“Ζήσε μέχρι δακρύων”

Γεια σου, φίλε μου Πιτσιρίκο,
Θυμάμαι παλιότερα στο μπλογκ, όποτε ερχόταν ο κόμπος στο χτένι από τα πράγματα γύρω μας, που ξεκινούσαν συζητήσεις για την αποδοχή.

Και πάντα βρισκόμουν ανάμεσα σε αυτούς που έλεγαν ότι η αποδοχή δεν σημαίνει παραίτηση, αλλά την αντίληψη ότι τα πράγματα στη ζωή δεν είναι ούτε αμιγώς καλά, ούτε αμιγώς κακά. Τα πράγματα απλά είναι. Το ότι τα βλέπουμε ‘καλά’, ή ‘κακά’, είναι θέμα του παρατηρητή, και των ιδεών που κουβαλάει στο κεφάλι του, παρά κάποιας τελεολογικής αλήθειας.

Φυσικά, έμπνευση για τον παρόν ήταν ο φίλτατος Βασίλης, ο οποίος κάθε άλλο παρά μάταια τα βλέπει τα πράγματα, αφού, αν ήταν έτσι, θα ήταν μάταιο να καθίσει να γράψει ό,τι γράφει, πόσω μάλλον να τα στείλει στον Πιτσιρίκο, και να τα μοιραστεί με όλους εμάς.

Άλλο ματαιότητα, και άλλο αποδοχή.

Όποιοι νομίζετε ότι η ζωή είναι μόνο άσχημη, μάλλον δεν έχετε πάει στην νότια Κρήτη, δεν έχετε κάνει έρωτα, δεν έχει ερωτευτεί παράφορα, δεν έχετε παίξει, δεν έχετε τραγουδήσει, δεν έχετε χορέψει, και δεν έχετε γνωρίσει την θάλασσα και το βουνό.

Σε προσωπικό επίπεδο, το ποτήρι μου δεν είναι ούτε μισό άδειο, ούτε μισό γεμάτο, γιατί το δικό μου ποτήρι, την τελευταία φορά που κοίταξα, ήταν άδειο, άρα κάποιο καθίκι ήπιε από το ποτήρι μου.

Κάποιοι άλλοι, πιτσιρίκοι, έχουν χεσμένα τα ποτήρια, και πίνουν από το μπουκάλι. Εγώ τους βγάζω το καπέλο.

Γι’ αυτό και το θέμα μου είναι πάντα η επανεξέταση των ιδεών που κουβαλάμε. Γιατί εκεί κρίνεται το παιχνίδι της ζωής.

Για παράδειγμα, η ουσία δεν είναι αν είσαι ‘καλός’, ή ‘κακός’ άνθρωπος. Γιατί, αν είμαστε ειλικρινείς με τον εαυτό μας, με κάποιες εξαιρέσεις, φυσικά, που απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα, όλοι είμαστε και καλοί και κακοί άνθρωποι, ανάλογα την περίσταση.

Για την Μπλόντι, το γερμανικό ποιμενικό σκυλί του Χίτλερ, ο Αδόλφος ήταν ο πιο καλός και γλυκός άνθρωπος στον κόσμο.

Μάλιστα, ο Χίτλερ την πήρε μαζί του και στο καταφύγιο μαζί με την Εύα Μπράουν, η οποία, ενώ συμμεριζόταν την αγάπη και τον θαυμασμό της Μπλόντι προς τον Αδόλφο, λένε ότι δεν συμπαθούσε καθόλου την γλυκιά σκυλίτσα, αφού ο Αδόλφος την άφηνε να κοιμάται μαζί του στο κρεβάτι.

Βέβαια, αυτό μπορεί να λέει περισσότερα για το πόσο σπουδαία σκυλίτσα ήταν η Μπλόντι.

