Σαπουνόφουσκες

sapounofouskesΦίλε Πιτσιρίκο γύρισα πίσω στην σκανδιναβική ψύχρα, μετά από ένα τετραήμερο ηλιόλουστης ύπαρξης στην Αθήνα, και είπα να σου γράψω τις εντυπώσεις μου.

Οι μυρωδιές είναι παρόμοιες με τριανταφεύγα χρόνια πριν, σουβλακοτυροπιτάδικα σε κάθε γωνία αναδύουν εκστατικά αρώματα τα οποία δεν υπερκαλύπτονται πλέον από το λιγοστό (σε σχέση με δέκα χρόνια πριν) καυσαέριο.

Κοψίδι-Εξάτμιση σημειώσατε 1, συντριπτική ήττα θα έλεγα.

Την αίσθηση εντείνει το άρωμα άνοιξης/καλοκαιριού και ο σχετικά καθαρότερος ουρανός, το λιγότερο χαοτικό σύμπλεγμα ανθρώπων και αυτοκινήτων στο δρόμο που με κάνει να νιώθω πως όντως γύρισα στην Αθήνα των αρχών ΄80, και πως το χέρι που με κρατάει είναι της θείας μου και όχι της γυναίκας μου.

Λιγοστά κορναρίσματα, λιγοστός κόσμος που περπατάει περισσότερο παρά τρέχει.

Πού να παει άλλωστε; Το μέλλον είναι εκεί και πολύ πιθανό να έχει αποφασίσει να παραμείνει εκεί, οπότε μάταιη η βιασύνη.

Στο μετρό από το αεροδρόμιο περνάει μέσα από τα βαγόνια ένας όμορφος πιτσιρικάς με ντρέντλοκς, κέφι, ωραία φωνή, κιθαρούλα και ένα τεράστιο χαμόγελο.

Τζαμάρουμε μαζί τον ¨Μπάμπη τον Φλου”.

Η γυναίκα μου ντρέπεται και Σουηδοί και Έλληνες με κοιτάνε σα μαλ@κα.

Ξέρεις, στα τέτοια μου εμένα. Κρίμα μόνο που δεν τραγουδάω τόσο καλά και παίζει να τα πήρε ο νεαρός αλλά δε βαριέσαι, ξεκ@ύλωσα.

Φαί στην Πανόρμου γαμ@ει και κερνάω το τραπέζι που κάθομαι.

Οι συνάδελφοι με κοιτάνε εντυπωσιασμένοι και απορημένοι. Δεν έχουν δει τον λογαριασμό.

Τους λέω απλά πως με τα ίδια λεφτά που φάγαμε τον πάτο μας οχτώ άτομα, τρώμε σκουπίδια τέσσερις στη Σουηδία οπότε ντρέπομαι να μοιράσω το ποσό.

Οι μόνοι που δεν βρήκαν τον τρόπο ή την ευκαιρία να ανταποδώσουν ήταν μια Βραζιλιάνα, μια Λιβανέζα και μια Σουηδέζα.

Η αφιλοτιμία απλώνεται σε όλες τις κουλτούρες, ακόμα και τις θερμές. Γ@μήστε τα στερεότυπα λοιπόν.

Την επόμενη βόλτα σε μεγάλο γενικό νοσοκομείο της Αθήνας και μεταβατική μονάδα φιλοξενίας και επανένταξης.

Αρχίζουμε από τη μονάδα, καλά το πάμε.

Το κακό είναι πως για 5.000.000 κόσμο υπάρχουν 4 τέτοιες μονάδες με συνολικά 60 θέσεις.

Εδώ πάνω που παραπονιόμαστε έχουμε πάνω από διπλάσιες μονάδες και θέσεις για πέντε φορές λιγότερα άτομα στην
περιφέρειά μας.

Αντιστροφή σε σχέση με το τρεντ του φαγητού, τρως διπλά αλλά έχεις δέκα φορές χαμηλότερη πιθανότητα να βρεις θέση σε
μεταβατικό ξενώνα.

