Κλέφτης ποδηλάτων

Αγαπητέ Πιτσιρίκο,
Αγόρασα το πρώτο μου ποδήλατο στην Κύπρο το 2004. Δούλεψα εκεί για ένα χρόνο εκ μέρους εταιρείας πληροφορικής με έδρα την Αθήνα που συνεργαζόταν με κυπριακή τράπεζα.

Το ποδήλατο –ένα μούρικο mountain– θα μου χρησίμευε ως απόδραση από την expat ζωή όσων δουλεύουν σε project εκτός έδρας: το big brother βλέπεις συνεχίζεται μετά τη δουλειά, αργά το απόγευμα, με φαγητό σε ακριβό εστιατόριο, ποτό στο lobby κι επιστροφή στο δωμάτιο του ξενοδοχείου για ύπνο.

Με το ποδήλατο είχα μια επιπλέον δικαιολογία και κίνητρο να ξεφύγω απ’ αυτή τη μοίρα: βόλτες στο παλιό κέντρο της Λευκωσίας από την πύλη της Πάφου ως την πύλη της Αμμοχώστου, εξοικείωση με την πραγματική νυχτερινή ζωή, τα μπαράκια κι όλα αυτά τα ωραία κι εξωτικά για τους ξενέρωτους συναδέλφους.

Δυστυχώς, η κοινή μας πορεία δεν μακροημέρευσε.

Αν και είχα κανονίσει να το πουλήσω σε έναν ντόπιο υπάλληλο πριν γυρίσω στην Αθήνα, ακριβότερα απ’ ό,τι το αγόρασα μάλιστα, εκλάπη από το φυλασσόμενο γκαράζ της τράπεζας, λίγο μόλις καιρό πριν την ενεργοποίηση της συμφωνίας μας. (Βρε λες;)

Ποδήλατο είχα μάθει να κάνω πάνω από είκοσι χρόνια πριν, πάνω σε ένα παιδικό παλαιάς κοπής, της δεκαετίας του ’60, κληρονομιά από μεγαλύτερα ξαδέλφια.

Ήταν και σκουριασμένο, ήταν και πράσινο, ήταν και ένα και μοναδικό -ενώ οι ενδιαφερόμενοι στην οικογένεια ήταν δύο- όλα χάλια με την περίπτωσή του.

Έμαθα εύκολα όμως, και σ’αυτό χρωστάω το μόνο σημάδι που φέρω ακόμα από την παιδική μου ηλικία -στο γόνατο, κλασσικά- αλλά και την πρώτη υποψία αγάπης στα σπορ αντοχής: το έπαιρνα τα μεσημέρια που όλοι κοιμόντουσαν στο χωριό κι έκανα ατέλειωτα -κι ατιμώρητα- χιλιόμετρα στο ημιορεινό επαρχιακό δίκτυο της περιοχής απ’ όπου κατάγομαι.

Ξαναγυρίζουμε, όμως, στην ενήλικη ζωή.

Πέντε χρόνια μετά την άδοξη κατάληξη του κουμπαρο-ποδηλάτου μου και βρίσκομαι πλέον σε δυτικοευρωπαϊκή πρωτεύουσα.

Μικρή σημασία το ποια, όλες ίδιες είναι.

Οι ίδιες μάρκες καταστημάτων, σχεδόν με την ίδια σειρά, επαναλαμβάνονται στους εμπορικούς δρόμους.

Η ίδια πάνω κάτω αντιμετώπισή σου ως πολίτη/καταναλωτή από τους γύρω κι από το κράτος: minimalist but fair.

Ακριβώς αντίστροφα από ό,τι στην Ελλάδα δηλαδή.

