Το ημερολόγιο ενός αριστερού μικροαστού

Ημερολόγια κρατούν, κατά κανόνα, οι γέροι, οι επαγγελματίες συγγραφείς και τα ρομαντικά κορίτσια.
Είναι οι πατημασιές που αφήνουν στο πέρασμά τους όσοι γράφουν ή περιγράφουν την καθημερινότητα που βιώνουν.

Τα ημερολόγια των κοριτσιών είναι συνήθως αδιάφορα, αφού κανέναν, εκτός των εραστών ή ερωτικών συντρόφων που επιθυμούν σφόδρα να διαβάσουν, κρυφίως, τι σκέφτεται η φίλη τους για αυτούς, δεν ενδιαφέρουν οι προσωπικές εξομολογήσεις ενός άγνωστου κοριτσιού.

Και όσο για τα ημερολόγια των συγγραφέων, αυτά είναι μετά θάνατον εκδοτικές επιμέλειες από κληρονόμους που επιχειρούν να ωραιοποιήσουν τον βίο του συγγραφέα και να αποκομίσουν, ει δυνατόν, και κάποιο οικονομικό όφελος από τα σχετικά δικαιώματα.

Των γέρων, όμως; Α, αυτά ενδιαφέρουν τα παιδιά ή τις χήρες, που -μετά θάνατον- βρίσκουν, καταχωνιασμένα σε συρτάρια, τα χειρόγραφα του μακαρίτη και νοσταλγούν ή βρίζουν, ανάλογα με τα γραφόμενα μέσα στις σελίδες των ημερολογίων.

«Γιαγιά, το ήξερες ότι ο παππούς είχε γκόμενα την κυρία Μαρία, από το απέναντι διαμέρισμα» λέει ο εγγονός – ο οποίος ξέθαψε το ημερολόγια από κάποια αποθήκη με εργαλεία-, γελώντας μεν ο ίδιος για τα κατορθώματα του παππού, αγνοώντας όμως ότι, είτε μπορεί να φέρει στην θύμηση της γιαγιάς τις περιπέτειες του άπιστου συζύγου της, είτε να φέρει σε γνώση της γιαγιάς άγνωστες ερωτικές λεπτομέρειες του βίου του μακαρίτη συζύγου της.

«Άσ’ τα, μη μου τα θυμίζεις αυτά τώρα» απαντάει η χήρα, εάν με τα χρόνια είχε συγχωρήσει τον παππού ή είχε αποδεχθεί σαν αναπόφευκτη πραγματικότητα την εξωσυζυγική συμπεριφορά του.

Ο αποθανών μεν δεδικαίωται, δηλαδή στερείται της δυνατότητας να πράξει άλλες αμαρτίες και όχι ότι του δίνουμε συγχωροχάρτι για όσα έκανε, αλλά οι ζώντες, όταν μαθαίνουν άγνωστες πτυχές από τον βίο του εκλιπόντα, δεν το έχουν σε τίποτα να αρχίσουν να τον βρίζουν και να εύχονται να μη λειώσει το αμαρτωλό κορμί του.

Των γέρων, λοιπόν, τα ημερολόγια είναι αυτά που ενδιαφέρουν. Και αξίζει να τα γράφουν, όταν το σώμα τους θυμάται αυτά που έζησαν και το μυαλό τους αυτά που πίστευε η ψυχή τους.

«Γυναίκα θα πεθάνω και δεν θα έχω αφήσει τίποτα στα παιδιά που να τους θυμίζει ότι είχαν πατέρα με προοδευτικές ιδέες. Ξέρεις, σκέφτομαι να φτιάξω ένα ημερολόγιο με τα γεγονότα που σημάδεψαν την καθημερινότητα ενός αριστερού ανθρώπου» είπα στη σύζυγο μου, σε μια στιγμή ηλικιακής κρίσης. Αυτές που συνήθως περνάνε οι άντρες που έχουν πατήσει, γερά πια, τα πενήντα.

-Ποια γεγονότα, μωρέ ψωνισμένε, μου απάντησε. Πήγες ποτέ σου εξορία, πήρες μέρος σε καμία αντίσταση, άφησες ποτέ την θέση σου για να κατέβεις σε απεργία;

-Το ξέρω, γυναίκα. Είμαστε άτυχοι, εμείς οι αριστεροί της γενιάς μου. Πού να βρεθεί εξορία από την μεταπολίτευση και μετά; Κατοχή από ξένους, στρατιωτική εννοώ, όχι οικονομική ή πολιτική, δεν είχαμε για να κάνουμε αντίσταση. Η μόνη αντίσταση που μας έμεινε να κάνουμε, ήτανε απέναντι στην επέλαση αυτού του οργουελικού νεοφιλελευθερισμού που ήθελε να ελέγξει την σκέψη και τις ιδέες μας. Και οι ιδέες μας αντιστάθηκαν, γυναίκα. Ξέρεις, μπορεί να μην άφησα ποτέ την θέση μου για να κατέβω σε απεργία, αλλά εκείνο που σίγουρα δεν άφησα είναι τις αριστερές θέσεις μου. Ξέρεις, λοιπόν, τι είμαι; Είμαι ένας σκεπτόμενος ανένταχτος αριστερός. Και έχω χρέος να αφήσω κάτι για τις επόμενες γενιές.

