Πίσω από το όμορφο ελληνικό καλοκαίρι, κρύβεται πολλή ασχήμια
Αγαπάω πολύ το καλοκαίρι στα ελληνικά νησιά. Αυτό μάλλον οφείλεται στο ότι το στερήθηκα για πάρα πολλά χρόνια της ενήλικης ζωής μου, εξαιτίας της δουλειάς μου. Οπότε, τα τελευταία χρόνια του δίνω και καταλαβαίνει.
Δεν ανήκω σε αυτούς που αναζητούν πολυτέλειες στα νησιά, ούτε επιθυμώ το να μεταφέρω τη ζωή μου στην πόλη σε ένα νησί -μαζί με όλη την γκαρνταρόμπα μου-, όπως κάνουν οι περισσότεροι άνθρωποι.
Μου αρκεί ένα ταπεινό, καθαρό δωμάτιο, κάπως κοντά στην θάλασσα, γιατί δεν έχω μεταφορικό μέσο, οπότε κινούμαι, κυρίως, με τα πόδια και με τη δημόσια συγκοινωνία, ενώ μαγειρεύω μόνος μου. Το θέμα μου είναι να μπορέσω να μείνω στα νησιά όσο μεγαλύτερο διάστημα μπορώ. Μεγάλη υπόθεση να είσαι με το μαγιό όλη μέρα και να διαβάζεις κάτω από τα αρμυρίκια. Για εμένα τουλάχιστον. Αλλά και για πολλούς σαν εμένα, που μάλλον δεν μας λαμβάνει υπόψη του ο σχεδιασμός του ελληνικού τουρισμού, που είναι πια μόνο για πλούσιους.
Το καλοκαίρι είναι η χρυσή εποχή των φτωχών, σύμφωνα με τον Βάρναλη, αλλά αυτό δεν ισχύει πια. Αφενός το καλοκαίρι έχει γίνει εμπόρευμα -όπως όλα- και αφετέρου οι φτωχοί δεν θέλουν να ζήσουν ένα μελένιο καλοκαίρι αλλά να γίνουν πλούσιοι.
Όποιος είναι πάνω από 30 χρονών και έχει ανάμνηση του τοπίου και των τοπικών κοινωνιών στα ελληνικά νησιά, δυσκολεύεται σήμερα να αναγνωρίσει τα ίδια νησιά.
Και αυτό δεν αφορά μόνο τους Έλληνες αλλά και τους ξένους, που ήταν κάποτε ταξιδιώτες και όχι τουρίστες. Όλο και περισσότεροι λένε “δεν θα έρθω ξανά”.
Ο υπερτουρισμός και η απληστία έχουν διαλύσει τα πάντα. Τοπία και ψυχές.
Είναι όλα φράγκα. Οι άνθρωποι δεν υπάρχουν. Είναι αριθμοί.
Κάποτε πήγαινες στα νησιά και συναντούσες ανθρώπους αγαπημένους, απολαμβάνοντας την παρέα τους. Τώρα όλοι δουλεύουν όλη μέρα.
“Γιατί δουλεύεις τόσο πολύ; Δεν πάει καλά η δουλειά;” ρώτησα μια ξένη φίλη, με την οποία μας συνδέει φιλία δεκαετιών, και τώρα σχεδόν δεν προλαβαίνει να πιούμε έναν καφέ παρέα.
“Δεν ξέρω” μου απάντησε, “η δουλειά, εδώ και πολλά χρόνια, πηγαίνει καλύτερα από ποτέ αλλά είναι σαν να με έχει παγιδέψει”. Παγιδευμένη στην επιτυχία.
Άνθρωποι που γνωρίζω πολλά χρόνια, χτίζουν διαρκώς νέα ξενοδοχεία, νέα πολυτελή δωμάτια, νέες βίλες, νέα όλα.
Τους ρωτάς γιατί το κάνουν και δεν ξέρουν να σου πουν. Το κάνουν γιατί δεν ξέρουν να κάνουν κάτι άλλο. Το κάνουν γιατί έτσι κάνουν όλοι.
Εν τω μεταξύ, καταστρέφουν τον τόπο τους, τον τόπο που θα ζήσουν τα παιδιά τους, καταστρέφουν την πατρίδα τους και τις αναμνήσεις τους.
Καταστρέφουν και τη ζωή τους. Οι περισσότεροι άνθρωποι στα νησιά δεν απολαμβάνουν το καλοκαίρι. Ούτε στην θάλασσα δεν μπαίνουν. Μόνο δουλεύουν. Και δεν έχεις τίποτα ενδιαφέρον να συζητήσεις πια μαζί τους. Είναι πιο βαρετοί και από τον θάνατο.
Και καλά οι ιδιοκτήτες ξενοδοχείων και οι επιχειρηματίες του τουρισμού που έχουν αποφασίσει να γίνουν Ωνάσηδες· από δίπλα, στρατιές εργαζόμενων σε γαλέρα. Έλληνες και ξένοι.
