Σκηνές από δύο γάμους

Σκηνές από δύο γάμους
(Στο διάλειμμα προβάλλεται η μικρού μήκους ταινία Greece Next Top Scientist)

«Βλέπεις τι περιποιητικές είναι οι ξένες;» είπα στην γυναίκα μου και της έδειξα τις δύο αλλοδαπές, που με περισσή φροντίδα έβαζαν κρέμα στους άντρες τους.
Η μία πασάλειβε την πλάτη του ενός, και ή δεύτερη την κοιλιά του άλλου.

Ήταν η σκηνή αυτή, η καθοριστική για τη υπόλοιπη διαδρομή μιας κυριακάτικής καλοκαιρινής μέρας. Η ευγενική χειρονομία των δύο γυναικών είχε καταφέρει να στρέψει την προσοχή μας πάνω σε δύο ζευγάρια Ρουμάνων.

Καθόλου σημασία δεν τους είχαμε δώσει, όταν με τα παιδιά τους ήρθαν και κάθισαν κοντά στη δική μας παρέα.

Όχι πολύ κοντά μας, βέβαια, αλλά ούτε και τόσο μακριά, ώστε οι κινήσεις τους να περνούν απαρατήρητες.

Ο ένας, μάλιστα, είχε φέρει και την πεθερά του ή την μάνα του.

Την ιδιότητα αυτή πρόδιδε, αφενός μεν η ηλικία της- ήταν πάνω από εξήντα- και αφετέρου η συνεχής προσφώνηση από τα μικρά παιδιά της λέξης “μπουνίκα” (bunica), που στα ρουμάνικα θα πει γιαγιά.

Οι ξένοι είχαν σταματήσει με το βανάκι τους -από τις πινακίδες συμπεράναμε την εθνικότητα τους- σε ένα παραθαλάσσιο αρκαδικό χωριό. Εκεί που τυχαίνει να βρίσκεται το πατρικό σπίτι της συζύγου μου, στο οποίο περνάμε τα καλοκαιρινά Σαββατοκύριακα μας.

Παρά το ότι η κατοικία μετά βίας ικανοποιεί τις ανάγκες μιας τετραμελούς οικογένειας μετά πεθερικών, κατά καιρούς φιλοξενούμε διάφορους τζαμπατζήδες ή άφραγκους. Μεταξύ των οποίων, και οι κουμπάροι μας.

Κάνουμε τον καναπέ κρεβάτι, ανοίγουμε και κανένα ράντζο στη βεράντα, στέλνουμε την πεθερά μου σε καμία συγχωριανή της, κουτσά στραβά τα καταφέρνουμε στο δύσκολο έργο της φιλοξενίας.

Τρελαίνονται οι κουμπάροι με την όμορφη και ατέλειωτη παραλία του χωριού μας.

Μια παραλία, στην οποία ο καθένας αράζει όπου θέλει, παρκάρει στον κεντρικό χωματόδρομο -βρίσκει συνήθως σκιά- όπου και όπως του καπνίσει, και ξεφορτώνει ό,τι έχει και δεν έχει, χωρίς κανένα περιορισμό.

Είναι η παραλία που δεν υπάρχουν παρκαδόροι, ξαπλώστρες και φυσικά beach bar.

Περίεργοι άνθρωποι αυτοί οι Αρκάδες. Δεν γουστάρουν καθόλου τις οργανωμένες παραλίες ή τα all inclusive ξενοδοχεία.

Σνομπάρουν ακόμη και όσους ντόπιους επιχειρούν να στήσουν ξαπλώστρες και ομπρέλες. Και όταν λέμε σνομπάρουν, εννοώ ότι απλώνουν πετσέτα στην άμμο ή φέρνουν καρέκλες θαλάσσης – όχι αυτές του γύφτου- και δεν αγοράζουν ούτε καφέ.

Δεν τα βγάζουν πέρα οι εποχιακοί επιχειρηματίες. Και έτσι, όσοι τολμούν να στήσουν δουλειά, στον μήνα πάνω τα μαζεύουν και φεύγουν.

«Τι να σου πω, ρε γυναίκα;» της έλεγα τις προάλλες, «Πολύ σπάγκοι αυτοί οι πατριώτες σου».

Δεν ξέρω, αν είναι σπάγκοι» μου απάντησε. «Ξέρω ότι δεν είναι βλάκες να χώνουν ένα μεροκάματο για μια ξαπλώστρα και να τους παίρνουν τα αυτιά οι μουσικές».

«Δεν έχεις και άδικο» συμπλήρωσα. «Ούτως η άλλως, όπου και να καθόντουσαν, τα κινητά τους θα χαζεύανε».

Αρέσει, λοιπόν, στους συμπατριώτες της γυναίκας μου, στους μόνιμους παραθεριστές και στους ξένους περιηγητές, να κάθονται κάτω από τα αρμυρίκια και να ακούνε τα τζιτζίκια.

Για όποιον θα ήθελε ξαπλώστρες, σαμπανιέρες και σαματά, δόξα τω Θεώ, υπάρχουν άλλα πιο κατάλληλα μέρη.

Στα καθαρά και δροσερά αρκαδικά νερά, οι ιθαγενείς, σαν γνώστες των τοπικών συνηθειών, ξέρουν τι ώρα πρέπει να πάνε για να βρουν ελεύθερο κάποιο αρμυρίκι και να μην χρειαστεί να στήνουν ομπρέλες για να προστατευτούν από τον ήλιο.

Οι Ρουμάνοι, όμως, έφτασαν αργά.

Και δεν ήταν και super οργανωμένοι, όπως οι Γερμανοί τροχοσπιτάδες. Αυτοί κουβαλάνε μαζί τους ολόκληρη οικοσκευή και είναι εξοπλισμένοι με ό,τι μπορεί να φανταστεί ανθρώπου νους.

Ξεφεύγω, το καταλαβαίνω, από το κυρίως θέμα, αλλά ο εξοπλισμός, που έχουν οι Γερμανοί μαζί τους, είναι case study για υδραυλικούς η ηλεκτρολόγους.

Δεν είναι λίγες οι φορές, που οι ντόπιοι, αν τους λείπει κανένα ειδικό εργαλείο η εξάρτημα, απευθύνονται στους τροχοσπιτάδες. Είναι βέβαιοι ότι θα έχουν αυτό που χρειάζονται.

Αν, μάλιστα, ο ξένος δεν είναι του λευκού κολάρου, αλλά κάποιος που πιάνουν τα χέρια του, δεν το έχει σε τίποτα, για μια κερασμένη μπύρα, να κάνει ό ίδιος το μερεμέτι ή την αγγαροδουλειά και, αφού την τελειώσει, να ρίξει μια βουτιά στα νερά για να ξεϊδρώσει.

Ο ήλιος, η θάλασσα και η αμεριμνησία ενώνουν τους απλούς ανθρώπους. Τους κάνουν μια παρέα κι ας μη καταλαβαίνει ο ένας την γλώσσα του άλλου.

Οι Γερμανοί και οι ξένοι γενικότερα, αυτοί που έρχονται στην πατρίδα μας με αυτοκίνητο -όχι οι οργανωμένοι των τουριστικών πρακτορείων, που τους μαντρώνουν με το βραχιολάκι μέσα σε ξενοδοχεία και τους ταΐζουν σαν ζώα βιομηχανικής εκτροφής- είναι ιδιάζουσα περίπτωση.

Για την ακρίβεια, δεν είναι οι τουρίστες με την βιομηχανική έννοια του όρου. Είναι οι λεγόμενοι περιηγητές η οι ταξιδιώτες της παλιάς ξεχασμένης εποχής.

Έρχονται οι ίδιες οικογένειες κάθε χρόνο. Επισκέπτονται τα ίδια πάντα μέρη, γνωρίζονται με τους ντόπιους και δεν παραλείπουν ποτέ να παρακολουθήσουν μια παράσταση στην Επίδαυρο η στο αρχαίο θέατρο του Άργους.

Για να επανέλθουμε στα δικά μας, η παρέα μας, εγώ μετά της συζύγου μου και οι κουμπάροι, χωρίς τα παιδιά για να έχουμε την ησυχία μας, είχαμε πιάσει ένα από τα καλύτερα αρμυρίκια. Με θέα σε όλους και σε όλες.

Καθισμένοι, αραχτοί δηλαδή, μπορούσαμε να δούμε ποιος έμπαινε και ποιος έβγαινε, τόσο μέσα στη θάλασσα όσο και στη γύρω περιοχή.

Τους Ρουμάνους αρχικά τους εντοπίσαμε, όταν τους είδαμε να ψάχνουν για σκιά.

Αλλά δυστυχώς, όλα τα δέντρα ήτανε ήδη πιασμένα.

Τι να κάνουν οι φουκαράδες. Στήσανε την ομπρέλα τους, καμία δεκαπενταριά μέτρα μακριά μας. Με το ζόρι σκίαζε δύο άτομα. Απλώσανε, από κάτω της, ψάθες και πετσέτες. Στην άμμο, χύμα, ακούμπησαν κουβαδάκια, σαμπρέλες και τσάντες με αναλώσιμα.

Ήταν γραφτό, λοιπόν, να βλέπαμε ό,τι θα έκαναν.

Δυο ζευγάρια στην παραλία, εμείς και οι κουμπάροι, χρόνια μάλιστα παντρεμένοι, να επιδίδονται σε τρυφερές στιγμές δεν είναι φυσιολογικό.

Αντίθετα, φυσιολογικό, φυσιολογικότατο μάλιστα, είναι, εάν δεν έχουν πέσει με τα μούτρα στα κινητά τους για να βλέπουν τις αναρτήσεις φίλων τους -εγώ πάντως διάβαζα «Ο άνθρωπος αντίγραφο» του Ζοζέ Σαραμάγκου-, να λένε βλακείες για να περάσει η ώρα.

Από την μικροαστική συνήθεια της ακατάσχετης φλυαρίας, προσπάθησα να ξεφύγω εντοπίζοντας μέσα στο βιβλίο μου το απόσπασμα για τις «εύγλωττες σιωπές».

Αυτό μου έδωσε και την αφορμή να προτείνω θέμα για προβληματισμό.

«Ακούστε, ρε αμόρφωτοι, τι γράφει ο Ζοζέ για το θέμα της σιωπής» τους είπα, παρότι οι μεν γυναίκες με αγριοκοίταξαν, ο δε κουμπάρος τσίνησε.

«Όχι, ρε Αλέξη, τώρα» μου είπε. «Κάτσε να κάνουμε, λίγο χάζι, με τους Ρουμάνους. Κοίτα, ρε, τι έχουν ξεφορτώσει οι άνθρωποι. Τη μάνα τους και τον πατέρα τους».

Την μάνα τους, μια χοντρή ηλικιωμένη, και όπως έδειχνε βασανισμένη γυναίκα -πιθανόν στα νιάτα της να δούλευε σε κανένα κρατικό εργοστάσιο- την κρατούσαν αγκαζέ μέχρι να την αμολήσουν κάτω από την ομπρέλα.

Τον πατέρα τους δεν τον είδαμε πουθενά. Ή θα ‘χε πάει στον άλλο κόσμο ή θα τον είχαν αφήσει πίσω στην πατρίδα να μπεκροπίνει με την ησυχία του.

Παρότι η παρότρυνση του κουμπάρου, να παρατηρήσω τις κινήσεις δύο άγνωστων σε μένα οικογενειών, διέκοψε την ανάγνωσή μου, προσωπικά, η εικόνα αυτή καθόλου δεν με ενόχλησε.

Μου θύμισε δεκαετία των παιδικών μου χρόνων σε παραλία της Ανατολικής Αττικής. Οικογένειες της γειτονιάς με μικρά παιδιά, ανύπαντρες θειάδες, παππούδες, όλοι μαζί παρέα πηγαίναμε για μπάνιο.

«Δεν με ενδιαφέρουν τι κουβαλάνε οι Ρουμάνοι. Βλέπω ότι σέβονται την μάνα τους» είπα.

«Τριάντα σχεδόν χρόνια χωρίς σοσιαλισμό, αλλά οι αξίες, αξίες. Εμείς τους δικούς μας τους έχουμε παραπεταμένους. Κλεισμένους μέσα στα διαμερίσματα. Τον χειμώνα τους φορτώνουμε τα παιδιά και τα καλοκαίρια τους αφήνουμε να βλέπουν σε επανάληψη τους Δύο Ξένους. Γιατί; Για να θυμούνται τα νιάτα τους ή να μνημονεύουν το MEGA που έκλεισε; Τους μπερδεύει κάθε πρωί και ο Αυτιάς με τις συντάξεις, λέγοντας τους ότι κοπήκαν επι ΣΥΡΙΖΑ, αρχίζουν να πιστεύουν ότι έχουν πάθει Αλτσχάιμερ, τελικά παθαίνουν, και ησυχάζουν μια και καλή».

“Έτσι, ε;” πετάχτηκε η γυναίκα μου, “την επόμενη θα φέρω και εγώ την μαμά”.

“Εγώ, δεν έχω αντίρρηση. Αρκεί να μην μιλάει. Την βλέπεις την Κυρία; Κάθισε κάτω, άνοιξε το βιβλίο της, και δεν ενοχλεί τα ζευγάρια. Η δικιά σου, δεν θα έβαζε γλώσσα μέσα”.

“Γιατί, βάζεις εσύ, αγόρι μου, γλώσσα μέσα; Η μάνα μου σε πείραξε, τώρα; Κι΄αν δεν μας έχεις βοηθήσει, η δόλια” συμπλήρωσε.

Και άρχισε να λέει στην κουμπάρα, για το πώς η μάνα της ερχόταν κάθε μέρα με τον ηλεκτρικό από τα Πατήσια στο σπίτι για να κρατήσει την κόρη μας, πώς μας μαγείρευε –«γεμιστά με πολλά μυρωδικά» έλεγε, «να στεριώσει ο δεύτερος γάμος του Αλέξη μας»- και πώς της έμαθε να στρώνει κρεββάτια, «να μην βάζεις, μωρή, ξένες γυναίκες στο σπίτι» της έλεγε πάλι, «δεν βλέπεις τον οδοντίατρο τον Ανδρέα, τον φίλο του πατέρα σου, που τα ‘φτιαξε με εκείνη την πουταvάρα την Πολωνέζα και χώρισε την γυναίκα του;».

Η πεθερά μου αγνοούσε ότι η Ρωξάνη, η ξανθιά οικονομική μετανάστρια, ήταν βιολίστρια στο Κρατικό Ωδείο της Βαρσοβίας και όταν στα σαρανταπέντε του ο Ανδρέας, ο οδοντίατρος, την άκουσε για πρώτη φορά να παίζει την «Άνοιξη» του Βιβάλντι, της ζήτησε να του φτιάξει μια κασέτα. Να την ακούνε οι πελάτες του, την ώρα που θα τους είχε πάνω στην καρέκλα.

Αργότερα, ο Ανδρέας, είπε στη γυναίκα του να έρχεται η Ρωξάνη τα απογεύματα από το οδοντιατρείο, για να το καθαρίζει, τάχα μου, και να κρατάει τα τηλέφωνα.

Ήταν όμορφη κοπέλα η Πολωνή. Για να μην πολυλογούμε, η ιστορία τέλειωσε με ένα χωρισμό και ένα γάμο. Χώρισε ο Ανδρέας την φίλη της πεθεράς μου και παντρεύτηκε την Πολωνέζα.

Για να πω την αλήθεια μου, ο λόγος που δεν επιθυμώ την παρουσία της πεθεράς μου στην παρέα, δεν είναι τόσο ότι είναι ενοχλητική, όσο επειδή την ξέρουν όλες οι συγχωριανές της.

Έρχονται, συνήθως, εκεί που καθόμαστε και της ανοίγουν κουβέντα. Της λένε ποιοι πέθαναν τον χειμώνα, ποιες πάντρεψαν τις κόρες τους και ποιες έγιναν γιαγιάδες.

Καταλαβαίνετε τώρα. Διακόπτεται ο ειρμός των σκέψεων και δεν εξασφαλίζεται η απαιτούμενη συγκέντρωση, όταν διαβάζεις Fernando Pessoa ή Pierre Bourdieu.

Δεν ήθελα, λοιπόν, να συνεχίσω το ενδοοικογενειακό μας θέμα, παρουσία των κουμπάρων. Θα μπορούσε να πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις.

Άλλωστε, την πεθερά μου, original ψηφοφόρο του Ανδρέα από την πρώτη της νιότη, την αγαπάω, γιατί, στα εβδομήντα της, κατάλαβε ότι το σημερινό ΠΑΣΟΚ, με όποιο όνομα και ΑΦΜ κυκλοφορεί στην αγορά ή κατεβαίνει στις εκλογές, δεν διαφέρει σε τίποτα από τη Νέα Δημοκρατία.

«Αν θέλεις να ψηφίσεις ΠΑΣΟΚ, ψήφισε καλύτερα τον Κυριάκο» την είχα συμβουλεύσει πριν από τις εκλογές.

«Σιγά μην ψηφίσω αυτό τον τζιτζιφιόγκο. Καλύτερα να ψηφίσω ένα ψεύτη, παρά ένα βλάκα» μου απάντησε και με κοίταξε με βλέμμα περιφρόνησης, όταν εκστόμιζε την λέξη ψεύτη.

Λες και ήμουνα εγώ υπεύθυνος που άλλαξε την τελευταία στιγμή την ψήφο της στο Δημοψήφισμα του ’15. Και αντί για ΝΑΙ, ψήφισε ΟΧΙ.

Την ζυμώνω ιδεολογικά την πεθερά μου, όποτε συναντιόμαστε. Την καθοδηγώ να ξεχωρίζει τα blogs που βοηθάνε την πολιτική σκέψη.

Για να μην μπερδεύεται, μάλιστα, με φιλελέδικα η ακροδεξιά sites- το ίδιο είναι, δεν διαφέρουν σε τίποτα- της έχω βάλει στην κεντρική σελίδα του Google εικονίδια που παραπέμπουν απευθείας σε σοβαρές ιστοσελίδες.

«Αχ, τι καλό και ευγενικό παιδί είναι αυτός ο Άρης Χατζηστεφάνου. Αν ήσασταν σαν και αυτόν όλοι οι αριστεροί, αριστερά θα ψήφιζα» μου είχε πει στο τηλέφωνο, όταν διάβασε ένα αφιέρωμά του για την Λατινική Αμερική.

«Να αφήσεις ήσυχη την μάνα μου» είχε πεταχτεί μέσα από την κουζίνα η γυναίκα μου, όταν λέγοντας «μπράβο» στην πεθερά μου για αυτό που διάβασε, βρήκα και την ευκαιρία να της εξηγήσω, γιατί ο δρόμος προς την κοινωνική δικαιοσύνη περνάει μέσα από την κοινοβουλευτική αριστερά.

«Είναι ώριμη και ξέρει να κρίνει. Πας να μου την αλλάξεις τώρα στα γεράματα; Έχει σταματήσει, εδώ και χρόνια να διαβάζει εφημερίδες. Τώρα σταμάτησε να βλέπει και τηλεόραση» συνέχισε η σύζυγος με δυνατή φωνή. Τόσο δυνατή, που η πεθερά μου, η οποία ακούει τα πάντα, σίγουρα την είχε ακούσει.

«Από την αριστερά μπορεί, παιδί μου, να περνάει ο δρόμος» μου είχε απαντήσει, «από τον ΣΥΡΙΖΑ, πάντως, αποκλείεται. Αυτούς δεν τους ψηφίζω».

Κοντέψαμε, γαμπρός, πεθερά και κόρη, να αρπαχτούμε.

«Ρε, γιαγιά, σου είπα ποτέ εγώ τί να ψηφίσεις;» απάντησα στην εξυπνάδα της, αποκαλώντας την σκόπιμα γιαγιά, για να την εκνευρίσω. Άλλωστε, είναι και γιαγιά, αφού έχει ήδη έξι εγγόνια.

-Εδώ δεν σου είπα τίποτα, τις εποχές που ψήφιζες εκείνο τον μπουχέσα ή τον άλλον τον βλάκα.

«Αυτό έλειπε, να μου πεις τι να ψηφίσω. Και να μη με λες γιαγιά» με είχε αποστομώσει.

«Όταν ξεμένεις και θέλεις δανεικά, Μαιρούλα με φωνάζεις. Απατεώνα. Ε, απατεώνα. Θα ψηφίσω όποιον θέλω. Θα ψηφίσω την Κουτσούμπα, ορίστε μας. Θα μας κάνεις και υποδείξεις τώρα;»

Και βγάζοντας ένα βαθύ αναστεναγμό, άρχισε να μονολογεί:

«Αχ, το παλιό ΠΑΣΟΚ, τι καλό που ήτανε με μας τους συνταξιούχους. Αυτοί ήταν αριστεροί με τα όλα τους. Τις υποσχέσεις τους, τις κρατούσαν. Σε κάθε εκλογική περίοδο δίνανε και κάτι στους συνταξιούχους».

«Μαιρούλα» την είχα καλοπιάσει εκείνη την βραδιά πριν από τις εκλογές, προσφωνώντας την με το μικρό της όνομα, «αυτό δεν έκανε και ο ΣΥΡΙΖΑ; Συντάξεις δεν μοίρασε; Το παλιό original ΠΑΣΟΚ, όχι αυτό των λιμοκοντόρων του Σημίτη και των απατεώνων του Χρηματιστηρίου, είναι ο σημερινός ΣΥΡΙΖΑ».