Η ουσία, λοιπόν, δεν είναι αν είσαι καλός άνθρωπος, ή κακός άνθρωπος, αλλά το τι είναι ‘καλό’, τί είναι ‘κακό’, και ποιος το καθορίζει αυτό. Το καθορίζεις εσύ ο ίδιος, ή οι άλλοι για σένα; Αφορά μόνο εσένα αυτό το καλό, ή τους αφορά όλους;

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι όλα τα πράγματα υποκειμενικά σε αυτή τη ζωή, όσο κι αν θα βόλευε απείρως περισσότερο, από το να μην ήταν.

Δεν χρειάζεται να είσαι φτωχός, για παράδειγμα, για να γνωρίζεις ότι η φτώχεια είναι κακό πράγμα. Είναι κακό πράγμα είτε είσαι φτωχός, είτε είσαι πλούσιος.

Οι πλούσιοι, παρότι ξέρουν ότι η φτώχεια είναι κάτι κακό, πιστεύουν πως οι φτωχοί αξίζουν να είναι φτωχοί, και κατά συνέπεια, ότι αυτοί αξίζουν να είναι πλούσιοι.

Δεν το λέω εγώ, οι ψυχίατροι το λένε.

Αυτό, όμως, έχει λίγα πράγματα να πει για την φτώχεια, και πολλά για τον πλούσιο που το πιστεύει.

Άλλωστε, το πρόβλημα δεν είναι ότι οι πλούσιοι πιστεύουν ότι οι φτωχοί αξίζουν να είναι φτωχοί, αλλά ότι οι φτωχοί πιστεύουν ότι αξίζουν να είναι φτωχοί.

Γιατί να τον σεβαστώ τον φτωχό, σου λέει ο πλούσιος, αν δεν σέβεται ο ίδιος τον εαυτό του;

Κι αν τον σέβεται τον εαυτό του, γιατί σκύβει το κεφάλι του μπροστά μου και μου κάνει τεμενάδες;

Γιατί υπακούει στις εντολές μου χωρίς την παραμικρή αμφισβήτηση, και όταν τον στέλνω να σκοτώσει και να σκοτωθεί, αυτός με χαιρετά στρατιωτικά, και πάει;

Γιατί υπομένει την εργασιακή του εξαθλίωση, αρνούμενος πεισματικά να εξεγερθεί;

Πώς να σεβαστείς κάποιον που δεν σέβεται τον εαυτό του;

Για τον λόγο αυτό, οι πλούσιοι παραμένουν πλούσιοι, και συνεχίζουν να υποτιμούν την νοημοσύνη των φτωχότερων, γνωρίζοντας, ότι οι ίδιοι οι φτωχοί υποτιμούν την νοημοσύνη τους πριν από αυτούς, αποδεχόμενοι τον ρόλο που έχει επιλέξει γι’ αυτούς η κοινωνία, αναλόγως σε ποια κοινωνική τάξη έχουν γεννηθεί, και αποδεχόμενοι πλήρως τους πλούσιους ως αφεντικά τους, διαχειριστές της κοινωνικής τους ζωής, και της ζωής των παιδιών τους, για τα οποία όλοι θέλουν το καλύτερο, αρκεί να μην χρειαστεί να συγκρουστούν με την εξουσία για να τους το δώσουν.

Είπαμε, τα παιδιά μας είναι η ζωή μας, το μέλλον μας, το φως των ματιών μας, αλλά μην το χέσουμε κιόλας.

Όλοι όσοι δεν είναι φτωχοί, τρέμουν την ιδέα του να γίνουν. Την τρέμουν τόσο πολύ, που προτιμούν να κρατήσουν αυτά που τους επιτρέπεται να έχουν, παρά να διεκδικήσουν αυτά που δικαιούνται, δικαιωματικά, επειδή απλά υπάρχουν.

Αυτό είναι το πρόβλημα. Και γι’αυτό, δεν είναι όλα υποκειμενικά σε αυτή τη ζωή. Καλά θα ‘ταν, αλλά δεν είναι τόσο απλό το θέμα.

Οι πλούσιοι, βέβαια, την δουλειά τους κάνουν, όπως και οι φτωχοί, που δεν έχουν χρόνο ούτε να ελπίζουν σε κάτι καλύτερο, αλλά ούτε και να απελπιστούν, γιατί πριν τα κάνουν αυτά, αυτό προϋποθέτει ότι έχουν εξασφαλίσει το επόμενο τους γεύμα.