Την τελευταία δεκαετία σχεδόν που βρίσκομαι εδώ έχω ακολουθήσει τον αναμενόμενο αλγόριθμο -του μπουνταλά- στην αγορά ποδηλάτων:

– Πρώτα αγοράζεις το πανάκριβο, με λειτουργίες που δεν χρειάζεσαι και στο κλέβουν φυσικά -παρά την τυφλή εφαρμογή όλων των ενδεδειγμένων μέτρων- απέναντι από το μπαρ που το άφησες όλο το βράδυ επειδή εκείνο το συγκεκριμένο βράδυ βρήκες να κλεφτείς με μία παρδαλή και να το αφήσεις έξω απροστάτευτο όσο εσύ σαλιάριζες. Ας πρόσεχες.

-Τα επόμενα ποδήλατα που αγοράζεις είναι απομειούμενων τιμών: το καθένα αξίζει το μισό του προηγούμενου. Και, ω του θαύματος, το κάθε επόμενο και φθηνότερο μένει στα χέρια σου τον διπλάσιο χρόνο από το προηγούμενο.

-Στο βαθμό που το τελευταίο σου, που αγόρασες €50 στην μαύρη αγορά -κλοπιμαίο κάποιου άλλου χαζού λογικά-, σου μένει στα χέρια/πόδια για μήνες και μήνες, τόσο που δεν την παλεύεις άλλο και το παρατάς από βαρεμάρα ενώ δεν έχει βγάλει κανένα πρόβλημα, απλώς επειδή το βαρέθηκες, το αφήνεις μάλιστα μπροστά από την τεράστια υπερπολυκατοικία μεταναστών και καταφρονεμένων ακλείδωτο, σίγουρος πως θα κάνει φτερά εν ριπή οφθαλμού, γιατί ήδη έχεις παραγγείλει το επόμενο -πανάκριβο πάλι, αποφάσισες να κάνεις reset τον αλγόριθμο- όμως σε πείσμα κάθε λογικής το παλιό ανθίσταται στην κλοπή για κανα τριημεράκι για πλάκα.

Μετά την οδυνηρή απώλεια του πρώτου εκ των μνημονιακών μου ποδηλάτων -ας ονομάσουμε έτσι αυτή τη γκάμα, αφού πάνω κάτω ήταν αυτό το ιστορικό “κεφάλαιο” που “έτρεχε”, κυριολεκτικά και μεταφορικά, στην Ελλάδα την ίδια περίοδο- βρέθηκα στην Αργεντινή για ένα μήνα.

Νοίκιασα ένα αυτοκίνητο στο Μπουένος Άιρες και διέσχισα οριζόντια την ήπειρο μέσω Άνδεων μέχρι το Σαντιάγο της Χιλής.

Στο κατέβασμα των Άνδεων, επιστρέφοντας, έχασα άλλο ένα τοπικά νοικιασμένο ποδήλατο σε ένα ρέμα: είχε βρέξει πολύ το βράδυ και το άμοιρο βρέθηκε σε λάθος τόπο και χρόνο.

Ευτυχώς, που δεν έπαθε το ίδιο και η παρακείμενη σκηνή μας.

Είναι πολύ αστείο το πώς η τύχη των λατινοαμερικάνικων ποδηλάτων ακολουθούσε την τύχη των μνημονιακών.

Λίγο μετά την απώλεια του δεύτερου μνημονιακού μου ποδηλάτου -καμία έκπληξη εδώ: μετακόμισα σε σπίτι με κλειστό γκαράζ και νόμισα ο αφελής πως θα μπορούσα να αφήνω απλά το ποδήλατό μου πίσω από το αμάξι, ξεκλείδωτο, αμ δε!- ακολούθησε άλλο ένα ταξίδι πολλών εβδομάδων στην Αργεντινή.

Αυτή τη φορά κινήθηκα προς βορρά – Σάλτα, Salinas Grandes και όλο βόρεια μέσα στη Βολιβία ως το Ποτοσί.

Η ορεινή ποδηλασία σε υψόμετρο άνω των 4.000 μέτρων είναι εξαιρετικά επίπονη, πληροφορώ τους αναγνώστες σου.