Οι περισσότεροι, εκτός από κακοπληρωμένοι και κακοποιημένοι εργασιακά, είναι και αόρατοι. Δύσκολα θα δεις τους Αιγύπτιους και τους Ινδούς που δουλεύουν στις κουζίνες των ξενοδοχείων, τις Ουκρανές που καθαρίζουν και πάμπολλες άλλες εθνικότητες, που δουλεύουν ακόμα και δώδεκα ώρες την ημέρα -χωρίς ρεπό-, ενώ μετά “ξεκουράζονται” σε κάτι παραπήγματα, τρεις ή τέσσερις ή πέντε, σε ένα “δωμάτιο”, που δεν έχει, βέβαια, καμία σχέση με τα δωμάτια των τουριστών και των αφεντικών τους. Πολλά από αυτά τα “δωμάτια” δεν έχουν καν παράθυρο.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια χρεοκοπημένη χώρα με διαλυμένες υποδομές.
Όλα αυτά συμβαίνουν σε μια χώρα που άνθρωποι πεθαίνουν σε καρότσες αγροτικών και οι άνθρωποι του ΕΚΑΒ δεν προλαβαίνουν να πάρουν ανάσα. Και βέβαια, ο υπερτουρισμός επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το διαλυμένο ΕΣΥ.
Ξέρετε, οι τουρίστες δεν γνωρίζουν πως όλα αυτά τα ελικόπτερα που πετούν πάνω από τα κεφάλια τους στις παραλίες των νησιών, μεταφέρουν ασθενείς. Νομίζουν πως είναι πλούσιοι που πηγαινοέρχονται. Δεν αστειεύομαι. Έτσι νομίζουν. Αν πεις σε τουρίστα πως οι γυναίκες που μένουν στα νησιά δεν μπορούν ούτε να γεννήσουν στο “πολυτελές” νησί που ζουν, νομίζει πως του κάνεις πλάκα.
Έχω περιγράψει στο παρελθόν εμπειρίες -δικές μου ή φίλων- από τα νοσοκομεία των δημοφιλών ελληνικών νησιών, με κορυφαία αυτή την ωραία σκηνή που είμαι ξαπλωμένος στο ράντζο ενός νησιώτικου νοσοκομείου -ο Θεός να το κάνει-, με πλησιάζει η νοσοκόμα, σκύβει από πάνω μου και μου λέει ψιθυριστά στο αυτί “Κανένας από τους γιατρούς που σας εξέτασαν δεν έχει ειδικότητα. Να φύγετε αμέσως, να πάτε στον γιατρό σας στην Αθήνα”. Τέλειο;
Θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε πόσοι τουρίστες αφήνουν την τελευταία τους πνοή στην υπέροχη χώρα μας, στην διάρκεια του ελληνικού καλοκαιριού, όχι επειδή ήταν η ώρα τους ή το κακό το μάτι, αλλά επειδή οι υποδομές Υγείας της χώρας μας δεν μπορούν να καλύψουν ούτε τις ανάγκες του ντόπιου πληθυσμού, ακόμα και σε θέματα ρουτίνας.
Βλέπω τους ξένους ποδηλάτες στα νησιά μας και θέλω να τους πάρω το ποδήλατο με το ζόρι, και να τους πω πως δεν βρίσκονται στο Άμστερνταμ ή στην Βαρκελώνη. Οι δρόμοι των νησιών μας δεν είναι ούτε για αυτοκίνητα. Ούτε για τανκς. Με τα πεζοδρόμια δεν υπάρχει πρόβλημα στα νησιά. Γιατί; Γιατί δεν υπάρχουν. Αυτοκίνητα, λεωφορεία, νταλίκες, μηχανάκια, ποδήλατα, παρέα στον ίδιο δρόμο με πεζούς, παιδάκια, μωρά σε καρότσια και άλλα.
Αλλά κανείς δεν νοιάζεται. Θυμάμαι πολλά περιστατικά με τροχαία, με πιο πρόσφατο αυτό που σκοτώθηκε ένας 20χρονος, γιος μιας πολύ πλούσιας οικογένειας, δίπλα εκεί που έμενα. Το παιδί σκοτώθηκε, θρήνος για μια μέρα, και μετά οι δουλειές συνεχίζονται κανονικά. Κανείς δεν λέει “Παιδιά, πρέπει να φτιάξουμε σωστό οδικό δίκτυο, γιατί σκοτώνονται τα παιδιά μας”. Δεν θέλουν παιδιά, θέλουν λεφτά. Τι θα τα κάνουν τόσα λεφτά; Γιατί μιλάς μαζί τους, και δεν τα κάνουν τίποτα. Α ναι, κάνουν νέα ξενοδοχεία. Αλλά κανείς δεν δίνει ένα μέτρο από την ιδιοκτησία του, για να φτιαχτεί ένα πεζοδρόμιο, για να περπατάνε τουλάχιστον τα δικά του παιδιά με ασφάλεια.