“Έτσι, ε;» έδωσε συνέχεια στο θέμα η πεθερά μου. «Και δεν μου λες, Αλεκάκο» – έτσι με λέει, και εκείνη όταν θέλει να με προσγειώσει στη πραγματικότητα- «ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ, που έσκιζε μνημόνια, έκανε τις αγορές να χορεύουν και μας έλεγε να ψηφίσουμε ΟΧΙ, αυτός πού είναι; Εξαφανίστηκε;»

Εξήγησα στην πεθερά μου, ότι ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα πολυσυλλεκτικό κόμμα.
Α.Κ.Ο.Α., Κ.Ε.Δ.Α., Δ.Ε.Α., Κ.Ο.Ε., Ενεργοί Πολίτες και διάφορα άλλα γκρουπούσκουλα τα μάζεψε ο Συνασπισμός και έφτιαξε τον σημερινό περιφερόμενο θίασο.

Ένα μάτσο συνιστώσες ήταν, λοιπόν, ο παλιός ΣΥΡΙΖΑ. Εκεί μέσα, μπαινόβγαινε όποιος ήθελε, χωρίς κάνεις να γνωρίζει ποιος είναι και τι έκανε στο παρελθόν αυτός που έμπαινε.

Μέχρι και ένας Μιχελογιαννάκης από την δεξαμενή αναπαραγωγής με τα λαβράκια της ΔΗΜΑΡ, μπήκε μέσα στο κόμμα. Ναι, ο Μιχελογιαννάκης, αυτός που έκανε απεργία πείνας για τους μετανάστες και στο μισάωρο πήγε στο κυλικείο της Βουλής για σάντουιτς.

Για να μη φλυαρούμε πάνω σε ένα φλύαρο κόμμα, όποιοι ήτανε μέσα φτιάχνανε με τον καιρό δικές τους ομάδες, παίρνοντας κομμάτια από άλλες ομάδες.

Έτσι έγιναν οι πενηντατρείς από τους οποίους ξέρουμε μόνο τον Τσακαλώτο και αγνοούμε τους υπόλοιπους πενηνταδύο.

Με άλλα λόγια, εκεί μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί το κόμμα. Μέσα σε αυτό το μπουλούκι, οι Πασόκοι που είναι μανούλες στα πολιτικά μασκαρέματα, μπήκαν μέσα και έκαναν και αυτοί τους αριστερούς.

Της είχα δώσει ένα σαφές στίγμα της πολιτικής ιδεολογίας του κόμματος που, στην πρώτη φορά του κυβέρνηση, έκανε τα ίδια προεκλογικά κόλπα με αυτά που έκαναν οι προηγούμενοι κάθε φορά, σε κάθε εκλογές.

«Πολύ μπερδεμένα μου τα λες, αγόρι μου» είχε πει η πεθερά μου. «Εδώ, εσείς οι αριστεροί δεν μπορείτε να βρείτε από πού κρατάει η σκούφια σας, και θέλετε να βρούμε εμείς οι παλιοί δεξιοί, ποιους αριστερούς να ψηφίσουμε; Να ψηφίσουμε ορθόδοξους, αναθεωρητές, οικολόγους, μαοϊκούς, ρεφορμιστές, ανανεωτικούς, αποστάτες του ΚΚΕ, Πασόκους εισοδιστές, ποιους από αυτό το μπουλούκ ασκέρ να ψηφίσουμε; Όλοι οι πολιτικοί καιροσκόποι, μαζεμένοι εκεί μέσα είσαστε».

Η απάντηση της με είχε αποστομώσει. Στρέφοντας ακαριαία το βλέμμα μου στην γυναίκα μου, που θαύμαζε την λεκτική ετοιμότητα της μητέρας της, της είπα:

“Η μάνα σου έχει μυαλό, ρε…”

Με την απάντηση «Η μάνα μου έχει, εσύ δεν έχεις» είχε κλείσει, τότε αυτή η συζήτηση. Και ούτε ποτέ, από τότε, σκέφτηκα να της μιλήσω ξανά για την αριστερά.

Από τον σεβασμό, που έδειχναν οι Ρουμάνοι στην ηλικιωμένη μητέρα τους, ξεκίνησε η κουβέντα και στην πεθερά μου κατέληξε.

«Για να πούμε και του αριστερού το δίκιο» συνέχισε η γυναίκα μου από εκεί που είχε σταματήσει, «οι Ελληνίδες μάνες μιλάνε πολύ. Θέλουν να έχουνε άποψη για όλα. Πω, πω, ρε Τόνια, έτσι θα γίνουμε και εμείς όταν μεγαλώσουμε; Σαν τις μανάδες μας;»

Τόνια λένε την κουμπάρα μας. Creative director σε μια διαφημιστική της πλάκας, οργανωμένη Δαπίτισσα στα φοιτητικά της χρόνια, με σπουδές από ένα άγνωστο πανεπιστημιακό τμήμα Πολιτικών Επιστημών, που το πτυχίο τους δεν το αναγνωρίζουν ούτε μέσα στο ίδιο το Πανεπιστήμιο, ξεκίνησε την καριέρα της με μ@λακίες της διαφήμισης και εργάζεται, σήμερα, σε μια εταιρεία της πλάκας.

Μια εταιρεία συμβούλων επικοινωνίας, που άλλοτε πληρώνει, άλλοτε αλλάζει επωνυμία για να μην τους βρίσκει η Εφορία, και άλλοτε τρέχει κανένα ΕΣΠΑ για να πάρει επιδότηση. Με τα λεφτά της επιδότησης, η εταιρεία πληρώνει τον κόσμο που δουλεύει για αυτήν, και συνεχίζει να δουλεύει τον υπόλοιπο κόσμο. Με τα άχρηστα projects που αναλαμβάνει.

Στο ρητορικό ερώτημα της συζύγου μου: «Έτσι θα γίνουμε και εμείς, ρε Τόνια, όταν μεγαλώσουμε;» ο κουμπάρος απάντησε: «Έτσι είσαστε ήδη».

“Έχετε μεγαλώσει” άρχισε. “Καβατζάρατε τα σαράντα και προσπαθείτε να φανταστείτε, τι θα κάνετε, όταν φτάσετε τα εξήντα. Τα ίδια που έκαναν οι μανάδες σας στην ηλικία που είσαστε σήμερα, τα ίδια κάνετε και εσείς τώρα. Και τα ίδια θα κάνουν οι κόρες σας, όταν γίνουν μανάδες και φθάσουν στην ηλικία σας. Το είδος σας είναι προστατευόμενης συμπεριφοράς προέλευσης. Από γενιά σε γενιά, τα ίδια κάνετε.”

Γέλασα με την αναπόδεικτη αλήθεια περί προστατευόμενου είδους, και συμπλήρωσα από πάνω θέλοντας να κάνω και τον έξυπνο, όπως συνηθίζω να τον κάνω:

“Κουμπάρε, κάθε νέα μάλιστα παρτίδα, πριν την βγάλουν στην αγορά, φροντίζουν να την μπολιάζουν με ένα σωρό θρησκευτικες, εθνικές και οικογενειακές παραδόσεις. Έτσι, για να μην αναπτύσσονται αντισώματα ελεύθερης βούλησης. Χα, χα…

Γέλασα δυνατά μόνος μου, περιμένοντας ότι θα γελάσουν και οι υπόλοιποι. Μάλλον, όμως, δεν έπρεπε. Πού να φανταστώ τον μονόλογο της συζύγου μου.

-Εσύ, μη γελάς” μου είπε ρίχνοντας μου μια λοξή ματιά, “παιδιά, Ελληνίδας μάνας είσαστε και εσείς. Βλέπουν και παθαίνουν, να σας παντρέψουν και να σας ξεφορτωθούν από πάνω τους. Σας φορτώνουν πάνω μας για να γλιτώσουν αυτές, και σας λουζόμαστε εμείς για όλη μας τη ζωή. Και δεν φτάνει που είσαστε εσείς κακομαθημένοι, κακομαθαίνετε και τα αγόρια σας. Διακόσια και βάλε χρόνια έχουν φύγει οι Τούρκοι από την Ελλάδα, τις ανατολίτικες συνήθειες δεν λέτε να τις κόψετε. Και σας φταίνε οι Ελληνίδες μάνες. Κακώς παντρεύεστε Ελληνίδες. Γερμανίδες έπρεπε να παντρευτείτε. Να σας βάλουν σε τάξη. Τον βλέπεις τον Δημήτρη τον ξάδελφο μου, που παντρεύτηκε Γερμανίδα. Αυτός και εάν ήταν κακομαθημένος.
Τα εν οίκω, ο λαός μας, σπάνια τα βγάζει εν δήμω. Μόνο οι κουμπάροι, ξέρουν τι γίνονται τόσο στα σπιτικά μας όσο και στα σπιτικά των συγγενών μας.”

Ο Δημήτρης, ο ξάδελφος της συζύγου μου, παντρεύτηκε την Christina. Τρία χρόνια μεγαλύτερή του και προϊσταμένη του στο Τμήμα τροφίμων γερμανικής εταιρείας, που προμηθεύει σαβούρες τυριά και επαναπολτοποιημένα ληγμένα αλλαντικά σε αλυσίδα super market.

Η πασίγνωστη αλυσίδα δραστηριοποιείται και στην πατρίδα μας. Είναι όνομα αναφοράς για φτηνά προϊόντα ή συσκευές που χαλάνε με την πρώτη χρήση.

Μέχρι και για ποδοσφαιριστές του πάγκου, που δεν μπορούν να πάρουν τα πόδια τους, έχει γίνει σήμα προέλευσης
.
«Έλα, μωρέ, τον μ@λάκα» πετάχτηκε ο κουμπάρος, που δεν τον γουστάρει, γιατί, όταν πήγε να πουλήσει στην Christina κάτι ζωοτροφές, κατόπιν δικής μου παράκλησης προς τον Δημήτρη, τον ξάδελφο της γυναίκας μου για να μην μπερδευτούμε, ο τελευταίος δεν τον βοήθησε, όσο θα περίμενε να τον βοηθήσει ένας ξάδελφος της κουμπάρας του.

Και σαν να μην έφτανε αυτό, του έκανε από πάνω και ένα memo συμμόρφωσης για τις προδιαγραφές προϊόντων, προκειμένου να εξεταστεί η προσφορά του.

“Αυτή η καριόλα τον έβαλε” συνέχισε ο κουμπάρος, “θα μου πεις, έχει αρxίδια ο Δημήτρης, να πει στην Christina, σκάσε μωρή και κοίτα να βοηθήσεις τον κουμπάρο της ξαδέλφης μου; Όχι, δεν έχει αρxίδια.”.

Η κουμπάρα μας η Τόνια, που και στόμα έχει και λαλιά έχει, του την κάρφωσε:

“Γιατί, έχεις εσύ αρxίδια, αγόρι μου; Θυμάσαι τι μου απάντησες, όταν σου ζήτησα να κλείσεις ραντεβού στην κουμπάρα για να αναλάβει, την λογιστικό έλεγχο της εταιρείας σας; Ρε Τόνια, μου ‘πες, θα νομίσει ο Πρόεδρος ότι την βάζω στη δουλειά μέσα για να δικαιολογεί τα τιμολόγια από τις ταβέρνες και το super market που περνάω μέσα στα έξοδα.”

Ασήμαντες λεκτικές αντιπαραθέσεις δύο συνηθισμένων ζευγαριών, θα πουν κάποιοι.

Ναι, έτσι είναι. Με αφήνουν συνήθως αδιάφορο οι αδυναμίες εξυπηρέτησης οικογενειακών ή φιλικών υποθέσεων. Με ενδιαφέρουν οι μεγάλες ιδέες και οι περισπούδαστες αναλύσεις. Ακόμη και στην παραλία.

«Πάντως, αυτή η κακομοίρα, η γιαγιά Ρουμάνα, το στόμα της το ‘χει ραμμένο. Ποιος ξέρει τι καταπίεση είχε φάει στα νιάτα της από το καθεστώς» έβγαλε συμπέρασμα η σύζυγος μου, αφού είχε ολοκληρώσει την παρένθεση για την μητέρα της, τον ξάδελφο της, τις Ελληνίδες μάνες και τους γιούς τους.

Ευκαιρία βρήκα να πουλήσω πνευματική καλλιέργεια.

“Ξέρετε, ρε αμόρφωτοι, πώς αναλύεται σημειολογικά η σιωπή της γιαγιάς από τον Σαραμάγκου;”

«Έλα, ρε μ@λάκα, κόφτο» απάντησε ο κουμπάρος. Δεν είναι ιδιαίτερα καλλιεργημένος τύπος ο κουμπάρος, και μην τον παρεξηγήσετε.

-Πρέπει να το ακούσετε. Ο άνθρωπος έχει πάρει Νόμπελ λογοτεχνίας.

-Άντε, πες το. Αν δεν το πεις, θα σκάσεις.

-Λέει λοιπόν, ότι η εύγλωττη σιωπή είναι λογοτεχνική ταμπέλα, που δεν υπάρχει. Είναι λέξεις εμποδισμένες στο λαιμό, λέξεις που τις κατάπιαμε και δεν μπόρεσαν να ξεφύγουν από τον κλοιό της γλώσσας.

«Αλέξη, αγόρι μου, αφού δεν υπάρχει η εύγλωττη σιωπή, γιατί μας ζαλίζεις;» πετάχτηκε η γυναίκα μου. «Αλλά και να υπήρχε, δεν σε αφορά. Εσένα, αν και η γλώσσα σου δεν έχει κόφτη, ο λαιμός σου δεν καταπίνει τίποτα. Ό,τι μ@λακία σου κατέβει την ξεφουρνίζεις. Και μάλιστα την γράφεις.».

Θέλοντας και μη, μετά από αυτή την αυστηρή σύσταση, σώπασα. Μέχρι που με σκούντησε ο κουμπάρος.

«Ρε συ, γδύνεται η Ρουμάνα» μου είπε. «Κοίτα, κοίτα, θα χάσεις».

Με αποπροσανατόλισε, να πω την αλήθεια μου, από το συλλογισμό μου. Στρέφοντας το βλέμμα μου, παρατήρησα την κινησιολογία, σχεδόν χορευτική, με την οποία η Ρουμάνα έβγαζε το εφαρμοστό λευκό μπλουζάκι που φορούσε.

Το έβγαζε αργά. Έκανε στάσεις για να φτιάξει τα μαλλιά της. Στο σημείο που η μπλούζα είχε φτάσει στο στηθόδεσμο έδειχνε να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια. Το στήθος έσφυζε πιεσμένο από την διπλωμένη μπλούζα. Η κοπέλα σταματούσε για να πάρει ανάσες.

“Κοίτα το μ@λάκα τον άντρα της”είπε ο κουμπάρος, “την βλέπει και την γράφει στα αρxίδια του. Ρε πoύστη, έτσι και την είχα εγώ γυναίκα, θα της το έβγαζα κάνοντας ταυτόχρονα μασάζ με τα δάχτυλα στο στήθος. Αν δεν μας έβλεπε και κανείς, θα πέταγα και ένα γλείψιμο στις ρώγες. Καλά δεν τα λέω, κουμπάρε;”

Ο κουμπάρος καλά τα λέει, αλλά οι κουμπάρες έχουν αυτιά. Σε μια ήσυχη παραλία τα πάντα ακούγονται.

«Σας ακούμε, ε, δεν είμαστε κουφές» είπε η γυναίκα μου.

“Και εμείς δεν είμαστε τυφλοί” της απάντησα.

Θυμήθηκα, μάλιστα, τη σκηνή από το «Περί τυφλότητας», έργο και αυτό του Σαραμάγκου, όπου σε μια πόλη άρχισαν, σαν συνέπεια μιας μεταδοτικής ασθένειας, ό ένας μετά τον άλλον οι άνθρωποι να χάνουν το φως τους. Για να μην μολυνθούν από την τυφλότητα, αυτοί που έβλεπαν είχαν απομονώσει τους τυφλούς σε στρατώνα. Τους είχαν στριμώξει σε θαλάμους ενός κτηρίου και τους φύλαγαν απέξω στρατιώτες.

Το βράδυ, στο θάλαμο, ένας από τους τυφλούς, επιστρέφοντας από την τουαλέτα, αντί να πάει στο κρεβάτι της γυναίκας του, μπερδεύτηκε και πήγε στο κρεβάτι μιας άλλης γυναίκας.

Ο τυφλός που κοιμότανε στο διπλανό κρεββάτι, ακούγοντας βογγητά νόμιζε ότι ο τυφλός που επέστρεψε από την τουαλέτα γαμoύσε την γυναίκα του. Του ζήτησε, λοιπόν, τον λόγο.

“Ρε συ, του λέει, το ξέρεις ότι γ@μάς την γυναίκα μου; Δεν πας στην δικιά σου, λέω εγώ, και να αφήσει την δικιά μου ήσυχη».

“Τι μου λές, ρε σύντροφε” του απάντησε ο τυφλός που μπέρδεψε τα κρεββάτια, “αν έβλεπα, να ξέρεις ότι αποκλείεται να την γαμoύσα”.

Ο τυφλός, που δεν ήτανε τελικά και η δική του γυναίκα, παρεξηγήθηκε, και για να μην πολυλογούμε, οι τυφλοί πλακωθήκανε μεταξύ τους στο ξύλο για μία ξένη -τυφλή επίσης- γυναίκα.

Εμείς, αντίθετα με τους τυφλούς, τα είχαμε βρει μεταξύ μας. Συμφωνήσαμε, θεωρητικά, ποια θα διάλεγε ο καθένας μας. Ένα νέο κεφάλαιο για συζήτηση μόλις είχε ανοίξει. Τα γυναικεία σώματα και οι προτιμήσεις μας.

Οι γυναίκες μας, προς τιμή τους, ούτε καν παρατήρηση μας έκαναν, που σχολιάζαμε το σωματότυπο των αλλοδαπών. Μπήκαν στη μέση, μόνο όταν είπαμε ότι δεν έχουν κυτταρίτιδα.

“Έχουν, όμως, και αυτές τα ψωμάκια τους. Για δες αυτή την κοντούλα, Αλέξη, εσύ που είσαι περίεργος με τα γυναικεία σώματα”

Η γυναίκα μου γνωρίζει πολύ καλά, ότι η μόνη αισθητική ατέλεια στο γυναικείο σώμα που με ενοχλεί είναι η λιπώδης κυτταρίτιδα.

Η σκυλόφατσα, αν είναι και λίγο έκφυλη, υποφέρεται. Λύση υπάρχει, αν κάποιος δεν αντέχει να βλέπει ένα άσχημο πρόσωπο. Οι brutal προτείνουν την κάλυψη του προσώπου με πετσέτα και οι ευγενείς το σβήσιμο των φώτων.

Την στρωματοειδή κυτταρίτιδα, ιδιαίτερα στα μπούτια, αυτή που μοιάζει με χειροποίητο χοιρινό γύρο, δεν την μπορώ.

“Η τοπική εκπάχυνση είναι αποτέλεσμα της φιλελευθεροποίησης που έχουν υποστεί μετά την πτώση του τείχους” απάντησα. “Παλιά ο Τσαουσέσκου δεν τους άφηνε να καταναλώνουν παραπάνω από χίλιες οκτακόσιες θερμίδες την μέρα. Τώρα που είναι ελεύθεροι να διαλέξουν, όπως λέει ο Φρίντμαν, άφησαν τις χορτόσουπες και πέσανε στα burgers.”.

Η ώρα περνούσε, εγώ διάβαζα τον αγαπημένο μου Ζοζέ -να πω την αλήθεια μου, με κουράζει ο μακαρίτης στοχαστής που απέφευγε την εναλλαγή των νοημάτων με την χρήση παραγράφων -κάθε του πρόταση του είναι καμία διακοσαριά λέξεις, ευτυχώς που βάζει κόμματα και με βοηθάει να μάθω να τα βάζω και εγώ στη σωστή θέση- και οι Ρουμάνοι, δεν έλεγαν να ξεκολλήσουν από την θάλασσα μέσα.

Θα έμειναν μέσα πάνω από μία ώρα. Είχε φτάσει η ώρα να βγουν έξω και να στεγνώσουν.

Με επιδερμίδα αρκετά λευκή- καμία σχέση με την μαυριδερή και τριχωτή φυλή μας- έχουν σίγουρα ανάγκη από κάποια κρέμα προστασίας.

Τις κρέμες και τα αντιηλιακά, ως γνωστόν, οι άντρες τα αποφεύγουν. Φροντίζουν για αυτό οι γυναίκες.

Αν είναι φιλότιμες, θα βάλουν στους άντρες τους.

Οι Ρουμάνες είναι. Αναλαμβάνουν πρώτες αυτές το χαμαλίκι.

Η μία μάλιστα αλείφει την κοιλιά του ενός και η άλλη την πλάτη του άλλου. Τους είδατε στην εισαγωγή, μη τους ξαναδείχνουμε πάλι και γεμίζουμε σελίδες χωρίς λόγο.

Το πασάλειμμα τελειώνει. Οι άντρες είναι άτριχοι. Στον ήλιο, γυαλίζουν σαν καθρέφτες αντανάκλασης.

Οι κρέμες αλλάζουν χέρια. Τις παραδίδουν οι γυναίκες στα χέρια των αντρών και προφανώς τους ζητούν να κάνουν και αυτοί το ίδιο. Να τις αλείψουν τις πλάτες.

Μόνο που ό ένας, δεν φτάνει που δεν άλειφε την γυναίκα του, της τα έχωνε κιόλας και από πάνω.

«Πάρε από εδώ αυτή την αηδία. Να βάλεις μόνη σου» μετάφρασε ο κουμπάρος.

Για να είμαι ακριβής, τα διαδραματιζόμενα στην πλευρά των Ρουμάνων, εγώ δεν τα έβλεπα. Το θέαμα μου ήταν αδιάφορο.

Ο «Άνθρωπος αντίγραφο» που διάβαζα είχε φτάσει σε μια κρίσιμη υπαρξιακή ανάλυση της ιστορίας.

