Ο Αριστοφάνης φορούσε σερβιέτα

Αγαπημένε μου πιτσιρίκο, φίλες και φίλοι του καλύτερου blog του κόσμου, καλημέρα.
Χθες, βράδυ Κυριακής, βρέθηκα στο αρχαίο θέατρο Δωδώνης,παρέα με δύο καλές φίλες του blog για να παρακολουθήσω τους «Σφήκες» του Αριστοφάνη σε διασκευή της κυρίας Λένας Κιτσοπούλου.

Η αλήθεια είναι πως, μετά το σάλο που προκλήθηκε στην πρεμιέρα του έργου, πήγα με αρκετή περιέργεια και επιφύλαξη να παρακολουθήσω τα όσα θα παρουσίαζε επί σκηνής η καλλιτέχνης.

Από την άλλη, όμως, έχοντας διαβάσει αρκετά έργα του Αριστοφάνη -και τους Σφήκες- δεν ήξερα τι ακριβώς έπρεπε να περιμένω από μια ηθοποιό που ναι μεν φημίζεται για τους εξαιρετικούς μονολόγους της, ωστόσο αυτό που θα επιχειρούσε να κάνει ως «διασκευή» στην συγκεκριμένη περίπτωση ήταν παρακινδυνευμένο -κατά την άποψή μου- για τον απλούστατο λόγο πως θα προσπαθούσε να ξετρυπώσει -μέσω του προκλητικότατου λόγου της- όλους τους σύγχρονους υπερευαίσθητους δικομανείς της ελληνικής κοινωνίας που -δεν ξέρω πόσοι το αντιλαμβανόμαστε, φαντάζομαι αρκετοί- κυρίως «κρύβονται» στις σφηκοφωλιές των social media.

Γυρνώντας το χρόνο περίπου τρεις εβδομάδες πίσω και ξαναδιαβάζοντας τα πικρόχολα σχόλια των «φωτεινών μυαλών» αλλά και κείμενα «κριτικών» που σχολιάζουν και καταδικάζουν κάθε λέξη που τολμά να αρθρώσει κάποιος απομονώνοντας φράσεις, ή αφορίζοντας ενστικτωδώς και αδιακρίτως κάτι που δεν έχουν δει, παρατήρησα πως το βίντεο που «πούλησε-έπαιξε» περισσότερο ώστε να δικαιολογηθεί η αγανάκτηση της «προσβεβλημένης» κοινής γνώμης, που μπορεί το μεγαλύτερο μέρος της να μην είχε δει την παράσταση, όμως έπρεπε ξεκάθαρα και σχεδόν υποχρεωτικά να δικάσει την «ατάλαντη» Κιτσοπούλου στην «Διαδικτυακή Ηλιαία» που στήθηκε εις βάρος της, ήταν ο περίφημος διάλογος της «Βιβής» στο γραφείο του κερατά «Σκυλογιάννη» από την τελευταία ταινία του Γιάννη Οικονομίδη, «Η μπαλάντα της τρύπιας καρδιάς» που εσκεμμένα απομονώθηκαν μόνο τα λόγια της «Βίκης»(Λ. Κιτσοπούλου).

Λυπάμαι αλλά, αν δεν μπορείς να κατανοήσεις τι θέλει να πει ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος στην παραπάνω σκηνή, τότε είναι σχεδόν βέβαιο πως δεν υπάρχει περίπτωση να καταλάβεις, έστω λίγο, όσα έγραφε ο Αριστοφάνης πριν δυόμισι χιλιετίες στους Σφήκες, τις Νεφέλες -που κρέμασε στο καλάθι της σάτιρας ακόμη και τον Σωκράτη-, τους Βατράχους ή τους Όρνιθες.

Η Κιτσοπούλου έκανε κάτι παρά πολύ έξυπνο.