Όπως δήλωσε στην Oxfam και μια Ινδή που εργάζεται 20 ώρες την ημέρα για να συντηρήσει την οικογένειά της, “Δεν έχω χρόνο ούτε να πεθάνω.”

Αυτό που δεν θέλω να κάνω ποτέ, Πιτσιρίκο, στο έχω ξαναπεί στα μεταξύ μας, όσο κι αν μεγαλώσω, είναι να επιστρέψω στον εαυτό μου να γίνει κυνικός, σαν κάτι αριστερούς που, αφού ηττήθηκαν στους δικούς τους αγώνες και δεν κατάφεραν να δουν την αλλαγή στην ζωή τους μέχρι τα 40, τώρα που βάρυναν, οδηγούνται στο συμπέρασμα ότι είναι αδύνατο να αλλάξουν τα πράγματα, προφανώς προς το καλύτερο, γιατί για το χειρότερο είμαι πολύ σίγουρος.

Αν δεν μπορούν να το κάνουν αυτοί και η γενιά τους, τότε κάθε προσπάθεια, κάθε διεκδίκηση είναι μάταιη, και στο τέλος το μόνο που έχει νόημα είναι η καρεκλίτσα στο έδρανο της Βουλής, ή μια θεσούλα και ένας καλός μισθός.

Άλλο αποδοχή, κι άλλο κυνισμός, νομίζω ότι καταλαβαίνουμε την διαφορά.

Επειδή, όμως, και εγώ είμαι άκρα απαισιόδοξος για τις ελπίδες της ανθρωπότητας στο εγγύς μέλλον, μερικές φορές νομίζω ότι είναι απλά νοητική παγίδα, εξαιτίας της ηλικίας και της ιστορίας των απογοητεύσεων που έχουμε βιώσει, να θεωρεί κανείς ότι τίποτα δεν θα αλλάξει ποτέ, και ότι όλα είναι μάταια, επομένως γιατί να ασχοληθεί κανείς.

Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι, ότι είναι πολύ μπερδεμένο το πράγμα, για βεβαιότητες, και πολλές φορές το προσωπικό με το κοινωνικό καθρεφτίζονται.

Τα προσωπικά προβλήματα, τα προσωπικά ψυχικά τραύματα με τα οποία παλεύουμε όλοι οι άνθρωποι, ασχέτως αν το γνωρίζουμε ή όχι, ακόμα και οι γενετικές μας προδιαθέσεις, για τις οποίες δεν έχουμε κανέναν έλεγχο, καταλήγουν πολλές φορές να καθρεφτίζονται στο πώς αντιλαμβανόμαστε τα κοινωνικά προβλήματα και τα κοινωνικά “τραύματα” που βιώνουμε, καθώς η κοινωνία συνεχίζει να αλλάζει και να προσαρμόζεται κάθε δεκαετία στα νέα δεδομένα του καπιταλισμού.

Ενός συστήματος, δηλαδή, το οποίο έχει γίνει η μόνη σταθερά στην ζωή μας, μετά τον θάνατο και τους φόρους.

Να, βρήκαμε κι άλλα πράγματα που δεν είναι υποκειμενικά, αν και για τους φόρους δεν είμαι τόσο σίγουρος. Παλιά αυτά.

Εσύ και εγώ μπορούμε να τα βλέπουμε τα πράγματα σκατά και απαισιόδοξα, επειδή μπορούμε να κοιτάξουμε πίσω από το παραβάν σε κάποια πράγματα, επειδή διαβάσαμε, σκεφτήκαμε, συζητήσαμε, προβληματιστήκαμε κλπ, αλλά η πικρή αλήθεια είναι ότι ο περισσότερος κόσμος δεν έχει ιδέα από αυτά που συζητάμε κατά καιρούς.

Και δεν το λέω από κάποια έπαρση, ότι εγώ γνωρίζω κάποια μοναδική αλήθεια, ή κάποιο μυστικό. Απλά, δεν τα έχουν σκεφτεί ποτέ, ή έχουν ασχοληθεί επιφανειακά, διαβάζοντας μόνο την λεζάντα.

