Για τον Μήτσο

Γεια σου πιτσιρίκο μου αγαπημένε και φίλες και φίλοι του καλύτερου μπλογκ του κόσμου και χρόνια πολλά!
Μια μέρα σαν και αυτή, το 1948, γεννήθηκε στην Αγία Μονή Τρικάλων και ο εικονιζόμενος στη φωτογραφία.

Είναι ένα αδύνατο παιδάκι που έπαιζε μπάλα στα χαλίκια, όπως όλα, μεγαλώνουν σε μια χώρα που προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια της από τον Πόλεμο και τον Εμφύλιο, που άφησαν πίσω τους φτώχεια, ορφάνια και ερημιά, και να ξαναβρεί τη θέση της στον χάρτη.

Η μάνα του ήταν και πατέρας μαζί, αριστερή και με αδέλφια στην εξορία, σήκωσε τα μανίκια και δούλευε για να τους ζήσει. Το μέσο μεροκάματο 50 με 100 δραχμές τη μέρα και το γάλα 5 δραχμές το λίτρο, το κρέας 40 δραχμές το κιλό, δεν συζητάμε για τον καφέ. Εκείνη όμως ακούραστη, χωρίς να βαρυγκομάει ποτέ, έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε.

Ο πατέρας δεν υπήρχε, μετά την Βάρκιζα έφυγε για τις Σοβιετικές χώρες όπως χιλιάδες ηττημένοι αντάρτες. Αν έμενε εδώ, το πιο πιθανό θα ήταν να κατέληγε σε κάποιο από τα κολαστήρια-αναμορφωτήρια ή ακόμη χειρότερα σε κάποιον ομαδικό τάφο πίσω από τον Γεντί Κουλέ. Ποιός ξέρει; Και ποιός μπορεί να κρίνει;

Τον γνώρισε 29 χρονών, ήρθε να τον δει όταν τραγουδούσε σε μια μπουάτ στην Πλάκα, μια συνάντηση χωρίς ιδιαίτερο νόημα, αφού εκείνος λογάριαζε για πατέρα του τον αδελφό της μάνας του.

Α ναι, μέχρι τότε είχε προλάβει να κατέβει στην Αθήνα, να τελειώσει εκεί το σχολείο, ήταν το βλαχάκι με την προφορά και τα πεταχτά αυτάκια, ήταν και στη νεολαία Λαμπράκη, μάλλον αναπόφευκτα. Ποτέ δεν μίσησε τις αριστερές ιδέες, θα μπορούσε, πολλοί τις αποκήρυξαν, να πετάξουν από πάνω τους το στίγμα, να έχουν μια πιο εύκολη ζωή, είδαν με τα μάτια τους τι πέρασαν οι οικογένειές τους.

Πάντα τραγουδούσε καλά, ήταν βασικά ένας τρόπος να εξασφαλίσει καλό μεροκάματο, να ελαφρύνει την οικογένεια του. Δάσκαλός του και πνευματικός του πατέρας ο Γιώργος Ζαμπέτας. Διάλεξε το τραγούδι ως επάγγελμα και πηγή βιοπορισμού, όπως ένας τεχνίτης που αντιλαμβάνεται ότι πιάνουν τα χέρια του και τον ζητάνε για αυτό.

Απλά και ήρεμα, ο Δημήτρης Μητροπάνος το παίρνει απόφαση ότι είναι πια τραγουδιστής.

Σε δύο άδειες από το φανταρικό στον Έβρο, ηχογραφεί τον Άγιο Φεβρουάριο σε μουσική του Δήμου Μούτση και από εκεί και πέρα η φωνή του γίνεται όχημα να διαμοιραστούν στον κόσμο δημιουργήματα του Μουσαφίρη, του Παπαβασιλείου, του Νικολόπουλου.

Μια φωνή με μέταλλο στιβαρό, καθαρό και λαμπερό. Το λάμδα του είναι παχύ και τα φωνήεντα βγαίνουν άλλοτε βροντερά και άλλοτε πονεμένα, χωρίς ίχνος κλάψας.

Έρχεται ο Μάριος Τόκας ένας συνθέτης που έγραφε μουσική τρυφερή και δυναμική, χωρίς να χάνει από πουθενά τη λαϊκή της καταγωγή, που δεν είχε να αποδείξει τίποτα σε κανέναν, που υπηρετούσε το στίχο όσο καλύτερα γινόταν. Και τον στερεώνει, είναι πια ερμηνευτής.

Όλα αυτά ενώ το ημερολόγιο δείχνει 1992, ξεκινάει η αρχή του τέλους της μισητής κυβέρνησης Μητσοτάκη, ένα χρόνο μετά το τέλος της Ιστορίας και η Ελλάδα βρίσκεται φυσικά στη σωστή πλευρά της.

“Γιατί εδώ είναι ο έρωτας που ξέρουμε,
εδώ και οι πίκρες που μας θέλουν και τις θέλουμε”

Έχουν περάσει οι πρώτοι τρεις μήνες του 1996, ο Ανδρέας Παπανδρέου έχει σοβαρά προβλήματα υγείας και έχει παραιτηθεί, η Κρίση των Ιμίων πέρασε και ο Κώστας Σημίτης, που μόλις είχε αναλάβει την πρωθυπουργία, πρόλαβε να ευχαριστήσει τους Αμερικάνους.