Πήρε το έργο του Αριστοφάνη, αφήνοντας τον τίτλο και τον αρχαίο δημιουργό σε περίοπτη θέση, και το ξέσκισε -προσωπικά θα ήθελα κι άλλο- πετυχαίνοντας με αυτό τον τρόπο να μεταφέρει το έργο, μέσα από την δικιά της οπτική, στο σήμερα.

Η γνώμη μου είναι πως όχι απλά τα κατάφερε αλλά άφησε το κεντρί της στον πισινό της «υπερευαίσθητης» ελληνικής μάζας, που όχι μόνο αγνοεί την ίδια της την χυδαιότητα, ή κάνει πως την αγνοεί, αλλά, πιστεύοντας πως μπορεί να έχει γνώμη για τα πάντα, αγγίζει το σημείο του φθόνου, νομίζοντας παράλληλα, πως για τα χάλια της φταίνε όλοι οι άλλοι εκτός από την ίδια.

Η σκηνοθέτης σήκωσε τον καθρέφτη της στο κέντρο της σκηνής και τον γύρισε στη μικροαστική ελληνική κοινωνία-οικογένεια, για να δει τα μούτρα της και τον πραγματικό εαυτό της.

Δείχνοντάς της όχι την παρανοϊκή δικομανία της -κάτι που σίγουρα θα συνέβαινε- αλλά την εξευτελιστική παρακμή της, την υποκρισία της, την εθελοδουλία της, την ηθική της κατάρρευση, τον ανήθικο καθωσπρεπισμό της, τον ωχαρδερφισμό της και την κουλτούρα ενός «πολιτισμού» συνοδευόμενου με γιαούρτια 0% που προέρχεται αποκλειστικά και μόνο από τα λύματα που αδειάζουν στα ελληνικά σαλόνια «έγκριτοι δημοσιογράφοι» και «εναλλακτικοί καλλιτέχνες» μέσω μαφιόζων καναλαρχών.

Η Κιτσοπούλου έδειξε πως γνωρίζει σαν την παλάμη του χεριού της τον μικροαστισμό των ανθρώπων της διπλανής πόρτας οι οποίοι έχουν επιλέξει συνειδητά να σχολιάζουν χυδαία, βρίζοντας και κάνοντας θόρυβο ό,τι δεν είναι σαν τα μούτρα τους, επιβεβαιώνοντας έτσι την ανυπαρξία τους.

Οποίος έχει παρακολουθήσει την παράσταση, βαθιά μέσα του το γνωρίζει αυτό γιατί,
κακά τα ψέματα, η ειλικρίνειά της τσακίζει κόκαλα.

Επίσης, η κειμενογράφος Κιτσοπούλου ξέρει -και το δείχνει οπότε της δίνεται η ευκαιρία- πως αυτή η μάζα που αυτο-αποκαλείται «ελληνική κοινωνία» είναι για τα μπάζα με το μεγαλύτερο μέρος της βαριά αμόρφωτο.

Γνωρίζει πως η πλειοψηφία των ανθρώπων που είναι πιθανό να την δουν επί σκηνής, πέρα από την υπερευαίσθητη αισθητική τους, κρατούν για σημαία τους ως «τέχνη» μια celebrity-selfie υποκουλτούρα που αγγίζει την γελοιότητα.

Το επιχείρημα των «ειδικών» πως η παράσταση χρηματοδοτείται μέσω του Εθνικού Θεάτρου από τους Έλληνες φορολογούμενους εξυπηρετεί ακριβώς και μόνον ένα σκοπό: να πειστεί η «μάζα» για την αναγκαιότητα της λογοκρισίας της ελεύθερης έκφρασης, όταν αυτή σοκάρει την «αισθητική» των «εκλεκτών» της πλειοψηφίας.

Βέβαια, οι ίδιοι «ειδικοί» -σκεφτείτε το λιγάκι- ουδέποτε θα δείξουν την ίδια ευαισθησία για σκηνοθέτες που φιλάνε επί σκηνής μακέτες του Παρθενώνα, ενώ στα σπίτια τους βιάζουν δεκαεξάχρονα.