-Να σου πω εγώ τι είσαι για να μη με ζαλίζεις, αγάπη μου; Ένας μικροαστός υπάλληλος είσαι, που, όταν με το καλό -τρόπος του λέγειν- πεθάνεις, θα έχει περάσει αθέατος. Και στα κείμενά σου, μέσα από φάρσες γεγονότων ασήμαντων προσώπων αναδύεται η έμφυτη ροπή σου για την απενοχοποίηση της συμπεριφοράς των μικροαστών.

«Κάνεις λάθος» της απάντησα. Οι μικροαστοί είναι οι cheerleaders του αδυσώπητου αγώνα της εργατικής τάξης απέναντι στην ολιγαρχία του πλούτου. Αλλά, αν εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις την επαναστατική δυναμική που κρύβεται στη ροή των κειμένων μου και την ζύμωση που επιχειρείται για την μετάλλαξη του κοινωνικού συνόλου των μικροαστών σε επαναστατική μάζα, δεν φταίω εγώ. Σε λίγο θα με πεις και νοικοκυραίο.

Με βαριότανε φαίνεται και, για να κλείσει την κουβέντα, μου απάντησε:

-Εντάξει, είσαι επαναστάτης. Μπορείς τώρα, σε παρακαλώ, να με βοηθήσεις να αλλάξω μια λάμπα στην βεράντα.

-Γυναίκα, είσαι στα καλά σου; Οι επαναστάτες δεν αλλάζουν λάμπες.

Κάνοντας, λοιπόν, χρήση του εξυπνακισμού που διακρίνει τις ασήμαντες στιγμές της συζυγικής μας επικοινωνίας -και οι οποίες με απαλλάσσουν, φυσικά, από την ευθύνη εκτέλεσης ανιαρών καθηκόντων- άφησα την σύζυγό μου να πάει να κάνει μόνη της τις δουλειές που κάνουν συνήθως οι άλλοι σύζυγοι και εγώ ξεκίνησα να γράφω το ημερολόγιο σε μικρά, άτακτα αναφορικά με τον χρόνο του συμβάντος, αποσπάσματα.

Κρυφακουστής μιας ανάρμοστης σχέσης

Στο Πανόραμα της Θεσσαλονίκης. Μάης μήνας, σούρουπο, τρία χρόνια πριν.

Στο διπλανό μπαλκόνι του δωματίου μου, ένας άντρας και μια γυναίκα -εκείνος κοντά σαρανταπέντε, κάπου στα σαράντα εκείνη- βγαίνουν και κάθονται να καπνίσουν. Ο καθένας τους φοράει το λευκό μπουρνούζι του ξενοδοχείου, το οποίο δεν αποκλείεται να πήραν μαζί τους στη βαλίτσα φεύγοντας.

Οι ερωτικές φωνές που με ένταση διαπερνούσαν προηγουμένως τους τοίχους του δωματίου μου, δεν άφηναν καμία αμφιβολία ότι ο έρωτας που είχε προηγηθεί θα πρέπει να ήταν συγκλονιστικός.

Θα ήμουν αδιάκριτος αν έβγαινα και εγώ τάχα μου έξω -αυτό που κάνουν συνήθως οι περίεργοι – για να δω τα πρόσωπά τους. Μπορούσα, όμως, να ακούσω τι λένε.

Στον πειρασμό της κρυφακοής δεν αντιστάθηκα και αυτό με βοήθησε -δίκην αφανούς μάρτυρα- να μεταφέρω σχεδόν αυτούσιο τον μεταξύ τους επακόλουθο διάλογο.

Εκείνη (με νάζι): Όχι, ρε γαμώτο, δεν έπρεπε να το κάνουμε Είσαι και παντρεμένος.

Εκείνος (αδιάφορα): Μα, και εσύ είσαι.

Εκείνη (τάχα μου νευριασμένη): Άσε με, εμένα. Εγώ δεν τα πάω καλά με τον άντρα μου. Εσύ, όμως; Γιατί το έκανες αυτό στη γυναίκα σου; Αισθάνομαι τύψεις, γιατί αυτό που έκανα δεν είναι σωστό.

Εκείνος (παίρνοντας προηγουμένως βαθιά ρουφηξιά από το τσιγάρο του): Μα μαζί το κάναμε, ρε Μάνια.