Μιλάω με τους φιλοξενούμενους, τους ρωτάω πως περνάνε εκεί, με ρωτάνε και αυτοί πώς τα περνάω εγώ, αν τα επιδόματα και οι συνθήκες είναι καλύτερες.

Δεν έχω δει ακόμα το νοσοκομείο και τους λέω πως πάνω κάτω τα ίδια μου φαίνονται.

Καθόμαστε στο τραπεζάκι κάτω από τα σκαλιά όπου το κάπνισμα επιτρέπεται και με έχουν ντουμανιάσει αλλά η παρέα τους είναι πολύ ευχάριστη και δεν θέλω να σηκωθώ πριν φύγουμε σαν γκρουπ.

Και ξαναφουντώνουν οι ενοχές επειδή δεν είχα κάτσει μαζί με τους φιλοξενούμενους σε έναν ξενώνα που επισκεφτήκαμε πρόπερσι στην βόρεια Σουηδία. Δεν θα επαναληφθεί.

Νοσοκομείο: Η κόλαση του Δάντη κλάνει μάντρες.

Πιστεύω πως οι Έλληνες, αν δεν ήμασταν αναγκασμένοι να μεταφράζουμε για τους Σουηδούς, θα είχαμε πηδήξει από το παράθυρο από την ντροπή.

Επόμενο στάδιο είναι η Λέρος.

Νοσοκόμοι και γιατροί δείχνουν να κάνουν το καλύτερο αλλά ούτε κρεβάτια ούτε τουαλέτες ούτε υλικά μπορούν να εμφανιστούν με μαγικά.

Οι δομές για μακροπρόθεσμο σχεδιασμό λείπουν.

Κάθε μέρα που περνάει, πείθομαι όλο και περισσότερο πως πρόκειται για έναν ταξικό πόλεμο, και φυσικά τον ρόλο των αμάχων τον έχουν οι ασθενείς και ειδικά οι ψυχικά νοσούντες.

Κατόπιν μίλησα με έναν συνάδελφο και μου εξήγησε πως αυτή η εικόνα παρουσιάζεται μόνο σε 2-3 γενικά νοσοκομεία και δεν είναι ενδεικτική.

Πάλι καλά σκέφτομαι, αλλά και 3 νοσοκομεία να είναι πάλι μιλάμε για καμιά εκατοντάδα ασθενών στην καλύτερη. Δεν είναι και λίγοι.

Σταματάω εδώ τα περί ψυχιατρικής γιατί είναι τραυματικά.

Τουλάχιστον οι ειδικευόμενοι και οι επιμελητές είναι καλά παιδιά και δουλεύουν πάνω από τις ανθρώπινες δυνατότητες για να βοηθήσουν τον κόσμο, και μας υποδέχτηκαν πολύ ζεστά παρά την κούρασή τους.

Την επόμενη ανεβήκαμε στην Ακρόπολη και επισκεφθήκαμε το μουσείο.

Οι εντυπώσεις ήταν ανάμεικτες.

Η χάικλασάτη κρασοκανάτα επιμελήτρια δεν ξεκόλλαγε τα μάτια από τους κώλους των αγαλμάτων και αναρωτιόταν πώς
γίνεται να ήταν τόσο όμορφοι όλοι τότε.

“Μα είμαστε ακόμα” της απάντησα με προσποιητή αδιαφορία.

Μπροστά σε μια κεφαλή του Διόνυσου παρατηρήσαμε όλοι πως μοιάζει με τον έναν Έλληνα συνάδελφο.

“Δεν είδα κανένα άγαλμα που να μοιάζει με εσένα”, μου είπε η κρασοκανάτα προς το τέλος της έκθεσης.

“Το αγοράκι με τον ωραίο κώλο που ήταν στην αρχή” της απάντησα.

Στο πρόσωπο δεν το είχε κοιτάξει καν το αγοράκι και τον κώλο μου δεν τον έχει δει. Θά ΄θελε.