Ακόμα και άνθρωποι οι οποίοι είναι μορφωμένοι, όπως διαπιστώνω συχνά από συζητήσεις, είτε με νεότερους, είτε με γηραιότερους, αδυνατούν να δουν αυτό που για μένα και για πολλούς άλλους, για κάποιο μυστήριο λόγο, είναι τόσο προφανές και αυτονόητο: Ότι αυτό το γαμημέvο σύστημα είναι σάπιο, πρέπει να το καταστρέψουμε, και να δημιουργήσουμε κάτι καινούργιο.

Στα δικά τους μάτια, δεν υπάρχει κάτι που να μην διορθώνεται πετώντας του λεφτά. Οπότε το πρόβλημα είναι πάντα ότι δεν έχουμε αρκετά φράγκα.

Και όπως λέει και ο Άρης, αν η λύση για κάποιο πρόβλημα είναι τα φράγκα, τότε μιλάμε για τελείως ηλίθιο πρόβλημα.

Απλά, κάθε φορά που απελπίζομαι, σκέφτομαι ότι για έναν ακτήμονα την εποχή του Λουδοβίκου, αν του έλεγε κανείς ότι σε μερικούς μήνες ο Λουδοβίκος θα έχανε το κεφάλι του, νομίζω ότι θα γελούσε και θα τον περνούσε για τρελό. Κάποια πράγματα, απλά δεν μπορούμε να τα φανταστούμε.

Το ότι εμείς δεν θα ζήσουμε πότε τις αλλαγές που ονειρευτήκαμε όταν ήμασταν νέοι, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτές δεν θα πραγματοποιηθούν κάποια στιγμή.

Και το πιο πιθανό, που συνήθως μας διαφεύγει, είναι ότι μάλλον αυτές οι αλλαγές που θα έρθουν, δεν θα είναι αυτές που θέλουμε και ονειρευόμαστε εμείς, θα είναι κάποιες άλλες, που δεν έχουμε καν διανοηθεί αυτή τη στιγμή.

Και δεν μπορούμε να τις διανοηθούμε, με την ίδια λογική που κανένας δεν μπορούσε να διανοηθεί τις αλλαγές που οδήγησαν στην παρούσα κοινωνία του 2021, μόλις είκοσι χρόνια πριν, το 2001, όσο μέσα στα πράγματα κι αν ήταν.

Οπότε, από πού και ως πού είμαστε τόσο σίγουροι για την ματαιότητα του θέματος;

Κανείς δεν ξέρει. Το άγνωστο, είναι συνήθως πολύ πιο τρομακτικό από οτιδήποτε έχουμε αντιμετωπίσει στη πραγματική μας ζωή, αυτό είναι αλήθεια, αλλά για αυτό είναι άγνωστο, γιατί κανείς δεν ξέρει.

Την ίδια στιγμή, δεν είναι και λίγο, να, πως να το πω …υποκριτικό, από τη μία να θαυμάζουμε ανθρώπους σαν τον Assange και τον Snowden, και την ίδια ώρα να λέμε ότι τίποτα δεν έχει νόημα και όλα είναι μάταια.

Για να σεβόμαστε τις πράξεις αυτών των ανθρώπων, αυτό υποδεικνύει την ύπαρξη νοήματος, αλλιώς είτε είσαι ο Julian Assange, είτε είσαι ο πορτοκαλί μαλάκας, ο Donald Trump, είναι το ίδιο πράγμα.

Δεν είναι.

Κακά τα ψέματα, η αλήθεια είναι ότι κανένας δεν βρίσκεται σε αυτή τη θέση επειδή το θέλει. Σε κάποια στιγμή του παρουσιάζεται μία κατάσταση, πρέπει να κάνει μία επιλογή, και η μία επιλογή τον οδηγεί στην άλλη, και στο τέλος λατρεύεται από κάποιους ως ήρωας, ή ως μάρτυρας, και από κάποιους άλλους ως διάολος, και ως προδότης.