Εκείνη (με αυξημένης έντασης θηλυκότητας χροιά της φωνής της): Όχι, δεν εννοώ αυτό. Να τώρα, θα θέλω να ξαναβρεθούμε. Αλλά, δεν πρέπει. Μου το υπόσχεσαι;

Εκείνος (Την έγραφε στα @ρχίδια του, και με το δίκιο του, γιατί δεν τον άφηνε να χαλαρώσει): Τι να σου υποσχεθώ;

Εκείνη: Ότι δεν θα ξαναβρεθούμε.

Εκείνος (Για να σταματήσει να τον ζαλίζει με μ@λακίες): Καλά, σου το υπόσχομαι.

Επικρατεί σιωπή. Μια από τις πλαστικές καρέκλες του γύφτου, αυτές που εξοπλίζουν την εξωτερική επίπλωση των δωματίων του ξενοδοχείου, φαίνεται να μετακινείται. Ο άντρας -αυτός είναι, το κατάλαβα από τις άγαρμπες κινήσεις του- πρέπει να σηκώθηκε και να επέστρεψε μέσα στο δωμάτιο.

Ακούγεται σε λίγο καζανάκι. Προφανώς, ο άνθρωπος πήγε για την ανάγκη του. Επιστρέφει, πρέπει να τεντώθηκε με τα χέρια σε διάσταση- τεκμαίρεται από επιφώνημα ανακούφισης – και της λέει: «Γαμάτο ηλιοβασίλεμα, έτσι Μάνια;»

Εκείνη (Αγνοεί την ρομαντική διάθεση του συντρόφου της και επιμένει να χαριεντίζεται): Ρε γαμώτο, γιατί το κάναμε;

Εκείνος (Λογικά, πρέπει να του έχει σπάσει τα @ρχίδια, αλλά αυτή την φορά δείχνει να της απαντάει στα σοβαρά): Ήταν το πεπρωμένο μας, Μάνια. Τι να πω; Μήπως και εγώ αισθάνομαι καλά; Τι νομίζεις; Δεν αισθάνομαι τύψεις για αυτό που έκανα κρυφά από την γυναίκα μου;

Εκείνη (Αγανακτισμένη, πως αλλάζει, ρε πoύστη μου, διάθεση από τη μία στιγμή στην άλλη η γυναίκα): Α, έτσι, ε! Όταν με γαμoύσες, ρε μ@λάκα, δεν αισθανόσουνα τύψεις; Τώρα που τελείωσες, σε πιάσανε;

Ο άντρας δεν απαντάει, η καρέκλα του, από το σύρσιμό της στο δάπεδο, θα πρέπει να μετακινήθηκε προς τη μεριά της. Για λίγα λεπτά δεν ακούγεται τίποτα, μέχρι που ακούω την Μάνια, να του λέει με τρυφερή φωνή: «Και είσαι και αριστερός, ανάθεμα σε»

Την Μάνια και τον φίλο τους δεν τους συνάντησα, για να έχω την εικόνα δύο άγνωστων σε μένα παραβατών της οικογενειακής πίστης.

Για κάποιο, αδιευκρίνιστο, λόγο την γεμάτη θηλυκότητα φωνή της Μάνιας, δεν μπόρεσα να την ξεχάσω.

Όλο εκείνο το βράδυ σκεφτόμουνα, πώς θα μπορούσε να κοιμάται μόνη μια τέτοια γυναίκα.

Περίμενα να την ακούσω και πάλι να μιλάει. Σαν τον Κρυφακουστή του Ιβάν Γκολ:

«Κρυφακουστής του ύπνου σου
Ακούω την τυφλή πιανίστρια
Να παίζει επάνω στις πλευρές σου
Ακούω τα μαύρα κύματα της νύχτας
Να σπάζουν στην τρυφερή σου περηφάνεια
Το ζώο της αγωνίας σκίζεται απ’ τις λόχμες σου
Και γέφυρες στο αιμάτινο ποτάμι σου γκρεμίζονται
Κρυφακουστής του ύπνου σου
Μετράω τους σφυγμούς του χρόνου μου»

Γ.Κ.

(Απόσπασμα από «Το ημερολόγιο ενός αριστερού μικροαστού»)

(Αγαπητέ φίλε, τα ημερολόγια και οι αλληλογραφίες των ανθρώπων έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, από την άποψη ότι αποδεικνύουν το πόσο μοιάζουν οι άνθρωποι, διάσημοι ή μη. Ξέρουμε από τις επιστολές του Σεφέρη στη Μαρώ πως, μεταξύ άλλων, της είχε γράψει «Είμαι ελεεινά καυλωμένoς, χρυσό, και δε σκέπτομαι τίποτε άλλο παρά πώς να σε γ@μήσω ατέλειωτα μια ολόκληρη νύχτα. Και δεν μπορώ να σου γράψω αλλιώς». Καυλώνoυν και οι νομπελίστες. Περιμένουμε με αγωνία τη συνέχεια του ημερολογίου. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.