Τον Νιόνιο τον έχω αγαπήσει

(Γεια σου, πιτσιρίκο)
Πριν από λίγο καιρό, παρακολούθησα στην ΕΡΤ1 ένα ντοκιμαντέρ για τον
Ηλία Καζάν. Για τον Καζάν γνώριζα μόνο ότι ήταν σημαντικός σκηνοθέτης. Και
ότι, επί Μακάρθι, είχε καταδώσει πρώην συντρόφους του, για το οποίο ο Ζιλ
Ντασέν (και άλλοι) δεν τον συγχώρησαν ποτέ. Το ντοκιμαντέρ το είδα κατά
τύχη, αλλά, από τα πρώτα κιόλας λεπτά, με είχε καθηλώσει. Τι
προσωπικότητα, αλήθεια… Αν μπορούσα, θα έβαζα σε replay κάθε φράση
από τη συνέντευξή του.

Επίσης, ήταν συγκινητικό πώς ο άνθρωπος αυτός, που, κατά γενική ομολογία, άλλαξε τη φυσιογνωμία του σύγχρονου θεάτρου και κινηματογράφου, είχε κάτι το παιδικό στον τρόπο και στο βλέμμα και ότι, γενικά, δεν τον έπιανε το μάτι σου ότι ήταν αυτός που ήταν. Όταν τελείωσε το ντοκιμαντέρ, είχε μετακινηθεί χιλιόμετρα μέσα μου το παμπάλαιο ερώτημα για τη σχέση που έχει το έργο με τη ζωή του δημιουργού.

Είναι γνωστό πως οι καλλιτέχνες δεν ανήκουν στην κατηγορία των «χλιαρών»
κατά την Αποκάλυψη ανθρώπων. Έχουν πάθη και αδυναμίες, ενίοτε
καταστροφικές. Πάθος, όμως, από πάθος διαφέρει. Είναι ένα πράγμα να
χάνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις στον τζόγο κάθε βράδυ και μετά να βγάζεις μια
κραυγή και να γράφεις τον «Παίχτη». Και άλλο να κοιτιέσαι στον καθρέφτη,
λέγοντας στον εαυτό σου πόσο υπέροχος είσαι, και, ακολούθως, να συνθέτεις
τα «Χατζιδάκια, Θεοδωράκια μου». Το καλλιτεχνικό έργο δεν είναι ηθική
δήλωση, όχι. Είναι, όμως, πράξη συντριβής (και, ίσως, και εξιλέωσης), για την
οποία απαιτείται ειλικρίνεια. Και μια κάποια αθωότητα.

Η απογοήτευση που νιώσαμε ορισμένοι για τον Δ. Σαββόπουλο δεν προέρχεται από τις απόψεις και τις επιλογές του, για τις οποίες, εξάλλου, αν επικρίθηκε, αυτό συνέβη υπό την ιδιότητά του όχι την καλλιτεχνική, αλλά του δημόσιου προσώπου (ρόλου που ο ίδιος ανέλαβε).

Κάτι άλλο ήταν εκείνο που εντοπίσαμε: ότι η αυταρέσκειά του αλλοτρίωσε, τελικά, όχι μόνο τον ίδιο, αλλά και το ταλέντο του. Δεν είναι τυχαίο ότι η περίοδος του κομφορμισμού του Σαββόπουλου συμπίπτει με την δημιουργική του απόσυρση (αντίθετα ο Καζάν, μετά την προδοσία του, έκανε το ένα αριστούργημα μετά το άλλο). Ενώ στοιχεία από την ίδια αυταρέσκεια ψηλαφούσαμε και στα τραγούδια του – όχι τα λυρικά που ρέουν αβίαστα στην ψυχή μας και τη δροσίζουν, αλλά στα, ας πούμε, επικά.

Πολλοί από όσους ασκήσαμε κριτική στον Σαββόπουλο δεν αντιπαθούμε,
τελικά, καθόλου τον ίδιο, αλλά το milieu του: τους δήθεν της Στέγης και του
Μεγάρου, τους αριστερούς μεγαλοαστούς (sic) της χώρας. Είναι αυτό το κοινό
που επιμένει να προσεγγίζει την περίπτωσή του με όρους απόλυτους: «η πιο
επιδραστική μουσική προσωπικότητα της Ελλάδας του 20ού αιώνα», «ο
άνθρωπος που άλλαξε τον τρόπο που ακούμε μουσική» κλπ. Και που
τον περιέβαλε με το μύθο του ιερού τέρατος -ή «ιερού αμφίβιου» (!), όπως
χαρακτηριστικά γράφτηκε-, σε σημείο που όποιος τολμούσε να διατυπώσει
μια επιφύλαξη χαρακτηριζόταν αμέσως ως Φιλισταίος και ιερόσυλος. Όλα
αυτά, βεβαίως, είναι σαχλαμάρες. Το αν εγώ προτιμώ τον Μάλερ από τον
Σοστακόβιτς είναι θέμα προσωπικού γούστου και όχι δογματικό. Και δεν
καταλαβαίνω γιατί οι «Αχαρνής» ήταν πιο επιδραστικό έργο από τη
«Λιλιπούπολη», για παράδειγμα, ή γιατί η μουσική μας ευαισθησία
επηρεάστηκε περισσότερο από τον «Μπάλλο» και λιγότερο από τον «Σταυρό
του Νότου». Οι καλλιτέχνες δεν είναι ποδοσφαιριστές, δεν χρειάζονται
οπαδούς και κερκίδα.