Όσα φύλλα κόκας κι αν μασουλάς, δεν φτάνουν για να πάρεις τα πόδια σου μετά από μια κοπιαστική μέρα, όταν βλέπεις να σου τσουρνεύουν το νοικιασμένο σου ποδήλατο πενήντα μέτρα πιο πέρα.

Ιδίως, αν έχεις πλακώσει αμέσως πιο πριν μία από εκείνες τις μακαρονάδες με τις σάλτσες από σοκολάτα κι άλλα τέτοια επιβραδυντικά.

Κι έπειτα ήρθε ο καιρός του πραγματικού αθλητισμού.

Όπου έχεις ήδη κάνει τα πρώτα σου βήματα στους δρόμους αντοχής και ήρθε ο καιρός να εμπλουτίσεις τις εμπειρίες σου με τρίαθλα.

Ο ήπιος μαζοχισμός, σημειωτέον, είναι μια εξαιρετικά χρήσιμη και ευκταία νοητική κατάσταση για τα άτομα εκείνα που καλούνται να προσαρμοστούν με τη φυσικότητα -αλλά και πλαστικότητα θα έλεγα- ντόπιου σε πειθαρχημένες κι οργανωμένες κοινωνίες.

Είναι κάτι σαν τα αντικαταθλιπτικά αλλά χαρίζει επιπλέον και καλή φυσική κατάσταση.

Pas mal du tout.

Εγώ, μετά από 5-6 μαραθώνιους σε Αθήνα-Ρουάντα-Ινδία-Βενεζουέλα-Φινλανδία-Παλαιστίνη, είπα να το πάω λίγο παραπέρα και να δοκιμάσω ένα Ironman 70.3, το οποίο είναι ακριβώς το μισό του full Ironman.

Εξήγησα στη μάνα μου στο τηλέφωνο πίσω στην Ελλάδα τι είναι το full Ironman σε πραγματικά χιλιόμετρα: “Μάνα, καβαλάς το ποδήλατο από τα Μέγαρα και πας μέχρι το Ρίο στην Πάτρα, εκεί πέφτεις και κολυμπάς μέχρι το Αντίρριο αλλά φτάνοντας γυρίζεις αμέσως πίσω, επίσης κολυμπώντας, και τέλος βγαίνεις από τη θάλασσα και πας τρέχοντας μέχρι το Αίγιο. Κατάλαβες;” Τουουτ, τουουτ..

Για τις ανάγκες του 2014 Mallorca Ironman 70.3 λοιπόν αγόρασα το ακριβότερο ποδήλατο που έχω πάρει ως τώρα: Ένα Cinelli Saetta Veloce με σκελετό από ανθρακονήματα.

Σχεδόν ενάμισι χιλιάρικο, αν και μισοτιμής.

Στο μεταξύ είχα κάνει οικογένεια και κανα-δυό παιδιά.

Το είχα πάρει ζεστά κι αυτό το θέμα, όπως όλα τα άλλα, οπότε είχα λίγο μόνο χρόνο να διαθέσω στις προπονήσεις.

Η δοκιμασία στη Μαγιόρκα δυστυχώς προηγούνταν των δύο στάνταρ μηνών καλοκαιρινών διακοπών που άρχισα να παίρνω έκτοτε, με προορισμό πια τους παππούδες στο χωριό.

Έπρεπε επειγόντως να βρω χρόνο προπόνησης.

Ευτυχώς, η δουλειά στους διεθνείς οργανισμούς, εκτός από καλά αμειβόμενη, είναι και πολύ ελαστική.

Μπορείς να ξεκινήσεις με το ποδήλατο μεσημεριάτικα από το γραφείο και μέχρι το τέλος του lunch break να βρίσκεσαι στα σύνορα με την δίπλα χώρα.

Εκεί μπορεί να τύχει να σε πάρει στο κινητό της δουλειάς και η κυρία Διευθύντρια για μια επείγουσα συνάντηση.

Πάντα, όμως, υπάρχει τρόπος να αναβάλεις για την επόμενη μέρα ή να υπενθυμίσεις πως βρίσκεσαι σε τηλε-εργασία από το σπίτι που, τι περίεργο, δεν καταχωρήθηκε σωστά στο σύστημα.