Εσύ, νοητικά μπορεί να λες ότι εγώ δεν είμαι τέτοιος τύπος, σαν τον Assange και τον Snowden, αλλά δεν ξέρεις πώς θα αντιδρούσες αν ήσουν στην θέση τους. Το μόνο που ξέρεις, είναι ότι δεν θα ήθελες να έχεις υποστεί τις συνέπειες αυτής της επιλογής τους.

Χαίρω πολύ, ούτε αυτοί είχαν τέτοια πρόθεση. Κανένας δεν είναι από την φύση του ήρωας ή πρότυπο.

Στους χιλιάδες αναλυτές, επί δεκαετίες, στις υπηρεσίες ασφαλείας των ΗΠΑ, πάντα υπήρχε η πιθανότητα ότι κάποιος, κάπου, σε κάποιο γραφείο, να σκεφτεί ότι “ώπα, ως εδώ, αυτό είναι λάθος και πρέπει να κάνω κάτι γι’ αυτό”.

Γι’ αυτό και υπάρχουν πρωτόκολλα ασφαλείας, για να τα προλαμβάνουν αυτά τα πράγματα. Γιατί αυτοί που τα σχεδιάζουν, ξέρουν, ότι οι ήρωες δεν γεννιούνται, άλλα φτιάχνονται από τις περιστάσεις, και το πότε θα εκδηλώσουν κάτι πέραν του προσωπικού τους συμφέροντος είναι κάτι τελείως τυχαίο, που δεν μπορεί να το προβλέψει κανείς.

Το θέμα δεν είναι όμως οι “ήρωες”, ούτε ότι πρέπει ντε και καλά να ταυτίσουμε τα ιδανικά μας με τις πράξεις μας, γιατί, αν μπορούσαμε να το κάνουμε αυτό τόσο εύκολα, τότε δεν θα ήταν ιδανικά, και ο κόσμος θα ήταν ήδη καλύτερος από ότι είναι.

Αυτά είναι για next level καταστάσεις, και νομίζω είμαστε μακριά από αυτό.

Κανείς δεν πιστεύει πραγματικά ότι όλα είναι μάταια, γιατί αν το πιστεύαμε πραγματικά, αυτό θα ήταν ένα αβάσταχτο βάρος, και θα έπεφταν κορμιά από ταράτσες κατά ριπάς, ενώ οι εταιρίες με τα ξυραφάκια, όπως λέει και ο Βασίλης, θα έσπαγαν ρεκόρ κερδών.

Και μπορεί να μην θέλουμε να τραβήξουμε ότι τραβάει αυτή τη στιγμή ο Julian Assange, αλλά δεν θα γινόμασταν ποτέ από επιλογή Donald Trump, γιατί αλλιώς δεν θα ήμασταν αυτοί που είμαστε, θα ήμασταν κάποιοι άλλοι.

Εν κατακλείδι, η ματαιότητα και η απαισιοδοξία είναι γεροντικές παθήσεις. Και βρίσκω κάποιες φορές τον εαυτό μου να πάσχει και από τις δύο.

Και δεν αναφέρομαι στην ματαιότητα με την έννοια της αναποτελεσματικότητας, του να αποτυγχάνεις συνεχώς αλλά να μην αλλάζεις μέσα, ή τακτική, στην οποία αναφέρθηκε σε ένα σημείο ο Βασίλης στο κείμενό του, η οποία δεν είναι στην ουσία ματαιότητα, αλλά παλιά καλή ανθρώπινη ηλιθιότητα.

Εγώ αναφέρομαι στην ματαιότητα με την παραδοσιακή της έννοια, την έννοια της απουσίας κάποιου νοήματος σε όλο αυτό το περίεργο πανηγύρι του ό,τι να ‘ναι, που λέμε ζωή, και το τι αυτό σημαίνει.

Γιατί έχει σημασία, όπως έχουν δείξει κάποιοι αδικοχαμένοι, όπως ο Νίκος Πουλαντζάς, ο Δημήτρης Λιαντίνης, και πολλοί άλλοι που δεν μπορείς να τους βρεις στο wikipedia.

