν να την ξεχάσουν, τους της θύμισε ο απόγονος Υπουργός που διέγραψε συγγενείς απογόνους της ίδιας με αυτόν οικογένειας από τη λίστα Lagarde. Την λίστα με τους φοροφυγάδες που είχαν βγάλει τα χρήματα τους στο εξωτερικό.

Πενήντα και βάλε χρόνια μετά την χούντα, οι γονείς μας θυμούνται έναν προς έναν τους ηθοποιούς η τους τραγουδιστές –οι περισσότεροι είναι μακαρίτες σήμερα- που εμφανίζονταν στα Απριλιανά γλέντια.

Δεν ξέχασαν ότι την ίδια ώρα που στις εξορίες σάπιζαν αριστεροί -γιατί δεν υπέγραφαν μια δήλωση μετάνοιας- στους κινηματογράφους η Φίνος Φίλμ πρόβαλε την εικόνα μια ανέμελης μετεμφυλιακής Ελλάδας με ηθοποιούς σε ρόλους ενός αυστηρού πατέρα η άτακτης κόρης, που στο φινάλε παντρεύονταν το τίμιο εργατόπαιδο.

Και δεν είναι τυχαίο, ότι κανείς από τους καλλιτέχνες της χούντας δεν εμφανίστηκε ποτέ σε ταινία του Αγγελόπουλου ή του Βούλγαρη. Η κινηματογραφική τους συνέχεια ήταν σε αρπαχτές βιντεοταινιών του ’80.

Πέντε χρόνια μετά το Δημοψήφισμα, οι πιο πολλοί μπορεί να έχουν ξεχάσει τους λόγους για τους οποίους ένα ΟΧΙ γύρισε σε ΝΑΙ.

Δεν θα ξεχάσουν, όμως, ποτέ την Σαράφογλου που από το Mega έλεγε ότι δεν έφταιγε αυτή, γιατί όλες οι κοινωνικές ομάδες είναι υπερ του ΝΑΙ.

Ξέρετε ποιο είναι το ιστορικό λάθος, της κάθε μορφής κατοχής; Η άγνοια του κρίσιμου σημείου αφύπνισης της μνήμης.

Η μάζα λειτουργεί με τις ιδιότητες ενός φυσικού στοιχείου. Μπορεί να συμπιεστεί μέχρι ενός ορίου. Οι νόμοι της Φυσικής λένε ότι η ασκούμενη δύναμη πίεσης επί ενός υλικού έχει μια μέγιστη τιμή. Υπέρβαση της τιμής αυτής προκαλεί βίαιη εκτόνωση, με ανυπολόγιστες για το περιβάλλον της μάζας συνέπειες.

Αν προσπαθήσεις σε εργαστήριο Χημείας να συμπιέσεις ένα υγρό μέσα σε δοκιμαστικό σωλήνα, υπερβαίνοντας ένα όριο εκείνο που θα καταφέρεις είναι να σπάσεις τον σωλήνα. Αν το υγρό είναι εύφλεκτο θα πάρει φωτιά το εργαστήριο.

Αν στο εργαστήριο υπάρχουν άλλα εύφλεκτα υλικά, ακόμη και εάν αυτά δεν συμμετέχουν στο πείραμα, το εργαστήριο θα γίνει Κούγκι.

Κανείς δεν γνωρίζει η δεν μπορεί να υπολογίσει την χρονική στιγμή μιας εκτόνωσης και την πίεση με την οποία η κοινωνική μάζα εκρήγνυται.

Για την αφύπνιση της μνήμης των μαζών φορές-φορές, αρκεί ένα γεγονός, που οι υπό κανονικές συνθήκες κατοχής δεν θα προκαλούσε κανένα κοινωνικό κλυδωνισμό.

Την θεωρητική αυτή προσέγγιση των κοινωνιολόγων, ο λαός με απλά λόγια την περιγράφει σαν τη σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι.