Γιατί η ιστορία, προβληματιζόταν ο συγγραφέας, να διδάσκεται από πίσω προς τα μπρος και όχι από μπρος στα πίσω;

Για να το κάνουμε λιανά, στους χαβαλέδες αναγνώστες που νομίζουν ότι το κείμενο είναι ελαφρύ και όχι πολιτικό δοκίμιο, γιατί, παραδείγματος χάρη, η νεοελληνική ιστορία να αρχίζει από τον τουρκικό ζυγό και να μην ξεκινάει από το σύγχρονο οικονομικό;

Γιατί να αναλύουμε την δράση των εθνικοφρόνων που προκάλεσαν την μεγάλη ήττα στον ελληνοτουρκικό του 1897 και να μην ξεκινάμε από τους Μακεδονομάχους του 2018;

Γιατί η σύγχρονη οικονομική ιστορία της πατρίδας μας να περνάει πρώτα από τους κοτζαμπάσηδες, τους τσιφλικάδες και τους δωσίλογους της Κατοχής, για να φτάσει στους πατριώτες που έβγαζαν, λίγο πριν από τις εκλογές του 2015, τα χρήματα τους έξω, με την προτροπή του κεντρικού τραπεζίτη, του εκσυγχρονιστή Στουρνάρα, και να μην ξεκινάει από τους τζογαδόρους της τελευταίας ελληνικής χρεωκοπίας για να καταλήγει στους πατριώτες που έφαγαν τα χρήματα από το πρώτο δάνειο του νεοσύστατου ελληνικού κράτους το 1826;

Είτε από μπρος, είτε από πίσω πιάσεις την Ελληνική Ιστορία, στα ίδια σκατά μέσα θα πέσεις.

Καλύτερα, λοιπόν, να ρίξεις μια βουτιά στα καθαρά νερά για να ξεβρομίσεις από άσκοπους προβληματισμούς.

Η βουτιά στα κρύα νερά μιας καθαρής θάλασσας κάνει επιτακτικό το στέγνωμα στον ήλιο.

Μου αρέσει ο ήλιος να αφήνει πάνω στο σώμα μου το αλάτι της θάλασσας. Κάτι ξέρουν οι νησιώτες και βουτάνε τα φρεσκοσφαγμένα κατσίκια στο θαλασσινό νερό.

Ξαπλωμένος μπρούμυτα, στην πετσέτα πάνω στην άμμο, δεν πήρα χαμπάρι την γυναίκα μου που είχε έρθει από πάνω μου.

Το κατάλαβα, όταν προσγειώθηκε δίπλα μου ένα αντιηλιακό.

-Βάλε στο πρόσωπο και στους ώμους σου λίγο. Θα καείς, αν κάτσεις κι άλλο.

Την πλάτη μου χτυπούσε ο ήλιος, όχι το πρόσωπο μου. 
«Ρε γυναίκα, δεν μου βάζεις εσύ λίγο στην πλάτη, σε παρακαλώ» της είπα. «Εκεί νοιώθω ένα μικρό κάψιμο».

“Να βάλεις μόνος σου” μου απάντησε, “χέρια έχεις”.

“Χέρια έχω. Γυναίκα δεν έχω. Σαν αυτές που έχουν οι Ρουμάνοι.”

Φάνηκε να μη θέλει να δώσει συνέχεια στο θέμα η σύζυγος μου, γιατί με κοίταξε λίγο απαξιωτικά.

Την συνέχεια, όμως, έδωσαν οι κουμπάροι που παρακολουθούσαν την σκηνή. Ήρθαν όλοι από πάνω μου, λες και ήμουνα κανένα αξιοθέατο.

“Έλα ρε, βάλε του ανθρώπου” είπε η κουμπάρα, “πώς να βάλει μονός του στην πλάτη του; Δεν τον βλέπεις; Έχει κοκκινίσει.”.

«Αποκλείεται» απάντησε η σύζυγος μου. «Έχει πολλές τρίχες και σιχαίνομαι».

Είναι αλήθεια, έχω λίγες τρίχες, αλλά δεν είμαι και ουρακοτάγκος.

«Μωρέ, θα του έβαζα εγώ» είπε η κουμπάρα μου, «αλλά θα με παρεξηγήσουν».

Θα προτιμούσα να μην υπήρχαν αυτές οι επαρχιώτικες αναστολές και να ένοιωθα στο σώμα μου πάνω τα απαλά χέρια της Τόνιας.

Η Τόνια είναι ο τύπος της πολλά υποσχόμενης μιλφομπεμπέκας, πάνω στην οποία ο χρόνος δεν έχει προλάβει να αφήσει τέτοια σημάδια, ώστε να χρειάζεται να ξεκινήσει botox και πλαστικές που κάνουν τις γυναίκες αγνώριστες.

Η άρνηση, λοιπόν, της συζύγου μου να μου βάλει κρέμα στην πλάτη, σε αντίθεση με τις Ρουμάνες που άλειψαν τους άντρες τους, εκτός του ότι με έκανε να αναζητήσω τη σκιά από το πιασμένο αρμυρίκι, με ανάγκασε -τρόπος του λέγειν- να ζητήσω από την ξαδέλφη μου την Ράνια μια εξήγηση της συμπεριφορικής διαφοράς μεταξύ των εγχώριων και αλλοδαπών ζευγαριών.

«Να μην της γράψεις μόνο για μένα που δεν σου βάζω κρέμα» μου είπε η γυναίκα μου, όταν με είδε να γράφω στην ξαδέλφη μήνυμα. «Να της στείλεις και την photo με τους Ρουμάνους. Να δούμε και για αυτούς τι θα μας πει»

Δεν είχε περάσει ούτε λεπτό από την ώρα που έφυγε το μήνυμα και η απάντηση είχε ήδη φτάσει.

«Παιδιά, η Ράνια έστειλε μήνυμα» τους είπα.

«Για να απαντήσει αμέσως, καμιά βλακεία θα έχει γράψει» σχολίασε αμέσως η γυναίκα μου, που δεν την συμπαθεί ιδιαίτερα.

Δεν έδωσα σημασία, για να μην αλλάξουμε θέμα στη συζήτησή μας. Το μόνο που έκανα, ήταν να τους διαβάσω το μήνυμα.

«Ξάδελφε, ούτε εγώ βάζω κρέμες σε τριχωτά σώματα. Δεν σημαίνει ότι η γυναίκα σου αδιαφορεί. Πιθανόν σιχαίνεται. Τώρα για τους Ρουμάνους. Εκείνο που έχω να σου πω είναι, ότι άντρας με τα χέρια στην μέση και να ρίχνει λοξή ματιά στην γυναίκα του, έχει ζοχαδιαστεί με κάτι».

Αυτό έγραφε η πρώτη σειρά του μηνύματος, την στίξη και την ορθογραφία του οποίου διόρθωσα ο ίδιος προσωπικά, για να μην νομίσει ο Πιτσιρίκος ότι η ξαδέλφη μου έχει τα ίδια γλωσσολογικά με εμένα γονίδια.

«Για τον άλλον» έγραφε στην δεύτερη σειρά του μηνύματος αξιολόγησης, «δεν το συζητώ. Αυτός και πάνες στα μωρά αλλάζει, και κρεβάτια στο σπίτι στρώνει, και στο super market πάει και ψωνίζει».

Σε όλα μέσα έπεσε η ξαδέλφη μου. Δεν είναι τυχαίο ότι είναι η αγαπημένη ψυχολόγος της συμπρωτεύουσας.

Γιατί για τον Ρουμάνο, αυτόν που έβαζε κρέμα στη δικιά του, σε όλη την διάρκεια της μυστικής παρακολούθησης των ζευγαριών, τον είδαμε και βρακάκι να βάζει στο μωρό του, και να φεύγει κάποια στιγμή από την παραλία για να επιστρέψει με μια τσάντα από το τοπικό super market.

Όσο για τον πρώτο, αυτόν που δεν έκανε τίποτα και είχε τα χέρια στη μέση κάνοντας συνεχώς παρατηρήσεις, πάλι έξω δεν έπεσε, όπως θα δούμε στη συνέχεια της ιστορίας.

Θεατές των δυο αλλοδαπών ζευγαριών μπορούσαμε να απολαύσουμε την κάθε στιγμή τους.

«Κοίτα ρε τον μ@λάκα» σχολίασε ξαφνικά ο κουμπάρος, «μέχρι και στον αστράγαλο της βάζει κρέμα. Είμαι περίεργος να δω, εάν θα της βάλει και από μπροστά».

Η περιέργεια σκοτώνει τη γάτα, αλλά δεν σκοτώνει την λογοδιάρροια της φυλής μας.

«Εγώ πάω τον άλλο, με την κοιλιά και τα χέρια στη μέση» σχολίασα. «Έτοιμος να τσαμπουκαλευτεί είναι. Δεν κάνει τίποτα ο πoύστης. Α, ρε ξαδέλφη, είσαι αχτύπητη στη ψυχολογία»

“Στη μ@λακία και την αμπελοφιλοσοφία είναι αχτύπητη” έδωσε αμέσως την απάντηση η γυναίκα μου.

Και χωρίς κανένας κόκορας να προλάβει να λαλήσει, ακούσαμε τον Ρουμάνο να λέει κάτι ακαταλαβίστικα, για εμάς τους υπόλοιπους, στη σύζυγο του.

“Σίγουρα την γαμωσταυρίζει” είπε η γυναίκα μου, “τι άξεστοι που είναι ορισμένοι άντρες. Τς, τς…”

Τα λόγια του Ρουμάνου πρόδιδαν την αναστάτωση που του είχε προξενήσει μια φαινομενικά ήρεμη ερώτηση της συζύγου του. Μιλούσε σαν πολυβόλο. Τα χέρια του κουνιόντουσαν πέρα δώθε. Από το στόμα έφευγαν βαλκανικές λέξεις βαριές και δυσκολοπρόφερτες. Το μόνο που κατάφερα να συγκρατήσω, είναι αυτό το «Α! Τσαουσέσκου σα νεβόι».

«Τι λέει, ρε κουμπάρε, εσύ που είσαι σπουδαγμένος στη Ρουμανία;» ρώτησα τον κουμπάρο.

-Να μεταφράσω λέξη προς λέξη;

-Εμ, τι; Περίληψη;

-Να, της είπε αν θα σταματήσει να του σπάει τα αρxίδια με ένα πρόγραμμα, που θέλει να της πουλήσει ο μ@λάκας της ασφαλιστικής τους. Ενδιάμεσα έπιασα κανά δυο φορές την λέξη «μωρή» και ότι θα γ@μήσει το αρxίδι, προφανώς της ασφαλιστικής εννοεί, έτσι και την ενοχλήσει ξανά.

-Και αυτό το «Τσαουσέσκου σα νεβόι», τι πάει να πει;

– Ένας Τσαουσέσκου σας χρειάζεται.

“Ναι, αυτός τους έλειπε” πρόσθεσε η γυναίκα μου, μετά την ολοκλήρωση της μετάφρασης.

Είναι κοινωνιολόγου δουλειά να αναλύσει την ευκολία της διαδοχής των θεμάτων που συζητιούνται στην παραλία.

Αρκούσε η παρατήρηση της ξαδέλφης μου, ότι ο δεύτερος Ρουμάνος μπορεί να πλένει πιάτα στο σπίτι, για να θυμηθεί η κουμπάρα μου, προχτές που είχαμε μαζευτεί αντροπαρέα για σουβλάκια και μπύρες, την κουζίνα που της είχαμε αφήσει φεύγοντας από το διαμέρισμα της.

Βρήκε ευκαιρία να τα χώσει στον άντρα της.

“-Δεν μου λες, εσύ” είπε απευθυνόμενη στον άντρα της, “τι κουζίνα ήταν αυτή που μου αφήσατε προχτές με το ποδόσφαιρο σας; Δεν λέω να μου την αφήσετε όπως τη βρήκατε. Να βάζατε τα πιάτα στο πλυντήριο και να πετάγατε τα σκουπίδια, δεν μπορούσατε;”.

“Ωχ, ρε γυναίκα. Οι μικροαστοί μαζεύουν τα πιάτα, τα βάζουν στο πλυντήριο και αδειάζουν τα σκουπίδια. Εμείς δεν είμαστε τέτοιοι.”

«Μπα, δεν ξέραμε ότι είχαμε παντρευτεί λόρδους» του απάντησε κουνώντας το κεφάλι της και αναζητώντας την συμπαράσταση της συζύγου μου.

«Δηλαδή, θα παθαίνετε τίποτα» συνέχισε, «αν την ώρα που συζητούσατε, βάζατε όλοι μαζί ένα χεράκι να μαζέψετε τα πιάτα και να σκουπίσετε την κουζίνα. Θα καθυστερούσε η επανάσταση;»

Η δική μου άποψη είναι σύμφωνη με του κουμπάρου. Δεν μου αρέσει να σε καλούν σε σπίτι για φαγητό και η νοικοκυρά να πηγαινοέρχεται στην κουζίνα, να μαζεύει τα πιάτα η να σκουπίζει το τραπέζι. Είναι σαν να σου λέει σήκω να φύγεις η έλα να βάλεις ένα χεράκι.

Η παραλία σηκώνει ελαφριές κουβέντες. Το ένα θέμα φέρνει το άλλο.

Οι γυναίκες, μη νομίζετε ότι δεν γούσταραν τον φιλότιμο Ρουμάνο, που έκανε όλες τις δουλειές. Λέγανε τα δικά τους. Όσο ψιθυριστά και να μιλούσαμε, μπορούσαμε να καταλάβουμε τι λέγανε.

«Μεταξύ μας, κουμπάρα» άκουσα τη γυναίκα μου να λέει, «αυτοί οι άντρες, να ξέρεις, είναι μηχανές σκέτες στο σ-ε-ξ. Δεν τελειώνουν, αν δεν τελειώσεις».

Ο oργασμός είναι ένα θέμα, που καμία γυναίκα δεν αφήνει αδιάφορη. Το συζητούν μέχρι να καταλήξουν εκεί που θέλουν.

“Αχ” αναστέναξε η κουμπάρα μου, “πού είναι ρε οι άντρες; Τους ωραίους και τους πετυχημένους τους βουτήξανε οι καπάτσες. Σε μας αφήσανε τα σαπάκια.”.

“Δεν αφήσανε τα σαπάκια, τους ιεραπόστολους αφήσαν” είπε ο κουμπάρος “ποιος άλλος, ρε, θα ανεχότανε τις παραξενιές σας; Ε, Αλέξη, εσύ τι λες;”.

Στις μικροαστικές αυτές κρυάδες δεν απαντώ συνήθως.

Και να ήθελα, πάντως, να πω κάτι, δεν θα προλάβαινα να το πω. Απάντησε η κουμπάρα μου. Αυτή απαντά ακόμη κι αν δεν την ρωτήσουν. Φυσικά, πριν ο συνομιλητής της ολοκληρώσει την ερώτηση.

-Ναι, μωρέ, ιεραπόστολοι. Να πούμε σε αυτήν την ξινίλα της Παιδείας, την πώς την λένε, να σας στείλει σε Θηλέων να λέτε τα Θρησκευτικά. Χα, χα…

«Κεραμέως, την λένε, και μη το γελάς καθόλου» απάντησα. «Γιατί όχι μόνο ιεραπόστολους θα στείλουνε σε σχολεία, αλλά σε λίγο θα αρχίσουν ξανά πρωινή προσευχή, εξομολόγηση και εκκλησία μια φορά τη βδομάδα. Δεν αποκλείεται ακόμα να ξεθάψουν την Αγωγή του Πολίτου που είχε λανσάρει η χούντα, και να υποχρεώσουν τις μαθήτριες να φορέσουνε ποδιές. Σου αρέσει εσένα αυτό;”.

Σοβάρεψε η κουμπάρα μου. Η κουμπάρα, που τότε κάπνιζε- τώρα είναι health freak και μας κάνει συνεχώς παρατηρήσεις να το κόψουμε- ανέβαινε στα έδρανα του Αμφιθεάτρου, έβγαζε τις γόβες της και ανέμιζε το μπλε φουλάρι της, όταν μιλούσε στη σχολή ο Μεϊμαράκης.

Τσίριζε, χωρίς να προσέχει τι λέει ο Βαγγέλης, όπως τσιρίζαν και όλοι οι υπόλοιποι της παράταξής τους. Κανείς δεν είχε καταλάβει για ποιο θέμα τον είχανε καλέσει να μιλήσει. Ήξεραν όλοι οι Δαπίτες της σχολής ότι, μετά τον βαρυσήμαντο λόγο του, θα έμπαιναν σε πούλμαν και θα πήγαιναν στο Romeo. Να ακούσουν Τσαλίκη και Κοκκίνου.

«Το κακό με την Κεραμέως, ρε γαμώτο» είπε η κουμπάρα μου, «είναι που πάει να σπάσει τον τσαμπουκά στους αριστερούς και θα καταφέρει να ξενερώσει τους δεξιούς».

Στις σαραντάρες plus, τις γυναίκες της κρίσιμης αυτής ηλικίας, που η νεότητα δείχνει σταδιακά να τις εγκαταλείπει και να εμφανίζονται τα πρώτα σημάδια της επικείμενης εμμηνόπαυσης, είναι να μη θυμίσεις τα χρόνια που πέρασαν.

Όλες κάτι έχουν να θυμηθούν. Άλλες ένα one night stand μέσα σε αυτοκίνητο στα βραχάκια της Βουλιαγμένης, άλλες τα χαμένα χρόνια ενός παράνομου δεσμού με κάποιο παντρεμένο, και άλλες το καλό εκείνο παιδί από τα βόρεια προάστια, που τον άρπαξε μέσα από τα χέρια της μια κολλητή και έκανε την τύχη της.

Είκοσι χρόνια, από τότε που μια σημερινή σύζυγος και μαμά άφησε τα φοιτητικά έδρανα, δεν είναι πολλά για να ξεχαστούν όσα έζησε στην εποχή της. Θυμάται ακόμη λεπτομέρειες.

“Αχ τα παιδιά της ΔΑΠ, τι ξηγημένα που ήτανε” είπε η γυναίκα μου.

“Αν εξαιρέσεις τους φλώρους και τους τραμπούκους, δεν ήταν κακά παιδιά” την διέκοψε ο κουμπάρος μου, γελώντας.

-Βρε, τα δικά μας χρόνια ήτανε ωραία. Έμπαινε ο Βουλγαράκης και ακομπάνιαρε με το ταμπούρλο το σύνθημα “Και α και ου και δαπ- νου-δυο-φου-κου», και στο κρεσέντο του πάνω, φωνάζαμε όλοι από κάτω: «Γ@μησε τον πoύστη τον Γιωργάκη, Βουλγαράκη, Βουλγαράκη»

-Ναι, είπα εγώ, ωραία χρόνια, ευγενικά. Και ακόμη πιο ωραία, τα παλιότερα χρόνια που οι Κένταυροι του Σαμαρά σήκωναν τις κάλπες από τις φοιτητικές η έμπαινε ο Μάκης με εκείνους τους μαχαιροβγάλτες της ΕΠΕΝ και διαλύανε τις συνελεύσεις.

Θίχτηκε η γυναίκα μου που της είπα για τον Μάκη. Τον Μάκη που κράδαινε το τσεκούρι και έπαιρνε ο Χάρος όποιον έβρισκε στο δρόμο του.

-Α, σε παρακαλώ. Με αυτούς εμείς δεν είχαμε καμία σχέση τότε.

-Έχετε όμως τώρα. Όλα αυτά τα φασιστόμουτρα στο κόμμα σας μέσα είναι.

Κουβέντα στην κουβέντα για τα χρόνια που πέρασαν, οι γυναίκες πεταγόντουσαν από το ένα θέμα στο άλλο.

“Φαντάζεσαι” είπε η κουμπάρα μου, “να έχεις όμορφο άντρα και να του την πέφτουνε όλες”.

“Όχι, δεν το φαντάζομαι” απάντησε η γυναίκα μου.

-Τυχερή είσαι.

– Ναι, πολύ τυχερή. Εμένα να πω την αλήθεια μου, δεν μου αρέσουνε οι γκόμενοι. Προτιμώ τον σοφιστικέ executive με το Κολεγιακό class. Να, ρε παιδί μου, να μοιάζει κάπως σαν αυτόν του ΣΕΒ. Τον πώς τον λένε, Σκέρτσο νομίζω, ή κάπως έτσι. Με το ατσαλάκωτο κουστουμάκι του, τα χρυσά γυαλάκια και τα γένια της μιας βδομάδας. Ένας άντρας, δεν ξέρω βέβαια τι κάνει ο συγκεκριμένος στην προσωπική του ζωή και δεν μας αφορά, αλλά εν πάση περιπτώσει που να μην καπνίζει, να μην πίνει, να μη βγαίνει έξω με αντροπαρέες, και να μη ξενοκοιτάζει. Και πάνω απ’ όλα να μιλάει με τη γλώσσα της απλοϊκής ανωτερότητας. Με παραδείγματα που να μπορεί να τα καταλάβουν και οι άνθρωποι που δεν έχουν κάνει μεταπτυχιακό σε Business Administration. Σαν να απευθύνεται σε βλάκες.

Ακούγοντας την σύζυγο μου, γελούσα από μέσα μου. Γιατί γελούσα;

Γιατί την βρίσκω με τις αναφορές των executives για πίτες. Στην ξύλινη εταιρική γλώσσα τα λένε pie charts.

Πρακτικά, τις πίτες ζυμώνει η πλέμπα με δικό της αγορασμένο αλεύρι, και μετά την τρώνε όλοι μαζί. Ο καθένας, βέβαια, τρώει το ανάλογο με την κοινωνική του τάξη κομμάτι.

