Δέκα χρόνια
Σήμερα συμπληρώνονται 10 χρόνια από την ημέρα που πέθανε ο πατέρας μου. Ο Αύγουστος του 2004, ο ένδοξος Αύγουστος των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, είναι ο πιο μαύρος μήνας της ζωής μου. Αλλά τα χρόνια που περνούν, με κάνουν να βλέπω τα πράγματα αλλιώς.
“Ποτέ δεν ξεπερνάς απόλυτα τον θάνατο των γονιών σου” μου είχε πει ο παιδικός φίλος μου ο Λουκάς αργά το βράδυ της κηδείας του πατέρα μου, όταν όλοι είχαν πάει για ύπνο και καθόμασταν στη βεράντα του σπιτιού του πατέρα μου.
“Αλλά μαθαίνεις να ζεις με αυτό” συμπλήρωσε ο Λουκάς που είχε χάσει τον πατέρα του μερικά χρόνια πριν.
Είχε δίκιο.
Είναι κάπως περίεργο αλλά ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ πως μπορώ να γράψω και πως θα υπήρχαν αρκετοί άνθρωποι που θα διάβαζαν αυτά που γράφω.
Ο πατέρας μου δεν έμαθε ποτέ όλα αυτά τα όμορφα πράγματα που μου συνέβησαν τα τελευταία χρόνια.
Βέβαια, δεν τον εντυπωσίαζαν αυτοί που γράφουν -άλλα πράγματα εκτιμούσε στη ζωή- αλλά θα χαιρόταν.
Και γιατί δεν έγραφα πριν τον θάνατο του πατέρα μου;
Δεν ξέρω.
Μια καλή φίλη λέει πως ο πατέρας μου, αφήνοντας αυτό τον μάταιο κόσμο, μου άφησε όλη του την αγάπη και όλη του την δύναμη.
Με παρηγορεί αυτή η σκέψη, οπότε την κράτησα.
Οι δικοί μας άνθρωποι φεύγουν και μας αφήνουν την αγάπη τους και την δύναμή τους.
Ο πατέρας μου μου άφησε και την γάτα του. Νανά, Νανάκι, Αγκαλίτσα, έχει πολλά ονόματα. Νανά έλεγαν και την μαμά της.
Την λάτρευε αυτή τη γάτα. Όταν ήταν μωράκι, έμπαινε από το μανίκι του πουκαμίσου του και έβγαινε στο λαιμό του.
Για να πείσει την μητέρα μου -που είχε απηυδήσει πια με τα άπειρα σκυλιά που είχαν περάσει από το σπίτι μας και τα τρία σκυλιά που είχε εκείνη την εποχή- να την κρατήσουν, της είχε πει “αν φύγει η γάτα, θα φύγω κι εγώ από το σπίτι”.
Μια ημέρα πριν πεθάνει, είπε στη μητέρα μου “θέλω τα παιδιά μου και την γάτα μου”.
Η Νανά ήταν επτά χρονών όταν πέθανε ο πατέρας μου. Και σήμερα είναι δεκαεπτά. Δηλαδή, είναι μαζί μου δέκα χρόνια.
Για την ακρίβεια, δεν είναι μαζί μου, είναι πάνω μου συνέχεια. Μαζί τα έχουμε γράψει όλα.
Νομίζω πως δεν έχει αγαπηθεί άλλο γατί στον κόσμο όσο η Νανά.
Για εμάς, δεν είναι μια γάτα. Ήταν η γάτα του μπαμπά, οπότε, όταν την παίρνουμε αγκαλιά, είναι σαν να τον αγκαλιάζουμε.
Την φωνάζουμε και “κληρονόμο”.
Με ρωτάνε καμιά φορά πώς γίνεται και οι γάτες μας ζουν τόσα πολλά χρόνια· η Μελίνα, η άλλη μας γάτα, έζησε είκοσι χρόνια.
Νομίζω πως, αν τις αγαπάς, ζουν πολλά χρόνια.
Και οι άνθρωποι ζουν όσο τους αγαπάς.
Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου
Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.