Ας σκεφτούν οι άνθρωποι που ζουν στα νησιά τι σχέση έχει η ζωή που περιγράφεται στα τραγούδια που ακούγονται στα πανηγύρια τους -που είναι κι αυτά θλιβερά, νεοπλουτίστικα και ξεκούδουνα πια- με τη ζωή που ζουν οι ίδιοι σήμερα (Δεν είμ’ από ψηλή γενιά κι από μεγάλο τζάκι, μα τη ζωή μου τη γλεντώ μικρό κοπελουδάκι, Να γλεντάς δεν είναι κρίμα και να παίζεις με το κύμα, και να παίζεις με το κύμα να γλεντάς δεν είναι κρίμα).
Παρατηρώντας και ζώντας από κοντά την καταστροφή της χώρας μας, σκέφτομαι πως συμφωνώ απόλυτα με αυτό που είπε πρόσφατα σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις του ο Γιάννης Αγγελάκας: “Δηλαδή, δεν χωράει στο μυαλό μου όλη αυτή η παράνοια και η βλακεία που ζω, οπότε… δεν έχω να χαρακτηρίσω τίποτα, δεν ξέρω τι συμβαίνει. Δεν πιστεύω σε αυτή την κοινωνία, είναι σε παραίσθηση”.
(Διαβάζω άρθρα για τον τουρισμό που περιέχουν την απορία γιατί οι αφίξεις των τουριστών δεν ταυτίζονται απαραίτητα με κρατήσεις σε ξενοδοχεία, αφού, για χρόνια, λέγεται και γράφεται πως κάθε αεροπορικό κάθισμα συνδέεται με ένα κρεβάτι ξενοδοχείου. Τα πράγματα δεν είναι πια ακριβώς έτσι, και όχι αυτό δεν οφείλεται μόνο στα άπειρα Airbnb. Είναι πάρα πολλοί οι ξένοι που έχουν αγοράσει σπίτια στην Ελλάδα -υπάρχει και η Golden Visa πια-, και ιδιαίτερα στα ελληνικά νησιά, όπου περνούν κάποιους μήνες τον χρόνο. Και βέβαια, αν αγοράσεις σπίτι στην Ελλάδα, δεν θα πας να μείνεις σε πεντάστερο ξενοδοχείο, ούτε θα τρως κάθε μέρα στα εστιατόρια. Απορώ πως γίνεται δημοσιογράφοι που ασχολούνται με τον τουρισμό και τουριστικοί επιχειρηματίες, να μην έχουν αντιληφθεί πως εκατοντάδες χιλιάδες ξένοι φτάνουν κάθε χρόνο στην Ελλάδα και δεν πάνε στο ξενοδοχείο αλλά στο …σπίτι τους. Επίσης, συμβαίνει κάτι ακόμα, που το ξέρουν όλοι στα νησιά. Εγώ, για παράδειγμα, είμαι Γάλλος, έχω αγοράσει ένα σπίτι στην Πάρο και το νοικιάζω -ή το παραχωρώ- σε φίλους και γνωστούς, χωρίς αυτό να φαίνεται πουθενά. Μήπως το ίδιο δεν κάνουν και χιλιάδες Έλληνες; Έχουν λυσσάξει τόσο πολύ όλοι με τον τουρισμό και το χρήμα στην Ελλάδα, που αδυνατούν να αντιληφθούν πως πολλοί άνθρωποι έχουν και προσωπικές σχέσεις στη ζωή τους, οπότε μπορούν να μείνουν ακόμα και φιλοξενούμενοι σε ένα πολύ ωραίο σπίτι στο νησί, και να μην πληρώσουν 200 ευρώ την βραδιά για ένα θλιβερό δωμάτιο ξενοδοχείου, γεμάτο με μεθυσμένες αγέλες.)
(Την σκέψη πως υπάρχει πολλή ασχήμια πίσω από τη βιτρίνα του όμορφου ελληνικού καλοκαιριού, την έκανα για πρώτη φορά, πριν από μερικά χρόνια, όταν βρέθηκα, χωρίς να το θέλω, να ακούω τον διάλογο ενός τουριστικού επιχειρηματία με μια νεαρή υπάλληλό του. Βασικά, μιλούσε μόνο αυτός· η κοπέλα προσπαθούσε να ψελλίσει κάτι και μετά έβαλε τα κλάματα. Την εξευτέλισε εντελώς και της μιλούσε σαν να του ανήκε, σαν να ήταν ιδιοκτησία του. Ήταν σοκαριστικό. Σαν ταινία του Οικονομίδη, ο οποίος ήταν πολύ μπροστά από την εποχή του και έπιασε πρώτος απ’ όλους τη χυδαιότητα, την απληστία και τη βαρβαρότητα της ελληνικής κοινωνίας, αλλά πολλοί θεατές έφευγαν από τον κινηματογράφο στην διάρκεια των ταινιών του. Μάλλον γιατί έβλεπαν στην οθόνη τους εαυτούς τους. Αργότερα το ίδιο βράδυ, περιέγραψα το περιστατικό σε έναν φίλο μου από το τηλέφωνο. Μου είπε να πάω στις τέσσερις τα ξημερώματα και να του το κάψω ή να του το σπάσω. Δεν το έκανα αλλά σκέφτομαι πως καίμε και σπάμε τη χώρα μας μόνοι μας. Μπράβο μας.)
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.