Η σοφία που είχε εκστομίσει ο άντρας, «Αν δεν μεγαλώσει η πίτα, θα πεινάσουμε όλοι», είναι η ανάποδη όψη του «όλοι μαζί τα φάγαμε».

Το ότι ο εν τω θέματι των γυναικών της παραλίας τεχνοκράτης είναι ένας όμορφος και φυσικά επιτυχημένος υπάλληλος- αν κρίνω ότι ο ΣΕΒ τον είχε διαλέξει για διευθυντή του και τον έκανε υπουργό- φαντάζομαι δεν χωρά καμία αμφιβολία.

Είναι το πρότυπο συζύγου για γυναίκα απόφοιτο του Deree College, που ονειρεύεται να παντρευτεί στέλεχο τραπέζης, και με το ετήσιο bonus του, να μπορεί να αποπληρώνει το στεγαστικό τριώροφης μεζονέτας, να καλύπτει δίδακτρα Κολεγίου για δύο παιδιά και συνταξιοδοτικό πρόγραμμα ιδιωτικής ασφαλιστικής.

Μιας ασφαλιστικής σαν την ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ του Ψωμιάδη -για να μη μπερδευτείτε, όχι του μακαρίτη του Μάκη με τα νυχτερινά κέντρα- που έφτιαχνε και πουλούσε ομόλογα με αποδόσεις αλβανικής πυραμίδας.

Για το εάν οι αποταμιευτές της εποχής του 2000 πήρανε σύνταξη, μη ρωτάτε εμένα. Ρωτήστε αυτούς που κλαίνε τα λεφτά τους.

“Αχ, μου αρέσει ο άντρας” πήρε σειρά η κουμπάρα, “εκτός από όλα αυτά να είναι ευγενικός, κρατώντας βέβαια τις σχετικές αποστάσεις από τους λαϊκούς ανθρώπους, να είναι καθαρός, τακτικός στα πράγματα του γραφείου του και με πρόγραμμα στην επαγγελματική ζωή του. Να είναι αποφασιστικός, όταν χρειαστεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των ανωτέρων του, και ευέλικτος, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με παραλογισμούς η διεκδικήσεις υφισταμένων του.”.

«Δηλαδή δουλοπρεπής» σχολίασε ο κουμπάρος μου.

“Δεν απαντώ σε μίζερους και μισαλλόδοξους αριστερούς” συνέχισε η σύζυγος του, “συνεχίζω για την κουμπάρα μόνο. Αυτή με καταλαβαίνει. Στον ελεύθερο χρόνο του, κουμπάρα, θέλω ό άντρας να αθλείται για να διατηρεί το σώμα του άψογο. Να συμμετέχει ενεργά σε δράσεις για το περιβάλλον, να τρέχει σε μαραθώνιους αλληλεγγύης και να με συνοδεύει σε φιλανθρωπικά γκαλά. Στην εταιρεία που θα διευθύνει, θέλω να έχει budget για χορηγίες κοινωνικών σκοπών. Να μην είναι μόνο ένας επιτυχημένος executive . Θέλω άνθρωπο με ευαισθησίες.”.

Η σύζυγος μου μπορεί να είναι δεξιά η να γουστάρει κουστουμαρισμένους άντρες. Με τους χορηγούς, όμως, και τους επαγγελματίες της αλληλεγγύης, την πιάνει μια αλλεργία. Τα καθίκια και τους απατεώνες, τους έχει εταιρικούς πελάτες στον ξένο ελεγκτικό οίκο που εργάζεται. Τους ξέρει έναν προς έναν.

Μπορεί οι περισσότεροι από αυτούς να είναι αδίστακτοι στις συναλλαγές τους και σκληροί απέναντι στο προσωπικό που απασχολούν, αλλά στους φτωχούς πάντα κάτι δίνουν. Μέχρι και σοκοφρέτες μοίρασε, πριν από κάποια χρόνια, φιλάνθρωπος εφοπλιστής σε άστεγους των Αθηνών.

Τηρώντας το επαγγελματικό της απόρρητο, η σύζυγος μου δεν έκανε καμία αναφορά σε ονόματα εταιρικών πελατών της που επιδίδονται σε ελεημοσύνες.

Γνωρίζει από πρώτο χέρι ότι το διαφημιστικό τους budget περιλαμβάνει κονδύλια, για αναδασώσεις με γλαστράκια των δύο ευρώ τα οποία κοστολογούνται σαν δέντρα, για γεύματα αστέγων από τα περισσεύματα εταιρειών Catering -με τη μερίδα να χρεώνεται σαν φιλέτο- και για αποστολές φαρμακευτικών υλικών σε εμπόλεμες ζώνες από ΜΚΟ που διευθύνονται από υπαλλήλους τους.

Στην κουμπάρα λέξη δεν είπε για τις λογιστικές αλχημείες των επαγγελματιών της φιλανθρωπίας.

-Έλα φτάνει, της απάντησε μόνο. Θα με ξενερώσεις με τόση κορεκτίλα.

-Γιατί, ρε κουμπάρα; Δεν σου αρέσει ο άντρας να παίρνει μέρος με σένα και τα παιδιά σε ποδηλατοδρομίες για την ενίσχυση των φτωχών; Τον φαντάζεσαι, με τα αθλητικά του Adidas, την λευκή φανέλα με το σλόγκαν του event στην πλάτη και φυσικά το κράνος για να τους δίνει το παράδειγμα της τήρησης των κανόνων ασφαλείας; Τα παιδιά από μικρά πρέπει να μαθαίνουν στην τάξη και την ασφάλεια. Αν μεγαλώσουν θα είναι αργά. Θα μάθουν στην παραβατικότητα, και μετά άντε μάζεψέ τα.

Είναι γεγονός ότι η τάξη και η ασφάλεια εμπεδώνεται στο πρώτο της ιδεολογικό στάδιο, με την λήψη των πιο λογικοφανών μέτρων για την προστασία της ανθρώπινης ζωής.

Μέτρα για τα οποία, όταν τα πήρανε, κανείς δεν είχε αντίρρηση.

Για την ασφάλεια των οδηγών επιβλήθηκε η ζώνη ασφαλείας, το κράνος και περιορίστηκε το όριο της ταχύτητας. Στις μέρες μας όλα τα επαγγελματικά αυτοκίνητα των εταιρειών είναι εξοπλισμένα με GPS που καταγράφουν ακόμη και πότε σταμάτησε ο οδηγός να κατουρήσει.

Για την προστασία της υγείας απαγορεύτηκε το κάπνισμα στην αρχή στους κλειστούς χώρους. Σήμερα απαγορεύεται ακόμη και στα πάρκα.

Για την ασφάλεια των πτήσεων πριν από τρείς δεκαετίες τοποθετήθηκαν scanner εισόδου στα αεροδρόμια. Τώρα πια, σου κάνουν κολονοσκόπηση, για να μπεις μέσα σε αεροπλάνο.

Όταν συνηθίσεις σε αυτά, αρχίζεις να βρίσκεις λογικό να υπάρχουν παντού κάμερες και να καταγράφονται οι τηλεφωνικές κλήσεις.

Από τράπεζες που σου τηλεφωνούν για να σου ζητήσουν πίσω το δάνειο μέχρι πιτσαρίες για delivery παραγγελία.

Αν αποδέχεσαι την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής, γιατί να μην αποδεχθείς και την ασφάλεια των συναλλαγών;

Είναι λάθος να πιστεύετε ότι η αλυσίδα με τις πίτσες λάστιχο αξιολογεί τον τρόπο συμπεριφοράς των υπαλλήλων της, μετράει τον χρόνο ανά παραγγελία, ή τσεκάρει αν ο υπάλληλος, σας πρότεινε να φορτώσετε την pizza και με πρόσθετη σαβούρα -όπως τον έχουν εκπαιδεύσει να σας ρωτάει- για να ανέβει το ποσόν που θα πληρώσετε.

Για να σας φέρει την σωστή pizza, με το pepperoni που παραγγείλατε, το κάνει.

Η αποδοχή της ασφάλειας των συναλλαγών και της καταγραφής όλων των εμπορικών πράξεων έχει ανοίξει την όρεξη στην καταστολή της μικροπαραβατικότητας.

Στη Κίνα, μπορεί να αδειάζουν ανεξέλεγκτα container με χημικά απόβλητα μέσα σε ποτάμια, αλλά στους πεζούς να φτύσουν κάτω στο δρόμο δεν επιτρέπεται. Καταγράφονται από κάμερες και τους αφαιρούνται κοινωνικοί πόντοι για κάθε παράβαση. Το σκορ της κοινωνικής συμπεριφοράς τους επηρεάζει την πιστοληπτική τους δυνατότητα.

Αποτέλεσμα όλων των μέτρων προστασίας, είναι να μη μπορείς να κάνεις τίποτα και να κινδυνεύεις από ασφυξία.

Πεθαίνεις από πνευματική ασφυξία. Το μυαλό νεκρώνεται. Ο στόχος, όπως έγραφε η Κατερίνα Γώγου.

Σιωπηρός ακροατής των γυναικείων προτιμήσεων περί ανδρών, αδυνατούσα να φανταστώ τον Τζάκ Κέρουακ να γράφει χωρίς να καπνίζει ή να διασχίζει στο «On the road» ολόκληρη την Αμερική φορώντας ζώνη ασφαλείας,

Το πιο πιθανόν, αν δεν είχε τινάξει τα μυαλά του από τη βαρεμάρα, είναι ότι θα έγραφε εξυπνάδες σαν τον Χωμενίδη για καμία αμερικάνικη Athens Voice ή το ανάλογο Liberal της εποχής.

Μια ματιά στους σημερινούς γεροχαρλεάδες, αυτούς που κάποτε διέσχιζαν την Νεβάδα χωρίς να φοράνε κράνος και έκαναν τα motel μπουρδέλο, φτάνει και παραφτάνει. Σου προκαλεί θλίψη να τους βλέπεις ντυμένους σαν μασκαράδες να βγάζουν δυο φορές τον χρόνο τις μηχανές τους για παρέλαση. Με τη συνοδεία περιπολικών φυσικά.

Δικές μου σκέψεις ήταν οι παραπάνω, όχι της κουμπάρας, που λατρεύει τη νεοφιλελεύθερη ορθότητα.

«Να εξηγεί στα παιδιά με παραδείγματα ζωής», συνέχισε αναφερόμενη στη ράτσα του άντρα που θα ήθελε για σύζυγο, και άσχετα αν ή ίδια παντρεύτηκε έναν ασουλούπωτο χημικό απόφοιτο ρουμανικού Πολυτεχνείου, «ότι πρέπει να συνεισφέρουν ακόμη και σε αυτούς που δεν πήραν στη ζωή τους τις σωστές αποφάσεις και έμειναν φτωχοί. Να μωρέ, αυτά που λέει και η Λυμπεράκη, ότι οι φτωχοί δεν εκμεταλλεύτηκαν ευκαιρίες. Να τους προειδοποιεί ακόμη, να μην διανοηθούν να μπουν σε Μετρό χωρίς να κόψουν εισιτήριο ή να ξεχάσουν φεύγοντας από κανένα Leroy Merlin, να πληρώσουν τους φορτιστές που πήραν, γιατί κάτι τέτοια κάνουν τα αποβράσματα και καταλήγουν στη ζωή τους άστεγοι, άνεργοι και πιθανόν στη φυλακή».

Δίκιο έχει η κουμπάρα. Είναι πιο πιθανόν να καταλήξει στη φυλακή ένα κοινωνικό κατακάθι, αν τον μαγκώσουν οι κάμερες ασφαλείας να κλέβει δυο φορτιστές από ένα πολυκατάστημα, παρά ο βασικός μέτοχος του πολυκαταστήματος αν με το σκάφος του κομματιάσει δυο ανθρώπους.

Άντρες σαν και αυτούς που θαυμάζουν οι γυναίκες της παρέας μας είναι όνειρο θερινής νυκτός για τα λαϊκά κορίτσια. Τα κορίτσια που δουλεύουν σαν κομμώτριες, εργάτριες, ή πωλήτριες σε Jumbo.

Τα λαϊκά κορίτσια, οι αποκαλούμενες από τις γυναίκες της high society “δευτεράτζες”, είναι κορίτσια που δεν είχαν την τύχη να βρουν έναν executive να τις έχει να κάθονται και να μην δουλεύουν. Να τους παρέχει μια Φιλιππινέζα για να καθαρίζει το σπίτι και να μαγειρεύει. Να πληρώνει καθηγητές η δασκάλους για να διαβάζουν τα παιδιά, τα απογεύματα που επιστρέφουν από τα ιδιωτικά σχολεία.

Μπορεί, άλλωστε, να είναι και κορίτσια που δεν γουστάρουν να είναι trophy wife ενός εργασιακού σπασίκλα ή να παίζουν τον ρόλο της γλάστρας σε εταιρικές εκδηλώσεις.

Κρυόκωλους ανεβάζουν τους executives, ξενέρωτους τους κατεβάζουν στην δική τους διάλεκτο.

Κατά βάθος, τους λυπούνται. Τους βλέπουν να ξερογλείφονται, όταν αυτά, τα λαϊκά κορίτσια, φοράνε τα κολλητά φορεματάκια τους με τα στενά κοντά μπλουζάκια και την μέση έξω να αερίζεται.

Γνωρίζουν πολύ καλά ότι οι executives πολύ θα ήθελαν να περάσουν μια βραδιά μαζί τους, χωρίς να τους σπάνε τα αρxίδια, όπως τους τα σπάνε οι «Κυρίες» που παντρεύτηκαν.

Φορές-φορές, πάνε μαζί τους για μια ξεπέτα. Αν είναι τυχερές και πέσουν σε μ@λάκα, μπορεί να σπιτωθούν και να βγάζουν τα εξοδάκια τους.

Στο μουvί τους, κι αν οι γυναίκες των executives τις λένε “ξέκωλα”. Αυτές, με τη σειρά τους, τις γυναίκες των executives τις λένε “πουτάvες πολυτελείας”.

Δεν βρίσκει άκρη κανείς στην κοινωνική πάλη που εκτυλίσσεται στο πεδίο του ταξικού ερωτισμού.

Οι κωλοφυλλάδες και τα ανάλογα sites βρίθουν ιστοριών με executives που διατηρούν ανάρμοστη σχέση με γραμματείς ή συζύγους executives που ερωτεύονται προσωπικούς γυμναστές.

Οι ετεροβαρείς αυτές μορφές σύναψης ερωτικών σχέσεων, πέρα από τα συνήθη μαλλιοτραβήγματα ή ακόμη πλακώματα σε ξύλο από μπράβους των οικονομικά ισχυρότερων φύλων, καταλήγουν πάντα σε βάρος των παικτών της κατώτερης κοινωνικής τάξης.

Στο φινάλε μιας κάθε τέτοιας ιστορίας, τα κορίτσια της χαμηλότερης τάξης είναι πουταvάκια και τα αγόρια ζιγκολό.

Όλα αυτά, που διαμείβονταν με αφορμή την υπουργοποίηση ενός ανώτερου υπαλλήλου του ΣΕΒ και αποτελούσαν παράπλευρο αντικείμενο συζήτησης μεταξύ γυναικών και κουμπάρου, εμένα καθόλου δεν με αφορούσαν.

Το πόσο ιδανικός είναι για σύζυγος ένα copy paste κυβερνητικού τεχνοκράτη δεν αποτελεί εδάφιο για αντίλογο αριστερής διαλεκτικής.

Εγώ, πάντα, πολιτικές απόψεις αναλύω. Είτε αφορούν την κοινωνία είτε την οικονομία.

«Δηλαδή, ρε γυναίκα» την ρώτησα, «πέρα από το ότι πέρασε την γραμμή του ΣΕΒ για ελεύθερες απολύσεις, ο τεχνοκράτης αυτός έχει πει κάτι άλλο;».

-Φυσικά! Ο άνθρωπος είπε, ότι εάν δεν μεγαλώσει η πίτα, θα πεινάσουμε όλοι.

“Πολύ έξυπνο” απάντησε ο κουμπάρος, “πάλι καλά που δεν είπε ότι, εάν δεν μεγαλώσει η πίτα του ΣΕΒ, θα βγάλουνε δίσκο στο Καλλιμάρμαρο οι ‘Όλοι μαζί μπορούμε’».

«Από εξυπνάδες, εσείς οι αριστεροί, σκίζετε» είπε η κουμπάρα ειρωνικά, εμφανώς πειραγμένη που ο σύζυγός της συνέδεσε τον Υπουργό, πρώην υπάλληλο του ΣΕΒ, με τον ΣΕΒ.

-Είναι δυνατόν να κάνει κανείς ποτέ μαζί σας σοβαρή συζήτηση;

Κοντέψανε να αρπαχτούνε οι κουμπάροι μεταξύ τους. Μαλώνανε σε ξένο αχυρώνα. Τον αχυρώνα του ΣΕΒ. Προσπάθησε η σύζυγος μου να τους χωρίσει τα άχυρα.

Η σύζυγος μου, οικονομολόγος στο επάγγελμα, υποστήριζε ότι, εάν γίνουν επενδύσεις από επιχειρήσεις του ΣΕΒ, θα δημιουργηθούν νέες και καλές δουλειές, αυτά πάνω-κάτω που έλεγε και ο Κυριάκος προεκλογικά, και ο κουμπάρος της απαντούσε ότι στον ΣΕΒ μέσα δεν έχει μείνει ούτε βιομηχανία για να φτιάχνει κατσαβίδια.

Σε αυτό ο κουμπάρος δεν είχε άδικο, γιατί ακόμη και ο σημερινός Πρόεδρος του ΣΕΒ δεν ασχολείται με την βιομηχανία.

Μια εταιρεία υπηρεσιών πληροφορικής διευθύνει ο άνθρωπος, με θυγατρική στον τομέα των ταχυμεταφορών.

“Με απλά λόγια, μανατζάρει ντελιβεράδες αλληλογραφίας” είπε ο κουμπάρος.

“Και όσο για τον προηγούμενο” συνέχισε, “αυτός πούλησε την δική του βιομηχανία γιαουρτιών σε fund και το ΄ριξε στην ιδιωτική συλλογή έργων τέχνης. Μεταξύ άλλων αγόρασε, όπως άκουσα, και ένα ουρητήρα με την υπογραφή ενός καλλιτέχνη. Είναι σοβαρός ο άνθρωπος;”.

Βαθύς γνώστης της ιστορίας των απατεώνων κάθε εποχής, συμπλήρωσα ότι ο καλλιτέχνης παρουσίασε σαν έργο του τον ουρητήρα ενός υδραυλικού, του «R. Mutt».

«Ένας κοινός ουρητήρας εμπορίου είναι» τους είπα, «που τον πήρε ο Marcel Duchamp, τον ανέβασε στο stand μιας έκθεσης, και τον έκανε έργο τέχνης με την υπογραφή του. Στους κριτικούς, που χάβουν οτιδήποτε αμάσητο, παρουσίασε το έργο σαν μορφή αντιτέχνης. Μόνο που η σύλληψη της ιδέας ανήκε σε μια βαρόνη, την ποιήτρια και καλλιτέχνιδα Elsa von Freytag-Loringhoven, η οποία ήταν η πραγματική πρωτοπόρος του ντανταϊσμού. Για να ανέβει μάλιστα η αξία του έργου, υπήρχαν μια εποχή δυο ίδιοι ουρητήρες και σπάσανε τον ένα. Έτσι ώστε σε αυτόν που θα καταλήξει το κομμάτι, εν προκειμένω στον δικό μας, να είναι το μοναδικό της αγοράς».

“Τι μου λες, ρε Αλέξη” είπε ο κουμπάρος, “έδωσε ο δικός μας ένα σκασμό λεφτά για να αγοράσει ένα πνευματικά κλεμμένο έργο;”.

Η σύζυγος μου αδιαφορούσε για το θέμα της πνευματικής ιδιοκτησίας του έργου. Πήρε καθαρά το μέρος του συλλέκτη για την επιχειρηματική του κίνηση να πουλήσει την εταιρεία του, υποστηρίζοντας ότι είναι υγιές να δημιουργείς υπεραξία από μια επιχείρηση που πριν σαράντα χρόνια μοίραζε με τρίκυκλα το γάλα στα σπίτια, και ο κουμπάρος -που σκαμπάζει από οικονομικά, γιατί εργάζεται στην πραγματική οικονομία- της εξηγούσε ότι το προϊόν της υπεραξίας δεν έμεινε στην ντόπια αγορά, αλλά μεγάλο του μέρος κατατέθηκε σε κάποια offshore ξένου συλλέκτη πωλητή, που πιθανόν ξεπλένει χρήμα μέσω έργων τέχνης.

Κουβέντα στην κουβέντα, έτσι γίνεται στις παραλίες εάν είσαι κάτω από σκιά, η συζήτηση πήγε στην περίφημη διάχυση του πλούτου.

Είναι, η διάχυση, το θέσφατο του νεοφιλελευθερισμού.

Λένε οι οικονομολόγοι τους ότι ο αφορολόγητος πλούτος, που κερδίζουν οι ικανοί και οι άριστοι, διανέμεται μέσω της κατανάλωσης, δηλαδή των απολαύσεών τους στις κατώτερες οικονομικά τάξεις ή με απλά λόγια στους από κάτω της κοινωνικής πολυκατοικίας.

Οι από κάτω ξεκινούν από τους Διευθυντές υπαλλήλους και καταλήγουν σε αυτούς που κάνουν τις λεγόμενες κωλοδουλειές.

Εάν βουλώσει η λεκάνη της τουαλέτας του CEO μιας εταιρείας και η μπόχα από τα σκατά δεν αντέχεται, όσους marketing Ececutives και να έχει στο οργανόγραμμα του, υδραυλικό θα πρέπει να φωνάξει για το ξεβούλωμα. Διαφορετικά, δεν θα μπορεί να κάτσει και να δουλέψει.