Αυτό ήταν και το μόνο ποδήλατο που επιβίωσε τόσο των προπονήσεων όσο και των επίδοξων μνηστήρων.

Ίσως, επειδή πριν και μετά την κάθε χρήση του λάμβανε αμέσως περίοπτη θέση καταμεσής στο σαλόνι μας.

Αργότερα και ως ακλόνητο κάδρο επί τοίχου κρεμάμενο, αφού τα παιδιά όλο και πλήθαιναν και χρόνος δεν υπήρχε πια για να κλέψεις. Ούτε καν από τη Διευθύντρια.

Τελικά, το κουβάλησα στο χωριό, όταν είδα πως δεν επρόκειτο να το χρησιμοποιήσω ξανά.

Βρίσκεται σε μόνιμο δανεισμό στην ιδιωτική συλλογή παιδικού μου φίλου.

Τελευταία, με ειδοποίησε να πάω να το μαζέψω γιατί δεν έχει τι να το κάνει.

Τέλος λοιπόν τα τρίαθλα αλλά το τρέξιμο παραμένει τρόπος ζωής.

Από φέτος που τα παιδιά έχουν γίνει πέντε, είμαι επιφορτισμένος με την παράδοση δύο εξ αυτών καθημερινά στον παιδικό σταθμό.

Αυτό γίνεται τρέχοντας, αφού τα βάλω μέσα σε ένα διπλό τρέιλερ ποδηλάτου.

Χειμώνα καλοκαίρι, με ήλιο και με χιόνια, σπρώχνω τρέχοντας, χωρίς ποδήλατο, το τρέιλερ στο πεζοδρόμιο κερδίζοντας χρόνο κι ευεξία και τρομοκρατώντας τους άλλους διαβάτες.

Άλλοι από αυτούς χειροκροτούν, άλλοι γελάνε, ένας τις προάλλες φώναζε “τρέξε, Forest, τρέξε”, κι άλλα τέτοια γραφικά.

Από το Σεπτέμβριο πέρσι που άρχισα, έχω γνωρίσει σιγά σιγά όλους τους δρομείς-ποδηλάτες και λοιπούς μη-εποχούμενους παρατρεχάμενους που συναπαντώ.

Άλλοι έρχονται δίπλα και τα λέμε, τρέχοντας ή αυτοί με το ποδήλατο.

Ή πιάνουν κουβέντα εν κινήσει με τα παιδιά.

Σχεδόν ποτέ δεν είμαι μόνος μου πια για όλη τη διαδρομή.

Που έτσι κι αλλιώς είναι μικρή, τρία χιλιόμετρα το πήγαινε, και την κάνω ένα τέταρτο το πολύ.

Μετά ένα ντους στη δουλειά και χαλαρά στο γραφείο μέχρι το μεσημέρι που θα βγω για να πάω να τρέξω στο πάρκο με τους φίλους μου!

Εν κατακλείδι, το ποδήλατο είναι ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο, είτε υπάρχει είτε όχι.

Να το έχουμε στο νου μας ως μια εναλλακτική λύση που, και να κλαπεί/λείψει/απολεσθεί καμιά φορά -ή και περισσότερες- δεν χάλασε ο κόσμος.

Γι’ αυτό υπάρχει το μυαλό, για να γεννάει εναλλακτικές λύσεις.

Αρκεί να μην αφήνουμε να μας κλέβουν το χρόνο και τη ζωή μας εν γένει.

Καλό υπόλοιπο καλοκαιριού!

O Εθνομηδενιστής

(Αγαπητέ φίλε, έχω εντυπωσιαστεί με την ιστορία σας. Είναι πολύ περισσότερα από μια ιστορία με ποδήλατα. Με πέντε παιδιά, πρέπει να πάρετε αυτοκινούμενο, για να φορτώνετε και τα παιδιά και τα ποδήλατα. Σας ευχαριστώ. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.