Ζεις σε μια χειραγωγημένη κοινωνία, που αντέχει εκατό χιλιάδες νεκρούς, γιατί η δημόσια υγεία έχει ξεπουληθεί σε ιδιώτες, που αποδέχεται στις τάξεις της σαράντα εκατομμύρια άνεργους, γιατί έχει δημιουργηθεί μια οικονομία με το 1% του πληθυσμού να απολαμβάνει το 65% του πλούτου, που δεν διαμαρτύρεται για τους χιλιάδες φόνους από την ελεύθερη οπλοκατοχή και με το υψηλότερο στο κόσμο ποσοστό φυλακισμένων.

Και έρχεται η στιγμή που ένας ηλίθιος φασίστας -που το ίδιο το σύστημα έφτιαξε- σκοτώνει ένα μαύρο.

Είναι ο πρώτος μαύρος θύμα της αστυνομικής βίας;

Όχι, φυσικά. Και δεν θα είναι και ο τελευταίος.

Είναι, όμως, το γεγονός που θα αφυπνίσει την μνήμη της μάζας και θα κάνει τον Αμερικάνικο λαό-λευκοί και μαύροι, μαζί-να βγει στους δρόμους και να τα κάνει όλα λίμπα.

Βλέπεις άοπλους νέους να έχουν περικυκλώσει ένα περιπολικό ή να βάζουν φωτιά σε ολόκληρο αστυνομικό τμήμα γεμάτο με άντρες οπλισμένους σαν αστακούς, και αναρωτιέσαι:

«Μα καλά. Που πήγε ο φόβος του μπάτσου;»

Ο φόβος, λένε οι ψυχολόγοι, εξαφανίζεται όταν δεν έχεις τίποτα πια να χάσεις.

Και ο κόσμος, όπως τον ονειρεύονται οι εγκέφαλοι του νεοφιλελευθερισμού, δεν έχει τίποτα πια να χάσει.

Δεν έχεις σπίτι να μείνεις, δεν έχεις δουλειά για να ζήσεις με αξιοπρέπεια, δεν έχεις τίποτα να περιμένεις στο μέλλον. Τι να την κάνεις την ζωή;

Προτιμάς να τη θυσιάσεις μόνος σου, αντί να αφήσεις τους άλλους να σου την πάρουν.

Την ύστατη της ζωής στιγμή, ο άνθρωπος αναζητεί-πιθανόν από ένστικτο- την ηρωοποίηση του.

Άνθρωποι που δεν θέλανε πάρε-δώσε με τους καταδότες των Γερμανών, δεν δίστασαν στο μπλόκο της Κοκκινιάς, την ώρα που ο κουκουλοφόρος τους έδειχνε τον δρόμο για το απόσπασμα, να τραβήξουν την κουκούλα του συνεργάτη.

Στην νέα κατοχή, αυτή που έχει επιβάλλει ο οικονομικός φασισμός, οι συνεργάτες του δεν χρειάζονται να φοράνε κουκούλα.

Πιστεύουν ότι, εφόσον δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική, θα μείνουν για πάντα στην πλευρά των νικητών. Δεν θέλουν να κρυφτούν.

Βγαίνουν με θράσος και τσαμπουκά στα κανάλια και υποδεικνύουν σαν σωστό, αυτό που τους έχουν δασκαλέψει να λένε ότι είναι το σωστό.

Είναι θλιβεροί, όχι γιατί λειτουργούν σαν τσολιάδες με μικρό αντάλλαγμα σε σχέση με το οικονομικό όφελος που προσφέρουν στους εργοδότες τους, αλλά γιατί αγνοούν το τέλος που περιμένει τους κάθε λογής συνεργάτες.

Στο μπλόκο της Κοκκινιάς μετά την μαζική εκτέλεση των αθώων, οι ίδιοι οι Γερμανοί καθάρισαν τους ντόπιους συνεργάτες. Την ώρα, μάλιστα, που έβγαζαν τις βέρες από τα δάκτυλα των νεκρών συμπατριωτών τους ή τους έπαιρναν τα ρολόγια από τα χέρια.

Με το πού έπεσε η χούντα των συνταγματαρχών, ο Παττακός μέσα από την φυλακή, έδωσε ένα προς ένα τα ονόματα των καλλιτεχνών που έκαναν παρέα μαζί τους.