Κωλοδουλειές κάνουν οι συντηρητές των εργοστασίων, οι ψυκτικοί, οι φορτοεκφορτωτές, οι πυροσβέστες, οι καθαρίστριες, οι σκουπιδιαραίοι και άλλοι πολλοί εργαζόμενοι, των οποίων, ενώ η κοινωνική αξία της εργασίας τους είναι ανεκτίμητη, η οικονομική αποτίμησή της είναι μηδαμινή.

Διαχέεται ο πλούτος, λένε οι νεοφιλελεύθεροι, ακόμη και στους γέρους που θα πάνε να αγοράσουν ένα γιαούρτι η στα εγγόνια των συνταξιούχων που τα χαρτζιλικώνουν για ένα καφέ στα Starbucks.

Εκεί σταματάει το παραμύθι της ελεύθερης, ανέλεγκτης και αφορολόγητης θεωρίας του πλούτου.

Οι ατακαδόροι του λευκού κολάρου, αυτοί που μιλάνε για πίτες γεμάτες και υπάλληλους χορτάτους, εάν ολοκλήρωναν την εξυπνάδα τους, θα έπρεπε να πουν ότι ο πλούτος ξαναγυρίζει στους πλούσιους, γιατί τα γιαούρτια οι γέροι τα αγοράζουν από αλυσίδες super market που τις τροφοδοτούν γιαουρτοβιομήχανοι.

Απτόητος ο κουμπάρος, και με επιχειρήματα στιβαρά, ξεκίνησε να αναλύει την ορθή διάχυση του πλούτου.

“Κουμπάρα” είπε στην σύζυγο μου, “αν το παλικάρι που πούλησε τη βιομηχανία με τα γιαούρτια έτρωγε τα χρήματα του στα μπουζούκια ή τις πουτάvες, καταλαβαίνω ότι ένα μέρος θα πήγαινε στους αποκάτω. Τραγουδίστριες, οργανοπαίχτες, λουλουδούδες, μάγειροι και λαντζέρηδες, καθαρίστριες, πορτιέρηδες, νταβατζήδες, κοσμηματοπώλες, μπουτικατζούδες, ο καθένας από αυτούς που εμπλέκεται σε αυτό το κύκλωμα θα έπαιρνε το κομμάτι που του αναλογεί. Το να αγοράζει, όμως, ό ένας συλλέκτης τις αηδίες που έχει μαζέψει ο άλλος, απλά δημιουργεί εικονικές υπεραξίες για θυγατρικές εταιρείες που εξαγοράζονται στο τέλος από μητρικές και το πραγματικό χρήμα, αυτό που έχει βγει από την κατανάλωση, αντί να πηγαίνει σε επενδύσεις, βρίσκεται παρκαρισμένο στην Καραϊβική.”.

Για να μην οξύνω τα πνεύματα -σιγά μην καθίσουμε να πλακωθούμε καλοκαιριάτικα για την μαλακία με την πίτα- δικαιολόγησα τον εκπρόσωπο του ΣΕΒ στην Κυβέρνηση λέγοντας τους ότι ο άνθρωπος δεν ήθελε να τρομάξει τον κόσμο λέγοντας αυτό που είπε ο George Orwell: ότι όταν οι φτωχοί δεν έχουν τίποτα να φάνε, θα φάνε τους πλούσιους.

Οι γυναίκες ήθελαν σώνει και καλά να συνεχίσουν την κουβέντα για τους executives.

«Κουσούρια βρίσκετε μόνο εσείς οι κομπλεξικές γριές της αριστεράς» μου την είπε στα ίσια η κουμπάρα μου. “Γεννημένοι, ρε πoύστη μου, είσαστε για υπάλληλοι. Δεν έχω δει αριστερό με στόφα executive. E, κουμπάρα; Συμφωνείς;”.

Δεν ξέρω αν συμφώνησε η γυναίκα μου, γιατί ο κουμπάρος είχε έτοιμη την απάντησή του.

-Τι executives και μ@λακίες. Υπάλληλοι είναι και αυτοί, σαν και εμάς. Διαλέξανε για εργοδότη κάποιον πολιτικό, αντί για επιχειρηματία.

«Δεν ξέρω αν διαλέξανε άλλον εργοδότη ή ο προηγούμενος εργοδότης τους έστειλε να βοηθήσουν την νέα κυβέρνηση», απάντησε η σύζυγός μου. «Δείχνουν, πάντως, άνθρωποι που θα νοικοκυρέψουν τον τόπο και θα βοηθήσουν στην ανάπτυξη της οικονομίας. Και να σου πω και κάτι; Τους άκουσα στην παρθενική τους ομιλία στη Βουλή. Δεν λέω. Έγλειφαν και αυτοί τον Κυριάκο, αλλά, βρε παιδί μου, δεν ήταν τόσο σιχαμεροί όσο είναι οι επαγγελματίες πολιτικοί».

Την ευγενική δημοκρατικότητα μου, αυτή την καλλιεργημένη που χαρακτηρίζει τους παλιούς Ρηγάδες, την επέδειξα στην παρέα, λέγοντας ότι η κομπανία του ΣΕΒ δεν είναι εκλεγμένη από το λαό.

Αυτό μόνο είπα, και τίποτα περισσότερο.

“Καλά, εσείς οι αριστεροί δεν έχετε τον Θεό σας” απάντησε η σύζυγος μου.

-Γίνονται υπουργοί η πρωθυπουργοί, παιδιά πολιτικών που δεν έχουν ποτέ δουλέψει στη ζωή τους; Λέτε πως είναι ανεπάγγελτοι γόνοι που δεν θα έκαναν ούτε για υπάλληλοι του Λάτση.

-Γίνονται υπουργοί οι υπάλληλοι του Λάτση; Λέτε πως δεν τους έχει εκλέξει ο λαός, μπήκαν στη πολιτική από το παράθυρο και δεν έχουν δουλέψει για το κόμμα.

-Μπαίνουν στη πολιτική ελεύθεροι επαγγελματίες, που δεν είχαν ασκήσει ποτέ ελεύθερο επάγγελμα και δούλευαν μόνο για το κόμμα; Λέτε μπήκαν στην πολιτική για να τα οικονομήσουν, ψηφίζουν ό,τι τους λένε και δεν έχουν άποψη για κανένα θέμα.

-Εκλέγονται βουλευτές, δημοσιογράφοι που έχουν άποψη πάνω σε κάθε θέμα; Λέτε είναι λομπίστες που προωθούν ιδιωτικά συμφέροντα και λαγοί για την επιβολή αντιλαϊκών μέτρων. Ποιοι, τέλος πάντων, να ασχοληθούν με την πολιτική για να μην τους κολλήσετε τη ρετσινιά του πουλημένου;

Είναι δύσκολο να σταματήσεις κάποιον που έχει αρχίσει έναν αδιέξοδο επαγωγικό λόγο. Δεν βγάζεις άκρη μαζί του.

«Έλα, ρε γυναίκα» της απάντησα για να κλείσω το θέμα, «είπα ποτέ εγώ ότι οι δημοσιογράφοι είναι πουλημένοι; Ίσα-ίσα που είναι σοβαροί επαγγελματίες οι άνθρωποι».

«Ρε Αλέξη την γ@μάς τη συζήτηση» πετάχτηκε ο κουμπάρος, που ήθελε να πάρω στα σοβαρά το καλαμπούρι με τα νέα πρόσωπα της Κυβέρνησης.

Αρπάχτηκε από αυτό που είπα για σοβαρούς δημοσιογράφους, και μεσημεριάτικα θυμήθηκε τι γινόταν προεκλογικά.

Προσπαθούσε να συσχετίσει την δημοσιογραφία με την πολιτική.

Να δείξει, λες και δεν το ξέραμε, ότι οι δημοσιογράφοι αβαντάρουν πολιτικούς και οι πολιτικοί γλείφουν τους δημοσιογράφους για να τους κάνουν ρετσέτα ερωτήσεις.

Όχι, δεν αναφερόταν στις συνεντεύξεις πολιτικών αρχηγών, αλλά σε κάτι παράπλευρες ενημερωτικές, που είχαν στηθεί με σκοπό να θάψουν όσο πιο βαθιά γίνεται το προηγούμενο κυβερνητικό πτώμα.

“Γέλαγα, ρε πoύστη μου” ξεκίνησε να λέει “με μια προεκλογική συζήτηση ενός καναλιού της πλάκας. Στο πάνελ της εκπομπής, ήτανε καλεσμένοι μεταξύ άλλων ένα από τα γνωστά φασιστόμουτρα της δεξιάς. Ένας που ξεκίνησε από τον Παπαδόπουλο και κατέληξε στον Μητσοτάκη. Ένας δικηγόρος, που έχει πάρει εργολαβία την υπεράσπιση των περισσότερων απατεώνων. Μιλάει, και αφρίζει σαν λυσσασμένο σκυλί, ο πoύστης. Ουρλιάζει, έτσι και πιάσει στο στόμα του την λέξη κουμουνιστής. Μου διαφεύγει το όνομα του, ρε γαμώτο.”.

-Δεν πειράζει, πες τη συνέχεια.

-Κάνει εισαγωγή, λοιπόν, η παρουσιάστρια, που ήθελε να προμοτάρει την χουντάρα, λέγοντας “Εσείς Κύριε τάδε, είστε ένας έγκριτος νομικός που έχετε δουλέψει πολύ στη ζωή σας”.

«Ε, έτσι λένε από ευγένεια στους καλεσμένους» διέκοψα τον κουμπάρο.

-Έγκριτος φασίστας θα έπρεπε να πει, η καριόλ@, για αυτή την χουντόφατσα. Που έχει, λέει, δουλέψει πολύ στη ζωή του Ποτέ στην προηγούμενη του ζωή δεν είχε δουλέψει, το τομάρι. Τριγυρνούσε από φασιστική νεολαία σε φασιστική νεολαία και από ακροδεξιό κόμμα σε ακροδεξιό κόμμα. Ένα κοπρόσκυλο ήταν, που άρχισε να δουλεύει τα τελευταία χρόνια και να υπερασπίζεται καταχραστές, λαθρέμπορους και κάθε λαμογιάς λαμόγιο… Εν πάση περιπτώσει, η Κυρία του καναλιού, του κάνει assist ερώτηση για τα Εξάρχεια, λέγοντας του ότι κάνει τον δικηγόρο του διαβόλου.

«Καημό το έχω, ρε κουμπάρε», τον διέκοψα και πάλι, «να ακούσω μια φορά, από όλους αυτούς της τηλεόρασης, να πουν ότι κάνουν τον δικηγόρο του μ@λάκα, που κάθεται και τους ακούει. Όλοι τον δικηγόρο του διαβόλου κάνουν. Για συνέχισε λοιπόν»

– Έτσι είναι. Οι πιο ξεφτιλισμένοι αβανταδόροι της δημοσιογραφίας λένε πάντα την καραμέλα με τον δικηγόρο. Ξέρεις τι πληρωμένες πουτάvες είναι όλες τους. Τον ρώτησε, λοιπόν, αν θα μπορεί αυτή και η οικογένεια της να πηγαίνουν άφοβα για καφέ στη περιοχή ή μήπως θα πρέπει να την αποφεύγουν γιατί θα δημιουργούνται συνεχώς επεισόδια που θα τα παρακινεί η αντιπολίτευση.

-Έλα ρε, σοβαρολογείς;

-Ναι ρε, σου λέω. Και τι νομίζεις ότι της απαντά ο αθεόφοβος, πριν ανοίξει την κεντρική βάνα από το βοθρόστομα του και αδειάσει όλα τα σκατά που κουβαλάει στο μυαλό και την ψυχή του;

-Ξέρω, μη μου το πεις. Της είπε ότι χαίρεται για την ερώτηση, και ότι αυτή είναι μια σοβαρή και αντικειμενική δημοσιογράφος που τιμάει το επάγγελμα της. Αυτό δεν της είπε;

-Βουλωμένο γράμμα διαβάζεις, ρε μ@λάκα. Για την ακρίβεια, της απάντησε ότι η ερώτηση θα βοηθήσει πολύ κόσμο να κατανοήσει τις θέσεις του κόμματος του για στην ασφάλεια των πολιτών. Φυσικά, φασίστας είναι ο άνθρωπος, τάξη και ασφάλεια θα πουλούσε από κανάλι που εμπορεύεται φυσικές καταστροφές, Ρουβίκωνες και Μακεδονομάχους. Αλλά να της ανταποδώσει το κομπλιμέντο, λέγοντας της ότι υπηρετεί την έγκυρη δημοσιογραφία και ότι σέβεται το λειτούργημά της, αυτό δεν το περίμενα. Απορώ, πώς δεν τους πιάσανε και τους δύο τα γέλια.

Για να είμαι ειλικρινής, εγώ καθόλου δεν απόρησα.

«Οι φασίστες δεν γελάνε, κουμπάρε» του απάντησα. Και ξεκίνησα ένα μονόλογο, χωρίς να είμαι βέβαιος, ότι οι άλλοι με παρακολουθούσαν.

“Βρίζουν, απειλούν και χτυπούν τα στήθια τους, οι φασίστες. Θυμίζουν Νεοζηλανδούς που χορεύουν χάκα. Για αυτό και, όταν τους ενσωματώνει ένα δεξιό κόμμα, τους βάζει φάτσα μόστρα.

Πίσω τους στοιχίζονται παπάδες, γραφικοί με σημαίες και περικεφαλαίες, και νοικοκυραίοι. Οι τελευταίοι με λίγο ΣΚΑΪ και ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ μεταλλάσσονται αμέσως σε φασίστες της διπλανής πόρτας.

Για να καμουφλάρουν όλο αυτό το μπουλούκι βάζουν γύρω τους διανοούμενους, καλλιτέχνες-οι καλύτεροι είναι πρώην αριστεροί που δεν επιδοτήθηκαν- Καθηγητές και απόφοιτους Αμερικάνικων Πανεπιστήμιων.

Καλλιτέχνες και πνευματικοί άνθρωποι λειτουργούν σαν τους ιδεολογικούς φρουρούς των δικαιωμάτων της ελεύθερης επιλογής και της αριστείας.

Την πομπή όλου αυτού του δεξιού συρφετού, ελέγχουν χρηματοδότες και καναλάρχες. Οι τελευταίοι τους δίνουν φωνή και εικόνα και, σε αντάλλαγμα, παίρνουν δάνεια που δεν εξοφλούν ποτέ.

Δίπλα σε αυτούς όλους, βρίσκεις ραντιέρηδες γόνους παλιών μαυραγοριτών, καταφερτζήδες, παράσιτα της πραγματικής οικονομίας, εστέτ Μενουμευρωπαίους, καινοτόμους που ζουν από τα ΕΣΠΑ και επιχειρηματίες της αρπαχτής. Είναι οι εκλεκτοί μιας δεξιάς πολιτικής καρικατούρας, που ανέχονται τους φασίστες, όταν δεν μπαίνουν στα πόδια τους.

Θα ρωτήσει κάποιος. Φτάνουν αυτοί για να καθορίσουν τις τύχες ενός λαού;

Όχι, δεν φτάνουν. Χρειάζονται οι ευκολόπιστοι και οι αφελείς.

Σαν τους οικογενειάρχες που ανησυχούν για την τύχη των παιδιών τους και πιστεύουν ότι με ελεύθερες διαπραγματεύσεις και απολύσεις θα βρουν αυτά μια καλοπληρωμένη δουλειά.

Ή τους μικροϊδιοκτήτες με το διαμέρισμα των ογδόντα τετραγωνικών που ενθουσιάστηκαν με τα εκατό Ευρώ τον χρόνο που θα γλυτώσουν από τον ΕΝΦΙΑ και αγνοούν πόσο κοστίζει μια ιδιωτική ασφάλεια ή περίθαλψη.

Υπάρχουν και άλλοι πολλοί.

Να! Είναι οι καταστηματάρχες της Αργυρούπολης, της Ηλιούπολης και της Γλυφάδας -οι παλιοί μικρομεσαίοι του ΠΑΣΟΚ- που νομίζουν ότι θα ανοίξει το Ελληνικό, θα κτιστούν καζίνο και πολυκαταστήματα αλυσίδων, και οι επισκέπτες δεν θα ψωνίζουν από το Dubai των Βαλκανίων, αλλά θα πηγαίνουν στα μαγαζιά τους.

Με απλά λόγια, είναι οι χρήσιμοι βλάκες του εγχώριου νεοφιλελευθερισμού.”

Θα με άκουγαν για πολύ ακόμη ώρα, εάν δεν μου έκοβε τον βήχα η γυναίκα μου.

-Δηλαδή, τι θες να πεις; Ότι φασίστες, θρησκόληπτοι και πατριδοκάπηλοι μαζεύτηκαν και έκαναν κυβέρνηση;

-Ακριβώς, όπως τα λες. Επιστροφή στην κανονική οπισθοδρόμηση.

– Μωρέ, τι μας λες! Να επιστρέψουμε, τότε, στις αγράμματες που δεν ξέρουν ούτε πώς προφέρεται ένας CEO. Άκου εκεί, να βγάλεις οπισθοδρομικούς αυτούς που αναγνωρίζουν και βραβεύουν την καινοτομία και την έρευνα. Έπρεπε, βρε, να γίνουμε κυβέρνηση για να βραβευτεί η Ελληνίδα ερευνήτρια της NASA;

Τα έχασα στο άκουσμα της είδησης. Δεν γνώριζα τίποτα για αυτό. Πιάστηκα αδιάβαστος.
Το κατάλαβε η γυναίκα μου.

-Δεν έχεις να πεις τίποτα για αυτό, έτσι; Κάνε, λοιπόν, ένα διάλειμμα και ρίξε μια ματιά στο βιογραφικό της Ελένης Αντωνιάδου. Άντε, να ησυχάσουμε και λίγο από τη φλυαρία σου.

Διαλείμματα κάνουν οι κινηματογράφοι για να πάνε οι θεατές στην τουαλέτα ή στην καντίνα.

Στο παλιό Studio ή το ΕΛΛΗΝΙΣ, τους κινηματογράφους που ανέβαζαν τρίωρες ή τετράωρες ταινίες τέχνης, στο διάλειμμα πρόβαλλαν και κανένα ντοκιμαντέρ μικρομηκά από το φεστιβάλ της Δράμας.

Μια μικρού μήκους ταινία θα μπορούσε να είναι η ιστορία της όμορφης Ελένης Αντωνιάδου, με αυτά που διάβασα στο διαδίκτυο.

Μια συνεχής εναλλαγή εικόνων, όπως τις παρουσιάζει η ίδια στην σελίδα της στο Facebook.

Δεν χωρά καμία αμφιβολία για το ποια είναι η Ελένη.

Είναι η Greece Next Top Scientist.

Αυτό ακριβώς είναι η Ελένη. Ένα reality της τηλεόρασης που θα το παρακολουθούσαν σίγουρα οι φιλελέδες της αριστείας.

Το show, της αναδρομής στο παρελθόν της, θα ξεκινούσε με την Ελένη να απαντά, σαν γραμματέας της ΠΑΣΠ Λαμίας σε άπταιστα greeklish, σε σχόλια συντρόφων της, και θα κατέληγε στην αίθουσα ενός συνεδριακού κέντρου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας. Του European Health Parliament, στις εργασίες του οποίου πρόεδρος ήταν η Ελένη.

«Βαριά, βαριά τα αρxίδια του τσολιά», φώναζαν οι Έλληνες θεατές σε παλιότερο ποδοσφαιρικό αγώνα Ελλάδας-Αλβανίας. Βαρύ και το βιογραφικό της Ελένης, για να αναγορευτεί πρόεδρος ενός Health Parliament.

Για να σοβαρευτούμε, όμως, ο μεγαλοπρεπής τίτλος της Προέδρου και μέλους μιας κριτικής επιτροπής δημιουργεί την εύλογη απορία, για το εάν το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκτός από τους εφτακόσιους που κωλοβαράνε και τους πληρώνουνε οι Ευρωπαίοι πολίτες, διατηρεί παρακοινοβούλιο για θέματα Υγείας.

Η απορία μου λύθηκε, καθώς το ονομαζόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο Υγείας δεν έχει καμία σχέση με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα.

Στην ιστοσελίδα της διάβασα ότι πρόκειται για κίνηση που προωθεί θέματα υγείας.

Στα ψιλά γράμματα της ιστοσελίδας της εμφανίζεται ο μεγάλος χορηγός. H πολυεθνική φαρμακευτική Johnson&Johnson.

Πρέπει να είσαι πολύ περίεργος για να υποψιαστείς, ότι το μαγαζί European Health Parliament, που στήθηκε από μια πολυεθνική, και στην ταμπέλα του δύο από τις τρείς λέξεις σε παραπέμπουν σε επίσημο οργανισμό, δεν είναι οργανισμός.

Οι ευαίσθητοι σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας κοινοτικοί υπάλληλοι κάθονται και γράφουν ολόκληρη οδηγία συμμόρφωσης, εάν ένα βουλγάρικο τυρόγαλο έχει την ίδια ονομασία με ένα γαλλικό, που πρόλαβε και την κατοχύρωσε.

Την ονομασία προέλευσης του Κοινοβουλίου τους, όμως, μπορεί κάλλιστα να την λανσάρει ο οιοσδήποτε στο παραμάγαζο του.

Στα συνέδρια αυτών των «ευρωπαϊκών οργανισμών», οι διοργανωτές, για να γίνονται πιο πιστευτοί, κοτσάρουν πάντα και την σημαία με τα αστέρια, έτσι ώστε ο ανυποψίαστος τηλεθεατής, να μην μπορεί να καταλάβει ποιος κοροϊδεύει ποιoν.