Όπως και να ΄χει, δεν μπορούσε να με αμφισβητήσει. Ούτε να μου ζητήσει να ξεβρακωθώ μπροστά σε τόσο κόσμο
για να αποδείξω τα λεγόμενά μου.

Θά ΄θελε.

Ακολούθησαν συζητήσεις με μια Σουηδέζα συνάδελφο που αναρωτιόταν αν τα πράγματα έγιναν όπως υποστηρίζουμε ή αν τα μάρμαρα έπεσαν από κάπου, έφτιαξαν αυτά που βλέπουμε και κατόπιν εμείς αισθανθήκαμε την ανάγκη να σκεφτούμε ιστορίες που να ταιριάζουν και να εφεύρουμε πολύπλοκους μαθηματικούς τύπους που να εξηγούν τις αρχιτεκτονικές κατά τη γνώμη
της ατέλειες του Παρθενώνα.

Η κατάληξη ήταν να της πω στο βραδινό τραπέζι μπροστά σε όλο τον κόσμο ότι υπάρχουν και κάτι πράγματα που λέγονται βιβλία και πως. αν τα διαβάσει κανείς, έχουν εκπληκτικό αποτέλεσμα στον ανθρώπινο εγκέφαλο.

Αποφεύγω να συζητώ με βλάκες και να τους προσβάλλω, αλλά ήταν υπερβολική η δόση ηλιθιότητας, κόντεψα να πεθάνω.

Είχα ανέβει και 19 ορόφους με τα πόδια στο ξενοδοχείο πριν μια ώρα γιατί τα ασανσέρ ήταν απροσπέλαστα λόγω εκατοντάδων πιτσιρικάδων που είχαν έρθει εκδρομή, οπότε δεν είχα και πολύ όρεξη για μαλ@κίες.

Στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου εκείνο το βράδυ πίνουμε το ποτό μας με κάποιους από τους συναδέλφους.

Ο Ούβε, καλός μου φίλος, με ρωτάει, δείχνοντας την φωτισμένη Ακρόπολη απέναντι, τι θα σκέφτονταν οι Έλληνες αν μας έβλεπαν τώρα από εκεί πάνω.

Του απαντάω πως θα σκέφτονται ότι μάλλον ήταν κρίμα που ανατινάχτηκε μόνο ο μισός ναός, γιατί ούτε τον μισό που έμεινε δεν αξίζουμε.

Ανεβαίνοντας εκείνο το πρωί στην Ακρόπολη είχα σταθεί στον ίσκιο μιας ελιάς και σαν κάτι να με προσκάλεσε να την αγγίξω.

Η αίσθηση στο χέρι ήταν τόσο ευχάριστη και οικεία που δεν άφησα ελιά αθώπευτη.

Χούφτωσα, βέβαια, και άλλα δέντρα αλλά οι ελιές ήταν οι πιο ωραίες.

Κατεβαίνοντας λοιπόν την Διονυσίου Αρεοπαγίτου, εκεί που έχω ακουμπήσει σε ένα δέντρο και προσποιούμαι πως τάχα περιμένω την υπόλοιπη παρέα ενώ στην πραγματικότητα ζουλάω τον κορμό, ακούω κάτι μπόμπιρες να γελάνε δυνατά με ενθουσιασμό.

Ένας τύπος έχει έναν κουβά με σαπουνόνερο και κάνει τεράστιες σαπουνόφουσκες τις οποίες κυνηγάνε γελώντας και φωνάζοντας μερικοί χοροπηδηχτοί μικρούληδες.

Λίγο πιο δίπλα οι μαμάδες τους γελάνε δυνατά και ένας τύπος τους τραβάει φωτογραφίες.

Σκέφτομαι πως ο φωτογράφος θα είναι ή ο μπαμπάς, ή κανένας ανώμαλος με φετίχ για τις φούσκες, ή ο Πιτσιρίκος.
.
Δεν ξέρω αν με είδε ο φωτογράφος, αλλά αν έπεσε το βλέμμα του επάνω μου υποθέτω πως σκέφτηκε πως ο μουσάτος που κάθεται και ζουλάει το δέντρο με αδιάφορο ύφος θα είναι ή γεωπόνος, ή κανένας ανώμαλος με φετίχ για τα δέντρα, ή ο Βασίλης.