Όταν, για πρώτη φορά, η αριστερά ετοιμαζόταν να πάρει την Κυβέρνηση, ο Ψυχάρης ο ίδιος ρώτησε τον Τσίπρα αν θέλει να του βάλει τον Πρετεντέρη να κάνει κωλοτούμπες στο αέρα.

Βέβαια, άνθρωποι που είναι μαθημένοι να υπηρετούν και εξυπηρετούν την κάθε κατοχή, τον κάθε ισχυρό του χρήματος και τον καθένα που τους δίνει μια δουλειά, ποσώς τους ενδιαφέρει η κοινωνική ξεφτίλα.

Ξέρετε, τι τους ενδιαφέρει μόνο;

Να αστυνομεύουν τις ζωές των άλλων.

Να καταγγείλουν την αντίθετη γνώμη.

Να περιορίσουν την ελευθερία, σε αυτούς που θέλουν να ζουν ελεύθεροι.

Ξέρετε τι είναι όλοι αυτοί σήμερα; Είναι τσολιάδες φιλελεύθερης κοπής.

Γ.Κ.

Υ.Γ.1 Στην προσωπική μου αξιολογική επαγγελματική κλίμακα της ελεύθερης οικονομίας και της αποκόμισης εμπορικού κέρδους – στο οποίο δεν είμαι αντίθετος, αν και σιχαίνομαι τις αθέμιτες πρακτικές του- οι πουτάvες είναι στην υψηλότερη θέση.
Αν μπορούσαμε να καθιερώσουμε σαν δείκτη ηθικής αξιολόγησης ενός επαγγέλματος το γινόμενο του κοινωνικού κόστους που δημιουργεί η φύση του επαγγέλματος και του κέρδους που επιφέρει στον ασκούντα το επάγγελμα, οι πουτάνες- αυτές οι φτηνές επι πληρωμή που κάνουν πιάτσα σε φτηνά ξενοδοχεία των ξενοδοχείων, έστω και αν συντηρούν ένα νταβατζή- είναι στην πρώτη θέση. Και η ζημιά που προξενεί το επάγγελμά τους στην κοινωνία είναι ασήμαντη, και η ανταμοιβή τους για αυτό που προσφέρουν πολύ χαμηλή.
Προσπαθήστε, τώρα, να υπολογίσετε το γινόμενο της ζημιάς, που προκαλεί ένας άθλιος δημοσιογράφος με τον καθημερινό βιασμό της ανθρώπινης συνείδησης, και του κέρδους που αποκομίζει από όλες τις νόμιμες και παράνομες δραστηριότητες του -από τον κανονικό μισθό -μέχρι αυτά που μαζεύει από το payroll κάποιας εταιρείας και τις δημόσιες σχέσεις που κάνει για λογαριασμό ενός νεοεμφανιζόμενου επιχειρηματία της αρπαχτής-, και θα καταλάβετε γιατί έχει επικρατήσει η φράση «οι πιο πoυτάνες από τις πoυτάνες».
Ευνόητο είναι, ότι, στην προσωπική κλίμακα αυτή των επαγγελμάτων, είναι εκτός συναγωνισμού σκουπιδιάρηδες, νοσηλευτές, δάσκαλοι και άλλοι πολλοί χαμηλόμισθοι που προσφέρουν πραγματικό έργο χωρίς την ανάλογη αναγνώριση της αξίας τους. (Συγγνώμη, ξέχασα φιλάνθρωπους, ευεργέτες και χορηγούς πολιτιστικών δραστηριοτήτων)
Υ.Γ.2 Επι του πιεστηρίου, εμφανίστηκε το τελευταίο είδος τσολιά. Είναι αυτός των εξωτερικών υποθέσεων. Με αφορμή τα γεγονότα στις ΗΠΑ, το νέο ευζωνικό φυντάνι έχει αναστρέψει την γνωστή φασιστική ατάκα «Αν σου αρέσουν οι πρόσφυγες και οι τσιγγάνοι να τους πάρεις σπίτι σου» και λέει: «Αν δεν σου αρέσει να ζεις εδώ, κανείς δεν σε κρατάει. Και όσοι δεν ζουν εδώ, να το βουλώσουν».

(Αγαπητέ φίλε, είστε ποταμός. Να είστε καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.