Η Ελένη πού αφήνει να εννοηθεί ότι είναι ερευνήτρια της NASA με διδακτορικό ή το παράρτημα μιας πολυεθνικής που πλασάρεται σαν κοινοτικός οργανισμός;

Αν η κοροϊδία φανερωθεί, κανείς δεν θα πειράξει ένα πρακτορείο προώθησης επιχειρηματικών
Έτσι και έγινε με την Ελένη.

Εν συντομία, το κορίτσι θαύμα της φιλελεύθερης αριστείας, μια απόφοιτος Πληροφορικής από ένα Πανεπιστήμιο της Λαμίας, που έκλεισε και μετακόμισε σαν ΤΕΙ στα Ψαχνά της Εύβοιας, βραβεύτηκε από τον ιδιωτικό όμιλο «Θαλή τον Μιλήσιο».

Με το νταβαντούρι που έγινε -και δεν ήταν δυνατόν να μη γίνει αφού στο παιγνίδι του promotion μπήκαν η Τατιάνα με την Στάη- την ψώνισε ένας Καθηγητής της και είπε ευγενικά, ότι οι όμιλοι αυτοί απονέμουν βραβεία χωρίς ακαδημαϊκά κριτήρια.

Με λίγα λόγια, ο Καθηγητής είπε ότι τα βραβεία αυτά είναι του κώλoυ.

Ιδιωτικοί όμιλοι φάμπρικες απονομής βραβείων επιχειρηματικότητας -σαν τον «Θαλή τον Μιλήσιο» που επέλεξε την Ελένη, για να της απονείμει το βραβείο η Κεραμέως- φυτρώνουν σαν τις ΜΚΟ.

Φαρμακευτικές, τράπεζες, ακόμη και στοιχηματικές εταιρείες, στήνουν η κάθε μία από αυτές τη δική τους θυγατρική βιοτεχνία βραβεύσεων.

Μόνοι τους διαλέγουν τα πρόσωπα για απονομή, μόνοι τους παίρνουν τις επιδοτήσεις από ΕΣΠΑ που χρηματοδοτούν όλο αυτό το πανηγύρι.

Για το τελετουργικό της όλης υπόθεσης, και να τους περνάει ο κόσμος για σοβαρούς, κουβαλάνε στα ξενοδοχεία Υπουργούς Παιδείας και Πρόεδρο Δημοκρατίας.

Οι όμιλοι αυτοί -άλλοι τις λένε λέσχες επιχειρηματικότητας ή φυτώρια καινοτομίας, αν και στην πραγματικότητα είναι γιάφκες του νεοφιλελευθερισμού- ανακατεύονται με επιχειρηματικά βραβεία σε πολλούς κλάδους. Από την Πληροφορική μέχρι την Βιοαστροναυτική, και από την Τεχνητή Νοημοσύνη μέχρι την Αναγεννητική ιατρική.

Με όλα αυτά -και ίσως και με άλλα που δεν χωρούσαν μέσα στη σελίδα του βιογραφικού της- είχε καταπιαστεί η Ελένη. Το τιμώμενο πρόσωπο της διεθνούς αριστείας.

Αν αμφιβάλλετε, πώς μπορεί μια απόφοιτος με δείκτη επιστημοσύνης επτά, να ασχολείται με όλα αυτά, μια ματιά στις φωτογραφίες που έχει αναρτήσει στη σελίδα της στο Facebook θα σας πείσει.

H Ελένη μπορεί να κάνει ταυτόχρονα έρευνα, να διδάσκει σε Πανεπιστήμια, να εργάζεται μπροστά σε έξι υπολογιστές, να ελέγχει διαστημικά οχήματα, να δοκιμάζει κάσκες αστροναυτών, να λύνει διαφορικές εξισώσεις, να φτιάχνει τραχείες για καρκινοπαθείς, να βγάζει λόγους σε συνέδρια, να συμμετέχει σε επιτροπές για την Υγεία η την Βιοπληροφορική, να εκπαιδεύει αστροφυσικούς, να διευθύνει μια δική της καινοτόμο επιχείρηση, να αγκαλιάζει μαυράκια σε υποστηρικτικές δράσεις, να δοκιμάζει σε προσομοίωση κλαδευτήρια, να τρέχει σε μαραθώνιους, να συμμετέχει σε καμπάνιες για δωρεά οργάνων, να σκαρφαλώνει σε απότομες βουνοκορφές, να φωτογραφίζεται δίπλα σε σοβαρούς κυρίους -δεν αποκλείεται να είναι και αυτοί μία από τα ίδια- και να ασχολείται με ό,τι άλλο μπορεί να σκαρφιστεί το μυαλό ενός απατεώνα της λευκής επιστημονικής ποδιάς.

Η ωραία Ελένη, η Barbie της ελεύθερης οικονομίας, η influencer της επιχειρηματικότητας των καινοτόμων, είναι το κορίτσι που κατάφερε να παραμυθιάσει δυο από τις παλιότερες καραβάνες της τηλεόρασης, δυο Υπουργούς Παιδείας, το περιοδικό Forbes και χιλιάδες αφελείς που την ακολουθούν στα social media.

«Από τη ζωή στο θάνατο είναι ένα μονοπάτι και από τον κώλo στο μουvί δύο δάχτυλα και κάτι» λέει ο σοφός λαός, όταν θέλει να δείξει πόσο μικρή είναι η απόσταση που χωρίζει δύο μεγάλης σπουδαιότητας γεγονότα που η κατάληξή τους στο μεν πρώτο είναι ευτυχής, στο δε δεύτερο δυστυχής.

Δυο μέρες και κάτι ήταν αρκετές, για να περάσει η Ελένη από την αριστεία στην απαξίωση και στο κράξιμο.

Τα social media, αυτά που την ανέβασαν στο Final Four με επιστημονικούς αντίπαλους τον Καραθοδωρή και τον Παπανικολάου, την κατέβασαν να παίζει σε play off με τον Καματερό και την Αγία Αθανασία του Αιγάλεω.

Η Ελένη, που είναι μια όμορφη, έξυπνη και επικοινωνιακή κοπέλα, δεν είναι απατεώνας.

Είναι το ακριβές αντίγραφο μιας τηλεοπτικά επιτυχημένης συνταγής δημιουργίας celebrity.

Να μην ανησυχεί, λοιπόν, η Ελένη. Κακώς σταμάτησε να απαντάει στα social media. Το πολιτικό της μέλλον προδιαγράφεται λαμπρό. Και όσο για το διδακτορικό που δεν έχει, άσχετα εάν όλοι νόμιζαν ότι είχε, δεν χρειάζεται να ανησυχεί.

Ο Ντάϊσελμπλουμ, με πλαστό πτυχίο και ειδικότητα σε γαλακτοκομικούς συνεταιρισμούς, έγινε επικεφαλής του Εurogroup.

Ποδοσφαιριστές, ηθοποιοί και χρεοκοπημένοι εκδότες εκλέγονται Ευρωβουλευτές.

Πρώην δημοτικός σύμβουλος με υπηρεσία τηλεπαρουσιάστριας αναλαμβάνει προεδρία ευρωπαϊκής επιτροπής για την ψηφιακή οικονομία.

Και άλλα πολλά παραδείγματα υπάρχουν με φελλούς που αναλαμβάνουν ψηλά πόστα.

Η Ελένη μπορεί κάλλιστα να σταδιοδρομήσει στην εγχώρια πολιτική ή στην Ευρωβουλή.

Και στο κάτω-κάτω, καλύτερα να γίνει μια Διαμαντοπούλου της Ελληνικής Βουλής, παρά μια Καϊλή της ΝΑSA.

Ήταν όλα αυτά σκέψεις για μια μικρού μήκους ταινία στο μυαλό μου, που δυστυχώς δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί, γιατί μου έκοψαν τη φαντασία στη μέση, οι φωνές που ήρθαν ξαφνικά από την ομπρέλα των Ρουμάνων.

Δεν ήταν πολύ καθαρές, αλλά ήταν έντονες. Ήτανε φανερό ότι τους είχε προκύψει κάτι.

Άνθρωποι είναι και αυτοί, δεν σημαίνει ότι δεν επιτρέπεται να αρπαχτούν, ακόμη και δημόσια.

Εδώ εμείς και κοντεύαμε να αρπαχτούμε για τους τεχνοκράτες του ΣΕΒ ή τους άριστους των επιστημών.

Δεν θα τους απασχολούσε και αυτούς κάτι, που μπορεί να τους έκανε να βγουν από τα ρούχα τους; Ποιος ξέρει, όμως, τι;

Οι γυναίκες έδειχναν εκνευρισμένες με τους άντρες τους, που πιθανόν υπό την επήρεια των μπυρών- μετρήσαμε έξι στο μισάωρο- είχαν χαλαρώσει και αδιαφορούσαν για ό,τι τους έλεγαν.

Τους μιλούσαν και αυτοί γελάγανε. Και όσο αυτοί γελάγανε, οι γυναίκες υψώνανε περισσότερο τη φωνή τους.

Περισσότερο εκρηκτική, ήταν αυτή με σύζυγο τον τσαμπουκά Ρουμάνο.

Μιλούσε ασταμάτητα και δεν μπορούσε να την καταλάβει, ούτε καν ο κουμπάρος που έχει σπουδάσει Ρουμανία και υποτίθεται ότι καταλαβαίνει.

Στο πατιρντί αυτό, ο έτερος των Ρουμάνων, εκείνος ο δόλιος που φρόντιζε συνεχώς τη σύζυγό του, κάτι πήγε να πει. Τον άρχισε στο βρισίδι η γιαγιά.

«Φάρα βαλούαρε» τον αποκάλεσε, και ο κουμπάρος το μετάφρασε κάτι σαν “άχρηστο κορμί”.

“Βρε, τον φουκαρά” είπε η γυναίκα μου, “δεν φτάνει που έκανε όλες τις δουλειές της παρέας, τα ‘κουσε από πάνω και από τη γιαγιά. Αχ, Ελληνίδες μανούλες. Τι καλές που είσαστε με τους γαμπρούς σας.”.

Να, είναι αλήθεια. Οι Ελληνίδες πεθερές δεν βρίζουν ποτέ τους γαμπρούς τους.

Και εκεί που περιμέναμε ότι οι άνδρες, έστω από φιλότιμο, θα αντιδρούσανε λιγάκι και θα αρχίζανε τις δικές τους χριστοπαναγίες η θα ρίχνανε καμία σφαλιάρα στην ανάγκη, τους είδαμε να σηκώνονται ξαφνικά από την πετσέτα τους, να παίρνουν το ψυγειάκι με τις μπύρες και να φεύγουν. Και τη μία από τις δύο Ρουμάνες, την συμβία του τσαμπουκά, να φωνάζει δυνατά: «Ντούτε ια ντάμπελε κόρπορι περντούτε».

Αυτό το ακούσαμε καθαρά, πιθανόν να το ακούσανε και οι άλλοι από τα διπλανά αρμυρίκια και ο κουμπάρος το μετάφρασε:

«Να πάτε στο διάολο και οι δύο σας χαμένα κορμιά» τους είπε.

-Ε, μα πιά το είχανε παρακάνει, είπε και η κουμπάρα. Αυτός ειδικά. ο κοιλαράς. Όλο παρατηρήσεις έκανε στην σύζυγό του. Αγανάκτησε η κοπέλα και του τα ’ψαλε.

“Ρε συ, σηκώνεται και η γιαγιά να φύγει” συμπλήρωσε. “Παίρνει και τα παιδιά μαζί της. Τα κακόμοιρα τα παιδιά, τι φταίνε τα δύσμοιρα να βλέπουν με τα ματάκια τους τέτοια πράγματα. Άξεστοι ανατολικοί, παιδί μου. Τι αγωγή να πάρουνε από μπεκρήδες και πουτάvες. Ευτυχώς είμαστε Ευρώπη.”.

Ναι, ευτυχώς. Σπανίζουν, σήμερα, οι ιθαγενείς που πλακώνουν τη γυναίκα ή και τα παιδιά τους στο ξύλο.

Αιμομίκτες, βιαστές και παιδοκτόνοι, με την είσοδο μας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, έχουν καταστεί είδη υπό εξαφάνιση στην πολιτισμένη μας πατρίδα.

Τέλος πάντων, για να μην πολυλογούμε -η σύζυγος μου που κάθεται από πάνω μου και βλέπει τι γράφω μου λέει «έλα τέλειωνε, θα τους ξεθεώσεις αυτούς που κάθονται και σε διαβάζουν»-οι Ρουμάνοι σηκώθηκαν και έφυγαν, ενώ η γιαγιά μάζεψε τα παιδιά τους. Ένας Θεός ξέρει πού θα τα πήγαινε.

Η ώρα πλησίαζε το απομεσήμερο.

Οι πρωινοί λουόμενοι φεύγανε για να πάνε σπίτια τους, αφήνοντας ελεύθερα τα αρμυρίκια που είχανε καταλάβει από το πρωί.

Λογικό, λοιπόν, μας φάνηκε οι Ρουμάνες, που ήταν πια μόνες τους, χωρίς άντρες και παιδιά, να πάρουν την πετσέτα τους και να την απλώσουν στη σκιά ενός μεγάλου δένδρου.

Τα κορίτσια, μόνα τους πια, είχανε ηρεμήσει. Έδειχναν να απολαμβάνουν το μεσογειακό αγαθό του ίσκιου και της προφύλαξης του σώματος από τα εγκαύματα που προκαλεί η συνεχής έκθεση στις ηλιακές ακτίνες.

Μια λευκή γυναικεία επιδερμίδα, εκτεθειμένη στον ήλιο για πάνω από δύο ώρες, έχει ανάγκη -έτσι λένε οι ειδικοί- να ενυδατωθεί και να περαστεί ένα έως δύο χέρια με μια καλή κρέμα after.

Ο συνδυασμός των παραπάνω, με τη χειρομάλαξη που η μια Ρουμάνα προσέφερε την άλλη κατά την διαδικασία της επάλειψης, έφερε φαίνεται ευεργετικά αποτελέσματα.

Η φουρκισμένη και καταπιεσμένη αλλοδαπή, στα χέρια της συμπατριώτισσάς της, έδειξε να ανακουφίζεται. Οι νωχελικές κινήσεις των ποδιών της έδειχναν την απόλυτη χαλάρωση.

Οι άντρες παίρναμε μάτι τις ξαπλωμένες Ρουμάνες και οι γυναίκες τον τρόπο περιποίησης του σώματος με τις κρέμες και τα ενυδατικά πρόσθετα.

Η περιποίηση, με τα χέρια, της μίας Ρουμάνας προς την άλλη, δεν άργησε να ξεφύγει από τα πρότυπα της αποδεκτής κοσμιότητας.

Οι γυναίκες μας άρχισαν να αντιλαμβάνονται αυτό που οι άντρες είχαμε ήδη αντιληφθεί.

“Καλέ, αυτές τι κάνουνε;” είπε η γυναίκα μου. “Δες, ρε Τόνια. Η μία χαϊδεύει την άλλη. Και οι δύο τους αναστενάζουν. Σαν να…”.

“Ναι, ναι το βλέπω” απάντησε η κουμπάρα. “Πω, πω! Δες τι κάνουνε, μωρή. Η μια φίλησε την πλάτη της άλλης, την ώρα που η άλλη ήταν σκυμμένη και της έκανε μαλάξεις στους μηρούς. Πω, πω, ντροπή. Έτσι ξεκινάνε και γίνονται λεσβίeς. Καλέ, καλέ, κοίτα εκεί οι σιχαμένες τι κάνουνε. Φιλιούνται στο στόμα.”.

Ο κουμπάρος κάτι τέτοια δεν τα αφήνει να πέσουν κάτω.

«Τι θες να κάνουνε, ρε γυναίκα;» της είπε. «Κάνετε πως δεν καταλαβαίνετε; Για πλακομούvι προετοιμάζονται».

«Σταμάτα, βρε, να μιλάς έτσι» είπε η σύζυγος μου με χαρακτηριστική αστική ευγένεια. «Και πού είσαστε; Να μην κοιτάτε από εδώ».

“Αλέξη” απευθύνθηκε σε μένα, “εσύ στο βιβλίο σου μέσα. Μη σε δω να κοιτάς. Αλίμονό σου”.

Φαν του Σαραμάγκου είμαι, με παραλλαγμένο από μένα απόφθεγμα, της απάντησα:

“Το πλακομούvι είναι ευλογία Θεού. Το λέει ο νομπελίστας στο κατά Ιησού ευαγγέλιο.”

Το είπα δυνατά το τελευταίο, αλλά στη παρέα μου απευθυνόμουν.

Και κακώς ο συμπατριώτης της γυναίκας μου, αυτός που με την γυναίκα του καθότανε στο διπλανό αρμυρίκι -τους χαιρέτησε η σύζυγος μου όταν ήρθαν και άπλωσαν τα πράγματα τους και τους ρώτησε πώς τα πήγε ο γιός τους με τις πανελλήνιες- δυσανασχέτησε.

Είχε μανουριάσει προηγουμένως με τους τσακωμούς των Ρουμάνων, που πιθανόν τάραξαν την ησυχία του, και τα είχε πάρει με την γιαγιά, που φεύγοντας με τα εγγόνια της νευριασμένη, περνώντας από δίπλα του σκουντούφλησε πάνω στο ψυγειάκι του.

«Το ευαγγέλιο αποκλείεται να το λέει αυτό» σχολίασε δυνατά.

Καθόλου δεν με ενοχλεί να ανοίγω διάλογο με αγνώστους. Με ενοχλεί αφάνταστα, όμως, ο συνομιλητής που, χωρίς καν να του έχει ζητηθεί η γνώμη, απαντάει με απόλυτη άρνηση και διάθεση να αρπαχτεί.

Απάντηση, φυσικά, και δεν έδωσα, και ούτε γύρισα να κοιτάξω προς το μέρος του. Μόνο που, διακριτικά βέβαια, ρώτησα την σύζυγο μου:

“Ποιος είναι, ρε γυναίκα, αυτός ο επαρχιώτης που τολμάει να αμφισβητήσει τον συγχωρεμένο μέντορα του πορτογαλικού ΚΚ;”

Αυτή ξέρει τους ντόπιους απ’ έξω και ανακατωτά. Άλλωστε, τον είχε χαιρετήσει.

Θα γνωρίζετε, ίσως, ότι οι γυναίκες, όταν θέλουν να πουν κάτι για κάποιον, στρέφουν το πρόσωπο τους στην αντίθετη πλευρά από την οπτική γωνία του σχολιαζόμενου. Για πρόσθετη εχεμύθεια βάζουν το χέρι μπροστά από το στόμα.

«Μην πεις τίποτα, σε παρακαλώ» μου είπε, σχεδόν ψιθυριστά. Ίσα που μπορούσα να την ακούσω.

“Είναι ο φαρμακοποιός, που πηγαίνω και ψωνίζω ότι μας χρειάζεται. Είναι ένας άνθρωπος με αρχές. Μη δώσεις συνέχεια»

«Δεν γ@μιέται» σκέφτηκα από μέσα μου, και στην γυναίκα μου, για να την καθησυχάσω, είπα:

“Σιγά μην ανοίξω κουβέντα με ένα βλάκα”

Την εκτίμησε η γυναίκα μου τη σιωπή, και, για να μου ανταποδώσει την επιδειχθείσα στον συμπατριώτη της ανωτερότητα, μου εκμυστηρεύτηκε ότι ο γιός του Κώστα του φαρμακοποιού είναι γνωστός αλητάμπουρας της περιοχής.

«Δηλαδή, τι έκανε;» τη ρώτησα από καθαρή περιέργεια.

-Να, είχανε πάρει στην παρέα τους ένα παιδί, τον Μάριο, το ξέρεις μωρέ, το παιδί με την καθυστέρηση ανάπτυξης, και μη σου πω τι του κάνανε.

-Μη μου πεις ότι πηδήξανε το ζαβό.

-Τς, τς… Τι άξεστος Πειραιώτης που είσαι. Άκου ζαβό. Αυτή είναι βρε, η κοινωνική ορθότητα της αριστεράς;

-Αυτό σε μάρανε τώρα; Που είπα τον Μάριο ζαβό; Και δεν σε πειράζει που πηδήξανε ένα καθυστερημένο παιδί; Μήπως το βιάσαvε κιόλας;

-Δεν νομίζω. Το είδανε να περπατάει στη πλατεία χαρούμενο. Αλλά να, αρχίσανε μετά τα πειράγματα. Του κουνούσανε μαντήλια, του λέγανε αν του αρέσουνε τα βερίκοκα, του πετούσανε μπανάνες. Δεν είναι σωστό, ρε γαμώτο. Ξέρεις πως είναι τα πράγματα εδώ στην επαρχία.

Φυσικά και γνωρίζω πώς είναι τα πράγματα στην ελληνική επαρχία. Τα ήθη και τα έθιμα περνάνε από γενιά σε γενιά.

Μπορεί κάποια από τα λατρευτά μας έθιμα, συνδυασμένα με τα ήθη της εποχής, να όπως το άπλωμα του σεντονιού με τα αίματα που πιστοποιούσε την παρθενιά της νύφης-πάλι καλά που το έθιμο δεν επέβαλε και πρωkτικό sex για να δουν εάν η νιόνυφη το είχε κάνει από πίσω- να έχουν σήμερα εκλείψει, αλλά μια επίσκεψη σε καρναβάλια της επαρχίας θα βεβαιώσει το αληθές της πρότασης.

Από τη «Γιαννούλα την κουρελού» στην Πάτρα μέχρι τη «Γριά Συκού» στη Καλαμάτα, μασκαράδες σε καρναβάλια διακωμωδούν ανάλογες θλιβερές ιστορίες του παρελθόντος.