Ούτε φυσικά θα βγάλουν άχνα όταν διακόπτεται μια παράσταση στο κέντρο της Αθήνας από μπράβους.

Το σίγουρο είναι πως ένα θέατρο που δεν προκαλεί αντιδράσεις είναι ένα νεκρό θέατρο.

Και οι «Σφήκες» πέτυχαν ακριβώς αυτό που ήθελαν.
Να δικαστούν τυφλά, να υβριστούν και να διχάσουν.

Ακόμη και οι πλαστικές καρέκλες πανηγυριού ήταν σαν έλεγαν στο κοινό πως μη σοκάρεστε με το κιτς του σκηνικού, γιατί ακριβώς το ίδιο υπάρχει στην βεράντα του σπιτιού σας ενώ ακόμη και οι «σταρ» που προσκυνάτε στις οθόνες -το ξέρω και το ξέρετε- είναι τίγκα στην πλαστικούρα.

Η άποψή μου είναι πως χρειαζόμαστε κάθε καλλιτέχνη/ιδα που μπορεί να προκαλέσει οργή και αντιδράσεις σε όλη αυτή τη σαπίλα που μας περιτριγυρίζει.

Και οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε με υπευθυνότητα την ελευθερία της έκφρασης, αφήνοντάς την σε εκείνους που επιθυμούν να εκφραστούν και να σκεφτούν ελεύθερα πετώντας στα σκουπίδια οποιαδήποτε λογοκρισία.

Στο κάτω-κάτω στην Ελλάδα αν σε βρίζουν οι πολλοί, τότε ναι σίγουρα κάτι κανείς καλά.

Ας αναρωτηθούμε στο φινάλε πως, αν ο Αριστοφάνης είχε να αντιμετωπίσει αυτό το «πράγμα» που νομίζει πως μπορεί να έχει άποψη για όλα, δικάζοντας και σχολιάζοντας τους πάντες ενώ το ίδιο ξεχειλίζει φασισμό και λαϊκισμό, ποια θα ήταν η αντίδρασή του.

Το πιθανότερο, νομίζω, θα ήταν να έβγαζε την σερβιέτα του και θα του την έτριβε στα μούτρα.

Αλλά τι λέω, δεν θα προλάβαινε.

Θα είχε ήδη εξοστρακιστεί στο εξωτερικό.

Με εκτίμηση και μια μεγάλη καλοκαιρινή αγκαλιά.

Τ.Τ.Π.

(Αγαπητέ φίλε, ούτε με τον Αριστοφάνη ενθουσιάζονταν όλοι οι Αθηναίοι της εποχής του. Και ο Αριστοφάνης έζησε στην εμβληματική, δημιουργική και ειρηνική εποχή του Περικλή, δεν έζησε στην εποχή της χρεοκοπίας, των Μνημονίων, του λούμπεν, της πολιτικής ορθότητας και των ταυτοτήτων. Και ο Αριστοφάνης έχει κατηγορηθεί πολύ στην εποχή του, αν και η ταπεινή μου γνώμη είναι πως ο Αριστοφάνης έβλεπε πως η χρυσή εποχή της Αθήνας έφτανε στο τέλος της, οπότε έκανε ό,τι μπορούσε για να μη συμβεί αυτό. Μάταια, βέβαια. Η Κιτσοπούλου και ο Οικονομίδης είναι δυο τίμιοι δημιουργοί και, ως τέτοιοι, θα είναι στο περιθώριο και δεν θα αποθεωθούν ποτέ από τις μάζες. Αλλά είναι το δικό τους έργο που θα έχει διάρκεια. Οι άνθρωποι τρομάζουν όταν ένας δημιουργός τους γυρνάει τον καθρέφτη και βλέπουν τον εαυτό τους πάνω στη σκηνή, χωρίς φίλτρα. Αλλά αυτό είναι η τέχνη. Αν δεν ενοχλεί, αν δεν δημιουργεί αντιδράσεις, δεν είναι τέχνη. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.