Η πικρή αλήθεια των πραγμάτων έτσι όπως τα βλέπω εγώ σήμερα, είναι ότι η ματαιότητα ως η ύστατη μορφή απαισιοδοξίας, είναι μια πολυτέλεια για όσους έχουν την ζωή τους εξασφαλισμένη, και δεν έχουν προβλήματα επιβίωσης.

Ένας άνθρωπος που παλεύει με τα κύματα στο Αιγαίο, δεν μπορεί να είναι ούτε μάταιος, ούτε απαισιόδοξος, μπορεί μόνο να κολυμπάει. Το ίδιο και ένας άνθρωπος που δουλεύει για το μεροκάματο.

Είναι αξιοσημείωτο ίσως, ότι μεταξύ των χωρών με τις λιγότερες αυτοκτονίες σε αναλογία πληθυσμού, συγκαταλέγονται χώρες όπως η Συρία, η Ιορδανία, η Βενεζουέλα, οι Ονδούρες, και οι Φιλιππίνες. Για την Αντίγκουα και Μπαρμπούντα στην Καραϊβική, το περιμένει κανείς.

Ίσως, το να αλλάξει ο κόσμος να είναι κάτι αδύνατο, να είναι κάτι πραγματικά μνημειώδες ως εγχείρημα, για το οποίο κάθε προσπάθειά μας να καταλήγει πάντοτε στο κενό.

Αλλά μάταιο, γίνεται μόνο όταν σταματήσεις να κολυμπάς.

Και μπορεί ο σκοπός -του να αλλάξει ο κόσμος- να είναι μάταιος, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έχει νόημα η προσπάθεια. Δηλαδή έχει νόημα μόνο όταν αυτή μετουσιώνεται σε αιματηρές εξεγέρσεις στους δρόμους για την κατάρρευση του καπιταλισμού; Γιατί όχι ως μία εσωτερική προσπάθεια, να γίνουμε καλύτεροι άνθρωποι, καλύτεροι φίλοι, καλύτεροι σύντροφοι στα αγαπημένα μας πρόσωπα, και καλύτεροι πολίτες.

Ίσως είχαν δίκιο ο Σωκράτης και ο Κίρκεγκωρ, όταν μιλούσαν για αυτογνωσία, το να συναντήσεις, δηλαδή, τον εαυτό σου.

Ίσως το αδύνατο και το μνημειώδες του θέματος να μην είναι ένδειξη ότι είναι ένα μάταιο εγχείρημα, γιατί ίσως, η ουσία να μην βρίσκεται στην επανάσταση -ξέρω, πιπέρι στο στόμα μου- δηλαδή στην βίαια ριζοσπαστική αλλαγή της κοινωνίας, αλλά στην πορεία προς αυτή, και στην ριζοσπαστική αλλαγή της σκέψης μας, ώστε να γίνεις ένας καλύτερος άνθρωπος, ασχέτως αν ζεις στην χούντα του καπιταλιστή, ή στην υπαρκτή χούντα του μαρξιστή.

Αν και οι τελευταίοι είναι πλέον είδος προς εξαφάνιση, σε αντίθεση με τους καπιταλιστές, που αυξάνονται και πληθύνονται με ταχύτητες καρκίνου.

Ίσως, αξίζει τον κόπο η προσπάθεια, όχι το αν θα φτάσουμε στον τελικό, ακόμα και αν αυτή η προσπάθεια δεν ευοδωθεί, και καταλήξει να μας οδηγήσει στο επόμενο στάδιο της αποδοχής, την παραίτηση, όπου εκεί είσαι ένα βήμα πριν τον Βούδα.

Γιατί, ίσως η απουσία κάποιο συγκεκριμένου νοήματος στη ζωή, να μην οδηγεί απαραίτητα στην ματαιότητα. Ίσως, η έλλειψη κάποιου συγκεκριμένου νοήματος στην ζωή να είναι πιο απελευθερωτική, από το να γνωρίζαμε ποιο ακριβώς είναι το νόημα, και να προσπαθούμε όλοι να προσαρμόσουμε τις ζωές μας ώστε να το εκπληρώσουμε.