Είναι τα ήθη και τα έθιμα της επαρχίας, και αλίμονο σε αυτόν που θα τολμήσει να τα θίξει.

Αν κρίνω από αυτά που ακολούθησαν, σίγουρα το πλακομούvι δεν αποτελεί καταγεγραμμένο στην αρκαδική λαογραφία έθιμο. Μέλλει να καταγραφεί στον Πιτσιρίκο, χάρη στη στιχομυθία που ακολούθησε με τον συμπατριώτη της γυναίκας μου. Τον Κώστα τον φαρμακοποιό.

«Μα δεν ντρέπονται να κάνουν τέτοια πράγματα;» επανήλθε στο θέμα, όταν είδε την μια Ρουμάνα να έχει βάλει το πόδι της ανάμεσα στο πόδι της άλλης.

-Είμαστε υποχρεωμένοι να τις βλέπουμε;

Μάταια, η δική του η σύζυγος, του έλεγε:

-Αν σε ενοχλεί Χριστιανέ μου, γύρνα από την άλλη. Τι κοιτάς και σχολιάζεις;

-Κοιτάζω να δω, μέχρι πού θα το πάνε.

«Δεν χρειάζεται» απάντησε εκείνη με τη σειρά της. «Δεν μπορείς να καταλάβεις, τι θα κάνουν σε λίγο αυτές οι ανώμαλες;»

“Δίκιο έχεις” απάντησε ο φαρμακοποιός, “είναι ανώμαλες. Καλά που δεν είναι τα παιδιά μαζί μας, να τα βλέπουν. Τι παράδειγμα να πάρουν;”

Μη φανταστείτε ότι ο φαρμακοποιός της περιοχής, που τον ενοχλούν οι λεσβίεs, αν και τις έπαιρνε μάτι, είναι κάποιος χοντρός και φαλακρός Κύριος που λόγω προχωρημένης ηλικίας αδυνατούσε να απολαύσει το ερωτικό θέαμα που πρόσφεραν οι δυο αλλοδαπές.

Όχι, ο Κώστας, δεν έχει πατήσει ακόμη τα πενήντα, το σώμα του έδειχνε αθλητικό τύπο και τα μαλλιά του ήταν ακόμη στη θέση τους.

«Ήτανε ο Μπραντ Πιτ της Βόρειας Κυνουρίας» είπε η γυναίκα μου, που τα γυμνασιακά της καλοκαίρια τα περνούσε στο χωριό και ήξερε έναν προς ένα τους ομορφάντρες της περιοχής.

Πριν προλάβω να της πώς ότι ήτανε ο μ@λάκας της Βόρειας Κυνουρίας, με διέκοψε μια βροντερή φωνή που ερχότανε από μακριά.

«Αλέξη!» ακούω κάποιον να φωνάζει από τον δρόμο. Δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά ποιος είναι, παρότι η δεύτερη προσφώνηση συνοδευότανε με κορνάρισμα αυτοκινήτου.

Σίγουρα, ο άγνωστος, απευθύνονταν σε μένα. Αλέξη, άλλωστε, δεν λένε και πολλούς σε μια παραλία με λίγους ανθρώπους.

Γυρίζω το κεφάλι μου προς την μεριά του δρόμου, το γυρίσανε και οι Ρουμάνες ασυνήθιστες σε αγριοφωνάρες και κόρνες. Σταματήσανε για λίγο να χαϊδεύει η μία την άλλη.

Και τι να δω;

Τον Τάσο, τον συμφοιτητή της γυναίκας μου, τον παιδικό της φίλο, που ζει μόνιμα στην Αμερική.

Ο Τάσος, φτωχό επαρχιωτόπαιδο, με το που πήρε το πτυχίο του, πήγε κοντά σε κάτι θείους του στο Σικάγο. Έκανε λαμπρή καριέρα στο διεθνές real estate. Στο χωριό επιστρέφει κάθε καλοκαίρι για διακοπές και με την ευκαιρία προσπαθεί να πείσει τους συμπατριώτες του να δώσουν τα οικόπεδα τους για να φτιάξει, το fund που συνεργάζεται, ένα all inclusive ξενοδοχείο.

«Πού ‘σαι, ρε αριστερή αξία;» φώναξε με τη δυνατή φωνή που οι βλάχοι δεν μπορεί να ξεσυνηθίσουν, όσα χρόνια και να ζήσουν στο εξωτερικό. «Είναι μαζί σου, ρε, η πατριώτισσα μου, να της πω ένα γειά;»

Τον είδα να κατεβαίνει από το αυτοκίνητο. Ένα θηριώδες λευκό Jeep με φιμέ τζάμια. Σαν ψυγείο για κατεψυγμένα κρέατα.

Σίγουρα θα ερχόταν να μας χαιρετήσει και να μας ταράξει πιθανόν την ηρεμία.

Ο Τάσος, πρώην Κνίτης, μεταλλαγμένος σήμερα σε ακροδεξιό Ελληνοαμερικάνο- διάβαζει τον Εθνικό Κήρυκα ακόμη και στην Ελλάδα- γνωρίζει τις πολιτικές μου πεποιθήσεις.

Την σύζυγό μου την συμπαθεί, όχι μόνο γιατί είναι στην ίδια πολιτική πλευρά, αλλά και γιατί, όταν πέρυσι κοντέψαμε να πλακωθούμε για τον τρόπο που εκείνος εννοεί την ανάπτυξη, τον είχε διαβεβαιώσει ότι είμαι από τους αριστερούς που δεν εννοούν αυτά που λένε.

«Αν είναι έτσι, αλλάζει» της είχε απαντήσει, και κέρασε τα τσίπουρα της ταβέρνας.

Δεν βαριέσαι αδελφέ! Αν στις διακοπές σου δεν κάνεις πλάκα και με κανένα βλαμμένο, καλύτερα να μείνεις σπίτι σου και να τσακώνεσαι με την γυναίκα σου.

«Ωχ, ο μ@λάκας έρχεται κατά ‘δω» είπα στην παρέα, βλέποντας τον να πλησιάζει προς το μέρος μας.

«Τι κάνεις καμάρι μου» είπε στη σύζυγο μου, και την φίλησε σταυρωτά.

Στην Αρκαδία όταν χαιρετιούνται, ο ένας λέει τον άλλο “καμάρι του”. Να μη πω, όμως, καλύτερα τι λέει ό ένας πίσω από την πλάτη του άλλου με το πού χωρίζουν.

«Μια χαρά, Τάσο» του απάντησε εκείνη, “Η γυναίκα σου, τα παιδιά, όλοι καλά; Θα μείνετε μέρες;»

«Καλά, καλά. Όλα καλά καμάρι μου» απάντησε με τα μάτια του στραμμένα στις Ρουμάνες.

Ήταν η μαγική στιγμή, που η μία άλειφε την εσωτερική πλευρά των ποδιών της άλλης με μια κρέμα- πόσες κρέμες, ρε πoύστη μου, έχουνε οι γκόμενες- με χαρακτηριστικές κυκλικές κινήσεις, και η γυναίκα που δεχόταν την επάλειψή της, με τα μάτια κλειστά, δάγκωνε τα χείλη της.

«Ρε πατριώτισσα, τι γίνεται εδώ;» ρώτησε γελώντας. Η προϋπάρχουσα οικειότητα, λόγω της μακροχρόνιας φιλίας που τον συνδέει με την σύζυγό μου, και η ανοχή μου στην ελευθεριότητα, του επέτρεψαν μια τέτοια ερώτηση.

«Άσ’ τα Τάσο. Δεν λένε να σταματήσουν αυτές οι δύο. Ρουμάνες είναι» είπε η γυναίκα μου.” Και όχι τίποτα άλλο, αλλά ενοχλούν και τον Κώστα. Τον βλέπεις; Λίγο πιο πέρα κάθεται.”.

Ο Τάσος, στη ζέση του πάνω να έρθει να μας χαιρετήσει, ούτε που πρόσεξε ότι παραδίπλα μας καθόταν ο φαρμακοποιός. Ο τελευταίος με την πλάτη γυρισμένη, είτε δεν είδε τον Τάσο, είτε έκανε πώς δεν τον είδε για να ακούει τι θα λέγαμε.

«Φαρμακοποιός! Τι κάνεις ρε ρουφιάνε;» του είπε με δυνατή φωνή.

Ο Τάσος είναι από την πάστα των ομογενών χωρατζήδων. Με άλλα που λέει γελάς, και με άλλα παγώνεις.

Η ονομαστική προσφώνηση της επαγγελματικής ιδιότητας κάποιου, δεν είναι κάτι που με χαλάει, για να είμαστε και ειλικρινείς.

«Όπα, ρε Τάσο, καλώς όρισες καμάρι μου», του απάντησε ο συμπατριώτης. «Τώρα σε πρόσεξα, λεβέντη μου».

Είπανε και αυτοί τα δικά τους, μέχρι να καταλήξουν στις Ρουμάνες.

«Ρε Τάσο, είναι πράγματα αυτά που κάνουν οι ξένες;» είπε ο Κώστας.

«Έλα ρε Κωστή, κορίτσια είναι. Θα βρούνε άντρα και θα ηρεμήσουνε» απάντησε ο Τάσος, γελώντας μόνος του με την εξυπνάδα του. Προφανώς, αγνοούσε ότι οι Ρουμάνες είχανε οικογένεια.

-Τι λες, ρε Τάσο. Παντρεμένες είναι. Με παιδιά κιόλας. Τσακωθήκανε με τους άντρες τους, είχανε και μια κωλόγρια μαζί τους, μάνα τους, πεθερά, δεν ξέρω τι σκατά τους ήτανε, πήρε η γριά τα παιδιά και έφυγε. Και οι άντρες τους, την κοπανήσανε και αυτοί. Και με το πού έφυγε όλο αυτό το γυφταριό, αυτές πιάσανε σκιά, στρώσανε μια πετσέτα κάτω και αρχίσανε να κάνουνε αυτά που βλέπεις.

«Τι μου λες, ρε Κώστα. Παντρεμένες; Δεν το πιστεύω» είπε ο Τάσος με ύφος αλλαγμένο προς το σοβαρό, μετά την αποκάλυψη του φαρμακοποιού.

«Εσύ Αλέξη, που είσαι αριστερός» με ρώτησε γυρνώντας προς το μέρος μου- ήθελε να με κεντρίσει ο πoύστης- «πώς σου φαίνονται όλα αυτά; Ανέχεσαι να βλέπεις δυο λεσβίεs να προσβάλλουν οικογενειάρχες που έρχονται στην παραλία ή θα μας πεις τώρα και ομοφοβικούς;».

Λες και στην αριστερά δεν φτάνει που απολογείται για την πρώτη φορά Κυβέρνηση, θα πρέπει τώρα να απολογείται και για τον εάν δυο λεσβίεs την βρίσκουν μεταξύ τους.

«Ρε παιδιά, δεν κάνανε κανένα έγκλημα τα κορίτσια» απάντησα. «Η μία χαλάρωνε την άλλη. Περάσανε κάποιο στρες οι κοπέλες».

“Δηλαδή, σας αρέσει να βλέπετε λεσβίεs;” πετάχτηκε ο φαρμακοποιός.

-Ναι, δεν με ενοχλούν.

-Αν σας αρέσουν οι λεσβίεs να τις πάρετε στο σπίτι σας. Εμείς έχουμε παιδιά.

Τι να απαντήσεις στον ακροδεξιό, με την ίδια πάντα επωδό: «αν σου αρέσει, να τον πάρεις σπίτι σου»;

Δεν πα να αφορά πρόσφυγα, τσιγγάνο ή πoύστη; Ο αντίλογος είναι πάντα ο ίδιος.

Το μόνο που του είπα ήταν: «Ευχαρίστως θα τις έπαιρνα, αλλά δεν με αφήνει η σύζυγος μου. Είναι και αυτή δεξιά».

Συνιστώ στους παντρεμένους ή στους μέλλοντες να νυμφευθούν, να μην εμπλέκουν ποτέ την σύζυγό τους σε φιλονικίες με τρίτους. Το σίγουρο είναι ότι, εάν δεν πάρει το μέρος του τρίτου, θα αποστασιοποιηθεί από την διένεξη.

“Όλο κάτι τέτοιες βλακείες λέει ο άντρας μου, για να κάνει τον έξυπνο” είπε η σύζυγος μου. “Τι καθόσαστε και τον ακούτε; Ρε Τάσο, πες και εσύ κάτι, αφού το ξέρεις, ο άντρας μου είναι αριστερός. Οι αριστεροί είναι μόνο για χαβαλέ. Εγώ λέω να πούμε κάτι άλλο, για να γελάσουμε.”.

Τα λόγια της συζύγου μου κάλμαραν τον φαρμακοποιό. Τού άνοιξαν, μάλιστα, και την όρεξη για αστεία.

“Ρε καμάρι” είπε ο φαρμακοποιός, “τόσα παλικάρια είχε ο τόπος μας, αριστερό λογά σαν όλους τους βρήκες και εσύ να παντρευτείς; Χα, χα…”

Δεν τα παίρνω τόσο, όταν λένε ότι η γυναίκα μου θα μπορούσε να είχε καλύτερη τύχη εάν δεν παντρευόταν εμένα, όσο όταν θίγουν την αριστεροσύνη μου.

Δεν ξέρω τι με έπιασε και του τα είπα μαζεμένα.

-Καλά, ρε πατριώτη, και σένα τόσο πολύ σε πειράξανε οι λεσβίεs; Και δεν σε πειράζει, που οι βλάχοι δεν έχουν αφήσει στο χωριό κατσίκα για κατσίκα αγάμητη ή που πάνε και ξεχαρμανιάζουν πάνω στο ζαβό;

-Α, σε παρακαλώ! Όλοι οι έφηβοι στην επαρχία κατσίκες πηδάνε μέχρι να μεγαλώσουν. Και όσο για το ζαβό, ξέρω ποιόν εννοείς. Αυτός δεν είναι μόνο καθυστερημένος. Είναι και πoύστης. Και θες να μάθεις γιατί βγήκε πoύστης;

-Όχι, δεν με ενδιαφέρει.

-Δεν πειράζει, θα σου πω εγώ. Το παιδί βγήκε πoύστης γιατί η μάνα του, άντε να μην πω καλύτερα μπροστά στις γυναίκες, από πού το έκανε, όταν ήταν έγκυος.

Δεν χρειαζόταν να το πει. Από πίσω το έκανε η γυναίκα. Αλλά να συνδέσει και την ομοφυλοφιλία με το πρωkτικό σeξ για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα;

Είχα ακούσει μια ανάλογη σύνδεση της ομοφυλοφιλίας από έναν Κύπριο μητροπολίτη της Μόρφου -υπάρχουν φρούτα σαν τον Αμβρόσιο και στην αλλοδαπή- που έλεγε στα πρόβατα που τον άκουγαν (ποίμνιο στην καθαρεύουσα) ότι οι έγκυοι, που επιδίδονται σε πρωkτικό έρωτα, έχουν αυξημένες πιθανότητες να βγάλουν πoύστη γιό.

Δεν πίστευα, όμως, ότι υπήρχαν απόφοιτοι Πανεπιστημίου που θα ξεστόμιζαν τις ίδιες βλακείες.

Η κουβέντα είχε ξεφύγει από ένα απλό ερωτικό λεσβιακό θέμα, έχοντας μπει στη σφαίρα της γυναικολογίας.

«Και εσύ πως το ξέρεις, ρε πατριώτη, ότι η μάνα του Μάριου είχε πρωkτική επαφή;» τον ρώτησα, αν και το ορθότερο θα ήταν να τον ρωτήσω αν έψαξε την κωλoτρυπίδα της.

-Φαρμακοποιός είμαι. Το χωριό το ξέρω απέξω και ανακατωτά. Ό,τι πρόβλημα έχει ο καθένας, σε μένα έρχεται να το λύσει. Είχε έρθει με κονδυλώματα από πίσω. Στην κουβέντα πάνω, μου εξομολογήθηκε ότι από τον πέμπτο μήνα άρχισε να το κάνει, ξέρεις από πού. Κατάλαβες τώρα;

Φυσικά και κατάλαβα. Για αυτό και δεν έδωσα συνέχεια, κουνώντας συγκαταβατικά το κεφάλι μου.

Στην παραλία περνάει ο χρόνος, ακόμη και αν οι συζητήσεις με διάφορους σχετικούς η άσχετους δεν σε αφήνουν να διαβάσεις ούτε μια σελίδα από το βιβλίο που κουβαλάς μαζί σου. Δεν μπορείς να συγκεντρωθείς.

Ο κουμπάρος δεν αντιμετωπίζει τέτοιο πρόβλημα.

«Στην παραλία μόνο μπύρα και αθλητική εφημερίδα χρειάζεται. Τίποτα άλλο» μου είπε.

Ψεύδεται ασύστολα. Γιατί ο κουμπάρος την μπύρα τη συνοδεύει με πικάντικη κεφαλογραβιέρα υψηλής ωρίμανσης, παραγωγής του τοπικού τυροκομείου, την οποία έχει φέρει μέσα σε τάπερ της πεθεράς μου.

-Απορώ, ρε Αλέξη, γιατί ο κόσμος πάει στα supermarkets και αγοράζει ξένα τυριά λάσπες.

-Και εγώ απορώ, αλλά άσε με να διαβάσω τον «Άνθρωπο αντίγραφο». Μη με διακόψεις για καμία άλλη σαχλαμάρα.

Τις στιγμές, που δεν παρελαύνουν διάφοροι ή έχουν εξαντληθεί όλα τα θέματα τα οποία διασπούν την συγκέντρωσή μου, πέφτω με τα μούτρα στη συνέχεια του βιβλίου. Δεν είναι εύκολο, αν σε έχουν διακόψει τόσες φορές. Χρειάζεται καφές.

«Καφές χωρίς τσιγάρο, γυναίκα χωρίς βuζί» ήταν το σοφό απόφθεγμα του Διοικητή της ναυτικής μονάδας στην οποία έκανα θητεία. Μου το έλεγε κάθε φορά, όταν του πήγαινα τον καφέ στο γραφείο και είχε ξεμείνει από τσιγάρα.

Συνήθισα, από τότε, να ανάβω τσιγάρο με τον καφέ. Σε συσκέψεις, μέσα στα κλιματιζόμενα γραφεία των μεγάλων εταιρειών, απορούν γιατί ποτέ δεν πίνω καφέ. Αγνοούν το χούι μου.

Η παραλία όμως, δεν είναι μια αποστειρωμένη κλειστή εταιρική αίθουσα. Ευτυχώς, αυτή την μικρή παραβατικότητα την ανέχεται ακόμη ο εγχώριος φιλελευθερισμός.

Καλό, βέβαια, είναι να ρωτήσεις τους διπλανούς σου. Μπορεί κάποιος να είναι περίεργος και να ενοχλείται.

Αν ρωτούσα την γυναίκα, θα μου έλεγε όχι, και ότι είναι ευκαιρία, τώρα στις διακοπές, να το κόψω.

Έβαλα τον κουμπάρο μου.

«Κουμπάρα, σε πειράζει» της είπε «να κάνουμε με τον άντρα σου κανένα τσιγαράκι ή μήπως να πάμε πίσω από κανένα θάμνο;»

Τον κοίταξε στραβά.

-Κουμπάρε, είπαμε: είμαι φιλελεύθερη δεξιά. Δεν σημαίνει ότι είμαι και υστερικιά. Καπνίστε, αλλά μη φυσάτε πάνω μας τον καπνό.

Όλη αυτή την ώρα, που εμείς λέγαμε ή κάναμε τα δικά μας και οι Ρουμάνες χαϊδευόντουσαν, χωρίς να προχωρήσουν σε πιο ακατάλληλες σκηνές, οι άντρες τους είχανε καθίσει στην ταβέρνα της παραλίας. Προφανώς, δεν είχαν οπτική πρόσβαση στις γυναίκες τους, ώστε να βλέπουν τι έκαναν.

Τούς είδαμε πηγαίνοντας να πάρουμε ένα εμφιαλωμένο. Καθόντουσαν στο διπλανό τραπέζι μιας παρέας Γερμανών. Είχαν ανοίξει διάλογο και η συνεννόηση γινόταν, όπως διαπιστώσαμε, με ένα μίγμα σύντομων ιταλικών λέξεων και νοημάτων.

«Τι λένε, ρε μ@λάκα κουμπάρε, με τους Γερμανούς οι Ρουμάνοι» τον ρώτησα.

“Πού θες να ξέρω;» μου απάντησε. «Θα την πέφτουν στην ξανθιά πιτσιρίκα, οι καριόληδες.».

Δεν μου έκανε τόσο πολύ εντύπωση αυτό, όσο ότι όλοι τους γελούσαν.

«Κοίταξε, ρε παιδί μου, πώς μεταμορφώνονται οι άνθρωποι στις διακοπές τους» είπα.

«Μακριά από τους κανόνες υπακοής, δείχνουν όμορφοι και χαλαροί. Ορίστε, καπνίζουν και αυτοί».

Όποιος ταξιδεύει ή ζει στο εξωτερικό και βλέπει την υστερία των ξένων με το τσιγάρο, απορεί πώς όλο αυτό το μένος τους, για την τάξη και την τήρηση των κανόνων υγιεινής, εξαφανίζεται με ένα μαγικό τρόπο, όταν οι ίδιοι άνθρωποι έρχονται στην Ελλάδα.

Στις ταβέρνες τους, που δεν νομίζω να βρίσκεις κάτω από καλαμιές, δίπλα σχεδόν από το κύμα, ακόμη και εάν είναι υπαίθρια, πράγμα σπάνιο, απαγορεύουν το κάπνισμα.

Διακόσια μέτρα μακριά από το τελευταίο μαγαζί σε στέλνουν έτσι και θελήσεις να καπνίσεις.