Τις σαχλαμάρες αυτές τις σχολιάζω όχι γιατί το αξίζουν, αλλά γιατί είναι,
νομίζω, σαχλαμάρες ύποπτες. Αμφισβητώ ότι το ανωτέρω φανατικό κοινό του
Σαββόπουλου τον αγάπησε, επειδή τα τραγούδια του τους μίλησαν τάχα
βαθιά. Το πιθανότερο, μάλλον, να γοητεύτηκαν από τις αδυναμίες του, γιατί,
σε αυτές είδαν τον εαυτό τους. Και μία ευκαιρία να εκμεταλλευτούν τον ίδιο,
προκειμένου να νομιμοποιήσουν όχι την προσωπική τους αισθητική (σιγά…),
αλλά την ιδεολογία τους και, πρωτίστως, την κυρίαρχη θέση τους στην
ελληνική κοινωνία. Έτσι, η αυταρέσκεια του Σαββόπουλου γινόταν ο
καθρέφτης της δικής τους έπαρσης. Και ο τρολίστικος διδακτισμός του
δικαίωνε στα μάτια τους τις δικές τους μεγαλοστομίες για αξίες και ιδανικά τα
οποία, κατά βάθος, ταύτιζαν με τις καριέρες των ιδίων και των οικείων τους.
Αυτούς τους ανθρώπους ο Σαββόπουλος δέχτηκε να εκπροσωπήσει. Αν
κρίνω από τη σκιά που ολοένα και μεγάλωνε στο βλέμμα του τελευταία, δεν
χαιρόταν με την επιλογή του. Ο κόσμος, όμως, του το κράτησε. Ουκ ολίγοι,
εννοείται, από τους τιμητές του θα έκαναν, στη θέση του, τα ίδια και χειρότερα.

Αλλά τι σημασία έχει; Και άλλοι θα έπρατταν (και έπραξαν) άλλα.

Νιώθω άσχημα που μιλάω έτσι. Μπορεί τον Σαββόπουλο να μην τον εκτιμώ,
αλλά τον Νιόνιο τον έχω αγαπήσει. Με ταξίδεψε κι εμένα με τις μουσικές και
τους στίχους του. Και τώρα στα τελευταία έφερνε λίγο και στον πατέρα μου –
πέθαναν από την ίδια αρρώστια, έβλεπαν αμφότεροι φανατικά ΣΚΑΪ και ήταν
και ολίγον νεοορθόδοξοι.

Αν ζούσε ο πατέρας μου και τα διάβαζε αυτά που γράφω, θα χαμογελούσε και θα μου έλεγε «Και εσύ τι έχεις κάνει, για να κρίνεις τον Σαββόπουλο;». «Τίποτα», θα απαντούσα. Και κάπου εκεί θα τελείωνε το θέμα – με φωνές ηλεκτρικές πάντα.

Ν.

(Αγαπητή φίλη, δεν υπάρχει ζωντανός άνθρωπος χωρίς αντιφάσεις. Οι νεκροί δεν έχουν αντιφάσεις. Οι άνθρωποι είμαστε ικανοί για το καλύτερο και για το χειρότερο, ενώ πολλοί άνθρωποι κρίνουν τους άλλους χωρίς να γνωρίζουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες έζησαν αυτοί οι άνθρωποι. Ο Μάρτιν Χάιντεγκερ ήταν ο μεγαλύτερος φιλόσοφος του 20ού αιώνα αλλά ήταν και φιλοναζί. Ο Έζρα Πάουντ, για κάποιους ο μεγαλύτερος ποιητής του 20ού αιώνα, ήταν θαυμαστής του φασισμού και βαθιά αντισημίτης, αλλά μετά μετάνιωσε. Μπορώ να γράφω για ώρες τέτοια παραδείγματα. Και για σημαντικούς ανθρώπους, όχι για εμάς την …πλέμπα. Προφανώς, οι ζωές και οι δηλώσεις των διάσημων ανθρώπων περνάνε από κόσκινο, ενώ κανείς δεν θα ασχοληθεί με το τι κάνουμε και τι λέμε εμείς· κι εμείς έχουμε πάθη και αδυναμίες -δεν έχουν μόνο οι καλλιτέχνες-, αλλά τα δικά μας πάθη αφήνουν τους πάντες αδιάφορους. Μετά τον θάνατο του Διονύση Σαββόπουλου, διαπιστώνω και μια αμηχανία, λόγω του ότι δεν υπάρχουν εδώ και χρόνια τέτοια καλλιτεχνικά μεγέθη. Ο Σαββόπουλος δημιούργησε ό,τι δημιούργησε, τώρα ποιος; Και αυτό δεν ισχύει μόνο για το τραγούδι, ισχύει για όλους τους χώρους της Τέχνης. Ερημιά και κατάθλιψη. Και πολλή ανάλυση, και πολλή κριτική. Αλλά ένα τραγούδι δεν μπορούν να γράψουν. Πάντως, ο Ηλίας Καζάν έκανε καλό στον Ζυλ Ντασέν, γιατί, αν δεν τον είχε καταδώσει, δεν θα ερχόταν ο Ντασέν στην Ευρώπη και δεν θα γνώριζε τη γυναίκα της ζωής του, τη Μελίνα Μερκούρη. Πάντως, ο Σαββόπουλος δεν πρόδωσε συναδέλφους του, όπως ο Καζάν, ούτε έπαθε κακό η ζωή κάποιου από τις επιλογές και τις δηλώσεις του Σαββόπουλου. Η ζωή είναι κωμωδία, εμείς είμαστε επισκέπτες της ζωής, από τύχη ζούμε, και τα παίρνουμε όλα πάρα πολύ σοβαρά. Αυτό είναι το πιο αστείο απ’ όλα. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.