Άσε που, ακόμα κι αν υπήρχε, θα ήταν πολύ βαρετό αν το νόημα ήταν μονάχα ένα.

Άλλωστε, τόσοι σοφοί και έξυπνοι άνθρωποι έχουν περάσει. Αν η ζωή είχε ένα εγγενές νόημα, κάτι μου λέει ότι θα το είχαμε βρει ως τώρα.

Όχι, η ζωή δεν έχει κανένα νόημα. Η ζωή είναι το νόημα.

Ότι ζεις σε αυτόν τον πλανήτη, αναπνέεις, και η καρδιά σου ακόμα χτυπάει.

Και τι κάνει ένας ζωντανός; Ζει. Ζήσε, λοιπόν, μέχρι δακρύων, που έλεγε και ο Καμύ.

Το μόνο σίγουρο πάντως, είναι ότι δεν έχω ιδέα. Έχω όμως πολλές σκέψεις, και πολλές απορίες. Είναι πολλά τα ίσως, για βεβαιότητες.

Από το μακρινό Αμστελόδαμο, ¡hasta luego amigos, και με αγάπη,

Κώστας

Υ.Γ. Είναι πάρα πολύ δύσκολο να τα βάλεις με τον παραλογισμό της ζωής, όπως την βιώνουμε καθημερινά, και να βγεις κερδισμένος. Προσωπικά, θεωρώ ότι είναι κάτι ακατόρθωτο, εκτός κι αν δεν παίξεις καν αυτό το παιχνίδι. Δεν μπορώ να βρω ούτε νόημα, ούτε λογική, στην ζωή όπως την ζούμε, στο σύμπαν, στην κοινωνία που έχουμε φτιάξει ή που βοηθούμε να συντηρηθεί, είτε με την ενεργή μας συμμετοχή, είτε με την απραγία μας. Και δεν χρειάζεται να το βρω, γιατί δεν χρειάζεται καν να ψάξω. Η ζωή είναι το νόημα, και ο σκοπός είναι να την ζήσουμε όπως θέλουμε, κατά προτίμηση, χωρίς να το κάνουμε στις πλάτες των άλλων. Δάσκαλοι μου στην ανάγκη μου να αποδεχτώ κάποια πράγματα, και την πραγματικότητα όπως είναι, και όχι όπως θα ήθελα να είναι, είναι για μένα ο Διογένης, ο Επίκουρος, ο Λάο Τσε, ο Τσουάνγκ Τσου, ο Σενέκα, ο Μάρκος Αυρήλιος, ο Αλμπέρ Καμύ, και ο Βασίλης, που με έχουν βοηθήσει πάρα πολύ στο να αναγνωρίσω ότι αυτός ο παραλογισμός ενδέχεται να μην είναι κάποιο σύμπτωμα της ζωής, αλλά κύριο χαρακτηριστικό της. Αυτό που με ενοχλούσε όμως πάντα στην φιλοσοφία του Ζεν, του Ταοϊσμού, στην φιλοσοφία του Στωικισμού, και στην φιλοσοφία του Ηράκλειτου και του Επίκουρου, ήταν η παντελής απουσία πολιτικής δράσης. Πάντα μου φαινόταν παράλογη αυτή η ιδέα, ότι δεν μπορούμε να αλλάξουμε τίποτα, και ότι τα πράγματα είναι όπως είναι, και το μόνο που απομένει είναι να ελέγξουμε τον τρόπο που βλέπουμε και ερμηνεύουμε την πραγματικότητα. Ίσως το νόημα να μην βρίσκεται στο να αλλάξουμε τον κόσμο, δηλαδή, γιατί ίσως να είναι απλά αρκετό το να αλλάξουμε τον εαυτό μας.

Υ.Γ.2 Υπάρχουν δισεκατομμύρια λόγοι, για τους οποίους η τελευταία πρόταση του πρώτου υστερόγραφου είναι παντελώς μυωπική, αλλά άκρως βολική ιδέα, για να την παλέψει κανείς, αποφεύγοντας την ζημιά στην ψυχούλα του. Δεν είναι και λίγο.