Στις δικές μας τις ταβέρνες κάνεις ό,τι θέλεις. Ενώνεις τραπέζια, εάν η παρέα είναι μεγάλη, τα μετακομίζεις στη θέση που σε βολεύει, και παίρνεις καρέκλες από τα διπλανά για να απλώσεις τα πόδια σου
.
Μπoυρδέλο να κάνεις το μαγαζί, ο ταβερνιάρης τίποτα δεν θα πει.

Αν είναι δε και προοδευτικός, φροντίζει να στείλει το δικό του μήνυμα και να προειδοποιήσει τους πελάτες του για τις συνέπειες της μείωσης των κοινωνικών δαπανών.

Θίχτηκε η γυναίκα μου, όταν της έδειξα σε φωτογραφία την προειδοποιητική πινακίδα του ιδιοκτήτη της ταβέρνας.

Λες και εκείνη είναι υπεύθυνη για τις περικοπές στα κονδύλια της Υγείας.

Τι στο διάολο; Δεν καταλαβαίνει ότι, αν για κάθε πέντε οδηγούς ασθενοφόρων που συνταξιοδοτούνται προσλαμβάνεις έναν, τέσσερα κέντρα υγείας της επαρχίας θα μείνουν χωρίς ασθενοφόρο;

«Μας ρεζιλεύει στους ξένους, ο γελοίος» είπε.

-Με αυτά που γράφει, ποιος σοβαρός ξένος θα έρθει να επενδύσει; Άκου εκεί να μην υπάρχει ασθενοφόρο. Είπαμε να μειωθεί το κράτος, και εγώ φιλελεύθερη είμαι, αλλά ασθενοφόρο; Φαντάζεσαι να μας πάθει τίποτα η γιαγιά;

«Μη σε νοιάζει, αγάπη μου» της απάντησα. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Η περιοχή και τα γύρω χωριά μέχρι να φτάσεις στην Τρίπολη, έχουν πάνω από δέκα παπάδες. Όλο και κάποιος θα βρεθεί να την διαβάσει. Φτάνει να πιστεύει.».

– Μπα, θα πήγαινε αδιάβαστη η κακομοίρα. Την έχεις κάνει να μην πιστεύει. Πρώτη φορά φέτος δεν έφτιαξε φανουρόπιτα.

Με αυτά και με αυτά η μέρα περνούσε. Κόντευε τρείς το μεσημέρι. Είπαμε να φεύγουμε σιγά-σιγά.

Στην παράλληλη, με τα ζευγάρια των ιθαγενών, κινηματογραφική σκηνή των αλλοδαπών, οι μεν Ρουμάνοι εξακολουθούσαν να ανοίγουν μπύρες -πήραν μία από την ταβέρνα και τις υπόλοιπες από το τοπικό μπακάλικο- οι δε γυναίκες τους σηκωθήκανε από εκεί που είχανε καθίσει, και άρχισαν να μαζεύουν ομπρέλες, πετσέτες και κουβαδάκια. Φεύγοντας, μας χαμογέλασαν διακριτικά.

Έδειχναν ικανοποιημένες. Δεν ξέρω τι κάνανε προηγουμένως με τα χέρια τους μέσα στη θάλασσα, γιατί κάποια στιγμή βουτήξανε και παίζανε μέσα στη θάλασσα. Ας έκαναν ό,τι ήθελαν τα κορίτσια μεταξύ τους. Δεν με αφορούσαν οι ιδιαιτερότητες τους.

Οι Έλληνες τα μεσημέρια, μετά το μπάνιο, πάνε για ούζο και στη συνέχεια για ύπνο.

Ξυπνούν, πίνουν Ελληνικό, οι μερακλήδες τρώνε και κανένα σιροπιαστό -στην Αρκαδία συνηθίζουν δίπλα ή κουραμπιέ- παίζουν καμία παρτίδα τάβλι, και το βραδάκι αρχίζουν να ψάχνουν πού θα πάνε να καθίσουν για το κυρίως γεύμα.

Το θέμα, μετά την δική μας επιστροφή στο σπίτι, ήταν πού και τι θα φάμε το βράδυ.

Αν εξαιρέσεις τις μ@λακίες των γυναικών, «εγώ μια σαλάτα θέλω μόνο» ή «να φάμε κάτι ελαφρύ, γιατί θα έχω πάρει μισό κιλό», εμείς οι άντρες στα αρκαδικά χωριά ξέρουμε τι θέλουμε. Θέλουμε γουρνοπούλα.

Ντόπια έχω παντρευτεί. Είναι το μόνο καλό. Ξέρω ότι το βράδυ, από τη γουρνοπούλα που την βγάζουν στην γύρα, ψημένη στη θράκα και στρωμένη πάνω στο πάγκο με το χοντρό αλάτι, θα έχω εξασφαλισμένο από τον συμπατριώτη της συζύγου μου, τον κύριο Φώτη, το καλύτερο κομμάτι. Αυτό με τη μεγαλύτερη αναλογία από τα μαλακά του ζώου. Μας το φυλάει σε λαδόκολλα, με το πού βγάζει το ζώο από τη σούβλα.

Τον μικρό στείλαμε να παραγγείλει.

-Να του ζητήσεις από τα μαλακά. Να του πεις, ότι ο καλεσμένος μας έβαλε καινούργια θήκη στα δόντια του.

Ο Φώτης άκουγε και απαντούσε για λογαριασμό του μικρού.

-Σας έχω βάλει πλάτη, που είναι μαλακιά. Μην ανησυχείτε.

-Να του πεις να βάλει και καμία πέτσα του ζώου μέσα, όχι μόνο ψαχνό.

Άκουγε ό Φώτης τις οδηγίες που έδινα στο μικρό και κουνούσε το κεφάλι του.

Μας κοίταζε χαμογελώντας, περιμένοντας να τελειώσει τους πελάτες που εξυπηρετούσε.

Στο μεταξύ, ο μικρός ήρθε με τη λαδόκολλα τυλιγμένη στο χέρι -απορώ πως δεν του έπεσε το ιερό ζώο κάτω, γιατί συνηθίζει να κλωτσάει ότι βρει μπροστά του- και την ακούμπησε στο τραπέζι.

Πριν καν αρχίσουμε να τσιμπολογάμε, με τα χέρια φυσικά, πλησίασε ο Φώτης στο τραπέζι για να μας διευκρινίσει ότι η πέτσα είναι απαραίτητο συνοδευτικό.

«Είναι δυνατόν να μην βάλουμε πέτσα μέσα στη μερίδα, ρε πατριώτη; Τον πελάτη τον σεβόμαστε» μας είπε.

Με ψήστη που στέκεσαι πάνω από το κεφάλι σου, για λεπτομέρειες του φαγητού θα συζητήσεις.

-Φώτη, το ζώο, όταν κατέβει από τη σούβλα, το αλατίζεις καθόλου ή το αφήνεις με το αλάτι της προετοιμασίας, τον ρώτησα.

-Το αλάτι του πάγκου έχει μόνο, μου απάντησε. Βάλε εσύ όσο θέλεις από πάνω.

Τι ήτανε να έρθει η κουβέντα στο σωστό αλάτισμα. Σαν αστραπή πέρασε από το μυαλό μου η εικόνα του Τούρκου μάγειρα από το restaurant που άνοιξε στη Μύκονο.

-Ρε συ Φώτη, μια και είσαι πάνω από το τραπέζι μας, δεν μας το αλατίζεις, όπως κάνει ο Τούρκος μάγειρας, αυτός ο Salt Bae, στο φιλέτο που φτιάχνει στο μαγαζί του. Το ρίχνει από ψηλά σιγά-σιγά, με τους αγκώνες να σχηματίζουν την μικρότερη δυνατή οξεία γωνία. Η παλάμη του είναι σταθερή, δεν κουνιέται δηλαδή πέρα δώθε, όπως εσείς που ρίχνετε το αλάτι σαν να σπέρνετε χωράφι. Τα δάχτυλα του κινούνται σαν να χαϊδεύουν τις χορδές άρπας. Άντε, κάν’ το και συ, ρε Φώτη. Θα βγάλουμε photo να τη ποστάρουμε.

-Ρε πατριώτη, τι μ@λακίες μου λες; Με δεκατρία ευρώ το κιλό, που πληρώνεις την γουρνοπούλα, θέλεις να σου κάνω και performance;

Δεν είχε άδικο ο Φώτης. Πιθανόν να μην ήξερε και τι είναι η άρπα. Ή να την μπέρδεψε με την αρπαχτή. Γιατί ο Τούρκος που αλατίζει το κρέας από ψηλά, καλεσμένος από τους celebrities του μαγαζιού, κάνει αυτά τα καραγκιοζιλίκια και δέχεται να μπει σε selfies με τους πελάτες του, μόνο εάν το τραπέζι κάνει λογαριασμό πάνω από τρία χιλιάρικα.

Για ένα φαιδρό πρόσωπο της chef culture, φαιδρή θα είναι και η συζήτηση.

«Εγώ ξέρω ότι τον άνθρωπο δεν τον αφήνουν να δουλέψει» είπε η κουμπάρα που παρακολουθεί τα κοσμικά.

“Πήγανε από την Εφορία” συνέχισε, “και του κόψανε πρόστιμο, τριανταριά χιλιάδες. Γιατί, λέει, δεν έκοβε αποδείξεις. Λες και όλοι οι άλλοι, υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, νυχούδες κόβουνε. Στη Μαρούλα χτες, για μισή ώρα κόψιμο και βάψιμο σε πόδια- χέρια, πέντε ευρώ πλήρωσα και σε μετρητά μάλιστα. Κάρτα δεν έχει βάλει, γιατί δεν γουστάρει να της κρατάει η τράπεζα το τρία τοις εκατό.”.

Είναι γνωστό ότι στους θιασώτες του νεοφιλελευθερισμού το ψάρι δεν βρωμάει από το κεφάλι. Από την ουρά βρωμάει, και την ουρά πετάνε, πρώτη-πρώτη, στα σκουπίδια. Ήθελα, όμως, να ακούσω πού θα το πάει η κουμπάρα.

-Άκου ρε, οι αλήτες να πάνε και να σφραγίσουν του ανθρώπου το μαγαζί για δυο μέρες; Που ένας Θεός ξέρει πόσα έριξε για να το σηκώσει. Φαντάζεσαι να έχεις πάει στο νησί, να είσαι διατεθειμένος να κάνεις λογαριασμό τρία χιλιάρικα για να βγάλεις selfie με το μάγειρα και να το βρεις κλειστό; Με αυτά που κάνανε οι προηγούμενοι, πού να πατήσει άνθρωπος για επένδυση;

Δεν ήθελα να εξηγήσω στην φιλελέ κουμπάρα μας, ότι αυτού του είδους οι επιχειρηματίες δεν κάνουν επένδυση. Αφαίμαξη αδήλωτου εισοδήματος από μ@λάκες κάνουν.

Σκέφτηκα «Δεν γ@μιέται η μ@λακισμένη» και έδωσα τόπο στην αριστερή μου οργή.

Αργά το βράδυ, και, αφού είχανε φύγει τα παιδιά να πάνε στη πλατεία να παίξουνε, την ώρα που περπατούσαμε στο πεζόδρομο της παραλίας, και οι νοικοκυραίοι, όχι αυτοί που ξεπαστρεύουν τους Ζακ και δεν μιλάνε όταν τους καταστρέφουν τα μαγαζιά, όπως πολύ γλαφυρά περιέγραψε προεκλογικά ο Αρκάς -ξέχασε ο γελοιογράφος να πει ότι αυτοί οι νοικοκυραίοι δεν μιλάνε, ούτε όταν ακούν για παιδόφιλoυς πολιτικούς, νονούς, μαφιόζους, εμπόρους ναρκωτικών, βιζιτούδες της Βουλής που φωτογραφίζονται αγκαλιά με καταχραστές δημοσίου χρήματος- οι άλλοι οι νοικοκυραίοι, οι κανονικοί της επαρχίας, αυτοί τέλος πάντων που επιστρέφουν στα σπίτια τους για να κοιμηθούν με συντροφιά τους γρύλλους και την ηχώ του φλοίσβου, εκείνη λοιπόν την ώρα, συναντήσαμε τους Ρουμάνους σε μια παραλιακή ταβέρνα.

Την ταβέρνα με τα τραπέζια δίπλα στην αμμουδιά.

Φωτισμένη με εκείνες τις παλιές λάμπες, αυτές με το λευκό χρώμα. Όχι τις Led, που θυμίζουν νυχτερινό θάλαμο νοσοκομείου και χαλάνε το φεγγαρόφωτο, που πέφτει δίπλα στη θάλασσα.

Μας χαμογέλασαν οι Ρουμάνοι. Θυμήθηκαν, προφανώς, ότι στη παραλία καθόμασταν από πίσω τους. Αγνοούσαν ότι είχαν πυροδοτήσει, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της καλοκαιρινής μέρας, μια έντονη κοινωνικοπολιτική συζήτηση δυο ζευγαριών Ελλήνων.

Δυο ζευγαριών, κουμπάροι μεταξύ τους, μιας σχεδόν γειτονικής με τη δική τους βαλκανικής εθνότητας, που είχε την τύχη, να μη βρεθεί ποτέ στην ιστορία της μέσα στην κόλαση του υπαρκτού σοσιαλισμού.

Μιας εθνότητας, της ελληνικής, που σήμερα απολαμβάνει τον παράδεισο του δυτικού νεοφιλελευθερισμού.

Ήταν μόνα τους, τα δύο ζευγάρια των Ρουμάνων. Χωρίς τα παιδιά τους. Προφανώς, αποκαμωμένα από την κούραση του παιγνιδιού και του ήλιου, θα τα ‘χε φορτωθεί η γιαγιά.
Όπως ακριβώς θα έκανε και μια δική μας γιαγιά.

Χαιρετηθήκαμε με ένα απλό νεύμα, χωρίς να ανταλλάξουμε κουβέντα.

Είχαμε κοντοσταθεί δίπλα τους, χαιρετώντας αριστερά και δεξιά πατριώτες.

Χασομερούσαμε δηλαδή, λέγοντας ανούσιες καλοκαιρινές κοινοτοπίες: «Πότε ήρθατε», «πότε θα φύγετε», «πόσες μέρες θα μείνετε».

Στον χαμένο με τις χαιρετούρες χρόνο, είδαμε τους Ρουμάνους να σηκώνονται από το τραπέζι και να αναχωρούν άγνωστο για πού.

Το σίγουρο ήταν ότι δεν άφησαν πουρμπουάρ, γιατί ακούσαμε τον σερβιτόρο να βρίζει στην τοπική αργκό.

Στο δρόμο της επιστροφής, τους είχαμε πια μπροστά. Περπατούσαν αγκαλιασμένοι.

Οι άντρες πιθανόν να μην είχαν πάρει χαμπάρι, τι παιχνίδια κάνανε οι γυναίκες τους κάτω από το αρμυρίκι, και οι γυναίκες να μην ήξεραν, ότι οι άντρες τους στην ταβέρνα την είχανε πέσει στις γυναίκες των Γερμανών.

Παρατηρήσαμε ότι και τα δύο ζευγάρια έδειχναν ευτυχισμένα. Ακόμη και αυτός ο χοντρός, που όλο παρατηρήσεις έκανε στη γυναίκα του, την είχε αγκαλιάσει. Της χάιδευε απαλά τον ώμο.

Στη θέα των ζευγαριών, με έπιασε αγκαζέ και εμένα η σύζυγος μου.

Έγειρε το κεφάλι της στον ώμο και μου είπε τρυφερά:

-Μωρέ, μ’ αγαπάς η με έχεις βαρεθεί;

-Τι πράγματα είναι αυτά που περνάνε από το μυαλό σου βραδιάτικα; Φυσικά και σε αγαπάω.

-Και δεν με έχεις βαρεθεί, έτσι;

-Όχι, δεν σε έχω βαρεθεί.

-Ναι, αλλά δεν είσαι τρυφερός όπως παλιά. Είδες οι Ρουμάνοι; Ακόμη και αυτός ο αγροίκος, περπατούσε αγκαλιά με την γυναίκα του. Θα της έλεγε όμορφα λόγια.

-Μα και εγώ όμορφα λόγια λέω, ρε γυναίκα.

-Ναι, αλλά όχι σε μένα. Εγώ θέλω, αυτά που λες, να τα λες μόνο σε μένα. Και με την ευκαιρία, μωρό μου, τι έλεγες χθες βράδυ τόση ώρα σε αυτή τη ξελιγωμένη;

– Σε ποια, ρε γυναίκα;

-Μη κάνεις, πως δεν ξέρεις. Στην Αφροδίτη, τη ξαδέλφη της κουμπάρας μας. Μόλις σηκώθηκα και πήγα να χαιρετήσω τους θείους μου, ήρθε και κάθισε δίπλα σου στο τραπέζι. Μη χάσει την ευκαιρία.

-Α, στην ξαδέλφη της κουμπάρας.

-Ναι, σ’ αυτήν.

-Τίποτα, μωρέ. Της μιλούσα για την μετατροπή της ονειρικής ουτοπίας του σοσιαλισμού σε εφιάλτη διακυβέρνησης.

-Και καταλάβαινε από αυτά η Αφροδίτη; Θα με τρελάνεις τώρα.

-Ναι, καλέ. Δεν την άκουσες που έλεγε: «Τι ωραία που αναλύει ο Αλέξης την χαμένη ευκαιρία της αριστεράς; Μου αρέσει να ακούω αριστερούς να κάνουν αναλύσεις. Νοιώθω πολιτικό oργασμό».

-Εμένα δεν με ενδιαφέρει αυτός. Ο άλλος με ενδιαφέρει. Το ξέρεις ότι έχουμε να κάνουμε έρωτα πάνω από δύο εβδομάδες.

-Ε, και; Πολύ είναι; Άλλες γυναίκες έχουνε να κάνουμε σeξ πάνω από χρόνο.

-Και εσύ πώς το ξέρεις;
-Η κουμπάρα, ρε, στην παραλία, δεν σου έλεγε ότι η ξαδέλφη της έχει να πάει με άντρα πάνω από χρόνο;

-Δεν με ενδιαφέρουν τι κάνουν οι άλλες. Να κοιτάξουν να βρουν άντρα και να γαμηθούv. Εμείς τι κάνουμε έχει σημασία.

-Γυναίκα, δεν είσαι αλληλέγγυα. Σας έχει ποτίσει ο νεοφιλελευθερισμός με το ατομικό συμφέρον και αδιαφορείτε για τους γύρω σας.

-Αγόρι μου, είσαι σοβαρός; Δηλαδή, τι θες να κάνω; Να σε τυλίξω, να σου βάλω φιόγκο και να σε στείλω στην Αφροδίτη που έχει να γ@μηθεί πάνω από χρόνο;

-Όχι, δεν λέω αυτό. Αλλά να, πρέπει να δίνουμε σημασία στο πόνο του άλλου.

-Αγοράκι μου γλυκό, εσύ δεν δίνεις σημασία στο δικό μου πόνο και θέλεις εγώ να δίνω σημασία στον πόνο του άλλου;

-Έλα, ρε. Τι πόνο έχεις; Από τι υποφέρεις;

-Από έλλειψη έρωτα, Αλέξη. Θα κάνουμε επιτέλους σeξ; Δεν βλέπεις τους Ρουμάνους; Σίγουρα θα κάνουν απόψε. Εμείς, γιατί ρε γαμώτο;

-Οι Ρουμάνοι μπορεί να κάνουν, επειδή είναι σε ξένη χώρα. Διακοπές κάνουν οι άνθρωποι.

-Μα και εμείς διακοπές κάνουμε. Και μάλιστα στη χώρα μας.

-Γυναίκα, η χώρα δεν είναι δική μας. Είναι υποθηκευμένη από τον Βενιζέλο και τον Παπαδήμο για καμιά εκατοστή χρόνια.

-Έλα, άσε τις μ@λακίες τώρα. Τα πράγματα αλλάξανε. Έρχεται η ανάπτυξη και θα επανέλθει η κανονικότητα. Θέλω να μπεις κι εσύ σε μια τάξη. Δεν διάβασες τα αποτελέσματα της πρόσφατης έρευνα του Ανδρολογικού Ινστιτούτου;

-Όχι, δεν τα διάβασα.

-Γράφει ότι μετά τον Ιούλιο και την εκλογή της νέας Κυβέρνησης αυξήθηκε κατακόρυφα η συχνότητα της ερωτικής επαφής των Ελλήνων. Λοιπόν, είναι Σάββατο, είμαστε διακοπές στην εξοχή και για τα παιδιά έχω κανονίσει μετά την πλατεία να πάνε να κοιμηθούν στα ξαδέλφια τους. Θέλω να κάνουμε s-e-x απόψε. Το κατάλαβες;

– Ωχ, ρε γυναίκα, άσε με. Ένα Σαββατοκύριακο κατέβηκα στο χωριό να χαλαρώσω και να κάνω αυτοκριτική για τα λάθη και τις παραλείψεις της αριστεράς. Άσε με το καλό να γυρίσουμε σπίτι και βλέπουμε. Αφού το ξέρεις, εμείς οι αριστεροί δεν μπαίνουμε εύκολα σε προγράμματα συμμόρφωσης.

Γ.Κ.

(Αγαπητέ φίλε, χαιρετίζω την επική επιστροφή σας. Αν και το μπλογκ βρίσκεται στον 15ο χρόνο του, νομίζω πως ποτέ άλλοτε δεν μου πήρε πάνω από έξι ώρες για να ανεβάσω ένα κείμενο. Χαλάλι σας, όμως. Περιμένουμε και τα επόμενα πονήματα από τη χώρα της κανονικότητας. Να είστε καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.