Προσπέρασα και συνέχισα να κατηφορίζω αφήνοντας τους χαρούμενους πιτσιρίκους πίσω μου.

Με φιλικούς χαιρετισμούς από την Σκανδιναβία

Βασίλης

Υ.Γ. Ο καλός μου φίλος Ούβε εντυπωσιάστηκε απ΄όλα όσα είδε, και συνάντησε. Μεταξύ άλλων, συνάντησε έναν τύπο που τον χτύπησε στην πλάτη για να του δείξει πως του έχει πέσει το πορτοφόλι εκεί που περίμενε το λεωφορείο και τον κόσμο που με τον που τον έβλεπε να ανοίγει τον χάρτη έτρεχε να τον βοηθήσει να βρει τον δρόμο. Αποκορύφωμα ένας πωλητής στη
λαϊκή που την ώρα που τα μάζευε να φύγει του χάρισε μια σακούλα πορτοκάλια αντί να του πουλήσει ένα πορτοκάλι που ζήτησε. Ρε μπας και χρειαζόμαστε καμιά δεκαριά μνημόνια να γίνουμε άνθρωποι;

Υ.Γ.2 Και για να μην το ξεχάσω: Εκεί λοιπόν που την έχω πέσει στο ξενοδοχείο ένα απόγευμα κάνω το λάθος και ανοίγω τηλεόραση ενώ παίζει ειδήσεις από την βουλή. Και τι βλέπω; Ο Αλέτσις να μιλάει σαν να ακούγεται ο Σαμαράς. Αλλάζει στα καπάκια και βλέπω τον Κούλη να μιλάει σαν να ακούγεται ο Αλέτσις πριν 2-3 χρόνια. Σοκ και δέος, αλλά τίποτα δεν μπορεί να με προετοιμάσει για αυτό που ακολουθεί. Το ρεπορτάζ σταματάει και στην οθόνη εμφανίζεται ένα ζόμπι. Μάτια ορθάνοιχτα και γεμάτα απορία και έκπληξη, γιατί το πλάσμα ξέρει πως έχει πεθάνει αλλά παρ΄όλα αυτά ζει. Η σάρκα κρέμεται και το όλο θέαμα είναι φριχτό. Μαλ@κα μου σκέφτομαι, η Τρέμη. Άραγε να μυρίζει και σαν πτώμα; Η σαπίλα μερικών ανθρώπων αρχίζει και βγαίνει και εξωτερικά πλέον.

(Αγαπητέ Βασίλη, τέσσερις μέρες πήγες στην Ελλάδα και έγινες άλλος άνθρωπος. Έφυγε η Σουηδία από πάνω σου. Βασίλη, για τις κοινωνικές δομές -και την κατάσταση στον χώρο ης Υγείας- δεν λέω κάτι, τα ξέρουμε όλοι. Ναι, οι Έλληνες είναι πολύ πιο ανθρώπινοι σε σχέση με την κατάσταση που βρίσκονταν πριν την χρεοκοπία. Και η Αθήνα είναι πιο ανθρώπινη. Οι οδηγοί σταματούν για να περάσουν οι πεζοί. Πριν, μόνο σε όνειρο. Το πιο αγαπημένο μου στην Διονυσίου Αρεοπαγίτου δεν είναι οι ελιές αλλά το δεντρολίβανο. Είναι γεμάτη. Από κει έπαιρνα δεντρολίβανο για να μαγειρέψω. Βασίλη, εγώ δεν είμαι ο τύπος που τραβούσε φωτογραφίες τις σαπουνόφουσκες. Είμαι αυτός που κυνηγάει όλες τις σαπουνόφουσκες και τις σπάει, ενώ οι φίλοι μου φρικάρουν και κάνουν πως δεν με ξέρουν. Να είσαι καλά, Βασίλη. Σου εύχομαι πολλές Ελλάδες.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.