Υ.Γ.3 Ο Αλμπέρ Καμύ αποφάσισε να δώσει μια απάντηση σε αυτό που θεωρούσε ως το ύστατο ερώτημα της φιλοσοφίας, στον “Μύθο του Σίσυφου”, το οποίο ήταν γι’ αυτόν το: “Να αυτοκτονήσω, ή να πιω έναν καφέ;”. Για τον Καμύ, ένας από τους παραλογισμούς της ζωής είναι ότι ζούμε την ζωή μας με την ελπίδα του αύριο, αλλά το αύριο μας φέρνει πιο κοντά στον θάνατο, τον απόλυτο εχθρό της ζωής, και όλοι ζούμε τις ζωές μας λες και θα ζήσουμε για πάντα. Έτσι όπως τα έβλεπε ο Αλμπέρ, αν αφαιρέσεις τον ρομαντισμό και τα χίπικα συναισθήματα μας, ο κόσμος είναι ένα παράξενο και απάνθρωπο μέρος, η απόλυτη γνώση είναι αδύνατη, ενώ η λογική και η επιστήμη αδυνατούν να εξηγήσουν με βεβαιότητα τον κόσμο. Σου λέει, δεν είναι ο κόσμος που είναι παράλογος, ή η ανθρώπινη σκέψη, κάπου αλλού βρίσκεται ο παραλογισμός. Ο παραλογισμός γεννιέται για τον Καμύ, όταν η επιθυμία μας να καταλάβουμε, συγκρούεται με το ακατανόητο του κόσμου, και την παντελή έλλειψη λογικής στην λειτουργία του. Και έτσι, ο Αλμπέρ καταλήγει να απαντάει στο μεγάλο ερώτημα της φιλοσοφίας, πίνοντας έναν καφέ, αφού θεωρεί πως ο παραλογισμός πρέπει να βιωθεί, και η ικανότητα μας να εξετάζουμε τα πράγματα με την λογική και τα επιχειρήματα, έχει τα όρια της. Παρ’ όλα αυτά, το επόμενο στάδιο της αποδοχής για τον Καμύ, δεν είναι η παραίτηση, αλλά η διαρκής πάλη μέσα από το τρίπτυχο: εξέγερση, ελευθερία, και πάθος.

Υ.Γ.4 Σε μια κοινωνία που η επιβίωση των ανθρώπων εξαρτάται από την εργασία, η τεμπελιά θέλει προσπάθεια. Απλά εσύ, Πιτς μου, την έχεις ήδη κάνει, οπότε είσαι στο επίπεδο του wu wei.

(Φίλε Κώστα, η ζωή έχει νόημα και τίποτα δεν είναι μάταιο. Αυτό σκέφτομαι, βλέποντας τα κάστανα που ψήνουμε τώρα στο τζάκι. Πάω να τα συναντήσω. Μετά θα ξεκινήσω να διαβάσω ξανά την Ιστορία της Φιλοσοφίας του A.C. Grayling, γιατί την πρώτη φορά που την διάβασα με διέκοπταν συνέχεια τα κορίτσια, για να παίξουμε κυνηγητό. Να είσαι καλά. Την αγάπη μου.)

Το pitsirikos.net χρειάζεται τη βοήθειά σου

Στήριξε οικονομικά το pitsirikos.net, αν θεωρείς πως καλό είναι να υπάρχουν στην Ελλάδα και κάποιες φωνές που δεν δουλεύουν για τον Μαρινάκη, τον Αλαφούζο, τον Σαββίδη και τα άλλα παιδιά, οπότε μπορεί να διαβάσεις ή να ακούσεις κάτι διαφορετικό από αυτό που συμφέρει τους ολιγάρχες. Οι τρόποι στήριξης εδώ.

H αναδημοσίευση των κειμένων του pitsirikos.net επιτρέπεται μόνο κατόπιν άδειας. Επικοινωνήστε στο pitsiriko@gmail.com.