Ο Θάνος Μικρούτσικος μόλις έχει περατώσει τα υπουργικά του καθήκοντα, έχει περισσευούμενη φόρα, ηχογραφούν το δίσκο “Στου αιώνα την παράγκα” σε τραγούδια με στίχους κυρίως του Άλκη Αλκαίου, έπειτα του Κώστα Λαχά, της Λίνας ΝΙκολακοπούλου, του Γιώργου Κακουλίδη.

Και μαζί, παίρνουν μια θέση στους θεούς του Ολύμπου.

“Πώς η ανάγκη γίνεται ιστορία,
πώς η ιστορία γίνεται σιωπή”

Ο δίσκος ήταν καταλύτης για τη μετέπειτα πορεία του. Προστέθηκε και ένα άλλο ύφος τραγουδιού, άλλαξαν οι χώροι, από τα μπουζούκια και την παραλία όπου μέχρι τότε μεσουρανούσε, ήρθε και το Μέγαρο, ο Λυκαβηττός και το Ηρώδειο. Εκείνος, όμως, δεν άλλαξε ποτέ, δεν λερώθηκε από τις μαφίες των μαγαζιών.

Έχουμε 1999, ο αμείλικτος εκσυγχρονισμός ακμάζει και το μόνο που τον νοιάζει πώς θα βγουν τα νούμερα προκειμένου να μπούμε στην ΟΝΕ. Μαντέψτε.

“Στο πάρκο ένας μπατίρης μου ζάλιζε τ΄αυτιά πως ήσουν τράπουλα σημαδεμένη,
στους τέσσερις ανέμους σκορπίσαν τα χαρτιά που να σε ψάξω χώρα μου χαμένη”

Μπορεί η “Ρόζα” να παίζεται πια και στους γάμους, το τίμημα της επιτυχίας, το τραγούδι είναι η πιο απλή μορφή τέχνης χωρίς μεσάζοντες και συμπληγάδες, σαν το μπαζωμένο ρέμα που αν έχει ορμή, θες δεν θες θα φτάσει στις προσφυγικές γειτονιές, στα μικροαστικά διαμερίσματα της αντιπαροχής και στις παράνομες βίλες των καθαρμάτων της Εκάλης.

Εξάλλου, και νωρίτερα από αυτό, ο Μητροπάνος είχε μπει στο στόχαστρο αφού για πολλούς “διανοούμενους” λαϊκό τραγούδι ίσον παρακμή και σκυλάδικο. Τυχαία τραγουδούσε ο Τζιμάκος “μ’ αρέσει στα κρυφά και ο Μητροπάνος” ;

Ο ίδιος ποσώς ενδιαφερόταν για τη γνώμη των άλλων. Ήξερε ότι όλα αυτά δεν αποτελούσαν την αληθινή ζωή. Όταν έκλεινε η πόρτα του σπιτιού του ήταν ένας πατέρας που πήγαινε τι κόρες του στο σχολείο, για του φίλους του ήταν ο Μήτσος που συζητούσαν για τον Ολυμπιακό. Δεν συμπάθησε ποτέ του την Αθήνα, περίμενε πώς και πώς να κάνει καμιά περιοδεία και καμιά εκδρομή μπας και φύγουν για λίγο.

Προσωπικά, έπεσα πάνω του σε ένα μπλε, κουνημένο βίντεο κλιπ στην τηλεόραση, είδα μια μορφή ελαφρώς ταλαιπωρημένη από την καταραμένη αρρώστια και δεν μπορούσα να πιστέψω πως από αυτό το στόμα βγαίνει τόσο αβίαστα αυτός ο ήχος που η αντήχησή του σε μαγνητίζει και σε γαληνεύει ταυτόχρονα.

“Μα ίσως πήγα πιο κοντά ή πήγα κάπως μακριά
και δεν λειτούργησαν καλά της νύχτας τα ηχεία”

Από τότε, η φωνή του ήταν για μένα πότε ένα αναπαυτικό μαξιλάρι και πότε το έρμα που με φέρνει στα ίσια μου. Από τα λίγα πράγματα για τα οποία είμαι βέβαιη, είναι ότι θα είναι πάντα έτσι.

Και απλά ευχαριστώ που υπήρξε. Σήμερα αργά το μεσημέρι, έβγαλε ήλιο. Από τη Θεσσαλονίκη που τον λάτρεψε, πίνω ένα τσίπουρο χωρίς πάγο στη μνήμη του.

Λαβ όνλυ,
Φωτεινή

Υ.Γ.1 Έμπνευση για το κείμενο ήταν το “Περίεργο Παιχνίδι”
“Είναι το σώμα σου γεμάτο ναρκοπέδια
σκιά που κρύβεται στη νύχτα του καθρέφτη
μέσα μου βλέπω πυρκαγιές και μαύρα σχέδια
όμως σε θέλω μ’ ένα πάθος χαρτοπαίκτη”
Του ζητούσε και ο Μήτσος τραγούδια, αλλά ο Ζούγρης δεν τα έδινε!

Υ.Γ.2 20 χρόνια Πιτσιρίκος δεν θα τη βγάλουμε έτσι, έρχεται πανηγύρι.

(Αγαπημένη Φωτεινή, τώρα αρέσει σε όλους στα φανερά ο Μητροπάνος. Και ο Τζίμης Πανούσης αρέσει τώρα σε όλους. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.